Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

12. Ο Νόμος

«Η δημιουργία των ουρανών και της γης είναι –βεβαιότατα- μεγαλύτερη υπόθεση από τη δημιουργία των ανθρώπων. Και όμως οι περισσότεροι από τους ανθρώπους δεν το αντιλαμβάνονται»
Κοράνι, 40-57


«Στον πόλεμο» λέει ο Κριτόβουλος «άνδρες σκοτώνονται, σφάζουν ο ένας τον άλλον και κατακρεουργούνται χωρίς οίκτο, φωνάζοντας, βλασφημώντας, χάνοντας τη συνείδηση και αγνοώντας το τι γίνεται γύρω τους, ακριβώς όπως συμβαίνει σε τρελούς». Αλλά η τρέλα της μάχης δεν κρατάει πολύ. Και οι στρατιώτες είναι, έξω από τον πόλεμο, οι πιο ήπιοι άνθρωποι. Οι ίδιοι Οθωμανοί δεν επιζητούσαν τη σύρραξη. Δεν είχαν καμιά φιλοδοξία, εκτός από την διατήρηση της Αυτοκρατορίας τους. Δεν απαιτούσαν από κανέναν να προσέλθει στη θρησκεία τους. Δεν επέμεναν στη χρήση της γλώσσας τους. «Η μόνη πολιτική τους είναι η επέκταση» παρατηρεί κάποιος το δέκατο έκτο αιώνα. Αντίθετα με όλους τους μετέπειτα – και τους προηγηθέντες – ιμπεριαλιστές, οι Οθωμανοί δεν αναρωτήθηκαν ποτέ γιατί οι άλλοι δεν είναι σαν αυτούς, ή για ποιο λόγο δεν τους ‘αγαπούσαν’ όλοι.

Διότι οι Οθωμανοί ήξεραν την απάντηση. Λίαν συντόμως θα έρχονταν οι Μαχντήδες που θα είχαν την φιλοδοξία να μεταφέρουν την Ισλαμική πίστη στα πέρατα του κόσμου σώζοντας τους ‘άπιστους’. Μέχρι τότε, οι Οθωμανοί αρκέσθηκαν να διατηρήσουν την τάξη και το νόμο στον «Οίκο της Ειρήνης», κρατώντας τον κόσμο στα χέρια τους

Παρά την ανεκτικότητα που είχαν απέναντι στα έθιμα και τις πίστεις των λαών που κατακτούσαν, δεν ανεχόντουσαν καθόλου τους αιρετικούς Σιίτες. Προφανώς γιατί οι αιρετικοί Σιίτες ήταν αυτοί που απειλούσαν την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας. Οι οπαδοί του Αλή είχαν τάση προς το μυστικισμό, σε αντίθεση με τους κοσμικούς Σουνίτες πρίγκιπες. Οι παραδοσιακές Οθωμανικές αρχές, εύλογα έβλεπαν τη μεγάλη αυτή αίρεση του Ισλάμ σαν τον κύριο εχθρό τους. Ο Σελίμ ο Σκληρός (ή κατ’ άλλους ο Τρομερός) φέρθηκε τρομερά και απαίσια προς τους Σιίτες Κισιλμπάδες (κυριολεκτικά Κοκκινοκέφαλοι) που φορούσαν κόκκινα τουρμπάνια και θεωρήθηκαν εχθροί του Οθωμανικού κράτους: τους κυνήγησε μέχρι θανάτου στην Ανατολία. Υπήρχε ένας στρατηγός, γνωστός απλά σαν «ο Χασάπης» που είχε την αποστολή να σφάζει τους αιρετικούς όπου τους έβρισκε και όπου αυτοί εξακολουθούσαν να διατηρούν και να εκφράζουν τις πεποιθήσεις τους. Οι Οθωμανοί, που ανέχονταν και κατάφερναν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους πάρα πολλά πράγματα, φαίνεται να έχαναν την ψυχραιμία τους μόνον όταν βρίσκονταν μπροστά σε κάτι που απειλούσε την ύπαρξή τους. Και τότε έχαναν τον έλεγχο. Ο David Urquhart1 στα 1830 αναφέρει μια σκηνή που παρακολουθούσε ένα παιδί να ταλαιπωρεί και να χτυπά τον γενίτσαρο πατέρα του στην αυλή του σπιτιού του. Ο Urquhart εντυπωσιάσθηκε από το γεγονός ότι ο σκληροτράχηλος και πολεμοχαρής γενίτσαρος δεν έκανε τίποτα να συγκρατήσει το παιδί του και τον ρώτησε γιατί δεν του δίνει ένα χέρι ξύλο. «Α!, τι έξυπνοι άνθρωποι που είσαστε εσείς οι Φράγκοι. Και πόσο εύκολα σηκώνεται το χέρι σας».

Οι Οθωμανοί στον πόλεμο ήταν σκληροί αλλά κυβέρνησαν με ελαφρύ χέρι. Η ίδια η φύση των περιοχών που κατάκτησαν ή κληρονόμησαν ήταν τέτοια που η χειραφέτηση των κατοίκων και η αυτοδιοίκησή τους ήταν επιβεβλημένη. Άλλο να μαζεύεις φουσάτα, να πολεμάς με όλη σου τη δύναμη ή να κατατροπώνεις τους σιδερόφρακτους ιππότες και άλλο να πρέπει να διατηρήσεις την τάξη σε κάθε ορεινό χωριό, να αστυνομεύεις κάθε πέρασμα ή να ξέρεις τι γίνεται σε κάθε πόλη μιας επικράτειας που η γεωγραφική της υφή θυμίζει αυλακωτή λαμαρίνα.

Γιατί παρά τις πολεμικές της ικανότητες στη μάχη, παρά τα πλούτη της στη Κωνσταντινούπολη, παρά το μεγαλείο των Σουλτάνων της, η Αυτοκρατορία ήταν κατά βάση ποιμενική. Ήταν χώρα των ορέων: η Πίνδος, ο Όλυμπος, τα Καρπάθια, ο Ταΰγετος, ο Αίμος, ολόκληρη η χώρα των Αετών, η Αλβανία. Το ίδιο το όνομα Βαλκάνια, που χαρακτηρίζει όλη τη περιοχή κάτω από το Δούναβη, σημαίνει βουνό. Ούτε οι ίδιοι οι γεωλόγοι δε φαίνεται να συμφωνούν για το πού τελειώνει η μια οροσειρά και πού αρχίζει η επόμενη. Ακόμα και τα νησιά του Αιγαίου είναι γεμάτα βουνά και λόφους. Και παντού οι κάτοικοι κατασκευάζουν τους οικισμούς τους μακριά από τη θάλασσα, στα όρη και στα κάστρα. Μόνο οι τρελοί και οι κουρσάροι τριγυρίζουν στις παραλίες. Αλλά και στην Ανατολή, τα βουνά είναι παντού: ο Ταύρος, ο Καύκασος, τα δυσπρόσιτα Κουρδικά οροπέδια. Ανάμεσα στα βουνά αυτά υπάρχουν οροπέδια στα οποία οι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας μετακινούνται σα νομάδες ή ημινομάδες που ήταν οι περισσότεροι. Ήταν μια αυτοκρατορία εποχιακών μετακινήσεων. Ακόμα και σήμερα, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών των Βαλκανίων έχουν πεδινούς οικισμούς που κατεβαίνουν το χειμώνα – τα περίφημα χειμαδιά. Σε πολλά ορεινά χωριά, οι κτηνοτρόφοι κάτοικοι θα πέθαιναν το χειμώνα μαζί με τα ζώα τους. Αλλά και αν δεν έφευγαν έγκαιρα την άνοιξη κινδύνευαν να πνιγούν από τα άγρια ποτάμια και τα ρέματα. Από τον Οκτώβρη μέχρι τον Απρίλη οι θάλασσες και τα βουνά ‘έκλειναν’ όπως κλείνουν τη νύχτα τα παζάρια και τα καφέ-αμάν και η Αυτοκρατορία πέρναγε σε ένα είδος χειμερίας νάρκης.

Για τους νομάδες, η αφάνεια είναι φυσική άμυνα. Μερικές φορές όσοι έμεναν μόνιμα κάπου – για μια πιο ήρεμη ζωή – φέρονταν σαν να μην υπήρχαν. Μερικές φορές το μόνο που έβλεπαν ήταν οι σκιές τους. Μερικές φορές τους έκρυβαν τα δέντρα, τα βράχια, τα ίδια τα βουνά. Δουλειά του κράτους ήταν να τους ξετρυπώνει, να τους εντοπίζει και να εισπράττει φόρους από αυτούς. Ο νομαδισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα είδος υψηλής τέχνης: Όποιος ήταν κάτι ζούσε φεύγοντας. Όποιος είχε κάτι το κουβαλούσε μαζί του. Όποιος έμενε πίσω ή δεν είχε τίποτα ή ήταν κρατικοδίαιτος - και οι δυο κατηγορίες άχρηστες για τους Οθωμανούς.

Μόνο στις ορεινές περιοχές της Αρμενίας και του Κουρδιστάν, οι Οθωμανοί χρειάστηκε να αναγνωρίσουν γύρω στις τριάντα διαφορετικές εθνότητες και τις κυβερνήσεις τους2. Οι αρχαίοι φύλαρχοι των Γκέκων στη βόρεια Αλβανία παρέμειναν ημι-αυτόνομοι. Οι φυλές των Γιορούκων στην Ανατολία δεν αναγνώρισαν ποτέ τις Οθωμανικές αρχές. Μερικοί από αυτούς ήταν Σιίτες, άλλοι Σουνίτες, συχνά η διαφορά δεν ήταν εμφανής. Μιλούσαν πληθώρα Τουρκικών διαλέκτων και ταύτιζαν τον εαυτό τους ανάλογα με τα κοπάδια τους: Λευκά Πρόβατα ή Μαύρα Γίδια. Ζούσαν νομαδικά και μετακινούνταν σε μεγάλες αποστάσεις το χειμώνα και το καλοκαίρι. Οι Οθωμανικές αρχές τους παρακολουθούσαν στενά και επενέβαιναν αν έμεναν παραπάνω από τρεις μέρες σε κάποιο μέρος κατά τα νομαδικά τους ταξίδια. Οι Γιορούκοι ήταν απόλυτα πιστοί στις φυλετικές ομάδες στις οποίες ανήκαν. Παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους3 και πολεμούσαν συχνά για ασήμαντες αφορμές με γειτονικές φυλές. Οι δρόμοι που ακολουθούσαν οι Γιορούκοι σημαδεύονταν από τους τάφους όσων πέθαιναν καθοδόν, συνήθως κάτω από κάποιο ιερό δέντρο. Περνώντας από τα σημεία αυτά, οι επερχόμενες γενιές Γιορούκων έριχναν στους τάφους πέτρες, κρέμαγαν μπακίρια και χαλιά στα δέντρα και έφτιαχναν σκιάχτρα γύρω από αυτούς για να φοβίζουν όποιον τολμούσε να πλησιάσει.

Μια άλλη απόλυτα νομαδική φυλή ήταν οι τσιγγάνοι, που κινούνταν σε όλα τα Βαλκάνια και την Ανατολία, όχι με τα ζώα τους αλλά με τα σύνεργα της τέχνης τους. Οι τσιγγάνοι ήταν γνωστοί για τις αρκούδες τους που χόρευαν, τα ματζούνια τους και τραγούδια τους που ήταν αρκετά δημοφιλή σε γάμους και πανηγύρια. Οι τσιγγάνοι ήταν επίσης άριστοι σιδηρουργοί και γανωματήδες. Είχαν όμως και τη φήμη φρικαλέων ληστών και απατεώνων. Κανείς δεν τους συμπαθούσε και ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι’ αυτούς. Το πιο απάνθρωπο πράγμα που μπορούσαν οι αρχές να κάνουν σε έναν τσιγγάνο ήταν να τον κλείσουν φυλακή.
Όσο για τους Βλάχους, τους αρειμάνιους αυτούς βοσκούς των Βαλκανίων που μετακινούνταν πεζοί και έστηναν τις τομαρίσιες σκηνές τους στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο, μιλούσαν μια λατινική διάλεκτο με Ρουμανικές και Ελληνικές λέξεις – ενισχύοντας έτσι τις ρομαντικές απόψεις μερικών από αυτούς ότι ήταν τα κατάλοιπα των χαμένων λεγεωνάριων του Τραϊανού - ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και περιστασιακά οι Οθωμανοί τους χρησιμοποιούσαν σαν φύλακες ορεινών περασμάτων αλλά και σαν κατάσκοπους κινήσεων των εχθρών τους στις παραδουνάβιες περιοχές. Οι ίδιοι οι Βλάχοι όμως δεν έδιναν μεγάλη σημασία στα σύνορα και συχνά άλλαζαν στρατόπεδα και αφεντικά. Το όνομα ‘Βλάχος’ σημαίνει ξένος. Παρεπιδημούσαν στους λόφους, με τις χοντρές μάλλινες κάπες τους, τα παχιά μουστάκια τους, κινούμενοι από καταυλισμό σε καταυλισμό, πουλώντας και αγοράζοντας λίγα πράγματα στο δρόμο, σε σημείο που οι Έλληνες να λένε ότι πέντε Βλάχοι κάνουν ένα παζάρι. Οι έλληνες τους περιφρονούσαν γιατί ήταν τόσο μακριά από τη θάλασσα, που ή ίδια η λέξη ‘Βλάχος’ για τους Έλληνες έφτασε να σημαίνει άνθρωπος που δεν έχει δει θάλασσα, ή που μένει τόσο μακριά από αυτή που πολύ σπάνια τη βλέπει. Επίσης στην Ελλάδα τους απέφευγαν γιατί σπάνια πλένονταν. Αυτοί όμως κινιόντουσαν ελεύθερα σε όλα τα Βαλκάνια, και στη Βόρεια ορεινή Ελλάδα. Στην Ελλάδα διάκριναν πολλά είδη Βλάχων, όπως τους Καράβλαχους (μαύρους βλάχους) τους Κουτσόβλαχους (με ιδιότυπο περπάτημα στα βουνά και τα βράχια), τους Αρβανιτόβλαχους και τους Σαρακατσαναίους (που έφταναν μέχρι την Ανατολία). Άλλοι που παραπονιόντουσαν ότι δεν ήταν καν Βλάχοι και άλλοι που προσποιούνταν ότι ήταν. Αλλά και η Κλεφτουριά, οι περήφανοι Κλέφτες, των απρόσιτων βουνών που μίλαγαν τα Ελληνικά των Αρχαίων Ελλήνων, χωρίς τις βέβηλες προσμείξεις των εισβολέων, ακόμα και των Χριστιανών. Η Κλεφτουριά, ήταν τόσο δύσκολο να εντοπισθεί από τους Οθωμανούς που το όνομα της έφθασε να καθορίζει μια περιοχή, απροσδιόριστη, σχεδόν μυθική, που οι Οθωμανοί την τοποθετούσαν όπου δυσκολεύονταν να ασκήσουν την κυριαρχία τους. Αλλά και οι νόμιμοι αντίπαλοι των Κλεφτών, οι Αρματολοί, ειδικό σώμα δίωξής των, αρματωμένοι από την Οθωμανική Αρχή για το σκοπό αυτό, δημιουργούσαν περισσότερα προβλήματα στους Οθωμανούς παρά στους Κλέφτες με τους οποίους συνήθως συμμαχούσαν κατά της Οθωμανικής φορολογίας.

Για τους νομάδες, ήταν απαραίτητο να είναι σκληροί, δυσεύρετοι και πάντα μετακινούμενοι: έτσι γλίτωναν τους φόρους. Οι πράξεις τους όμως δεν καθορίζονταν μόνο από τα οικονομικά τους συμφέροντα. Μερικοί από αυτούς είχαν και πολιτικές επιδιώξεις, όπως οι Κλέφτες που ήθελαν πράγματι να ταπεινώσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί όμως δε σταμάτησαν να κάνουν τα πάντα να εισπράξουν τους φόρους τους από όλους. Μερικοί από τους Κλέφτες, είχαν δημιουργήσει σημαντικές περιουσίες. Ο μεγάλος Άγγλος ποιητής T.S. Eliot, το δέκατο ένατο αιώνα, στα ταξίδια του στην Ανατολή πέρασε από την Ελλάδα και επισκέφτηκε το θερινό σπίτι κάποιου Κλέφτη, στους λόφους της Αττικής. Εκεί είδε για πρώτη φορά στην Ανατολή, παράθυρα με τζάμια.
---
Οι Οθωμανοί έδιναν μεγάλη σημασία σε αποτελεσματικούς τρόπους αυτοδιοίκησης των περιοχών της Αυτοκρατορίας. Μερικές φορές υιοθέτησαν νόμους από παλαιότερα καθεστώτα σαν δικούς τους, όπως τους νόμους Σαξόνιου που αφορούσαν την αυτοτέλεια των ορυχείων στα Βαλκάνια και τους οποίους ο Σουλτάνος Μουράτ ο 2ος επανεξέδωσε σαν δικούς του ιραδέδες. Για όλα αυτά ο Busbecq αναφέρει: «Σέβονται σε μεγάλο βαθμό τους πολιτισμούς ξένων λαών ακόμα και αν αυτοί δεν συμφωνούν με τη θρησκεία τους».

Οι Οθωμανοί απαιτούσαν από όλους τους υπηκόους τους να ανήκουν σε κάποια ομάδα και να είναι υπό την προστασία κάποιου μεγάλου άνδρα ή μιας από τις συντεχνίες που καθόριζαν την αξία της εργασίας του κάθε ανθρώπου, του έλεγαν που να κατοικεί, τι να φοράει και τον προστάτευαν σε δύσκολους καιρούς, ή να ανήκει σε κάποια στρατιωτική μονάδα ή τουλάχιστον σε κάποιο χωριό, έτσι ώστε να βρίσκεται στη δικαιοδοσία ή την ευθύνη κάποιου υπεύθυνου. Οι υποθέσεις της Μουσουλμανικής Κοινότητας καθορίζονταν πλήρως και σαφώς από το Κοράνι, που είχε τόσο νομική όσο και θρησκευτική ισχύ. Και ενώ η δουλειά του Σουλτάνου ήταν να σιγουρεύει την εφαρμογή του Ισλαμικού νόμου σε περιπτώσεις διαμάχης ανάμεσα σε Μουσουλμάνους και απίστους, οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι και όλοι οι άλλοι έπρεπε να κανονίσουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους και να εφαρμόζουν τους δικούς τους νόμους. Όλοι έπρεπε να ανήκουν σε κάποιο Μιλλιέτι (κοινότητα) ανάλογα με την πίστη τους. Όσο το Μιλλιέτι δεν ερχόταν σε αντίθεση με τον Ισλαμικό νόμο, τις Ισλαμικές οργανώσεις και την γενικότερη κοινωνική ειρήνη και με την προϋπόθεση ότι τα μέλη του πλήρωναν τους φόρους τους, οι υπεύθυνοί του είχαν το ελεύθερο να δρουν όπως ήθελαν και να τακτοποιούν τις υποθέσεις τους.

Οι Οθωμανικές αρχές νομοθέτησαν απλούς νόμους που αφορούσαν τα Μιλλιέτια και υποχρέωσαν πολλές ανεξάρτητες και ανεξέλεγκτες οργανώσεις να ενταχθούν σε αυτά. Πριν την Οθωμανική κυριαρχία, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί του Βυζαντίου αναγνώριζαν πολλές και ανεξάρτητες μεταξύ τους εκκλησίες. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής τις κατάργησε όλες και ενέταξε όλους του Ορθοδόξους Χριστιανούς στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως στον οποίο απένειμε τρεις αλογοουρές (διάκριση ύψιστης εξουσίας) και ευρύτατες θρησκευτικές και πολιτικές εξουσίες πάνω στο ποίμνιό του. Οι Εβραίοι έφτιαξαν το δικό τους Μιλλιέτι αμέσως μετά. Ο Γρηγοριανός Πατριάρχης είχε εξουσία, όχι μόνο πάνω στους Αρμενίους της Αυτοκρατορίας, αλλά και σε όλους όσους δεν μπορούσαν να ενταχθούν στα άλλα Μιλιέτια, όπως τους τσιγγάνους, τους Ασσυρίους, τους Μονοφυσίτες της Συρίας και της Αιγύπτου, και τους Βογομίλους της Βουλγαρίας. Για το λόγο αυτό, το Αρμενικό Μιλλιέτι ήταν πολύ χρήσιμο, λόγω της ελαστικότητάς του και με το χρόνο απέκτησε εξουσία πάνω στους Μαρονίτες του Λιβάνου που αναγνώριζαν τον Πάπα της Ρώμης, στους Λατίνους Καθολικούς της Ουγγαρίας, της Κροατίας και της βόρειας Αλβανίας καθώς και στους ουνίτες.
Πράγματι, απομονωμένο από τις αντιδράσεις των Καθολικών στη Δυτική Ευρώπη, το Προτεσταντικό κίνημα άνθισε ιδιαίτερα στην Ουγγαρία, υπό την ανοχή των Οθωμανών. Στα Βαλκάνια, πέρα από την εφαρμογή του ‘φόρου των παιδιών’ (ή όπως κακώς λέγεται το σχεδόν εθελούσιο ‘παιδομάζωμα’) καμιά απολύτως προσπάθεια δεν έγινε να εξισλαμισθούν οι πληθυσμοί. Ληξιαρχικά έγγραφα από τον δέκατο έκτο αιώνα δείχνουν ότι ο μέσος όρος οικογενειών που προσήρχοντο στο Ισλάμ κάθε χρόνο σε όλο το Βαλκανικό χώρο, δεν υπερέβαιναν τις τριακόσιες. Ο εξισλαμισμός αυτός αφορούσε μόνο στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Η Αυτοκρατορία χρειαζόταν φορολογούμενους πολίτες και όχι Μουσουλμάνους. Όποιος Χριστιανός υπήκοος της Αυτοκρατορίας ήθελε να γίνει Μουσουλμάνος έπρεπε να πληρώσει ένα σημαντικό φόρο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, πράγμα που εξόργιζε τους νέους Μουσουλμάνους, αλλά δεν ενόχλησε καθόλου το Σουλτάνο, ο οποίος εξάλλου είχε θεσπίσει αυτό το φόρο. Η ύπαρξη του φόρου αυτού εξασφάλιζε ακριβώς τον περιορισμό των εξισλαμισμένων4. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής συνήθιζε πάντοτε να συναντά τον Πατριάρχη Γεννάδιο στην εξώπορτα της εκκλησίας, όχι από φόβο μήπως μολυνθεί ο ίδιος από το ιερό χώρο των απίστων (όπως λαθεμένα αναφέρουν μερικοί) αλλά αντίθετα, για να μην καθαγιάσει τον τόπο με την παρουσία του: όπου ακούμπαγε ο Σουλτάνος, ο χώρος ήταν ιερός και οι πιστοί θα μπορούσαν με τη δικαιολογία αυτή να μετατρέψουν την εκκλησία σε τζαμί.

Αμέσως μετά την Άλωση, ο Μεχμέτ ο Πορθητής εξέδωσε μια σειρά νόμων για τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες των υπηκόων του. Με τους νόμους αυτούς καθορίζονταν οι φορεσιές όσων κυκλοφορούσαν στα αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας: οι Έλληνες φορούσαν μαύρα πανταλόνια και παντόφλες, οι Αρμένιοι μοβ παντόφλες και βυσσινί πανταλόνια. Οι Εβραίοι γαλανά παντελόνια και παντόφλες. Οι Μουσουλμάνοι φορούσαν κόκκινα παντελόνια και κίτρινες παντόφλες. Οι φρουροί της τάξης, αστυνομικοί και ακόλουθοι επισήμων προσώπων, είχαν στο ζωνάρι τους ένα στιλέτο. Οι καθαριστές των πόλεων (μια σημαντική κάστα ανθρώπων σε όλο το Ισλάμ, και απαραίτητοι, αφού οι Ισλαμικές πόλεις και τα τζαμιά έπρεπε να διατηρούνται καθαρά) φορούσαν κόκκινα δερμάτινα πανωφόρια. Οι χατζήδες που είχαν εκπληρώσει το χρέος κάθε Μουσουλμάνου να επισκεφθεί τη Μέκκα μια φορά τη ζωή του, είχαν το προνόμιο να φορούν πράσινο τουρμπάνι. Οι σημαντικές προσωπικότητες φορούσαν υψηλά τουρμπάνια τυλιγμένα γύρω από ψηλά και μυτερά καπέλα. Μόνο οι ιεροδιδάσκαλοι του Ισλάμ είχαν το προνόμιο να φορούν τουρμπάνια τυλιγμένα γύρω από κασκέτα και μαύρα πέπλα. Οι Ορθόδοξοι ιερείς φορούσαν τα ράσα τους και οι Αρμένιοι ξεχώριζαν από το σχήμα του καπέλου τους. Οι καθολικοί ιερείς ήταν οι μόνοι που κυκλοφορούσαν χωρίς καπέλο. Στις επαρχίες, κάθε περιοχή, κάθε βουνό, κάθε πεδιάδα είχε το δικό του συνδυασμό φορεσιάς. Οι επισκέπτες της Αυτοκρατορίας εντάσσονταν στις Οθωμανικές συνήθειες με το να τίθενται στην ευθύνη αυτών που τους είχαν καλέσει, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη δημόσια παρουσία και συμπεριφορά τους. Υψηλόβαθμοι επισκέπτες, όπως αντιπρόσωποι κρατών, πρεσβευτές και οι ακολουθίες τους ζούσαν στην Αυτοκρατορία δημοσία δαπάνη. Οι ξένοι εμπορικοί επισκέπτες στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη ήταν υπό την προστασία των αντιπροσώπων τους. Όλοι οι ξένοι επισκέπτες της Αυτοκρατορίας είχαν το προνόμιο της ετεροδικίας: τα εγκλήματα που διέπρατταν δικάζονταν στις πατρίδες τους με τους νόμους τους – εκτός αν αυτά είχαν διαπραχθεί κατά Μουσουλμάνων, οπότε τότε υπερίσχυαν οι Ισλαμικοί νόμοι της Αυτοκρατορίας. Οι μόνοι υπήκοοι του Σουλτάνου που δεν είχαν την ανάγκη να λογοδοτήσουν σε κανένα δικαστήριο ήταν οι γενίτσαροι. Αυτοί είχαν δικά τους δικαστήρια που ασχολούταν μόνο με τις εσωτερικές τους υποθέσεις.

Η θέση του κάθε ανθρώπου μέσα στη τάξη που ανήκε ήταν πολύ σημαντική. Όλοι είχαν την αξιοπρέπειά τους. Ο Hobhouse αναφέρει: «Όταν κάποιος πλούσιος συναντά κάποιον κατώτερό του στο δρόμο, όχι μόνο επιστρέφει το χαιρετισμό του, αλλά και τον ρωτάει για όλη την οικογένειά του, και τις δουλειές του». Η απλότητα και οικειότητα ανάμεσα στους δούλους και τους κυρίους τους ξάφνιαζε τους ξένους επισκέπτες. Η δουλεία όμως δεν ήταν ντροπή, ήταν απλά ένας ακόμα τρόπος να ανήκει κάποιος κάπου.

Το 1492 ο βασιλιάς της Ισπανίας έδιωξε όλους τους Εβραίους από τη χώρα του. Αυτοί μπήκαν σε πλοία και άρχισαν την περιπλάνησή τους στη Μεσόγειο. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο 2ος άκουσε για το πάθημα των Εβραίων και διέταξε τους κυβερνήτες των παραθαλάσσιων περιοχών της Αυτοκρατορίας να τους δεχθούν με ευγένεια και να τους βοηθήσουν. Φέρεται να είπε στους συμβούλους του: «Λένε ότι ο Φερδινάνδος είναι σοφός μονάρχης. Πώς μπορεί να είναι σοφός ένας άνθρωπος που αποδυναμώνει τη χώρα του για να εμπλουτίσει τη δική μου;» Πράγματι οι Εβραίοι της Ισπανίας ήξεραν τα πάντα, από το πώς να γνέθουν το μαλλί μέχρι το να διαχειρίζονται κεφάλαια με τόκους. Έφεραν μαζί τους στην Αυτοκρατορία γνώσεις και τρόπους ενός κόσμου που οι Οθωμανοί έλπιζαν να κατακτήσουν. Οι ίδιοι οι Εβραίοι περίμεναν να επιστρέψουν στην Ισπανία, είτε στην πλάτη των Οθωμανών είτε όχι. Είχαν πάντα μαζί τους τα τεράστια κλειδιά των κελαριών τους με τα μπαχαρικά και τους θησαυρούς τους. Τα όνειρα των συναγωγών και των τραπεζών τους στα στενά σοκάκια της Σεβίλλης, τα σιντριβάνια και οι σκοτεινές αυλές δεν έσβησαν ποτέ. Γαλούχησαν τα παιδιά τους με παλιές Ισπανικές ιστορίες. Κι’ όμως, οι Οθωμανοί τους υποδέχτηκαν καλά και η θρησκεία τους τέθηκε στο ίδιο επίπεδο με αυτή των Χριστιανών. Και γρήγορα άρχισαν να στέλνουν επιστολές σε συγγενείς τους σε όλη την Ευρώπη να έρθουν κι’ αυτοί.

Εγκαταστάθηκαν σε όλες τις πόλεις των Βαλκανίων: στο Σαράγιεβο, στο Βελιγράδι, στο Μοναστήρι, στα Σκόπια, στο Έντιρνε, στη Σόφια. Πάνω απ΄ όλα όμως ήλθαν στη Θεσσαλονίκη, στη Σαλονίκη, την πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που είχε Εβραίους από την εποχή του ιδρυτή της και προς τους οποίους ο Απόστολος Παύλος είχε απευθύνει επιστολή. Στους Βυζαντινούς χρόνους η Θεσσαλονίκη ήταν η δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας με μισό εκατομμύριο κατοίκους. Οι Εβραίοι τη βρήκαν ένα μεγάλο χωριό επτά χιλιάδων ψυχών, με απομεινάρια της Ρωμαϊκής εποχής: κάτι σαν την Ισπανία. Κι’ έτσι, οι μετανάστες τραπεζίτες, γιατροί, τεχνίτες μετέτρεψαν την Ελληνική Θεσσαλονίκη και την Τουρκική Σελανίκ σε Ισπανική πόλη, γεμάτη από τη μουσική γλώσσα της Βαλένσιας και της Καταλονίας, τη λυπητερή έκφραση της Πορτογαλίας και τους απαλούς σχεδόν Αραβικούς τόνους της Ανδαλουσίας.

Η αρχή της συλλογικής ευθύνης είχε βασική σημασία για του Οθωμανούς και το κράτος τους. Την αρχή αυτή προσπάθησαν να παραβιάσουν πολλές περιοχές της Οθωμανικής επικράτειας, χωρίς καμιά επιτυχία. Κάτι παρόμοιο συνέβη στη Χίο όταν το νησί περιήλθε στην Οθωμανική κυριαρχία.

Η Χίος ήταν προτεκτοράτο της Γένουας από τον δέκατο τρίτο αιώνα και κυβερνιόταν σαν οικογενειακή επιχείρηση, σύμφωνα με τα εμπορικά ένστικτα των Γενουέζων. Η διοίκηση και διακυβέρνηση της Χίου ήταν στα χέρια μετόχων, των Μαχονάδων, της οικογένειας Τζουστινιάνι από τη Γένουα που μετανάστευσαν μαζικά στη Χίο το 1346 και απέκτησαν, όπως φαίνεται, την εμπορική αποκλειστικότητα του νησιού. Ο Τζιοβάνι Τζουστινιάνι που παραλίγο να σώσει την Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, μεταφέρθηκε μετά την Άλωση στη Χίο για να πεθάνει εδώ από τη λύπη του. Οι Τζουστινιάνι ήταν αρκετά ισχυροί, ώστε όλοι οι νεόφερτοι στη Χίο έπαιρναν το όνομά τους και αρκετά λογικοί, ώστε να πληρώνουν στους Τούρκους ετήσιο φόρο υποτέλειας αλλά και αρκετά ηρωικοί ώστε να αρνηθούν να Τουρκέψουν όταν καμιά δεκαριά από αυτούς πιάστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Σαράι5. Όμως, η μάζα των κατοίκων της Χίου ήταν Έλληνες.

Το 1566 οι Οθωμανοί, στο απόγειο της δύναμής τους, βαρέθηκαν τους Τζουστινιάνι. Ο φόρος υποτέλειας δεν έφτανε ποτέ. Δεν έδειχναν κανένα σεβασμό όπως άρμοζε στους ίδιους και την Αυτοκρατορία τους. Αντίθετα πλήθαιναν οι ενδείξεις ότι οι Τζουστινιάνι τους κατασκόπευαν και έδινα πληροφορίες στη Δύση. Η συμπεριφορά τους θεωρηθηκε ταπεινωτική και τους δόθηκαν αρκετές προειδοποιήσεις. Έφθασαν στο σημείο να προσπαθούν να φτιάξουν κλίκες μέσα στο ντιβάνι, συνωμοτώντας με αντιπάλους του Μεγάλου Βεζίρη. Αυτός τους διεμήνυσε ότι αν δεν αλλάξουν συμπεριφορά «Θα κάψω όλα τα σπίτια στη Χίο». Οι ιδιοκτήτες του νησιού όμως παρέμειναν ένα αγκάθι στα οπίσθια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και αυτή αποφάσισε ότι κάτι έπρεπε να γίνει.

Κατ’ έθιμο, ο Οθωμανικός Στόλος, κάθε χρόνο, εισέπραττε τους φόρους του Σουλτάνου γυρίζοντας όλα τα νησιά του Αιγαίου που πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Το 1556 ο στόλος, υπό την αρχηγία του ναυάρχου Πιαλί Πασά, παλιού γνώριμου των Χιωτών, αγκυροβόλησε έξω από το λιμάνι. της Χίου. Και ενώ οι Μαχονέζοι αναρωτιόντουσαν τι να σήμαινε αυτή η ασυνήθιστη ενέργεια, ο Πιαλί τους κάλεσε να ανέβουν στη ναυαρχίδα του. Εκεί τους προειδοποίησε ότι η συμπεριφορά τους να κατασκοπεύουν, να περιθάλπουν εγκληματίες και Ιταλούς πειρατές και να μην πληρώνουν τους φόρους, τούς είχε καταστήσει εχθρούς της Πύλης. Αυτοί απάντησαν ότι τα αφτιά του Σουλτάνου είχαν παρασυρθεί από συνωμοσίες των εχθρών τους – ότι οι αποκαλούμενοι κατάσκοποι ήταν έμποροι και η καθυστέρηση στην απόδοση των φόρων οφείλονταν σε παρεξήγηση γιατί οι Οθωμανοί ακολουθούσαν το Σεληνιακό Ημερολόγιο, ενώ αυτοί ακολουθούσαν το Ηλιακό.

Στο μεταξύ ο πληθυσμός της Χίου είχε συγκεντρωθεί στους δρόμους και είχαν βγάλει τα δικά τους άσχημα συμπεράσματα. Ο Πιαλί Πασάς ακούγοντας τους θρήνους των Χιωτών από την παραλία, τους διεμήνυσε: «Ο Θεός γνωρίζει πόσο βαριά είναι η καρδιά μου και πώς αισθάνομαι για όλους εσάς». Η κατοχή του νησιού που ακολούθησε ήταν απόλυτα σύμφωνη με το πρόγραμμα του Σουλτάνου: Δέκα χιλιάδες άνδρες επιβιβάστηκαν στο νησί με τα γιαταγάνια κρυμμένα κάτω από τις κάπες τους, όπως έκαναν κάθε χρόνο, γιατί είχαν πει ότι θα έρχονταν σαν αγοραστές υφασμάτων και μεταξωτών, για να μην πανικοβληθεί ο κόσμος. Οι αξιωματικοί τους είχαν διαταγές να αποφύγουν κάθε κακοποίηση των κατοίκων και να τους διαβεβαιώσουν ότι οι ενέργειές τους είχαν στόχο μόνο αυτούς που δεν υπάκουσαν τον Gran Signor.

Το πεζικό κατέλαβε το κάστρο του νησιού χωρίς να βρει καμιά αντίδραση, κατάσχεσε όλα τα πυρομαχικά και ύψωσε την Οθωμανική σημαία στη θέση της σημαίας του Αγίου Ιωάννου. Στη συνέχεια ο αποβιβάσθηκε ο Πιάλι με τη μεγάλη λευκή στολή του και διέσχισε καβάλα στ’ άλογό του την πόλη, όπου δύο Οθωμανοί στρατιώτες που είχαν κακοποιήσει πολίτες αποκεφαλίσθηκαν στη στιγμή για παραδειγματισμό. Ο Πιάλι πέρασε τη νύχτα του στην πόλη την οποία περιπολούσαν οι άνδρες του.

Την επόμενη ημέρα ο Πιάλι διέταξε την καταστροφή όλων των ειδώλων στις καθολικές εκκλησίες του νησιού και μετέτρεψε σε τζαμιά δύο από αυτές, αφήνοντας στη θέση του τον καθολικό επίσκοπο του νησιού. Συνελήφθησαν πεντακόσιοι ξένοι που δεν ήταν κάτοικοι του νησιού, μεταξύ των οποίων αρκετοί Ιππότες από τη Μάλτα και μερικοί ευγενείς από τη Νεάπολη και τη Μεσσήνη, οι οποίοι κρατήθηκαν στις Οθωμανικές γαλέρες για να πουληθούν σκλάβοι ή να χρησιμοποιηθούν για λύτρα αργότερα. Στο οίκημα που έμενε ο ναύαρχος, προσήλθαν πάλι οι Μαχονέζοι, αυτή τη φορά τρομαγμένοι και σε πανικό. Ο Πιάλι τους ζήτησε να καθίσουν και κάθισε κι’ ο ίδιος. Με μια τυπική Οθωμανική τελετή η οποία σήμαινε την αλλαγή εξουσίας από του Μαχονέζους στους Οθωμανούς, ο ναύαρχος κρατώντας ένα τόξο στο ένα χέρι και τρία βέλη στο άλλο τους ρώτησε αν συναινούν στην κυριαρχία της νήσου από τον Σουλτάνο. Οι Μαχονέζοι απάντησαν ότι πάντα υπήρξαν δούλοι του Σουλτάνου και πάντα οι προσταγές του ήταν χαραγμένες στο μέτωπό τους. Ο Πιάλι στη συνέχεια έδωσε ο ίδιος την ίδια απάντηση στην ερώτησή του, η τελετουργία επαναλήφθηκε τρεις φορές. Μετά σηκώθηκε, παρέδωσε το τόξο και τα βέλη σε έναν υπηρέτη και απευθυνόμενος σε όλους τους παρευρισκόμενους είπε: «όταν ανέλαβα αυτή την αποστολή δεν γνώριζα τις συνθήκες και δεν είχα καιρό να ερευνήσω τα πραγματικά γεγονότα, ούτε να ακούσω όλες τις απόψεις. Ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου μου και στο σπαθί που κρέμεται στο πλάι μου ότι κάθε άλλο παρά ακολούθησα τις εντολές που μου δόθηκαν. Μην στεναχωριέστε λοιπόν και να είστε βέβαιοι ότι θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για σας».

Οι ζωές των Μαχονέζων σώθηκαν, ο αρχηγός τους όμως εξορίστηκε στην Κάφφα, πρώην Γενουέζικη αποικία στη Μαύρη Θάλασσα. Οι κατώτεροι αξιωματούχοι εξαναγκάστηκαν να εξαγοράσουν τη ζωή τους από τους Οθωμανούς πουλώντας όσο-όσο τις περιουσίες τους στους ντόπιους Έλληνες, οι οποίοι τις διατήρησαν μέχρι την απελευθέρωση του νησιού από τον Ελληνικό Στρατό το 1912. Οι Οθωμανοί παρέμειναν στο νησί δυο μήνες και έφυγαν αφήνοντας μια φρουρά επτακοσίων ανδρών και μια διοίκηση ελεγχόμενη πλήρως από αυτούς υπό την ευθύνη ενός Ούγγρου φυγά που είχαν μαζί τους από την Κωνσταντινούπολη. Ο Οθωμανικός στόλος κατευθύνθηκε στη Νάξο την οποία επίσης κατάλαβε6.
Φαίνεται ότι οι διαβεβαιώσεις του Πιάλι Πασά ήταν βάσιμες, όπως βάσιμες ήταν και οι κατηγορίες των Οθωμανών κατά των Μαχονάδων. Οι ζωές των Χιωτών σώθηκαν, προσωρινά όμως. Τον Οκτώβριο του 1566 ο πληθυσμός του νησιού – Έλληνες και Λατίνοι – έστειλαν μια αντιπροσωπεία στη Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευθεί ξανά την ανεξαρτησία τους, βασιζόμενοι στη βοήθεια του Γάλλου πρεσβευτή στην Πύλη ο οποίος παρίστανε τον προστάτη όλων των Ρωμαιοκαθολικών στην Αυτοκρατορία. Η πρεσβεία των Χιωτών είχε αρχηγό τον καθολικό Επίσκοπο του νησιού Timoteo Giustiniani. Πρώτος προσεγγίστηκε ο Πιάλι Πασάς που εκφράστηκε ευνοϊκά για το νησί και υποσχέθηκε να υποστηρίξει το αίτημα στο ντιβάνι έναντι αμοιβής 25.000 δουκάτων. Ο άσπονδος εχθρός του Πιάλι όμως, ο Μεγάλος Βεζίρης, έμαθε το ιδιοτελές ενδιαφέρον του εχθρού του και μπλοκάρισε το αίτημα υψώνοντας βέτο. Οι Χιώτες απέσυραν το αίτημα από τον Πιάλι, ο οποίος παραιτήθηκε από την αμοιβή του και παρουσίασαν το θέμα οι ίδιοι στο ντιβάνι. Τελικά έλαβαν μια σειρά προνομίων, αντί της επιδιωκόμενης ανεξαρτησίας, τα οποία ήταν σημαντικά γιατί τους έβαζαν στο ίδιο επίπεδο με τους Γάλλους σαν εμπορικούς συνεργάτες των Οθωμανών στο Αιγαίο.

Η αυτονομία των Χιωτών αυξήθηκε όταν διαπραγματεύθηκαν ξανά την ανεξαρτησία τους έντεκα χρόνια αργότερα. Με τη νέα συνθήκη τους με τους Οθωμανούς, οι οποίοι ήξεραν ότι μετά την αυστηρότητα πρέπει να ακολουθεί η ελαστικότητα, οι Χιώτες ουσιαστικά αποτίναξαν το ζυγό των Τζουστινιάνι και απέκτησαν ένα είδος κράτος εν κράτη. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν φόρο και απηλλάγησαν από την ομαδική ευθύνη, την οποία είχαν όλοι οι υπήκοοι του Σουλτάνου. Είχαν επίσης το προνόμιο να διατηρούν εμπορικές αντιπροσωπίες σε λιμάνια της Λεβάντας και να διατηρούν εμπορικούς δεσμούς με την Ιταλία και τη Δύση. Και έτσι παρέμειναν πλούσιοι. Η προστασία των Οθωμανών στα πλοία των Χιωτών κόστιζε λιγότερο από την προστασία της Γένουας. Παρόλα αυτά, ο μύθος της Γένουας διατηρήθηκε. Μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι Χιώτες έβαζαν αλάτι στο στόμα των νεογέννητων, όπως κάνουν οι Ιταλοί. Τα σπίτια τους τα φτιάχνουν με καμάρες και κουνιστές σκάλες όπως οι Γενουέζοι και μέχρι τώρα, η μεγαλύτερη παροικία στη Γένουα και την Πάδουα είναι αυτή των Χιωτών. Το παλιό νοσοκομείο του νησιού μοιάζει ακριβώς με το νοσοκομείο της Φλωρεντίας. Οι Χιώτες υπήρξαν πάντα πετυχημένοι έμποροι και επιστήμονες (ο εμβολιασμός είναι ανακάλυψη του Χιώτη Εμμανουήλ Τιμόνη) και μερικούς αιώνες μετά την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι κοινότητες των Χιωτών στην Αμερική – στην οποία μετανάστευσαν μαζικά στις αρχές του εικοστού αιώνα – ευημερούν και θριαμβεύουν.
Οι Έλληνες της Χίου, που δεν είχαν καμία εξουσία την εποχή των Τζουστινιάνι, ανέβηκαν σε υψηλές θέσεις στην Οθωμανική Διοίκηση και απετέλεσαν την αιχμή του δόρατος της Ελληνικής Επανάστασης όταν μερικούς αιώνες αργότερα το γένος των Ελλήνων απέταξε τον Οθωμανικό ζυγό. Οι Χιώτες βοήθησαν από όλες τις θέσεις που κατείχαν και με όλα τα μέσα που είχαν από τις παροχές που είχαν πετύχει από τους Οθωμανούς. Οι Χιώτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βοηθούσαν τόσο πολύ ο ένας τον άλλον που έμεινε παροιμιώδης η φράση «οι Χιώτες πάνε δυο-δυο» όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους Τούρκους7. Το 1669 ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Κοπρουλού δημιούργησε τη θέση του Μέγα Δραγουμάνου της Πύλης, ειδικά για το γραμματέα του Παναγιώτη το Χιώτη που του είχε σταθεί χρησιμότατος σε όλη του τη θητεία και ιδιαίτερα στην εκστρατεία του στη Κρήτη. Μετά το θάνατο του Παναγιώτη, τη θέση του Μέγα Δραγουμάνου κατείχε μόνιμα Χιώτης. Ένας από αυτούς ήταν και ο Χιώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος εκτός των άλλων υπήρξε και εξ αυτών που υπέγραψαν την Συνθήκη του Κάρλοβιτς εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Χιώτες διατήρησαν άριστες σχέσεις με την Πύλη μέχρι το 1822, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, επηρεασμένη από τη σήψη της και το επικείμενο τέλος της αλλά και τρομοκρατημένη από τη Ελληνική Επανάσταση προκάλεσε την αποτρόπαια σφαγή στο νησί.
«Καλύτερα το τουρμπάνι του Σουλτάνου από τη μίτρα του επίσκοπου» είχαν πει κάποτε οι Βυζαντινοί. Και πράγματι, καθώς το ένα μετά το άλλο τα Ελληνικά νησιά που βρίσκονταν υπό τη κατοχή των καθολικών πέρναγαν στην Οθωμανική κυριαρχία, οι Έλληνες κάτοικοι αποδέχονταν τους Οθωμανούς με συγκρατημένη αισιοδοξία. Όλοι ανεξαίρετα προτιμούσαν την άμεση κυριαρχία του Σουλτάνου από το συρφετό των Νορμανδών, Ναπολιτάνων, Σταυροφόρων και κυρίως Βενετών που τους καταπίεζαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Οι τυχοδιώκτες αυτοί συμπεριφέρονταν σαν να βρίσκονταν στο χωράφι τους και οι κάτοικοι δεν είχαν κανένα λόγο για την τύχη τους και την πατρίδα τους. Οι Οθωμανοί, με τη συνηθισμένη τους μέθοδο, έδωσαν στους κατοίκους των νησιών τη δυνατότητα όχι απλά να συμμετέχουν στη διακυβέρνησή τους, αλλά και εκμεταλλευόμενοι τις ικανότητες των Ελλήνων, να συμμετέχουν στην διοίκηση της ίδιας της Αυτοκρατορίας. Το χειρότερο που μπορεί κανείς να αποδώσει στους φιλόζωους Οθωμανούς είναι η εισαγωγή στα νησιά αυτά στις αρχές του 17ου αιώνα κατσικιών και άλλων φυτοφάγων ζώων τα οποία σιγά-σιγά κατέστρεψαν την πλούσια χλωρίδα των νησιών8.

Οι δυτικοί θαύμαζαν τους Χιώτες για το εμπορικό τους δαιμόνιο. Η περίπτωση της Χίου όμως δεν ήταν μοναδική. Υπήρχαν και άλλα κράτη εν κράτη. Αρκετοί λαοί και περιοχές στην Αυτοκρατορία είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν και να ευδοκιμήσουν ειρηνικά μέσα στην Αυτοκρατορία, χωρίς να χάσουν ούτε στιγμή την ταυτότητά τους. Οι Οθωμανοί, ασφαλώς διαφύλαξαν για τον εαυτό τους τη δόξα του πολέμου. Αλλά δεν μονοπώλησαν τη φήμη και την καλοπέραση απέναντι στους τόσο διαφορετικούς υπηκόους της Αυτοκρατορίας τους. Γενικά, όπου οι Οθωμανοί έβλεπαν ταλέντο του έδιναν μια ευκαιρία να αναπτυχθεί.

Κατά τις επιδρομές των Οθωμανικών δυνάμεων στα εδάφη και το στράτευμα του εχθρού, πριν από την επέλαση του στρατού τους – και την αναπόφευκτη νίκη τους – οι πιο δεινοί επιδρομείς ήταν οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι οι οποίοι έδρασαν στα σύνορα της Αυτοκρατορίας με την Ουγγαρία. Ο Εβλίγια Τσελέμπι περιγράφει τι ακολούθησε μετά από μια τέτοια επιδρομή το 1666, όταν οι σκλάβοι σύρθηκαν στα μπουντρούμια της Κανίγια, οι επιδρομείς φιλοξενήθηκαν στην πόλη και άρχισε μια πενταήμερη δημοπρασία σκλάβων. Από τους πενήντα σκλάβους, οι δέκα πήγαν στον Πασά. Στη συνέχεια δόθηκαν μερικά από τα λάφυρα σαν αμοιβή στους φρουρούς των πυλών και στις οικογένειες των νεκρών στρατιωτών. Τα υπόλοιπα λάφυρα και οι σκλάβοι μοιράστηκαν στους 1490 γαζήδες που έλαβαν μέρος στις επιδρομές και επέζησαν. Όλα τα λάφυρα συγκεντρώθηκαν στο τζαμί ‘Σουλτάνος Μεχμέτ ο 3ος’ όπου έγινε και η μοιρασιά. Ο ίδιος ο Εβλίγια πήρε τέσσερα μερίδια, δύο για τους υπηρέτες του που βοήθησαν και δυο για τον εαυτό του και γραφειοκρατική δουλειά που έκανε και για το γεγονός ότι στο τέλος της όλης επιχείρησης απάγγειλε με τη μελωδική του φωνή στοίχους από το Κοράνι, ενώ όλοι προσεύχονταν στο Ισλάμ και στον Προφήτη, για τους μάρτυρες και τους νεκρούς επιδρομείς..

Και ενώ οι Βόσνιοι ήταν οι καλύτεροι επιδρομείς, οι Τάταροι της Κριμαίας ήταν οι καλύτεροι προμηθευτές σκλάβων. Πριν την Οθωμανικοί Αυτοκρατορία, οι Τάταροι ήταν απλοί έμποροι που έκαναν ανταλλαγές με τους Ιταλούς. Με τον καιρό έγιναν ειδικοί στο να προμηθεύουν Ρώσους σκλάβους στους Τούρκους. Για το λόγο αυτόν ονομάσθηκαν από τον Rucaut «τσακάλια για το Τουρκικό λιοντάρι». Ο ίδιος τους περιγράφει αξύριστους στο πρόσωπο, με ξυρισμένα κεφάλια και τεράστια μουστάκια, γρήγορους σαν τον άνεμο πάνω στ’ άλογο να κάνουν επιδρομές από την Πολωνία μέχρι την Ουκρανία και να φέρνουν μέχρι και 10.000 σκλάβους στη Γιάφα κάθε χρόνο. Έτρωγα ωμό κρέας μαριναρισμένο από τον ιδρώτα του αλόγου κάτω απ’ τη σέλα τους.

Και ενώ οι Τάταροι προμήθευαν τους περισσότερους σκλάβους, αναμφίβολα οι Κιρκάσιοι ήταν οι καλύτεροι. Ρώσοι9 και Πολωνοί ήταν καλοί για τις γαλέρες. Ούγγροι, Βενετοί και Γερμανοί δεν άξιζαν πολλά γιατί το σώμα τους ήταν μαλθακό και δεν άντεχε τις κακουχίες, «ενώ οι γυναίκες τους έχαιραν εκτίμησης για την ηδονή που προσέφερε το μαλθακό τους σώμα». Ένας Κιρκάσιος σκλάβος άξιζε μέχρι και χίλια αυτοκρατορικές κορώνες ενώ ένας Γερμανός άξιζε μόλις διακόσιες. Οι Κιρκάσιοι ήταν λεπτοί γιατί – κατά τον Καντεμίρ, «το πάχος δεν ήταν της αρεσκείας τους και κανείς χοντρός δεν μπορούσε να είναι ευγενής και τα παιδιά τους κοιμόντουσαν πάνω σε σκληρές σανίδες για να είναι λεπτά και ευλύγιστα. Στα παζάρια εξυμνούνταν ιδιαίτερα οι άνδρες τους και οι τιμές τους ήταν αμέσως μετά τα άλογα και σαν αντικείμενα ηδονής αμέσως μετά τις γυναίκες για την ομορφιά τους, τις καλές τους αναλογίες, τη σεμνότητά τους και την ικανότητά τους να καθαρίζουν και να κρατούν το σπίτι. Τα νεαρά αγόρια ήταν έξυπνα και τραγουδούσαν ωραία».

Οι Αλβανοί που στη χώρα τους δεν είχαν παρά αδιάβατα βουνά δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν εκτός από το ίδιο τους το σώμα, ή μάλλον τα σώματα των γυναικών τους10, οι οποίες θεωρούνταν οι ωραιότερες στην Αυτοκρατορία. Ο Λόρδος Βύρωνας που είχε πάει στην Αλβανία και είχε ζωγραφίσει γυναίκες με τις φορεσιές τους ήταν γοητευμένος από αυτές και έγραψε ότι «είναι οι ωραιότερες στον κόσμο με τις λευκές φούστες τους, τις κεντημένες ποδιές τους και τις δαντελένιες μπλούζες τους, πεντακάθαρες και λάγνες». Με την περίεργη γλώσσα τους, οι Αλβανοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους από τους αρχαιότερους κατοίκους της Ευρώπης και τον δέκατο ένατο αιώνα είχαν πέντε αλφάβητα, ένα εκ των οποίων είχε πάνω από πενήντα γράμματα. Η Αλβανία προσαρτίσθηκε στην Αυτοκρατορία το 1468 και οι Αλβανοί έγιναν γρήγορα περιζήτητοι στρατιωτικοί και γραφειοκράτες. Έμειναν όμως γνωστοί σε όλη την Αυτοκρατορία σαν πολύ καλοί χτίστες και παρασκευαστές φαρμάκων από τα βότανα της ορεινής πατρίδας τους. Τα λευκά σκουφάκια των Αλβανών χτιστών ήταν συνηθισμένο θέαμα σε όλα τα Βαλκάνια μέχρι τον 20ο αιώνα και ήταν περίφημη η τέχνη τους να χτίζουν γεφύρια και φράγματα σε ποτάμια.
Σε όλη την Αυτοκρατορία οι Οθωμανοί άφησαν να ανθίσουν και εκμεταλλεύτηκαν ταλέντα και ειδικότητες. Στο κόσμο των καβαλάρηδων, όλοι ήξεραν ότι οι Βούλγαροι εκπαίδευαν τα καλύτερα άλογα. Κανείς δεν κουμαντάριζε την καμήλα καλύτερα από τους νομάδες της Αραβίας, από τους οποίος ο Σουλτάνος προμηθευόταν 30,000 ζώα κάθε χρόνο για τις στρατιωτικές του ανάγκες. Κανείς δεν έπλενε ρούχα πιο άσπρα από τους κατοίκους της Κασταμονής ή δεν έφτιαχνε καλύτερο χαρτί από τους τεχνίτες της Κωνσταντινούπολης, στην οποία ήταν και οι καλύτεροι μουλαράδες, τόσο καλοί, που μια ολόκληρη συνοικία ήταν αφιερωμένη σ’ αυτούς. Κανείς δεν μπορούσε να είναι άρχοντας της Μολδοβλαχίας και των Ρουμανικών περιοχών καλύτερα από τους Φαναριώτες Έλληνες. Οι τεχνίτες του Ιζνίκ (Νίκαια) έφτιαχναν τα καλύτερα πλακάκια στον κόσμο και όλα σχεδόν τα τζαμιά της Αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσαν το προϊόν τους για εσωτερική επένδυση, ακόμα και αν έπρεπε να περιμένουν να φτιαχτούν. Και οι χρυσοχόοι της Ραγκούσας έφτιαχναν τα καλύτερα κοσμήματα. «Ο Θεός να σε φυλάει από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τους Έλληνες της Αθήνας και τους Τούρκους της Εύβοιας» έλεγαν αναφερόμενοι στο εμπορικό δαιμόνιο των κατοίκων των περιοχών αυτών.


1 Βρετανός πρόξενος στη Κωνσταντινούπολη το 1834-36. Ταξίδεψε πολύ στο Ευρωπαϊκό κομμάτι της Αυτοκρατορίας και έγραψε μια παρατηρητική και αξιόλογη περιγραφή της Οθωμανικής κυριαρχίας στο βιβλίο του «Το Πνεύμα της Ανατολής». Αποσύρθηκε στη επαρχιακή πόλη της νότιας Αγγλίας Warford, όπου έκτισε ένα είδος ισλαμικού παλατιού με χαμάμ και άλλα Οθωμανικά χαρακτηριστικά, στο οποίο δεχόταν τους καλεσμένους του ντυμένος σαν Σουλτάνος. Ο σύγχρονός του ιστορικός A. Lear τον χαρακτηρίζει «ικανοποιητικά παράφρονα».
2 Οι εθνότητες αυτές πρέπει να χαρακτηρισθούν φυλές, σε παραλληλισμό με τις φυλές στην Αφρική, όπου τα εθνικά σύνορα των χωρών (χαραγμένα επί χάρτου από τους αποικιοκράτες) συχνά χωρίζουν ένδοξες φυλές σε δύο γειτονικές χώρες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι περίφημοι Μαασάι, οι οποίοι είναι μοιρασμένοι στην Κένυα και την Τανζανία. Η βασίλισσα Βικτόρια, θέλοντας να ικανοποιήσει τον εξάδελφό της Κάιζερ της Γερμανίας, χάραξε τα σύνορα της Ανατολικής Αφρικής έτσι ώστε – όταν το Βρετανικό Προτεκτοράτο της Ανατολικής Αφρικής έγινε αποικία, να κρατήσει αυτή το όρος Κένυα και ο Κάιζερ το Κιλιμάντζαρο. Σε αντάλλαγμα, ο Κάιζερ έπεισε τον Μπίσμαρκ να παραδώσει στους Βρετανούς ένα μέρος της Γερμανικής Δυτικής Αφρικής, την σημερινή Μποτσουάνα – αφού πρώτα ξεκλήρισαν μια ολόκληρη φυλή τους Χερέρο, που ο Γερμανός στρατηγός von Trotha οδήγησε σε φρικτό θάνατο 20.000 γυναικόπαιδα και τραυματίες στην έρημο Καλαχάρι. Μια λεπτομερειακή περιγραφή της γενοκτονίας αυτής – μια από τις πολλές που διέπραξαν οι ‘πολιτισμένοι’ Ευρωπαίοι στην Αφρική, την Ασία και την Αμερική - θα βρει ο αναγνώστης στο θαυμάσιο ιστορικό βιβλίο του Thomas Pickenham με τίτλο The Scramble for Africa.
3 Οι περισσότεροι γάμοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γίνονταν με το περίφημο ‘κλέψιμο’ της – νεαρής συνήθως – νύφης από το γαμπρό και την οικογένειά του. Η συνήθεια αυτή, διαδεδομένη στα Βαλκάνια και στην Ανατολία, προξενούσε πολύ συχνές διενέξεις που έφταναν μέχρι τον πόλεμο μεταξύ φυλών και φυλετικών ομάδων. Οι Οθωμανικές αρχές προσπαθούσαν να είναι ουδέτερες, αλλά ενίοτε αυτό δεν ήταν δυνατό.
4 Ο φόρος αυτός θεσπίστηκε από τον Μεχμέτ τον 2ο τον Πορθητή το 1457, με την προτροπή, φαίνεται, του Πατριάρχη Γενναδίου. Όλοι οι επόμενοι Σουλτάνοι τον διατήρησαν μια που προφανώς εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς. Για το Πατριαρχείο δυσκόλευε τους Χριστιανούς να αλλαξοπιστήσουν και για τους Οθωμανούς περιόριζε τους αφορολόγητους Μουσουλμάνους. Ο φόρος ήταν σημαντικός και στην αρχή ήταν περίπου 30 γρόσια για κάθε άτομο (ποσό που σήμερα θα ήταν περίπου εκατό χιλιάδες δραχμές ή € 250). Το δέκατο έβδομο αιώνα, ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 4ος διπλασίασε το ποσόν. Στο μεταξύ όμως οι Ουλεμάδες και άλλες Ισλαμικές ομάδες βοηθούσαν οικονομικά όσες Χριστιανικές οικογένειες ήθελαν να προσέλθουν στο Ισλάμ και δεν είχαν τα οικονομικά μέσα. Αρκετοί Σουλτάνοι, με πρώτο τον Μαχμούτ τον 2ο ήρθαν σε ρήξη με τους Ουλεμάδες για το θέμα αυτό αλλά κανείς τους δεν τόλμησε – ή δεν μπόρεσε – να ανατρέψει τα γεγονότα.
5 Για την ιστορία, οι Οθωμανοί ζήτησαν από τους Τζουστινιάνι την αποστολή νέων για το σώμα των γενιτσάρων. Αυτοί έστειλαν είκοσι αγόρια, τους: Antonio, Bartolomeo, Britio, Cornelio, Filippino, Francesco, Giovanni, Hercole, Hippolito, Paolo, δυο Pasquale, Rafaelle και Sccipione Giustiniani με άλλα τέσσερα αγόρια των οποίων τα ονόματα χάθηκαν. Στο σαράι, τα παιδιά αφού πέρασαν με επιτυχία όλη την στρατιωτική εκπαίδευση των γενιτσάρων, αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν, παρά τις έντονες προσπάθειες του ίδιου του Σουλτάνου, ο οποίος στο τέλος διέταξε τον μαρτυρικό τους θάνατο. Ήταν μάλιστα τόσο αποφασισμένοι να μην αρνηθούν την πίστη τους, που ακόμα και στο θάνατο είχαν σφιχτά τα χέρια τους σε γροθιές και κανείς δεν μπόρεσε να ανοίξει τα δάχτυλα, από φόβο μήπως και υψώσουν το δείκτη του χεριού τους προς τον ουρανό και δηλώσουν πίστη στο Ισλάμ, έστω και χωρίς τη θέλησή τους. Γιατί η αποδοχή της Πίστης του Προφήτη γίνεται με αυτόν τον απλό τρόπο.
6 Λίγο μετά την αποχώρηση των Οθωμανών, ένας Δομινικανός μοναχός που παράμεινε στο νησί κυκλοφόρησε μια φήμη ότι οι Οθωμανοί είχαν αφήσει τη διοίκηση του νησιού σε δυο αγράμματους χωρικούς και ζήτησε την επέμβαση του Βασιλιά της Ισπανίας. Οι Τούρκοι όμως δεν ανησύχησαν μια που η Χίος ήταν αρκετά κοντά στη Μικρά Ασία και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να αποβιβάσουν στρατεύματα. Ο Δομινικανός μοναχός απεδείχθη τυχοδιώκτης. Άλλαξε το όνομά του σε Παλαιολόγο , κατέφυγε στη Ρώμη όπου τελικά έπεσε θύμα της Ιεράς Εξέτασης.
7 Οι Οθωμανοί και οι κληρονόμοι τους οι Τούρκοι, θεωρούσαν ότι οι Χιώτες πρόδωσαν την εμπιστοσύνη που τους έδειξε ο Σουλτάνος παραχωρώντας μοναδικά προνόμια που κανείς άλλος δεν είχε στην Αυτοκρατορία. Με την ενεργή και αμέριστη συμμετοχή τους στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, οι Χιώτες – κατά τους Τούρκους – μαχαίρωσαν πισώπλατα τον ευεργέτη τους. Αυτό τους καθιστά παράλογους και μια Τουρκική παροιμία λέει: «λογικοί άνθρωποι στη Χίο είναι τόσο σπάνιοι όσο τα πράσινα άλογα».
8 Το Ισλάμ, ως γνωστόν απαγορεύει το κυνήγι για ευχαρίστηση και επιτρέπει μόνο τη θανάτωση των άγριων ζώων για τροφή του ανθρώπου. Έτσι, πολλά από τα νησιά του Οθωμανικού κράτους παραδόθηκαν στο έλεος των άγριων ζώων που μερικές φορές δεν ήταν γηγενή. Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν εντελώς στο έλεός τους δυο νησίδες στη Θάλασσα του Μαρμαρά στις οποίες είχαν φέρει λίγο μετά την Άλωση μερικές δεκάδες λαγών. Ακόμα και σήμερα οι νησίδες αυτές είναι γεμάτες άγριους λαγούς και αγριοκούνελα. Η κατάσταση αυτή είναι ολοφάνερη στα δυο Ελληνικά νησιά του βόρειου Αιγαίου που παρέμειναν στην Τουρκική κυριαρχία μετά την διάλυση της Αυτοκρατορίας, την Ίμβρο και την Τένεδο. Εδώ τα αγριοκάτσικα έχουν κυριολεκτικά καταφάει όλα τα πλούσια δάση των νησιών. Στα Ελληνικά νησιά, το σύγχρονο Ελληνικό κράτος έλαβε ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση των αγριοκάτσικων και τη διάσωση των δασών που έχουν απομείνει.
9 Οι Τάταροι είχαν φθάσει στο σημείο να κλέβουν παιδιά Τούρκων και να τα πουλούν για Ρώσους.
10 Ο Βύρωνας αναφέρει μια στιχομυθία με τον ονηγό του στα Αλβανικά βουνά. Όταν άρχισε να θαυμάζει τις γυναίκες της Αλβανίας με δυνατά επιφωνήματα θαυμασμού, ο οδηγός φοβούμενος ότι ο Κύριός του δεν τις έβρισκε της αρεσκείας του, τού είπε ότι ενώ οι γυναίκες ήταν πράγματι κατώτερες από τα μουλάρια, ήταν προτιμότερες από τους γαϊδάρους και ακόμα και τα άλογα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: