Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

20. Αποθέματα

«Μην είσθε μικρόψυχοι φωνάζοντας για ειρήνη εφόσον είστε ανώτεροι. Και ο ΑΛΛΑΧ είναι μαζί σας και ποτέ δεν θα αφήσει να μειωθεί η αμοιβή σας»
Κοράνι, 47-35

Ένα από τα χαρακτηριστικά του Οθωμανικού Κόσμου ήταν οι πολώσεις και οι διαχωρισμοί: Η διαίρεση του κόσμου σε ειρήνη και πόλεμο, οι επιλογές που άφηναν οι νόμοι, η διάκριση ανάμεσα στην δημόσια ζωή και στο χαρέμι, οι ισχυρισμοί για κυριαρχία σε δυο θάλασσες και δυο ηπείρους. Όμως, η πιο εντυπωσιακή πόλωση της Αυτοκρατορίας είναι η ολοφάνερη ιστορική διαφορά που παρουσιάζεται στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, ανάμεσα στην προηγούμενη ιδιοφυή ευλυγισία και ταχύτητα της Αυτοκρατορίας και την μετέπειτα οκνηρία και βραδύτητά της. Αναδεικνύεται μια νωθρή και δυσκίνητη κοινωνία, κομπορρημονούσα και αυτολάγνα, αλλά χοντροκομμένη και στάσιμη: τυπική έκφραση του «Τουρκομπαρόκ».
Το 1670 οι Οθωμανοί πήραν από του Αψβούργους, ένα χρόνο μετά την κατασκευή του σ’ ένα νησάκι πάνω στο Δούναβη, το κάστρο Adale. Στα Τουρκικά στρατιωτικά αρχεία υπάρχει αναλυτική περιγραφή όλων των αντικειμένων που βρέθηκαν στο κάστρο. Εδώ βρίσκει κανείς όλα τα στοιχεία μιας μεγάλης πολεμικής σύρραξης του Μεσαίωνα: 94 μπρούτζινα κανόνια ( 6 διαλυμένα), 3.311 μουσκέτες Απίστων (11 ραγισμένες), 3.173 βόμβες, 26.018 χειροβομβίδες, 17.815 οβίδες, 6.531 φτυάρια – και 5.850 σάκους με ινδική κάνναβη. Η απογραφή όμως δεν θυμίζει καθόλου πολεμική σύρραξη. Λείπει εντελώς το στοιχείο του πολέμου. Και ενώ καταγράφτηκαν όλα τα τηγάνια και τα καζάνια με εκπληκτική ακρίβεια, δεν υπάρχει καμιά αναφορά, ούτε καν περιφραστικά, για τους ανθρώπους που τα δούλευαν και τα χρησιμοποιούσαν. Η φρουρά του κάστρου χάθηκε αύτανδρη.

Οι Δυτικοί επαινούσαν συχνά την μοναδική αρετή των Οθωμανών που θαύμαζαν: την υπομονή τους. Εννοούσαν μάλλον την αδράνειά τους. Οι Οθωμανοί, σαν γνήσιοι άρχοντες, προτιμούσαν πάντα την πεπατημένη και την εγνωσμένη. Δεν έκαναν ποτέ καμιά κίνηση πέρα από τις απολύτως απαραίτητες – ενίοτε ούτε κι’ αυτές. Η αντιμετώπισή τους για τη ζωή ήταν: μην προσπαθήσεις να αλλάξεις αυτά που βρήκες, οι ένδοξοι πρόγονοί σου τα έφτιαξαν στην εντέλεια και τίποτε καλύτερο δεν μπορείς να κάνεις. Η άποψη αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην κοινωνική ζωή της Αυτοκρατορίας αλλά επεκτεινόταν σε όλες τις δραστηριότητες των Οθωμανών, ακόμα και στην τέχνη και τη λογοτεχνία. Ο Νερμίν Μενεμεντσίογλου στο βιβλίο του «Τουρκική Ποίηση» λέει: «χρησιμοποιούσαν το ίδιο επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο: τα ίδια πουλιά, τα ίδια ζώα, δένδρα, λουλούδια, κοσμήματα, αρώματα, στοιχεία της Φύσης, ουράνια σώματα, χρώματα, ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όλα προσδιορισμένα με τα ίδια επίθετα. Η αγαπημένη είναι πάντα φεγγαροπρόσωπη, τα μάτια της αμυγδαλωτά και το κορμί της κυπαρισσένιο. Τα μάγουλά της είναι ρόδινα, τα χείλια της σαν τουλίπες, τα φρύδια της σαν τόξα, οι μπούκλες της σαν υάκινθοι». Η ονομαζόμενη ποίηση του Ντιβανιού των Οθωμανών δεν είναι παρά επανασύνταξη των ίδιων λέξεων πολλές φορές.

Μετά το 1590, οι Οθωμανοί απλώς συλλέγουν και διατηρούν τα αγαθά τους και ευχαριστούν τον Αλλάχ για όσα τους έδωσε. Το μοναδικό τους μέλημα φαίνεται να είναι πώς να περιφρουρήσουν την ευδαιμονία τους. Το 1650 ένας Μουλάς από την Ιερουσαλήμ ζήτησε από το Σουλτάνο να στείλει άνδρες να κάνουν κάτι για τους σκύλους που γάβγιζαν και τις μύγες που πετούσαν και τον ενοχλούσαν. Ο Σουλτάνος έστειλε κάποιον να διερευνήσει την κατάσταση. Αυτός έβαλε άνδρες να ταΐζουν τα σκυλιά και να διώχνουν τις μύγες γύρω από το σπίτι του Μουλά. Ολόκληρη η Αυτοκρατορία και η μηχανή της φαίνεται να απασχολείται με την διατήρηση των συσσωρευμένων θησαυρών της νομενκλατούρας της. Η ιστορία της Οθωμανικής επέλασης δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πια κανέναν. Θεωρήθηκε δεδομένη και θεόσταλτη.

Στα Βαλκάνια, σημειώνουν οι ταξιδιώτες, οι Οθωμανοί είχαν εφεύρει πολλούς τρόπους να αποθηκεύουν και να προστατεύουν τους θησαυρούς τους. Ένας Αυστριακός βρήκε έξι χρυσά δουκάτα στο στομάχι ενός Τούρκου που σκοτώθηκε στη Βιέννη το 1683, από την ξιφολόγχη του. Μετά από αυτό όλοι οι νεκροί Τούρκοι στρατιώτες ξεκοιλιάζονταν δεόντως. Ένας θησαυρός από 3000 χρυσά πουγκιά βρέθηκαν τσιμενταρισμένα κάτω από τη μπανιέρα του Καρά Μουσταφά όταν αποκεφαλίστηκε για την αποτυχία του στη Βιέννη. Στο κήπο του άτυχου Βεζίρη Αχμέτ Σοκολού βρέθηκαν θαμμένα 60.000 χρυσά γρόσια. Παρόλο που – όπως αποδείχτηκε – τα είχε αποκτήσει νόμιμα, ο μπαΐλος σημείωνε: «Γιαυτό τα ραδίκια στο σπίτι του Αχμέτ ήταν τόσο νόστιμα». Και αυτοί οι Σουλτάνοι δεν ήταν καθόλου αμέτοχοι στη διαδικασία αποθησαύρισης: ο Αχμέτ ο 3ος συνήθιζε να επιστρέφει όλα τα δώρα που του έκαναν στα μαγαζιά που είχαν αγοραστεί και να τα ανταλλάσσει με μετρητά. Ο Μουράτ ο 3ος συνήθιζε να ρίχνει όλα τα κέρματα που έπεφταν στα χέρια του σε μια τρύπα κάτω από το κρεβάτι του. Τα κέρματα ήταν τόσα πολλά που κάθε χρόνο έπρεπε να μεγαλώνει η τρύπα. Στο κάτω-κάτω ο Σουλτάνος στοίχιζε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού της. Ο παράφρων Σουλτάνος Μουσταφά πέταγε λεφτά στη θάλασσα λέγοντας ότι τα ψάρια χρειάζονταν χρήματα για να ζήσουν και ο Σουλτάνος Ιμπραήμ (του οποίου το δαιμονισμένο όνομα δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ πια στον Οίκο του Οσμάν) έκρυβε διαμάντια και μαργαριτάρια στα γένια του.

Ακόμα και η θάλασσα, που έγλειφε το σαράι, θεωρήθηκε καταραμένη – και κατά κάποιο τρόπό ήταν: εκεί είχε χαθεί κάθε ελπίδα Οθωμανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, που δεν ήταν μόνο η μεγαλύτερη της ιστορίας αλλά και αυτή με τις μεγαλύτερες απώλειες, οι Οθωμανοί έχασαν 200 πλοία και οι Δυτικοί 60. Οι Δόγηδες ξόρκιζαν την επέτειο με το λεγόμενο «Γάμο της Θάλασσας», όπου ο Δόγης πέταγε τελετουργικά στα θολά νερά της Αδριατικής το δαχτυλίδι του. Κάτι παρόμοιο – ίσως το Διαζύγιο της Θάλασσας – προσπάθησε να κάνει ο παράφρων Ιμπραήμ δίνοντας εντολή να βάλουν όλο του το χαρέμι σε σακιά και να τα πετάξουν στο Βόσπορο1.

Κάθε νέος Σουλτάνος, μετά την τελετουργική επίσκεψη στον τάφο του Πορθητή και μετά την τελετή ανάρτησης του Σπαθιού στο Eyup, συνηθιζόταν να κάνει μια εθιμοτυπική επιθεώρηση στα κειμήλια και τα ενθύμια του προκατόχου του. Επίσης ο καινούργιος Σουλτάνος πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Θησαυροφυλάκιο του Σαραγιού (που ήταν ταυτόχρονα και θησαυροφυλάκιο της Αυτοκρατορίας). Εδώ τον περίμεναν ‘εν χορδαίς και τυμπάνοις’ και του έδειχναν όλα τα τιμαλφή, πολύτιμα αντικείμενα, χρυσό και χρήματα που ήταν στη διάθεσή του. Η τελετή αυτή επίσκεψης του Σουλτάνου στο σημαντικότερο – κατά πως φαίνεται – σημείο της Αυτοκρατορίας του, επαναλαμβανόταν κάθε φορά που γέμιζαν 200 σακούλες χρυσάφι στο τέταρτο διαμέρισμα του θησαυροφυλακίου. Ο Σουλτάνος έβλεπε τις σακούλες, έδειχνε την ευαρέσκειά του στους παριστάμενους, σημείωνε τους αριθμούς τους και έφευγε ξέροντας ότι είχε γίνει κατά τι πλουσιότερος. Οι σακούλες με το χρυσάφι μεταφέρονταν στις αποθήκες και η ζωή συνεχιζόταν. Σε μια τέτοια επίσκεψη, ο Αχμέτ ο 1ος ακούστηκε να μουρμουρίζει κάτι σαν «η ζωή είναι μικρή και δόξα στον Αλλάχ που μας δίνει την άνεση να τη ζούμε».

Τον δέκατο έβδομο αιώνα τα υπόγεια θησαυροφυλάκια ήταν κάτι μεταξύ λειψανοθήκης και παλαιοπωλείου. Χωρίς παράθυρα, μύριζαν πετρέλαιο, λιβάνι, καμφορά και παλιά κουρέλια. Ανάμεσα στα ρούχα των Σουλτάνων που είχαν πεθάνει προ πολλού, υπήρχαν το τουρμπάνι του Ιωσήφ και το καπέλο του Αβραάμ. Εκεί υπήρχε επίσης το παλτό του Προφήτη, το οποίο κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού μούσκευε στο νερό και οι σταγόνες του στέλνονταν σε ξένους επίσημους, για να τις ποιούν μόλις έδυε ο ήλιος. Υπήρχαν εκεί επίσης τα γένια του, ένα χαλασμένο δόντι του και το αποτύπωμα του ποδιού του σε μια πέτρα. Και μετά ήταν τα σπαθιά: το ιερό σπαθί του Προφήτη, το σπαθί του Οσμάν και τα σπαθιά των περασμένων Σουλτάνων. Καθώς και τα σπαθιά σπουδαίων βασιλιάδων που είτε χάθηκαν στις μάχες είτε παραδόθηκαν στο Σουλτάνο. Υπήρχαν μπάλες από ρούχα, ζωνάρια, μπότες και παπούτσια. Μαξιλάρια, καφτάνια, καλύμματα καναπέδων και χαλάκια προσευχής. Και εκατοντάδες μπιχλιμπίδια και στολίδια από τα τουρμπάνια των Σουλτάνων. Μέσα σε όλα αυτά υπήρχε ένα δωμάτιο με μια εξέδρα πάνω στην οποία ήταν ένα ύφασμα κεντητό με χρυσή κλωστή που παρίστανε την ενθρόνιση του Καρόλου του 5ου, με μια υδρόγειο στο ένα χέρι και ένα σπαθί στο άλλο. Γύρω από την εξέδρα υπήρχαν πεταμένα αμέτρητα – και αδιάβαστα – Ευρωπαϊκά βιβλία και χάρτες. Και δυο πραγματικές σφαίρες, η μια η υδρόγειος και η άλλη η ουράνια.
Όλες οι επιστολές που είχαν σταλεί από τους βασιλιάδες της Γαλλίας προς τον Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή – τον αδελφό τους και παλιό φίλο, όπως τον αποκαλούσε ο Γάλλος πρεσβευτής - ήταν εκεί σε ένα μπαούλο με την ανάλογη επιγραφή. Εκεί ο επισκέπτης έβρισκε τους ασημένιους βόλους που έπαιζε στα χέρια του ο Μουράτ ο 4ος και που όταν εκνευριζόταν τους πέταγε στο κεφάλι των συνομιλητών του. Σε περίοπτη θέση, στους τοίχους, κρεμόντουσαν τα σπαθιά του Σελίμ όταν πήρε την Αίγυπτο, «σε κατάσταση αξιολύπητη»‘όπως έγραψε ο Tavernier το 1695. Όλα αυτά τα κάλυπτε ένα παχύ στρώμα σκόνης που έκανε τους επισκέπτες να απομακρύνονται με αηδία.

Ένας Αυστριακός που επισκέφτηκε το θησαυροφυλάκιο τον δέκατο έκτο αιώνα έφυγε, «ξαφνιασμένος, απορημένος, αηδιασμένος και άρρωστος». Το 1640 ο νέος Σουλτάνος Ιμπραήμ διέταξε να καθαριστούν τα κειμήλια και να πουληθούν στο παζάρι. Καθαρίστηκαν αλλά δεν πουλήθηκαν. Ο Ιμπραήμ ήταν τρελός και κανείς πια δεν τον άκουγε. Ο διάδοχος του Ιμπραήμ, ο Μεχμέτ ο 4ος αναγκάστηκε να πουλήσει μερικά από τα διαμάντια του θησαυροφυλακίου (λέγεται ότι αυτά που πούλησε ήταν του πατέρα του Ιμπραήμ) για να πληρώσει τους γενίτσαρους. Το 1593 μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τη Δαμασκό τα λάβαρα του Προφήτη, για να ηγηθούν της εκστρατείας κατά των Αυστριακών και να επιστραφούν στη θέση τους. Οι Οθωμανοί τα κράτησαν και τα έβγαλαν πάλι το 1594 στην εκστρατεία κατά των Ούγγρων. Μετά κανείς δεν μίλησε για την επιστροφή τους στη Δαμασκό. Τοποθετήθηκαν και αυτά στα θησαυροφυλάκια.

Υποτίθεται ότι η τελετή που γινόταν κατά τη μεταφορά του χρυσού στα θησαυροφυλάκια, όταν έφτανε σε μια ορισμένη ποσότητα, δεν συνέβαινε πολύ συχνά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Ο Γάλλος πρεσβευτής το 1688 ανέφερε στην κυβέρνησή του ότι «το κύριο μέλημα του Ταμεία του Σαραγιού είναι να βρει τα λεφτά να ντύσει και να ποδέσει τις κυρίες του χαρεμιού». Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο πρεσβευτή, στην εποχή του Μεχμέτ του 4ου, οι γυναίκες στο χαρέμι είχαν φθάσει τις 4.000, μαζί με τις κυρίες της ακολουθίας της μητέρας του. Αν και η πανούκλα αποδεκάτιζε κατά καιρούς το χαρέμι – όπως αποδεκάτιζε και τον πληθυσμό της Πόλης – φαίνεται ότι ο αριθμός τους δεν έπεσε ποτέ κάτω από 2.000 περίπου. Και οι κυρίες αυτές είχαν πολύ ακριβές συνήθειες στο ρουχισμό και τα κοσμήματα: φόραγαν τα ακριβότερα ρούχα, πανάκριβα κοσμήματα, πέρλες και διαμάντια – τα οποία ήταν δικά τους και όταν έφευγαν από το χαρέμι τα έπαιρναν μαζί τους.

Το 1609, ο Αχμέτ ο 1ος, που πρώτος ξεκίνησε τη συνήθεια να κλείνει τους πρίγκιπες στα ‘κλουβιά’, άρχισε να καταληστεύει το θησαυροφυλάκιο για να χτίσει το «Μπλε Τζαμί». Και αυτό παρά τις συμβουλές των Ουλεμάδων ότι τα τζαμιά χτίζονται από τα λάφυρα των πολέμων. Το τζαμί του Αχμέτ, το Αχμεντίγιε, έγινε πράγματι το πιο δημοφιλές στην Ιστανμπούλ και μέχρι σήμερα είναι από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Πόλης. Έχει έξι μιναρέδες. Οι Ουλεμάδες είχαν αποφανθεί ότι δύο μέχρι τέσσερις μιναρέδες αρκούσαν. Η αυλή του είναι η μεγαλύτερη στην Αυτοκρατορία. Δεν έχει όμως τη χάρη της γειτονικής «Σουλεϊμανίγιας». Χρησιμοποιήθηκαν 21.043 πλακάκια, όλη η ετήσια παραγωγή των περίφημων κεραμοποιείων του Ιζνίκ (η παλιά Νίκαια). Η εξτραβαγκάντσα του Αχμέτ στοίχισε το 50% περίπου του κρατικού προϋπολογισμού της Αυτοκρατορίας για δύο χρόνια,
Η οικογένεια των Οσμάν που έδωσε στην Αυτοκρατορία όλους τους Σουλτάνους, ήταν μοναδική γιατί κανένα άλλο αξίωμα δεν ήταν κληρονομικό. Υπήρχαν όμως και άλλες οικογένειες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόγονοι της αδελφής του Προφήτη ήταν όλοι γνωστοί σαν εμίρηδες και τους επιτρεπόταν να φορούν διακριτικά πράσινα τουρμπάνια. Μπορούσαν να κριθούν αλλά όχι να τιμωρηθούν από τους κοινούς ανθρώπους. Κατά τον Καντεμίρ: «παρέμεναν άνδρες μεγάλης βαρύτητας, μάθησης και σοφίας και έχαιραν απεριόριστης εκτίμησης, τουλάχιστον μέχρι να γίνουν σαράντα χρονών, όταν πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν το μυαλό τους». Οι απόγονοι του βεζίρη που είχε αποκρύψει το θάνατο του Μεχμέτ του Πορθητή, μετατρέποντας το πτώμα του σε κούκλα, είχαν τον τίτλο του Χάνου και παρέμεναν μακριά από όλες τις κρατικές υποθέσεις, φοβούμενοι μήπως: «χάσουν τα πάντα. Ο Σουλτάνος τους τιμά ιδιαίτερα, αφού τους επισκέπτεται στο σπίτι τους δυο φορές το χρόνο, τρώει μαζί τους, και τους δέχεται κάθε στιγμή στο σαράι».

Στις επαρχίες ζούσαν απόγονοι των παλιών αρχηγών των Τουρκμάνων που είχαν βοηθήσει τους Οθωμανούς και τους απογόνους του Οσμάν. Στις οικογένειες αυτές είχαν δοθεί ειδικά προνόμια και έχαιραν ειδικής φορολογικής μεταχείρισης από την Αυτοκρατορία. Για παράδειγμα, ο θυρωρός της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, μέχρι και σήμερα, είναι απόγονος του Μουσουλμάνου που διορίστηκε στη θέση αυτή το 1135. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί προφανώς να ισχυρισθεί ότι η οικογένειά του είδε τους Οθωμανούς να έρχονται και να φεύγουν. Επίσης, η οικογένεια των Χάνων της Κριμαίας ήταν απευθείας απόγονοι του Τζένγκις Χαν και διατηρούσαν το προνόμιο να είναι οι διάδοχοι των Σουλτάνων στην Ιστανμπούλ αν εξέλειπαν οι αρσενικοί απόγονοι των Οσμανλήδων.

Ανάμεσα στους καπικουλάριους υπήρχαν πάντα οικογενειακές γραμμές, παρά την δομή της κοινωνίας των ‘σκλάβων’ στην οποία ανήκαν. Ο νεαρός Μέγας Βεζίρης του Σουλεϊμάν, ο Ιμπραήμ, φρόντιζε έναν γέρο Έλληνα ναυτικό ο οποίος έφτανε συχνά μεθυσμένος μπροστά στο σπίτι του. Ο Ιμπραήμ, ο πρώτος αξιωματούχος της μεγαλύτερης Ισλαμικής Αυτοκρατορίας της εποχής, τον οδηγούσε με αγάπη και προσοχή στο σπίτι του, μέσα από τα σοκάκια της Πόλης. Ήταν ο πατέρας του. Οι γείτονες του Μεγάλου Βεζίρη τον μακάριζαν γι’ αυτή του τη συμπεριφορά. Τα παιδιά, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, πρέπει να φροντίζουν και να αγαπούν τους γονείς τους. Εξάλλου στον όμορφο νεαρό Μουσουλμάνο δεν έβρισκαν καμιά από τις αμαρτίες των γονιών του. Ούτε και πίστευαν καθόλου στην κληρονομικότητα, έχοντας αποδείξει πάμπολλες φορές ότι οι προσεκτικά επιλεγμένοι άνδρες είχαν καταλήξει στην κορυφή της Οθωμανικής τελειότητας, ανεξάρτητα από την ταπεινή καταγωγή τους. Ο τελευταίος Μέγας Βεζίρης του Σουλεϊμάν, ο Σοκολού, είχε γεννηθεί Σέρβος. Έκανε ότι μπορούσε να διατηρήσει το μυστικισμό του πρώτου του αφεντικού και κατά τη βασιλεία του διαδόχου του, του άχρηστου Σελίμ του Απαίσιου. Ήταν όμως και αμετανόητος νεποτιστής. Έφτασε μέχρι του σημείου να δημιουργήσει το Πατριαρχείο της Σερβίας και να τοποθετήσει σε αυτό συγγενή του. Ο κόσμος το θυμήθηκε όταν εκτελέστηκε ο Σοκολού το 1579, καθοδόν προς τη συνεδρίαση του Ντιβανιού, και θεώρησαν ότι η τιμωρία του ήταν δίκαιη.

Το δέκατο έβδομο αιώνα, η πιέσεις να έρθουν στο σαράι και τα τέκνα των ‘σκλάβων του Σουλτάνου’ εντάθηκαν και έγιναν ακαταμάχητες. Το 1638 εγκαταλείφθηκε επίσημα το ‘ντεβσιρμέ’ (ο φόρος των αγοριών) και ταυτόχρονα, η Αυτοκρατορία απέκτησε για πρώτη φορά ένα παρατσούκλι: όπως η Βενετία ήταν γνωστή σαν Serenissima (Γαληνοτάτη), ή Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε γνωστή σαν Μπάπμα Άλι (Υψηλή Πύλη). Έτσι διάλεξαν να την αποκαλούν οι ιππότες της Μάλτας, οι οποίοι αποκαλούσαν τη δικιά τους κρατική υπόσταση στη Βαλέτα Humillima (Ταπεινότατη). Το παρατσούκλι αυτό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε μέχρι και το τέλος της Οθωμανική Αυτοκρατορίας, απέδιδε το γεγονός ότι οι Οθωμανοί ήταν πια κύριοι της Ανατολικής Μεσογείου. Έδειχνε όμως και κάτι άλλο: τη μετατόπιση της δύναμης από τον ίδιο το Σουλτάνο προς τον κυβέρνησή του, και ιδιαίτερα προς τον Μεγάλο Βεζίρη. Η περιώνυμη αυτή Πύλη ήταν στην ουσία η είσοδος στο Ντιβάνι, δηλαδή στο γραφείο του Μεγάλου Βεζίρη. Και τώρα που δεν υπήρχε νέο αίμα ‘σκλάβων’, ο δρόμος για δυναστείες ήταν ορθάνοιχτος. Για πενήντα χρόνια, από το 1656, η κυβέρνηση της Αυτοκρατορίας ελεγχόταν από μια τέτοια δυναστεία, τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, που σε κάποια στιγμή άρχισε να σκέφτεται την καταστροφή της γραμμής των Οσμανλήδων και την αντικατάστασή της από μέλη της δυναστείας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό της ανανέωσης της Αυτοκρατορίας.

Ο ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο ίδιος ένα από τα τελευταία μέλη του Ντεβσιρμέ, του φόρου των αγοριών και η καριέρα του, που άρχισε το 1656, ήταν η παραδοσιακή καριέρα των αγοριών αυτών. Από συνδυασμό τύχης και άψογης διαγωγής, ο νεαρός Αχμέτ Κοπρουλού κατέληξε κυβερνήτης της Τρίπολης. Σε ηλικία εβδομήντα ενός ετών, ο Αχμέτ ζούσε μια ήρεμη «και αξιοπρεπή ζωή στην Ιστανμπούλ, περιμένοντας να του απονεμηθεί ένα Πασαλίκι, όπως αρμόζει σε κάθε πιστό υπηρέτη του Σουλτάνου. Όλος ο κόσμος τον αποκαλούσε ήδη Πασά, δείχνοντας έτσι την εκτίμησή του». Δεν είχε πολλούς φίλους στην πρωτεύουσα, ήταν φτωχός, δεν μπορούσε να διατηρήσει το συνηθισμένο τρόπο ζωής των Πασάδων και οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν λίγες.

Για έναν καπικουλού (καπικουλάριο), μόνο ο θάνατος τον απελευθέρωνε από την υποχρέωσή του να υπηρετεί το Σουλτάνο. Το 1656, ήρθαν απεσταλμένοι από τη Βαλιντέ Σουλτάνα Τουρχάν, μητέρα του νεαρού Μεχμέτ του 4ου. Τα τελευταία οκτώ χρόνια, όταν έγινε Βαλιντέ η Σουλτάνας Κοσέμ και μετά τη δολοφονία της το 1651, είχαν περάσει δέκα τέσσαρις Μεγάλοι Βεζίρηδες, όλοι θύματα του ‘Σουλτανάτου των Γυναικών’ στον αγώνα του για εξουσία. Η ίδια η Τουρχάν είχε βλέψεις να ελέγχει την Αυτοκρατορία. Οι Βενετοί, στην προσπάθειά τους να σώσουν την κυριαρχία τους στην Κρήτη, είχαν μπλοκάρει τα Δαρδανέλια. Η επικοινωνία της Πύλης με το στόλο στην Αίγυπτο – και την παροχή σιτηρών από την κοιλάδα του Νείλου - είχε διακοπεί. Στις 4 Μαρτίου 1656 εξεγέρθηκαν οι γενίτσαροι γιατί δεν είχαν πληρωθεί. Είχαν γίνει δύο ή τρεις υποτιμήσεις του Οθωμανικού νομίσματος. Οι γενίτσαροι ζήτησαν τα κεφάλια τριάντα αξιωματούχων και η Τουρχάν υποχώρησε. Τριάντα κεφάλια δύστυχων αξιωματούχων του σαραγιού παλουκώθηκαν μπροστά από το Μπλε Τζαμί.

Στην απόγνωσή της, η Τουρχάν στράφηκε στον Αχμέτ Κοπρουλού. Πριν δεχτεί την θέση του Μεγάλου Βεζίρη, ο Αχμέτ ζήτησε γραπτές εγγυήσεις ότι η Σουλτάνα δεν θα επηρεαζόταν από τα κουτσομπολιά της Αυλής και ότι κανείς δεν θα αντιδρούσε στις διαταγές του. Η Τουρχάν του παρέδωσε την αντιβασιλεία της και ο νεαρός Σουλτάνος Μεχμέτ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για την πιο ελεύθερη ατμόσφαιρα του παλιού παλατιού στο Έντιρνε. Ο ίδιος και οι διάδοχοί του έμελλε να μείνουν εκεί για πενήντα χρόνια. Ο Κοπρουλού έδειξε αμέσως τις προθέσεις του εκτελώντας τον Πασά που παρέδωσε στους Βενετούς την Τένεδο, καταστέλλοντας την εξέγερση των σπαχήδων και προχωρώντας σε εκκαθαρίσεις στην ηγεσία των γενιτσάρων. Σε πιο ουσιαστικές κινήσεις όμως, νίκησε τους Βενετούς στα Δαρδανέλια, έσπασε τον αποκλεισμό τους, ανακατάλαβε τη Λήμνο και την Τένεδο.

Ο προστάτης και ευεργέτης του Εβλίγια Τσελέμπι, ο Μέλεκ Πασάς, ήταν τότε κυβερνήτης της επαρχίας της Μαύρης Θάλασσας και έλαβε μια επιστολή από τον Κοπρουλού: «είναι αλήθεια ότι ανατραφήκαμε μαζί στο βασιλικό χαρέμι, και οι δύο υπό την προστασία του αείμνηστου Σουλτάνου Μουράτ του 4ου. Να ξέρεις από αυτή τη στιγμή όμως ότι αν οι καταραμένοι Κοζάκοι εξακολουθήσουν να λεηλατούν και να καίνε τις παράκτιες πόλεις και τα χωριά της επαρχίας σου, ορκίζομαι στο όνομα του Παντοδύναμου Αλλάχ ότι δε θα σε λυπηθώ και δε θα λογαριάσω τον τίμιο χαρακτήρα σου αλλά θα σε κόψω κομματάκια, σαν προειδοποίηση στον κόσμο. Πρόσεχε λοιπόν και φύλαγε τις ακτές. Και να συλλέγεις τους φόρους που αναλογούν σε κάθε περιοχή, ιδιαίτερα αυτούς που είναι καθορισμένοι σε σιτηρά, σύμφωνα με τις εντολές του Σουλτάνου, για να σιτίζονται τα στρατεύματα του Ισλάμ».

Ο Μέλεκ είχε ο ίδιος διατελέσει για λίγο Μεγάλος Βεζίρης και επομένως δεν ξαφνιάστηκε από το περιεχόμενο της επιστολής. Μάλλον τον τίμησε. Εξήγησε στον Εβλίγια ότι: «ο Κοπρουλού δεν είναι σαν τους άλλους μεγάλους βεζίρηδες. Έχει γνωρίσει τις καλές και τις κακές πλευρές της μοίρας, έχει υποφέρει πολύ από φτώχια και ανέχεια, από καταπιέσεις και αντιξοότητες, έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα από τις εκστρατείες που συμμετείχε και γνωρίζει πώς να συμπεριφέρεται σε όλο τον κόσμο. Είναι αλήθεια ότι εξοργίζεται εύκολα και περιφρονεί όσους είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Αν μπορέσει να ξεφορτωθεί τα ελεεινά παράσιτα από της επαρχίες της Ανατολίας, να σταθεροποιήσει το νόμισμα, να πληρώσει τα καθυστερούμενα και να αναλάβει νέες στρατιωτικές εκστρατείες – τότε θα φέρει τάξη στο Οθωμανικό κράτος. Γιατί, όπως γνωρίζεις», πρόσθεσε με σοφία ο Μέλεκ, «υπάρχουν ρήγματα εδώ κι εκεί σ’ αυτή την Οθωμανική μας χώρα».

Το 1665 ο Κοπρουλού έστειλε τον πρώτο πρεσβευτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βιέννη. Αυτός εισήλθε στην πρωτεύουσα των απίστων με μια απίστευτη πομπή από δεκάδες σημαίες και λάβαρα, υπό τον ήχο των Οθωμανικών τυμπάνων και την πλήρη σύγχυση των κατοίκων. Κοπρουλού είχε πειστεί ότι τα ρήγματα της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να επιδιορθωθούν αν επανακτούσε, τουλάχιστον εν μέρει, την αρχική της στρατιωτική ορμή, που για πολλούς ήταν η βάση της επιτυχίας της.

Στα 1640, όταν ο Σουλτάνος Ιμπραήμ άρχισε τη τρελή του αναζήτηση για γούνες και κεχριμπάρια, δυο άνθρωποι στην Αυτοκρατορία τόλμησαν να του αντισταθούν. Ο ένας ήταν κάποιος δικαστής από το Πέρα που, ντυμένος σαν δερβίσης δήλωνε: «Μπορείς να μου κάνεις τρία πράγματα: να με σκοτώσεις – και θα πεθάνω σαν μάρτυρας, να με εξορίσεις – θα γλιτώσω από τους σεισμούς και τις πυρκαγιές, ή να με απολύσεις – αλλά παραιτούμαι». Ο άλλος ήταν κάποιος στρατιώτης, συνταγματάρχης των γενιτσάρων, που είχε λάβει μέρος σε όλη την μακρόχρονη πολιορκία που είχαν ποτέ κάνει οι Οθωμανοί, την πολιορκία του Ηρακλείου της Κρήτης, και είχε διαρκέσει μια γενιά. Μόλις ο Μαύρος Μουράτ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με τους άνδρες του και ενώ αποβιβαζόταν από το πλοίο, τον πλησίασαν φοροεισπράκτορες από το τμήμα εσόδων του Σουλτάνου και του ζήτησαν κεχριμπάρι, γούνες και χρήματα. Αυτός άσπρισε από το θυμό του και απήντησε: «Αυτά που ζητάτε τα ξέρω μόνο κατ’ όνομα. Και λεφτά δεν έχω καθόλου. Αν δεν εξαφανιστείτε από μπροστά μου, μαζί με τον τρελό αφέντη σας θα σας στείλω στο δημιουργό σας». Διέφυγε την εκτέλεση και στη συνέχεια έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βίαιη εκθρόνιση του παράφρονος Σουλτάνου.

Άνδρες σαν αυτούς ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι του Κοπρουλού. Ο αδίστακτος γηραιός βεζίρης δεν περιορίστηκε στην επιφανειακή επούλωση των αποτελεσμάτων της κακοδιοίκησης, αλλά προχώρησε στην απαλοιφή των αιτιών που την προκάλεσαν. Δεν σταμάτησε πουθενά και είτε με τις απειλές, είτε με το μαχαίρι, είτε με τη μεταξένια κλωστή πέτυχε σημαντικά οφέλη. Η ιστορία τον θυμάται όχι για τις ικανότητές του ή την προνοητικότητά του, ούτε για τις ανανεωτικές του ενέργειες. Ήταν ένας ακραιφνής συντηρητικός που όλες του οι πράξεις απέβλεπαν στην επαναφορά της παράδοσης και της παλιάς δόξας των Οθωμανών. Στον οικονομικό τομέα έκανε ό,τι κάνουν όλοι οι συντηρητικοί οικονομολόγοι στον αιώνα τον άπαντα: περιόρισε τα έξοδα και βρήκε νέες πηγές εσόδων. Οι πρώτοι που πήραν τις καθυστερούμενες αμοιβές τους ήταν οι στρατιωτικοί. Και όταν πέθανε σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών το 1669, όντας ακόμα στη θέση του, τα βιβλία της Αυτοκρατορίας ήταν ισοσκελισμένα.

Οι Βενετοί το 1644 άφησαν το στόλο των Μαλτέζων να ελλιμενιστεί στις νότιες ακτές της Κρήτης. Οι Μαλτέζοι μετέφεραν ένα πολύτιμο για τους Οθωμανούς λάφυρο. Ένα νεαρό αγόρι που νόμιζαν ότι ήταν ο γιος του Ιμπραήμ2. Ο Ιμπραήμ, τρελός όσο ποτέ, ζήτησε να καταλάβει τη Μάλτα και να εξοντώσει όλους τους κατοίκους της. Οι σύμβουλοί του πρότειναν την Κρήτη, που μπορούσαν να την πάρουν αιφνιδιάζοντας τους Βενετούς. Οι Βενετοί έσπευσαν να ζητήσουν συγνώμη, οι απεσταλμένοι τους έγιναν δεκτοί στο σαράι με τιμές, και ο Οθωμανικός στόλος απέπλευσε από τα Δαρδανέλια στις 30 Απριλίου του 1645. Έγινε γνωστό δημόσια ότι προορισμός του στόλου ήταν η Μάλτα. Η έκπληξη και ο αιφνιδιασμός ήταν ανέκαθεν τα πιο αποτελεσματικά όπλα των Οθωμανών. Κάποτε, ρώτησαν τον Μεχμέτ τον 2ο για τον προορισμό του στρατεύματος. Αυτός απάντησε: «αν μια τρίχα από το μούσι μου ήξερε που πάει ο στρατός μου, θα την ξερίζωνα αμέσως».

Όμως οι Βενετοί ήταν και αυτοί παλιές καραβάνες. Δεν ήταν εύκολο να τους παραπλανήσουν οι Οθωμανοί. Διακόσια ολόκληρα χρόνια ανακάτευαν την πολιτική με τον πόλεμο. Στο παιχνίδι της υπομονής και της φθοράς σπάνια υπερεκτιμούσαν τα χαρτιά τους: Ενίσχυσαν τη φρουρά της Κρήτης και ενεργοποίησαν την πολιτοφυλακή τους σε όλο το νησί. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν γρήγορα όλο το νησί αλλά σκάλωσαν στα τείχη του Ηρακλείου. Οι Βενετοί, το 1648, σε αντιπερισπασμό απέκλεισαν τα Δαρδανέλια. Ήταν το γεγονός που προκάλεσε την ανάκληση του Αχμέτ Κοπρουλού στην ενεργό δράση. Το ίδιο ταπεινωτικό γεγονός είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του Σουλτάνου Ιμπραήμ. «Προδοσία», φώναξε ο Ιμπραήμ «δεν είμαι ο Πατισάχ σας»; Ο γενίτσαρος που ήταν αρχηγός του αγήματος του είπε: «Ο φετβάς που έχω εδώ λέει ότι δεν είσαι τίποτα» και προχώρησε στον στραγγαλισμό του με τη μεταξωτή κλωστή, όπως άρμοζε στους Σουλτάνους. Λίγες ώρες μετά, στις 8 Αυγούστου του 1648, οι κυριότεροι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας δήλωναν τα σέβη τους στο νέο Σουλτάνο Μεχμέτ το 4ο. Οι περισσότεροι από τους Βεζίρηδες και τους Πασάδες της αντιπροσωπείας δεν μπήκαν στο δωμάτιο του νέου Σουλτάνου, από φόβο μήπως τρομάξουν το οκτάχρονο αγόρι.
Η πολιορκία του Ηρακλείου δεν έλεγε να τελειώσει: όταν ο νέος Σουλτάνος ενηλικιώθηκε, όταν το 1656 διορίστηκε Μέγας Βεζίρης ο Αχμέτ Κοπρουλού και όταν αργότερα τον διαδέχτηκε ο γιος του Φαζίλ Αχμέτ Κοπρουλού, ο ονομαζόμενος «καταστροφέας της καμπάνας των απίστων και εκδικητής των εθνών που βλασφημούν τον Αλλάχ», που κυβέρνησε στις γραμμές του πατέρα του και χάρισε στην Αυτοκρατορία μια δεκαετία σοφής και ήπιας ευδαιμονίας. Για τρία χρόνια, από το 1666 μέχρι το 1669, ο Φαζίλ Αχμέτ έλαβε προσωπικά μέρος στην πολιορκία του Ηρακλείου. Οι Βενετοί επέλεξαν να μετατρέψουν την πολιορκία της Κρήτης σε απόδειξη της θέλησής τους να παραμείνουν θαλασσοκράτορες, αλλά όταν κάποτε προσπάθησαν να εξαγοράσουν τους Οθωμανούς προσφέροντας τους φόρο υποτέλειας, ο Φαζίλ Αχμέτ απάντησε: «δεν είμαστε έμποροι. Είμαστε εδώ για να πάρουμε την Κρήτη».
Οι πολιορκημένοι κράτησαν μέχρι που το φρούριο μεταβλήθηκε σε μυρμηγκοφωλιά. Από όλη τη χριστιανοσύνη έφταναν εθελοντές. Οι Τούρκοι πίεζαν με όλη τους τη δύναμη, χρησιμοποιώντας τις τέλειες τεχνικές του μηχανικού τους3. Στα τελευταία τρία χρόνια του πολέμου, έχασαν τη ζωή τους τριάντα χιλιάδες Οθωμανοί και δώδεκα χιλιάδες Βενετοί. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1669, ο Morosini – ονομαζόμενος και Morosini ο Πελοποννήσιος από την κατάληψη της χερσονήσου – παραδόθηκε και η Κρήτη πέρασε στους Οθωμανούς.

Αυτή ήταν και μια από τις τελευταίες κατακτήσεις των Οθωμανών – η τελευταία πάντως στη Μεσόγειο. Στο βορρά, στα αχανή εδάφη που τελειώνουν οι στέπες, βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, η Πολώνία, η Ρωσία και η Αυτοκρατορία προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τους Κοζάκους και να κυριεύσουν την Ουκρανία. Και εδώ οι Οθωμανοί φάνηκαν στην αρχή να το πετυχαίνουν. Το 1676 ανάγκασαν τους Πολωνούς και τον βασιλιά τους Jan Sobieski να φύγουν από την περιοχή. Το μεγάλο φρούριο του Kaminiec παραδόθηκε στους Οθωμανούς και οι ουρές των αλόγων είχαν στηθεί στη μαύρη γη της Ουκρανίας. Όμως ο Φαζίλ Αχμέτ πέθανε τρεις μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης. Οι Κοζάκοι της στέπας σταμάτησαν τις επιδρομές τους στα Οθωμανικά εδάφη, αφού τέθηκαν υπό την κυριαρχία της Ρωσικής Αρκούδας. Μεγάλος Βεζίρης έγινε ένας θετός γιος της οικογένειας Κοπρουλού, ο Καρά Μουσταφά, ο Μαύρος Μουσταφά, του οποίου το πρόσωπο είχε παραμορφωθεί σε μια πυρκαγιά στην Πόλη.

Τον Ιούνιο του 1683 το στράτευμα με όλη του τη μεγαλοπρέπεια πέρασε από τους δρόμους του Έντιρνε και κατευθύνθηκε κατά μήκος του Έβρου προς τη Σόφια και το Βελιγράδι. Μαζί του ήταν ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 4ος, ένας άνθρωπος πιο κοντά στις χαρές του κυνηγιού παρά στις κακουχίες του πολέμου. Στο Βελιγράδι σταμάτησε να κυνηγήσει ενώ ο στρατός συνέχισε την πορεία του προς βορρά, προς το Δούναβη και την καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης, υπό την ηγεσία του Καρά Μουσταφά, ενός ανθρώπου «όχι λιγότερο θαρραλέου από ότι σοφού, πολεμοχαρούς και φιλόδοξου», όπως έγραψε ένα σύγχρονός του. Ένας Ούγγρος επαναστάτης είχε καλέσει τους Οθωμανούς για βοήθεια. Οι Αψβούργοι φαίνονταν ύποπτα έτοιμοι για ειρήνη.

Ο Καρά Μουσταφά πήρε τη μοιραία απόφαση στη αρχή της εκστρατείας να μην αποκαλύψει τον προορισμό του. Η Αυστρία και η Πολωνία έσπευσαν να υποσχεθούν βοήθεια η μια στην άλλη, αν δεχόταν επίθεση από τους Οθωμανούς. Μόλις ο Οθωμανικός στρατός μπήκε στο έδαφος των Αψβούργων, ο Αυτοκράτορας ζήτησε αμέσως τη βοήθεια των Πολωνών.
Στη Βιέννη επικρατούσε πανδαιμόνιο. Ένας στρατός των Αψβούργων που στάλθηκε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς υποχώρησε αμέσως μπροστά σ’ αυτό που έμοιαζε με θάλασσα ανδρών. Κάπου τριακόσιες χιλιάδες τακτικό στρατό είχαν μαζέψει οι Τούρκοι γι’ αυτή τη περίεργη εκστρατεία. Και μαζί τους – γύρω τους, πίσω τους και μπροστά τους, διογκώνοντας τρομακτικά τους τακτικούς – άλλοι τόσοι Τατάροι από την Κριμαία. Τους φοβόντουσαν όλοι. Οι Τούρκοι όσο και οι Χριστιανοί. Γιατί το μόνο που υπηρετούσαν ήταν το συμφέρον τους.
Στη Βιέννη, τα νέα για την προέλαση των Οθωμανών, παραποιημένα από φήμες και μύθους, έκαναν το γύρω τρομοκρατώντας τον πληθυσμό. Πολλοί άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος, αναποφάσιστος ως συνήθως, δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο ακριβώς έπρεπε να είναι το Αυτοκρατορικό του καθήκον: να παραμείνει στην πόλη και να κινδυνεύσει μαζί με το λαό του ή να αποχωρήσει; Τελικά αποφάσισε να φύγει μαζί με την Αυτοκρατορική οικογένεια στις 7 Ιουλίου. Φεύγοντας, η Αυτοκρατορική πομπή πέρασε έντρομη από τα υψώματα στο Wienerwald (το Δάσος της Βιέννης) όπου οι Τατάροι είχαν ήδη ανάψει τις φωτιές της νίκης.

Τα αμυντικά τείχη της Βιέννης είχαν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια αλλά εξακολουθούσαν να είναι ευάλωτα. Αποθηκεύθηκαν εσπευσμένα όσα σιτηρά και τρόφιμα μπορούσαν να βρεθούν – και δεν ήταν πολλά. Τα κοσμήματα του θρόνου θάφτηκαν σε ασφαλές μέρος. Όλοι οι άνδρες, όσοι δεν ήταν στο στρατό, τέθηκαν στην υπηρεσία επιτήρησης των τειχών και οι γυναίκες ανέλαβαν όλες τις δουλειές τους. Χρήματα βρέθηκαν από εσωτερικούς δανεισμούς και δάνεια από όλους τους φτωχούς συγγενείς, ακόμα και από την Ουγγαρία. Στις 13 Ιουλίου ο διοικητής άμυνας της πόλης, ο Stahremberg, διέταξε να κατεδαφιστούν αμέσως σπιτάκια και οικήματα που είχαν χτιστεί πάνω στα εξωτερικά τείχη της πόλης, για να μην χρησιμοποιηθούν από τους πολιορκητές.

Πάνω στη ώρα, γιατί την επόμενη μέρα ο Καρά Μουσταφά στρατοπέδευε μπροστά στα τείχη της Βιέννης. Πίσω από την εντυπωσιακή τάξη του στρατοπέδου, το μεγαλείο των σκηνών που στήθηκαν σε λίγες ώρες και την εκπληκτική εργατικότητα των ανδρών, υπήρχε το μεγαλοφυές οργανωτικό πνεύμα των Οθωμανών. Οι παρατηρητές μέσα από τα τείχη εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ που νόμισαν ότι οι Τούρκοι επρόκειτο να κτίσουν μια νέα πόλη δίπλα στη δικιά τους. Η πόλη της Βιέννης χρειάστηκε χίλια χρόνια να κτιστεί. Οι Οθωμανοί έκτισαν τη δικιά τους σε δυο μέρες. Ο Καρά Μουσταφά έφτιαξε μέχρι και έναν κήπο μπροστά στη σκηνή του για να κάνει τον περίπατό του και να σκέπτεται. Η αγάπη των Οθωμανών για τα λουλούδια ήταν αμετανόητη. Όλοι οι διάδρομοι προς της σκηνές των αξιωματούχων στρώθηκαν με χαλιά. Χτίστηκαν χώροι αφόδευσης για τους άνδρες – και τις γυναίκες χωριστά. Μέχρι και χώροι συνεδριάσεων είχαν προβλεφθεί.

Αμέσως οι Οθωμανοί άρχισαν να σκάβουν βαθιές τάφρους προς τα τείχη της πόλης. Τις κάλυπταν με ξύλινες σκεπές ή με ψημένο χώμα, για να μπορούν να τις διαβαίνουν υπό κάλυψη. Αυτές οι μεθοδικές τάφροι και σήραγγες ήταν απαραίτητες γιατί οι πολιορκητές δεν είχαν βαριά κανόνια. Τα πάντα έπρεπε να γίνουν με ανατινάξεις από κάτω. Στο μεταξύ, τα ελαφρά κανόνια των Οθωμανών έριχναν συνεχώς προς την πόλη, πάνω από τα τείχη. Πολλοί από τους πολιορκημένους τραυματίζονταν, μεταξύ τους και ο Stahremberg. Μέσα στην πόλη αφαίρεσαν τις πέτρες από τους δρόμους για να μετριάσουν την κρούση των κανονιών, αλλά και για να τις χρησιμοποιήσουν στις επισκευές των τειχών. Η κατάσταση για τους Βιεννέζους δεν έμοιαζε καλή. Η μοίρα ολόκληρης της χριστιανικής Ευρώπης ήταν υπό αίρεση. Και παρόλα αυτά, οι αρχές της πόλης χρειάστηκε να απειλήσουν τους κατοίκους της που έβγαιναν κρυφά από τα τείχη τη νύχτα και αντάλλασσαν προϊόντα: ψωμί για φρέσκα λαχανικά.

Για να περιορίσουν τις ανατινάξεις των Οθωμανικών, οι αμυνόμενοι έκαναν ξαφνικές επιδρομές, κατά τις οποίες μια ομάδα Αυστριακών έβγαινε γρήγορα από τα τείχη και προσπαθούσε να καταστρέψει όσο γινόταν περισσότερες σήραγγες. Προσπαθούσαν επίσης με δικές τους σήραγγες κάτω από τα τείχη να συναντήσουν αυτές των Τούρκων και να τις καταστρέψουν. Για να πετύχουν τις σήραγγες των Οθωμανών, οι Βιεννέζοι άκουγαν προσεκτικά τους θορύβους κάτω από το χώμα κοντά στα τείχη. Μια διαδικασία που θύμιζε τη γάτα με το ποντίκι. Και τότε, σύμφωνα με το μύθο, ήταν που οι αρτοποιοί της Βιέννης έσωσαν την πόλη τους: δουλεύοντας νωρίς το πρωί για να ετοιμάσουν το ψωμί τους, άκουγαν πιο καθαρά τους θορύβους που έκαναν οι Οθωμανοί κάτω από τα πόδια τους και ειδοποιούσαν τους στρατιώτες. Για να τιμήσουν αυτή τους τη συνεισφορά, οι αρτοποιοί της Βιέννης έψηναν τα περίφημα croissant (μισοφέγγαρα) που ήταν το έμβλημα των Οθωμανών και όταν τα έτρωγαν οι πελάτες τους ήταν σα να νικούσαν.

Όμως οι Οθωμανοί άλλαξαν τακτική και έσκαβαν τις σήραγγές τους όλο και πιο βαθιά. Στις 12 Αυγούστου μια εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε και ένα μέρος των τειχών έπεσε. Το άνοιγμα ήταν τόσο μεγάλο που πενήντα άνδρες μπορούσαν να περάσουν σε σχηματισμό. Μια τέτοια ζημιά δεν μπορούσαν να επιδιορθώσουν οι αμυνόμενοι. Σίγουρα η Βιέννη θα έπεφτε γρήγορα.

Μακριά από την πόλη, οι Τατάροι και οι Σπαχήδες του Οθωμανικού στρατού είχαν ήδη καταλάβει όλες τις Αυστριακές επαρχίες γύρω από τη Βιέννη. Οι Αυστριακοί έστελναν ικετευτικά μηνύματα στο βασιλιά της Πολωνίας Jan Sobieski και στους Γερμανούς πρίγκιπες. Μερικοί από αυτούς έκαναν χρυσές δουλειές. Οι Αψβούργοι στην πραγματικότητα αγόρασαν τις στρατιωτικές υπηρεσίες από τους Γερμανούς και τους Πολωνούς – και τους στοίχισε και λιγότερο. Ο Δούκας της Σαξονίας έκανε το λάθος να υποσχεθεί βοήθεια χωρίς να έχει παζαρέψει το ποσό της αμοιβής του και δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του. Στην Πολωνία, ο Jan Sobieski μετά από παζάρια καθόρισε το ποσόν που θα πλήρωναν οι Αυστριακοί και μετά άρχισε διαπραγματεύσεις με τους δικούς του πρίγκιπες, πολλοί από τους οποίους ήταν στη δούλεψη των Γάλλων που έβλεπαν με πολύ καλό μάτι και βαθιά χριστιανική ικανοποίηση τη συντριβή των αιώνιων αντιπάλων τους, των Αψβούργων, ακόμα και από τα χέρια των Οθωμανών.

Και καθώς το καλοκαίρι τέλειωνε και το φθινόπωρο έφερνε βροχές και καταιγίδες, η χριστιανική συμμαχία άρχισε να υλοποιείται: για τους κατοίκους της Βιέννης απελπιστικά αργά. Είχαν μείνει χωρίς απολύτως καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Το σύστημα από σημάδια, λάβαρα και φωτιές που ήταν συνηθισμένοι τρόποι μετάδοσης μηνυμάτων από πόλεις υπό πολιορκία το Μεσαίωνα, δεν είχαν προλάβει να συμφωνηθούν. Οι Οθωμανοί είχαν διακόψει την επικοινωνία των Βιεννέζων με το στρατό τους και τις γειτονικές πόλεις της χώρας τους. Ούτε καν με το βασιλιά τους δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Αυτός βέβαια είχε αποσυρθεί στην ασφάλεια των θερινών του ανακτόρων στο Σάλτσμπουργκ. Όμως απορία είχε αρχίσει να δημιουργεί και η αδράνεια του Μεγάλου Βεζίρη. Τα εξωτερικά τείχη ήταν μισογκρεμισμένα. Τα εσωτερικά ήταν ετοιμόρροπα. Οι Οθωμανοί έπρεπε τώρα – κατά τη συνήθειά τους – να εκτελέσουν την τελική αιματηρή τους επίθεση. Οι ρωγμές στην άμυνα των πολιορκημένων ήταν αυτό ακριβώς που περίμεναν οι χιλιάδες Βασι-Βουζούκοι (άτακτοι) για να περάσουν στην άγρια επίθεση φθοράς των αμυνομένων που θα τους έδιναν τα πιλάφια στον Παράδεισο του Αλλάχ. Και ξοπίσω τους οι τακτικοί και οι γενίτσαροι, έτοιμοι για το νόμιμο και νενομισμένο τριήμερο πλιάτσικο. Τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε τώρα. Μόνο ο συνεχής ανατριχιαστικός θόρυβος των υπόγειων σηράγγων.

Μέχρι σήμερα – και πιθανόν όσο θα υπάρχουν στρατιωτικοί και πόλεμοι στην υδρόγειο – ο Καρά Μουσταφά έχει δεχθεί όλες τις πιθανές κριτικές γι’ αυτή του τη αδράνεια. Ίσως έφταιγε η τυφλή εμπιστοσύνη του στη νίκη. Σίγουρα φαίνεται ότι δεν πίστεψε στις φήμες που έφερναν τους πρίγκιπες της Λορένης και τον βασιλιά της Πολωνίας να έχουν συμφωνήσει σε κοινή επίθεση κατά των Οθωμανών, με το στρατό τους να είναι λίγες μέρες μακριά από τη Βιέννη. Αν ο Καρά Μουσταφά ήταν καλλίτερος στρατηγός, ή αν ο Stahremberg ήταν λιγότερο δραστήριος, ή αν ο Sobieski ήταν λιγότερο ευαίσθητος, ή οι Γάλλοι περισσότερο πατριώτες, η Βιέννη θα είχε γίνει το Οθωμανικό προγεφύρωμα για τη διάλυση της έτσι κι αλλιώς χαλαρής χριστιανικής συμμαχίας στην Κεντρική Ευρώπη. Όταν επί τέλους ο βασιλιάς της Πολωνίας αντίκρισε το στρατόπεδο των Οθωμανών έγραψε ότι: «ο στρατηγός ενός τέτοιου στρατού που δεν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του να επιτεθεί, αλλά κάθεται στρατοπεδευμένος, σαν να είμαστε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, είναι προορισμένος να ηττηθεί».

Μια από τις πιο πιθανές εκδοχές είναι ότι ο Μέγας Βεζίρης πίστευε ότι η πόλη ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Σύμφωνα με τον Μουσουλμανικό νόμο, η πόλη που κυριεύεται μετά από επίθεση παραδίδεται στη λαφυραγωγία, στο πλιάτσικο, για τρεις μέρες και τρεις νύχτες πριν επιβληθεί ο νόμος των αρχών – οι οποίες συνήθως παραλαμβάνουν ερείπια. Όμως, η πόλη που παραδίνεται είναι αμέσως στα χέρια της κρατικής δύναμης του Ισλαμικού κράτους που την κυρίευσε και κανείς από τους μαχητές του Ισλάμ δεν μπορεί να πειράξει τίποτα. Ο Μέγας Βεζίρης επιδίωκε προφανώς να φέρει τον πλούτο της Βιέννης στην κατοχή του Σουλτάνου, παρά να την παραδώσει στους άνδρες του στρατού του και να κληρονομήσει τα ερείπια. Στο μεταξύ, οι χριστιανοί σύμμαχοι προχωρούσαν. Και ο δυστυχής Αυτοκράτορας Λεοπόλδος βρέθηκε μπροστά σε άλλο ένα δίλημμα: να αναμειχθεί με τον πολεμοχαρή όχλο που θα έσωζε την Αυτοκρατορία του ή να παραμείνει σε αυτοκρατορική εγρήγορση στο νέο του παλάτι στο Πασσάου; Ανήμπορος να αποφασίσει, έκανε και τα δύο μαζί. Πήγε μέχρι τα μισά του δρόμου και σταμάτησε στο Δούναβη, σε ένα ακόμα από τα παλάτια του στο Λιντζ, από όπου – όταν ο καιρός ήταν καλός – θα μπορούσε να αγναντεύει τις αποτρόπαιες μάχες. Δεν είχε όμως και μεγάλη σημασία: οι στρατοί των Γερμανών ήταν ήδη μπροστά του. Στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη έπαιρναν θέσεις στα υψώματα βόρεια και δυτικά της πόλης. Από εκεί, οι χριστιανοί πρίγκιπες μπορούσαν να θαυμάσουν την θαυμάσια πόλη από σκηνές που είχαν κατασκευάσει οι Οθωμανοί.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, άλλο ένα μεγάλο ρήγμα στα εξωτερικά τείχη, έκανε τη μοίρα των πολιορκημένων ακόμα πιο τραγική. Αλλά και όλα τα άλλα σημάδια έδειχναν ότι οι μέρες τους ήταν μετρημένες: το κρέας στα χασάπικα τελείωνε, τα λαχανικά εξαφανίστηκαν, είχαν καταναλωθεί τα γαϊδουράκια και οι γάτες της Βιέννης. Οι γηραιότεροι και οι ασθενείς πέθαιναν και η πανούκλα έκανε θραύση. Ακόμα και ο Stahremberg αρρώστησε.
Ο Καρά Μουσταφά δεν έπρεπε ποτέ να αφήσει τον εχθρό να καταλάβει τα υψώματα γύρω από το στρατόπεδό του. Τη νύχτα της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί είχαν φθάσει στα υψώματα βόρεια της πόλης, με το Δούναβη στα αριστερά τους. Το πρωί άρχισε η μάχη. Το Γερμανικό πεζικό προχωρούσε από τον ένα λόφο στον άλλον με τη συνδρομή των βαριών κανονιών του. Οι Οθωμανοί αιφνιδιάστηκαν. Μεγάλες μονάδες του εχθρού ήταν αόρατες, μέσα στις κοιλάδες για ώρες.

Η αντίσταση των Οθωμανών ήταν απελπισμένη αλλά λυσσαλέα. Η μάχη συνεχιζόταν μέχρι το μεσημέρι. Μια ξαφνική αναταραχή στο στρατηγείο των χριστιανών, που δεν έμεινε απαρατήρητη από τον Καρά Μουσταφά, σήμανε την προσέγγιση στο δεξί κέρας των Γερμανών του μεγάλου στρατού των Πολωνών. Στις μία η ώρα, μια κραυγή θριάμβου – και ανακούφισης – ακούστηκε από τους γερμανούς στρατιώτες, όταν είδαν Πολωνούς να ορμούν στους ήδη υποχωρούντες Τούρκους.

Οι χριστιανοί στρατηγοί έκαναν μια μικρή σύσκεψη για το αν η μάχη έπρεπε να συνεχιστεί σήμερα ή όχι. «Είμαι γέρος» είπε ένας στρατηγός από τη Σαξονία, «θέλω απόψε να κοιμηθώ με άνεση στη Βιέννη».

Και τα κατάφερε. Το στρατόπεδο των Οθωμανών διαλύθηκε ξαφνικά. Ο ίδιος ο Καρά Μουσταφά τράπηκε σε φυγή. Μαζί με τα λεφτά και τα Ιερά Λάβαρα του Προφήτη. Είχε την ελπίδα ότι θα συναντούσε το Σουλτάνο στο Βελιγράδι και θα του εξηγούσε αυτοπροσώπως τι συνέβη. Απογοητεύτηκε πικρά όταν έμαθε ότι ο Μεχμέτ είχε ήδη φύγει για το Έντιρνε. Αντί να παραδεχθεί τα λάθη του, τα έριξε στους άλλους και εκτέλεσε δεκάδες από τους αξιωματικούς του. Λίγες βδομάδες αργότερα τον επισκεπτόταν ο απεσταλμένος του Σουλτάνου. Ο Καρά Μουσταφά δεν διάβασε το έγγραφο: «πρέπει να πεθάνω»; είπε «πρέπει» απάντησε ο απεσταλμένος. «Ας γίνει λοιπόν» και έπλυνε τα χέρια του. Ύστερα έσκυψε το κεφάλι για να διευκολύνει τη μεταξωτή κλωστή του δήμιου.

Το κεφάλι του Καρά Μουσταφά – όπως απαιτούσε το έθιμο – παραδόθηκε στο Σουλτάνο σε βελούδινο σακί.

Η οικογένεια των Κοπρουλού όμως επιβίωσε αυτή την ατίμωση. Δυο ακόμα γόνοι της δυναστείας έγιναν μεγάλοι βεζίρηδες. Ο τελευταίος, ο Αμντζαζάντε Χουσεΐν Πασάς, πέθανε το 1703, άρρωστος και αποδιωγμένος. Είχε περικόψει τους περιττούς φόρους και είχε μειώσει δραστικά των αριθμό των ατόμων στο σαράι. Είχε επίσης προσπαθήσει να μειώσει τα έξοδα εκκαθαρίζοντας τις λίστες των τιμαριούχων. Είχε κατορθώσει να σταθεροποιήσει το νόμισμα. Εκδιώχθηκε από το αξίωμά του κακήν κακώς από τη συμμαχία των εχθρών του, στην οποία προσχώρησε ο ίδιος Μουφτής, ο πιο ενάρετος Οθωμανός.

Ο νεποτισμός και η κληρονομιά του αξιώματος του Μεγάλου Βεζίρη δεν μπόρεσε να εξαλείψει τη βαθιά πεποίθηση των Οθωμανών στην αξιοκρατία. Ο εκφυλισμός της οικογένειας είχε ήδη φανεί από τον προ-τελευταίο Μέγα Βεζίρη της, τον Νουουμάν Κοπρουλού που είχε την έμμονη ιδέα ότι μια μύγα καθόταν στην άκρη της μύτης του και έφευγε μόλις επρόκειτο να τη σκοτώσει, για να ξαναγυρίσει αμέσως μετά. Όλοι οι γιατροί της Ιστανμπούλ είχαν προσπαθήσει μάταια να τον γιατρέψουν από τις παραισθήσεις. Ήταν ο Γάλος γιατρός Le Duc που το πέτυχε, δηλώνοντας στον Νουουμάν ότι πράγματι έβλεπε τη μύγα. Και αφού χρησιμοποίησε διάφορα γιατροσόφια και φάρμακα, έβγαλε ένα μεγάλο μαχαίρι από την τσέπη του και με μια αστραπιαία κίνηση σκότωσε τη μύγα. Με μια επιδέξια κίνηση, έβγαλε από την άλλη του τσέπη μια σκοτωμένη μύγα και την έδειξε στον Νουουμάν, λέγοντας του: «Πασά μου, το ζωύφιο που σας ενοχλούσε είναι νεκρό». Οπότε ο Πασάς, ξαλαφρωμένος και γιατρεμένος αναφώνησε: «Αυτή ακριβώς είναι η μύγα που με ταλαιπωρούσε».

Σε όλη την Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αμέτρητα σημάδια δηλώνουν μέχρι τις μέρες μας τους πολέμους των Οθωμανών. Τα περισσότερα είναι μνημεία των λαών που τα διατηρούν για να θυμίζουν τον αγώνα τους για ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα μνημεία αυτά αφορούν αναγκαστικά της τελευταίες δεκαετίες μιας ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας. Δεν εκφράζουν καθόλου τις μέρες της ακμής της. Εξάλλου είναι όλα εκ του ασφαλούς: Ούτε καν οι Τούρκοι δεν διανοήθηκαν να υπερασπιστούν τους Οθωμανούς. Και οι ίδιοι οι Οθωμανοί είναι απόντες ανεπιστρεπτί. Άλλα υπάρχουν και άλλα, ξεχασμένα, σαν τις σαμπρέλες που επιπλέουν σε ναυάγια. Αυτά είναι που αποκαλύπτουν την ιστορία και ενδιαφέρουν όσους θέλουν να μάθουν. Στην Αυστρία, μπορεί να ακούσεις τις Tuerkengloecken, τις Τούρκικες καμπάνες: μικρά καμπανάκια που συνοδεύουν τις κύριες καμπάνες των εκκλησιών και χρησιμοποιήθηκαν για να προειδοποιήσουν τους κατοίκους για τις επικείμενες επιδρομές των ακιντσήδων κατά την πολιορκία της Βιέννης. Στο Γερμανικό Μουσείο, στο Μόναχο, εν μέσω των θαυμαστών επιστημονικών εκθεμάτων, υπάρχει μια σκηνή από το στρατόπεδο των Οθωμανών, στημένη με όλα της τα χρώματα και τα μεγαλεία. Και το κεφάλι του Μεγάλου Βεζίρη Καρά Μουσταφά, που πολιόρκησε τη Βιέννη, βρίσκεται κάπου στα υπόγεια του Kunsthistorisches Museum (Μουσείο της Ιστορίας της Τέχνης – θα έλεγε κανείς ότι για τους Βαυαρούς ο αποκεφαλισμός στην εποχή των Οθωμανών ήταν ένα είδος τέχνης). Κάποτε, σε πιο σκληρούς καιρούς, το κεφάλι του Καρά Μουσταφά, πάνω σε ένα βελούδινο μαξιλάρι, σε μια προθήκη, ήταν ένα από τα εκθέματα του Μουσείου. Ο συγγραφέας, που έζησε στο Μόναχο αρκετά χρόνια, το είχε δει αμέτρητες φορές. Τώρα, τον Αύγουστο του 2002, ο υπεύθυνος του Μουσείου μου εξήγησε ότι το έκθεμα αποσύρθηκε γιατί θεωρήθηκε σκληρό και απάνθρωπο.

Το Κοσσυφοπέδιο υπήρξε τόσες πολλές φορές θέατρο πολέμου, που θα ήταν περίεργο να χάσει σήμερα αυτή την ιστορική του ιδιότητα. Και οι Αλβανοί που ήρθαν στο Κοσσυφοπέδιο, ή επέστρεψαν εκεί, μετά την εκδίωξη των Σέρβων από τους Αυστριακούς το δέκατο έβδομο αιώνα, συντηρούν μέχρι σήμερα το μίσος τους κατά των Σέρβων που τους κυβερνούν. Οι άνδρες του Σερβικού στρατού που πέρασαν από το Κοσσυφοπέδιο το 1911, σταμάτησαν να βγάλουν τις μπότες τους και το διέσχισαν ξυπόλυτοι για να μην ταράξουν τις ψυχές των προγόνων τους που είχαν πέσει εκεί στους παλαιότερους πολέμους. Οι Οθωμανοί όμως νίκησαν τους Σέρβους στο Κοσσυφοπέδιο δύο φορές μέσα σε εκατό χρόνια. Και όταν μετά την αποχώρηση των Οθωμανών οι Σέρβοι έγιναν πάλι κύριοί του, για να το παραδώσουν στους Αυστριακούς που κυνηγούσαν τους Οθωμανούς που είχαν συμμαχήσει με τους Σέρβους. Οι Αλβανοί, σκληροί και ρεαλιστές, ξέρουν ότι οι πρόγονοί τους γεννήθηκαν από τους αετούς των βουνών της Ιλλυρίας και αυτούς δεν μπόρεσε καλά-καλά ούτε ο Σουλτάνος να ενοχλήσει.

Κοντά στο πέρασμα Σούμλα της Βουλγαρίας υπάρχει ένας τεχνητός λόφος στην κορυφή του οποίου είναι κτισμένο ένα άκρως κακόγουστο, τετράγωνο και ογκώδες οικοδόμημα, στο οποίο καταλήγουν 234 σκαλοπάτια και δεσπόζει της γύρω περιοχής. Το μνημείο τιμά το πέρασμα του Σοβιετικού Στρατού το 1944. Οι παλιοί κάτοικοι γνωρίζουν όμως ότι αρχικά το μνημείο ήταν αφιερωμένο στη διέλευση από την περιοχή του Ρωσικού στρατού το Φθινόπωρο του 1779, όταν ο Ντίμπιτς παράκαμψε το πέρασμα, στο οποίο τον περίμενε ο Οθωμανικός στρατός, και έφθασε στο Έντιρνε με μια δύναμη που όλοι υπολόγιζαν ότι αποτελούταν τουλάχιστον από εκατό χιλιάδες άνδρες, γεγονός που ανάγκασε τους Οθωμανούς να εκλιπαρήσουν για ειρήνη, τις οποίας οι καταστροφικοί γι’ αυτούς όροι οδήγησαν στον πόλεμο της Κριμαίας, πενήντα χρόνια αργότερα. Ενώ στην πραγματικότητα η δύναμη του Ντίμπιτς ήταν μόλις δεκατρείς χιλιάδες άνδρες.

Ενίοτε, οι τοποθεσίες των μεγάλων μαχών παρουσιάζονται ανώδυνα και σχεδόν φολκλορικά από τους ντόπιους που έχουν προ πολλού λησμονήσει τον τρόμο των ημερών: στο St. Gotthard, η μεγάλη μάχη του 1674 εντοπίζεται στην επιγραφή ενός γραφικού καφέ της μικρής πόλης. Στη Βιέννη, η μεγάλη χαμένη ευκαιρία των Οθωμανών εκφράζεται στα βιεννέζικα κρουασάν. Και στο κεφάλι του Καρά Μουσταφά στο Μόναχο.

Τα δέκα έξι χρόνια πολέμου που ακολούθησαν την οπισθοχώρηση των Οθωμανών από τη Βιέννη, υπήρξαν καταστροφικά γι’ αυτούς. Ο στρατός των Αυστριακών τους εκδίωξε από την Ουγγαρία. Βενετικά στρατεύματα, υπό την ηγεσία του ίδιου Morosini που είχε ιπποτικά υποχωρήσει στο Ηράκλειο, κατέλαβαν την Πελοπόννησο. Το 1687, στο Mohacs, το σημείου του θριάμβου του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς απέναντι στους Ούγγρους έναν αιώνα πριν, οι Αυστριακοί νίκησαν τα στρατεύματα του ηδονιστή Σουλτάνου Μεχμέτ του 4ου , ο οποίος εκτοπίσθηκε για χάρη ενός άλλου Σουλεϊμάν, του αδελφού του. Τον Αύγουστο του 1688 το κάστρο του του Βελιγραδίου παραδόθηκε στους Αυστριακούς. Η Νις χάθηκε ένα χρόνο μετά. Μέσα σ’ αυτή τη κρίση, με τον εχθρό να περιτριγυρίζει την καρδιά των Βαλκανίων, οι Οθωμανοί δοκίμαζαν έναν ακόμα Μεγάλο Βεζίρη, αδελφό του Φαζίλ Αχμέτ, τον Φαζίλ Μουσταφά. Κατόρθωσε να διώξει τους Αυστριακούς από τη Σερβία, αλλά πέθανε ένδοξα (και άκαιρα), με το σπαθί στο χέρι, στη μάχη του Πέτερβαραντίν το 1691. Τον ίδιο χρόνο είχε πεθάνει ο Σουλεϊμάν ο 2ος. Ο διάδοχός του, ο Αχμέτ ο 2ος, επρόκειτο να πεθάνει από λύπη και ντροπή το 1699. Οι ταπεινωμένοι κληρονόμοι του αποδέχτηκαν την ειρήνη που συνέλαβε ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη.

Η συνθήκη του Κάρλοβιτς υπογράφτηκε πάνω στη γενική αρχή ‘uti possidetis’, τα πράγματα θα έμεναν όπως είχαν τη στιγμή της υπογραφής. Ο Αυτοκράτορας των Αψβούργων αναγνωριζόταν κυρίαρχος της Τρανσυλβανίας και του μεγαλύτερου μέρους της Ουγγαρίας. Η Βενετία κρατούσε την Πελοπόννησο και κέρδιζε εδάφη στη Δαλματία. Οι Ρώσοι ήταν που ήταν παρείσακτοι στη συμφωνία, μια που τώρα δεν είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο, ωφελήθηκαν περισσότερο από όλους: κρατούσαν τα εδάφη τα εδάφη που είχαν καταλάβει από το 1696, έπαιρναν την Αζόφ και την Αζοφική θάλασσα και γίνονταν έτσι κύριοι της Κριμαίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία που μόλις μια γενιά πριν είχε απειλήσει τη Βιέννη, έχασε δια μιας τα μισά περίπου εδάφη της. Και το χειρότερο, είχαν αποκαλυφθεί οι αδυναμίες της. Η σημασία της από δω και πέρα, στα μάτια των Ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν διπλωματική και όχι στρατιωτική.


1 Οι περισσότερες γυναίκες του χαρεμιού σώθηκαν γιατί τα τσουβάλια δεν είχαν δεθεί καλά. Μια από αυτές – μεγάλης ομορφιάς - περισυλλέχθηκε από ένα δυτικό καράβι και κατέληξε στο Παρίσι όπου η ομορφιά της και το πνεύμα της άφησαν εποχή.
2 Η μητέρα του αγοριού ήταν παραμάνα του νόμιμου γιου του Ιμπραήμ. Οι φήμες από το χαρέμι έλεγαν ότι ο Ιμπραήμ προτιμούσε αυτόν για γιο του. Ο Μέγας Μαύρος Ευνούχος φοβήθηκε άλλο ένα σκάνδαλο και τον έστειλε στη θάλασσα. Οι Βενετοί τον κράτησαν για λίγο στην Κρήτη και στη συνέχεια τον μετέφεραν στην Ιταλία όπου έγινε μοναχός και έμεινε γνωστός με το όνομα Padre Ottomano. Πατήρ Οθωμανός.
3 Οι Οθωμανοί ήταν σπουδαίοι μηχανικοί και χρησιμοποιούσαν τις τελειότερες για την εποχή μηχανές πολέμου. Τη σπουδαία αυτή τέχνη ξέχασαν εντελώς με τα χρόνια και χρειάστηκε να τους την ξαναμάθουν οι Γάλλοι τον δέκατο ένατο αιώνα. Ιδιαίτερα οι Γάλλοι δίδαξαν στους Τούρκους την τεχνική των παραλλήλων ορυγμάτων, που οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν εφεύρει τον δέκατο έκτο αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: