Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

18. Η Αυτοκρατορία

«Μήπως υπάρχει καμιά ανταμοιβή για το Καλό εκτός από το καλό;»
Κοράνι, 55-60


«Δεν είναι καθόλου άσχημο να βλέπει κανείς νέες απόψεις του κόσμου και νέα πράγματα», έγραφε ο περιηγητής Edward Brown το καλοκαίρι του 1669, «και όταν έρχεται κάποιος στη Βούδα από τη Δύση φαίνεται να εισέρχεται σε έναν άλλο κόσμο, εντελώς διαφορετικό από τον κόσμο που ξέρει: αποχαιρετάει τα μαλλιά στην κεφαλή, τα καπέλα, τα παντελόνια, τα γάντια, τα κρεβάτια, τη μπίρα». Ο Brown έγραφε αυτά που όλοι οι επισκέπτες από τη Δύση σκέφτονταν όταν διέσχιζαν την γραμμή στο Νταρ-Ουλ-Ισλάμ: ότι έμπαιναν σε έναν άλλον κόσμο.

Η Αυτοκρατορία ποτέ δεν φάνηκε να έχει κάποιο σχήμα, εκτός ίσως από το σχήμα 8, με κέντρο την Ιστανμπούλ. Όταν όμως διέσχιζες τα σύνορά της στη Βούδα, ή στα ψηλά περάσματα των Δαλματικών Άλπεων ή δια θαλάσσης – τριάντα-έξι μέρες από τη Βενετία το 1650 - ή από τη Μασσαλία, ακόμα και το οξυγόνο που ανέπνεες φαινόταν διαφορετικό. «Μήπως δεν θα αναπνεύσεις το οξυγόνο του Gran Signor;» είπε ένα Βεζίρης τον δέκατο-έβδομο αιώνα ζητώντας μπαξίσι από δυτικούς εμπόρους στοιβάζοντας τους σε ένα δωμάτιο στο σαράι για να πάρει το μάτι τους το Σουλτάνο, «και δε θέλεις να πληρώσεις κάτι γι’ αυτό»;
Τα σύνορα της Αυτοκρατορίας με τη χώρα των Χριστιανών, την μισητή Χώρα του Πολέμου (Νταρ-Ουλ-Ουρμπ) δεν ήταν ποτέ ευκολοδιάβατα. Ακόμα και σήμερα, στην περιοχή της νότιας Ουγγαρίας δε φυτρώνει τίποτα: Οι Χριστιανοί είχαν γεμίσει την περιοχή με σταθμούς καραντίνας και φρούρια, οι Οθωμανοί με άγριους καβαλάρηδες, έτοιμους να ερημώσουν τα πάντα. Οι μόνοι που τα πέρναγαν ήταν αποφασισμένοι για όλα ιππότες και έτοιμοι να πάνε στον Παράδεισο γενίτσαροι και σπαχήδες. Οι Οθωμανοί έμποροι έμεναν μακριά από αυτές: κάτι η υποχρεωτική παραμονή στις καραντίνες, κάτι η αβεβαιότητα των Χριστιανικών χωρών, κανείς τους δεν σκεφτόταν να πλησιάσει. Για τους δυτικούς, η μεγάλη αυτή πολιτιστική γραμμή, κάτι σαν ένα Μεγάλο Πολιτιστικό Ρήγμα που διέτρεχε την Ευρώπη του Μεσαίωνα, η γοητεία του φαίνεται ότι ήταν μοιραία: από την Αδριατική, το Δούναβη, το Παρίσι, το Λονδίνο, το Ρήνο και τα Πυρηναία, οι περίεργοι Φράγκοι έρχονταν κατά εκατοντάδες στην αρχή – κατά χιλιάδες αργότερα. Σύμφωνα με τον William Makepiece Thackeray, «το σοκ αρχίζει αμέσως στην οριακή γραμμή, οπότε από την ησυχία των βουκολικών γαιών περνάς στον ακατάπαυστο θόρυβο των Οθωμανών που πάντα ετοιμάζονται για κάτι».

Αργά ή γρήγορα όλοι πάθαιναν το πολιτιστικό τους σοκ. Για τον νεαρό Άγγλο ταξιδιώτη Alexander Kinglake, το 1846, αυτό ήρθε όταν έκπληκτος αντίκρισε ένα ασυνήθιστα μεγάλο πλήθος ανδρών να μάχονται για το ποιος θα πάρει τις βαλίτζες του στις όχθες του Δούναβη, ακόμα και μερικούς να τις πηγαίνουν πίσω για να τις πάρουν άλλοι – χωρίς να ρωτήσουν τον ιδιοκτήτη τους, ούτε καν να του δώσουν σημασία. Για τον νεαρό Τσέχο ευγενή Βαρόνο Βρατισλάβ, το καλοκαίρι του 1599, το σοκ ήρθε όταν είδε ένα τσούρμο από καμιά διακοσαριά άτομα να τον έχουν περικυκλώσει ζητώντας του κέρματα για τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα. Συμβούλευσε τους επερχόμενους ότι «μόνο τα λεφτά φαίνεται να καθησυχάζουν τους Τούρκους». Οι Γάλλοι πάλι πάθαιναν το σοκ τους βλέποντας ότι η γαλλική μόδα δεν είχε περάσει ποτέ τα σύνορα: οι κυρίες δεν φόραγαν καπέλα! Οι κύριοι φόραγαν τα καπέλα τους ανάποδα. Αλλά το ισχυρότερο σοκ υπέστη ο Άγγλος έμπορος, που έχοντας ακούσει την αγριότητα των Οθωμανών, βρέθηκε να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν γενίτσαροι και να του χαρίζουν λουλούδια: μυστακοφόροι Βαλκάνιοι που κρατιόνταν χέρι-χέρι. Ο Άγγλος πάλι George Sandys, το 1599, κατάλαβε ότι έφτανε στον προορισμό του όταν οι Έλληνες, πλήρωμα του πλοίου που τον μετέφερε, άρχισαν να πίνουν το υπέροχο κρασί του πλοίου «γιατί αν το βρουν οι Τούρκοι μπορεί να σου πάρουν το κεφάλι. Σίγουρα θα σου πάρουν το κρασί και θα το πιουν μόνοι τους». Ένας Γάλλος πάλι, πιο δύστυχος από τον Άγγλο, που είχε το θάρρος να ταξιδεύσει με Τούρκικο μπρίκι – έχοντας ακούσει ότι οι Έλληνες πίνουν πολύ και οι Τούρκοι δεν αγγίζουν το κρασί στο πέλαγο – πίστευε ότι θα έχει πιο ασφαλές ταξίδι. Κούνια που τον κούναγε: «ο καπετάνιος, τουλάχιστον στο μισό ταξίδι, ήταν σα να είναι πεθαμένος. Οι άλλοι βίαιοι και εριστικοί. Όλοι ήταν πάντα μεθυσμένοι. Ένας τυφλός μέλος του πληρώματος έσχιζε με το ξίφος του τον αέρα και έπεσε στη θάλασσα. Ο καπετάνιος, σαν από θαύμα επανήλθε στη ζωή μόλις φτάσαμε στο Βόσπορο. Μια βάρκα μας πλησίασε, πήρε τις αποσκευές μου αλλά όχι εμένα».

Τα τραχιά εδάφη των Βαλκανικών βουνών ήταν το πρώτο πράγμα που συναντούσε ο ταξιδιώτης από τη Δύση. Απότομοι γκρεμοί, χιονισμένα περάσματα, άθλια χωριά που μπορούσες να σκαρφαλώσεις σ’ αυτά μόνο με τα τέσσερα – αρκεί να μην κοίταζες κάτω. Μπαίνοντας στη Σερβία, οι σκιερές βελανιδιές ήταν τόσο πυκνές που έκρυβαν το φως του ήλιου. Γι’ αυτό άλλωστε και υπήρχαν. Ακόμα και οι γενίτσαροι που σε συνόδευαν δεν μπορούσαν να εντοπίσουν αυτούς που σε παρακολουθούσαν. Μέρες ατέλειωτες και νύχτες γεμάτες φόβο που οι μόνοι που ήξεραν πού ήσουνα ήταν οι μαύρες σκιές πίσω από τα δέντρα. Καταπράσινα και υγρά τα περάσματα στον ποταμό Έβρο στη Βουλγαρία. Ξερά και άνυδρα, κατάλληλα μόνο για γίδια, τα βουνά της Ροδόπης. Στη Θράκη όλες οι πηγές γεμάτες θειάφι. Κι αν νόμιζες ότι διασχίζοντας την Αδριατική στο πιο στενότερο πέρασμα, από το Μπάρι στο Δυρράχιο (τρεις μέρες) γλίτωνες τα δύσκολα: κανείς δεν πέρασε αυτά τα στενά και να μην πέσει σε απαίσια καταιγίδα. Πολλές φορές έμενες για δεκαπέντε μέρες στη θάλασσα και κατέληγες σε άγνωστες ακτές και στα χέρια των Λιάπηδων, των πιο σκληροτράχηλων υπηκόων του Σουλτάνου.

Οι κάτοικοι της Βοσνίας είχαν όλοι μούσια και φορούσαν σανδάλια. Οι αγρότες της Βουλγαρίας ήταν όλοι ευγενικοί στους ξένους. Οι βοσκοί της Πίνδου άγριοι και δυσπρόσιτοι. Στις Δαλματικές Άλπεις ζούσαν φοβεροί γίγαντες με όπλα μεγαλύτερα από το ύψος τους. Και ενώ οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη σου έδειχναν τα κλειδιά από τα κελάρια της Γρανάδας που σύντομα θα επέστρεφαν, οι Αλβανοί σου έδειχναν τους αετούς από τους οποίους κατάγονταν και στο Πλοντίβ όλες οι γυναίκες ήταν όμορφες και είχαν βασιλικό αίμα. Αυτά όλα κατά τον Busbecq.

Το φαγητό ήταν συνήθως «απλό και το πιάτο τσίγκινο. Αραιό ρύζι, βραστό αραποσίτι, κριθάρι. Και κάπου-κάπου ένα κομμάτι προβατίνα ή γίδα βραστή. Γύρω από το πιάτο ένα καλό κομμάτι ψωμί. Επίσης ένα πιάτο μέλι ή κηρήθρα», όπως ανέφερε ένας ταξιδιώτης. Κάποιος άλλος: «και μπόλικη φέτα, απαίσιο λευκό τυρί με όλο το νερό του». Οι Ευρωπαίοι, σχεδόν χωρίς εξαίρεση παραπονιόντουσαν ότι έπρεπε να κάτσουν σταυροπόδι στο έδαφος. Οι μεγαλύτερης ηλικίας επισκέπτες παραπονιόντουσαν συνέχεια για τον πόνο που αισθάνονταν στα πόδια τους από τον τρόπο αυτό καθίσματος. Και αντί για κάποιο χαρούμενο Χριστιανικό ξενοδοχείο, ο ταξιδιώτης διανυκτέρευε συνήθως σε κάποιο χάνι γεμάτο κοριούς, «μια σειρά από ετοιμόρροπες καλύβες, η αυλή γεμάτη κοπριά και στα δωμάτια, μικρά και χωρίς παράθυρα, μια μπάλα άχυρα για κρεβάτι». Τα περισσότερα χάνια ήταν χειρότερα από απαίσια: το άχυρο χρησιμοποιημένο, τα δωμάτια παγωμένα, έντομα, κοριοί και κατσαρίδες παντού, φρικαλέοι συγκάτοικοι και για φαγητό ελιά, ψωμί, κρεμμύδι, σκόρδο. Ο Busbecq, παλιά καραβάνα στα ταξίδια στην Αυτοκρατορία, είχε μαζί του πάντα μια καρέκλα. Αγόραζε ο ίδιος κάθε μέρα μια μπάλα άχυρα που τα κουβαλούσε το βράδυ στο χάνι. Ο Λόρδος Harry Cavendish, το 1539, σαν επίσημος εκπρόσωπος του βασιλιά της Αγγλίας, απαιτούσε σε κάθε χάνι δυο φρέσκες μπάλες άχυρα και μοναχικό δωμάτιο. Αν όμως ήταν τυχερός, ο επισκέπτης διανυκτέρευε σε ένα από τα θαυμάσια Καραβάν-σαράγια, λίγο καταφύγια, λίγο αγορές και καθαρούς στάβλους για τα άλογα, κάθε δωμάτιο με το τζάκι του και μπόλικο πιλάφι για όλους. Μέχρι τουαλέτες και μπάνια είχαν τα Καραβάν-Σαράγια. Ο κάθε επισκέπτης είχε δικαίωμα να μείνει εδώ τρεις ολόκληρες νύχτες χωρίς να πληρώσει απολύτως τίποτα.
Περνώντας τα Χριστιανικά σύνορα «άφηνες πίσω σου όλες τις γνωστές γλώσσες», έγραφε ο Βύρωνας. Ουγγαρέζικα, Σερβο-Κροάτικα, Βουλγάρικα, Ελληνικά – και Κασιγιάνικα αν είχες την τύχη να βρεθείς στη Θεσσαλονίκη. Η Λαίδη Mary Wortley Montagu λέει ότι στην αυλή του σπιτιού που την φιλοξενούσαν στην Πόλη ζούσαν επτά οικογένειες και άκουγε δέκα-τέσσαρες γλώσσες: Τουρκικά, Ελληνικά, Εβραϊκά, Αρμένικα, Αραβικά, Περσικά, Σλαβονικά, Βλάχικα, Ολλανδικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά και Ουγγαρέζικα. Στο δρόμο που περπατούσες μπορεί κάποιος φουκαράς που ξέρει κάνα-δυο λέξεις Γαλλικά να σου τραβήξει το μανίκι και να θέλει με το ζόρι να συνομιλήσει μαζί σου – όπως συνέβη επανειλημμένα στο Rycault. Ή να πέσεις απάνω στον Καπουτάν Πασά Ντέρυα που να θέλει να συνομιλήσει μαζί σου στα Ιταλικά – γι’ αυτόν όλοι οι Φράγκοι είναι Ιταλοί, ενώ εσύ είσαι Φλαμανδός και μιλάς μόνο Φλαμανδικά και Γαλλικά – όπως συνέβη στον Busbecq.

Ήταν μια χώρα ενοχλητικών παραμορφώσεων και περίεργων συμπτώσεων. Στη Θεσσαλονίκη του 1814 ο Henry Holland ερωτεύτηκε μια όμορφη κοπέλα ακούγοντας την να τραγουδάει ένα τραγούδι της μακρινής πατρίδας του. Στους ορεσίβιους Ηπειρώτες ο Βύρωνας είδε το 1809, «τόσες πολλές ομοιότητες με τα υψίπεδα της Σκοτίας, ακόμα και η φουστανέλα μοιάζει με τα Σκοτσέζικα Κιλτ». Ένας άλλος, από τη Βενετία το δέκατο-έβδομο αιώνα, ξαφνιασμένος από όσα έβλεπε, αναφωνούσε ότι «οι άνθρωποι εδώ κάνουν ακριβώς το αντίθετο από ότι θα κάναμε εμείς οι Χριστιανοί». Μεγάλη εντύπωση προκαλούσε σε όλους το πόσο ανεπίδεκτοι ήταν οι Οθωμανοί στη χρήση των μηχανημάτων της Δύσης. «Ούτε το όπλο τους δεν μπορούν να φτιάξουν και τα αργαλειά που χρησιμοποιούν οι γυναίκες τους είναι απλά και παλιά». Οι χωρικοί φορούσαν το καπέλο τους ανάποδα: στενό στη βάση και φαρδύ στη κορυφή. Και τα σπίτια τους, όλα «χωρίς τζάμια και χωρίς θέρμανση, ένα μόνο δωμάτιο θερμαίνεται από τη σιδερένια σόμπα» έγραφε ο Eliot. Ο J. S. Fraser έγραφε ότι οι Οθωμανοί, γράφουν ανάποδα, κουνάνε το ξύλο και όχι το πριόνι, κουνούσαν τα κουπιά ανάποδα και οι αξιωματικοί τους χαιρετούσαν τους στρατιώτες. Ο ίδιος έφτιαξε μια πλήρη εικονογραφημένη έκθεση του τι συνέβαινε στα Βαλκάνια το 1806, αλλά προειδοποιούσε τους αναγνώστες του ότι οι εικόνες ήταν τόσο απαίσιες, που όποιος ήθελε μπορούσε να τις σκίσει για να μην τις βλέπουν τα παιδιά του.

Σ’ όσους έφταναν για πρώτη φορά, συχνά συνέβαιναν ανέλπιστα δράματα, όπως στον Βαρόνο Βρατισλάβ – που ήταν ακόμα κάτω από 18 ετών και του άρεσε το φαΐ – όταν πέρασε τα σύνορα το καλοκαίρι του 1599: Τη δεύτερή του μέρα στην Ιστανμπούλ, άφησε την πρεσβευτική του κατοικία και πήγε να κάνει ένα μπανάκι στις ακτές του Μαρμαρά. Όντας Τσέχος δεν είχε δει ποτέ του θάλασσα. Άρχισε να πλατσουρίζει στα νερά μαζεύοντας όστρακα και παρατηρώντας τα δελφίνια να παίζουν στο Βόσπορο και θαύμαζε ένα πλοίο που ερχόταν ολοταχώς κατά πάνω του στην ακτή. Παραξενεύτηκε πολύ όταν είδε τους γενίτσαρους που τον φύλαγαν να βουτάνε στο νερό και να τον σέρνουν γρήγορα στη στεριά. Παραξενεύτηκε ακόμα περισσότερο όταν του εξήγησαν ότι το πλοίο ήταν κουρσάρικο και ότι τα ξανθά μαλλιά και τα γαλανά μάτια θεωρούνται τέλεια χαρακτηρίστηκα ενός καλού σκλάβου1.

Οι ταξιδιώτες από τη Δύση εκπλήσσονταν, άλλοι δυσάρεστα, άλλοι ευχάριστα, όταν έβλεπαν τους γενίτσαρους που τους συνόδευαν να βγάζουν από τα σπίτια τους Σερβικές και Ελληνικές οικογένειες για να κοιμηθούν αυτοί, αφού ζητούσαν να τους βάλουν πρώτα να φάνε. Κάποια φορά μάλιστα οι γενίτσαροι ζήτησαν από τους κατόχους του σπιτιού ‘φόρο οδόντων’, δηλαδή μπαξίσι γιατί οι ξένοι έφαγαν το φαΐ τους. Πολλοί ξένοι πάλι ανατρίχιαζαν με τις δημόσιες εκτελέσεις των καταδικασμένων σε θάνατο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τρόποι εκτέλεσης ήταν πολλοί και φρικιαστικοί. Όλοι οι ξένοι συμφωνούσαν ότι «οι Τούρκοι δεν είναι καθόλου ευγενικοί με τους κακοποιούς».

Η συνύπαρξη των θρησκειών στην Αυτοκρατορία ήταν αυτή καθεαυτή πρωτοφανής – τότε, τώρα και πάντοτε. Στη Δαμασκό της Συρίας, οι Χριστιανοί μοίραζαν την εκκλησία τους με τους Μουσουλμάνους: η κάθε θρησκεία είχε μια σειρά καθισμάτων, αν και «οι Μουσουλμάνοι δεν ήθελαν να πληρώνουν το λάδι που οι Χριστιανοί με περίσσια ευκολία έκαιγαν στα καντήλια τους και στα βαφτίσια των παιδιών τους». Ο Busbecq είδε στη Λήμνο τους Μουσουλμάνους να παρακολουθούν, λίγο μακρύτερα, τον Έλληνα ιερέα να αγιάζει τα ύδατα. Και στην Αθήνα ο Εβλίγια Τσελέμπι αφού θαύμασε «την τελειότητα και ομορφιά» των κιόνων του Ολυμπίου Διός, είδε μια τελετή που οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να φέρουν βροχή στην πόλη και στα χωράφια τους. Στην τελετή ήταν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και όποιοι άλλοι. Ο Εβλίγια προσπάθησε να σώσει την θρησκευτική τιμή των συμπατριωτών του λέγοντας ότι «αυτές οι αρχαίες τελετές είναι ιερές γιατί υπάρχουν από αμέτρητα χρόνια».

Το σύνολο σχεδόν των υπηκόων της Αυτοκρατορίας ήταν εντελώς αγράμματοι, ιδιαίτερα στις επαρχίες των Βαλκανίων. Ελάχιστοι ήξεραν γραφή και ανάγνωση, ακόμα και ανάμεσα στους Ορθόδοξους ιερείς. Στις πόλεις, υπήρχαν ορισμένοι γραμματισμένοι, κυρίως Οθωμανοί μέλη της Διοίκησης, οι οποίοι προφανώς έχαιραν άμετρης εκτίμησης από όλους. Για τους Μουσουλμάνους το χαρτί ήταν ιερό, μια που πάνω του μπορούσε να ήταν γραμμένοι στοίχοι από το Κοράνι. Για το λόγο αυτό, όταν έβρισκαν ένα κομμάτι χαρτί, οι Οθωμανοί χωρικοί το μάζευαν αμέσως και το κόλλαγαν στον τοίχο του τζαμιού. Ο θρύλος ήθελε κάθε Μουσουλμάνο μετά θάνατον να πηγαίνει η ψυχή του τόσο γρήγορα στον Παράδεισο, όσο περισσότερο χαρτί είχε μαζέψει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το καλύτερο φυλαχτό για κάθε ευσεβή Μουσουλμάνο ήταν ένα κομματάκι χαρτί στην τσέπη του με στοίχους από το Κοράνι ή με λόγια του Προφήτη. Μπορεί κανείς να φανταστεί την έκπληξη και την οργή των γενιτσάρων του Busbecq όταν τον έβλεπαν να πετάει χαρτιά που δεν χρειάζονταν.

Οι Οθωμανοί ήταν λάτρεις της καλής ζωής και της ευδαιμονίας. Έκαναν πολλές εκδρομές και δεν έχαναν ευκαιρία να φάνε με την οικογένειά τους και τους φίλους τους στην εξοχή, στη σκιά ενός μεγάλου δένδρου ή δίπλα στα γάργαρα νερά ενός ποταμού ή μιας πηγής, τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας, σαν να ήταν στον Παράδεισο. Πολλοί ταξιδιώτες έμεναν γοητευμένοι από την ομορφιά της φύσης στα Μουσουλμανικά νεκροταφεία, τα οποία βρίσκονταν στις πλαγιές όμορφων βουνών και λόφων.

Ο Busbecq δίνει πολλά παραδείγματα της βασικής αρμονίας της Οθωμανικής ζωής. Το πιο εκπληκτικό είναι η καθαριότητά τους, τόσο στο σπίτι, που χρησιμοποιούσαν το χαμάμ, όσο και έξω από αυτό: έθαβαν πάντα καλά τα σκουπίδια τους και άφηναν τα πάντα πεντακάθαρα. Οι Μουσουλμάνοι πρέπει να πλένονται κάθε φορά πριν την προσευχή. Η συνήθεια αυτή ήταν αυτονόητη και είχε περάσει και στους Χριστιανούς: Όπως κάθε τζαμί είχε τις νεροπηγές του και το χώρο καθαρισμού των πιστών, κάθε μοναστήρι είχε τη πηγή του.

Οι Οθωμανοί έτρωγαν ελεύθερα κρέας όταν το έβρισκαν, αρκεί βέβαια να μην ήταν από χοίρο. Και το σφαγιαζόμενο ζώο να μην υπέφερε. Τα ζώα (και τα φυτά, ιδιαίτερα τα οπωροφόρα δένδρα) είναι ιερά στο Ισλάμ. Ο Προφήτης έσκισε ένα μέρος του μανικιού του χιτώνα του για να μην ενοχλήσει μια γάτα που κοιμόταν πάνω του. Στην Αυτοκρατορία τα ζώα και τα δέντρα προστατεύονταν με νόμο. Όταν τα σύνορα του Ελληνικού κράτους ήταν στη Λάρισα, οι πελαργοί έφτιαχναν τις φωλιές τους στην Τουρκική πλευρά της πόλης. Τα ωδικά πτηνά ήταν βέβαια σε κλουβιά, αλλά στο Ατμαϊντάν της Κωνσταντινούπολης μπορούσε κανείς να πληρώσει και να ελευθερώσει ένα ωδικό πουλί από το κλουβί του. Ένας Βενετός χρυσοχόος αναφέρει ότι όταν έκλεισε ένα καναρίνι σε ένα χρυσό κλουβί – από το οποίο δεν μπορούσε να φύγει - στο μαγαζί του στην Πόλη, ο κόσμος που το αντελήφθη παραλίγο να τον λιντσάρει. Στο Μαρμαρά τον δέκατο έκτο αιώνα υπήρχε φιλανθρωπική οργάνωση που μάζευε τροφές για ελεύθερα σκυλιά, γάτες και πουλιά: ο καλός Μουσουλμάνος δεν αποκαλεί ποτέ τα ζώα αδέσποτα. Είναι όλα πλάσματα του Θεού και Αυτός είναι ο Κύριός τους2.

Εντυπωσιακή ήταν η πανίδα της Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν τσακάλια και ύαινες (των οποίων τα ούρα θεωρούνταν ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες), Υπήρχαν αρκούδες που ανέβαιναν στα δέντρα και σε τρώγανε, και λύκοι που κατατρόμαζαν τους χωρικούς των Βαλκανίων το χειμώνα. Η Ελληνική χερσόνησος γέμιζε την άνοιξη χελιδόνια και το καλοκαίρι ορτύκια. Οι πελαργοί και τα φλαμίγγο ήταν επίσης συνηθισμένα. Όμως στη Σερβία, οι μύγες ήταν τόσο μικρές και ενοχλητικές που πολλά Ευρωπαϊκά άλογα δεν άντεχαν. Και ο Αλβανικός ψύλλος ήταν «ο πιο μεγάλος, πιο ενοχλητικός και ενοχλητικός» που είχε δει ποτέ ο Βύρωνας. Το κόασμα των βατράχων στο Έντιρνε δεν άφησε το Σουλτάνο Μουράτ τον 4ο να κοιμηθεί ένα βράδυ. Ο Άγγλος ταξιδιώτης Fynes Morison, το 1597 είδε στην Ιστανμπούλ την πρώτη του καμηλοπάρδαλη. Στα 1770 ο Καπουτάν Πασάς Ντέρυα διατηρούσε για οικόσιτο ζωάκι ένα μεγάλο λιοντάρι που τριγυρνούσε μαζί του όπου πήγαινε. Το λιοντάρι τρόμαζε τον Μέγα Μουφτή, και όλους τους «εφέντηδες ευνούχους», ενώ ο Σουλτάνος Μουσταφά ο 3ος – γέρος και ατρόμητος – δεν το φοβόταν καθόλου και το χάιδευε συνέχεια. Τελικά το λιοντάρι όρμησε σε κάποιον Ευρωπαίο και παραλίγο να τον φάει, οπότε ο Σουλτάνος το περιόρισε στους κήπους του Σαραγιού, όπου τα επισκέφτηκε ο Horace Walpole στα 1790.

Ο Busbecq ανακάλυψε ότι το δωμάτιό του, σε κάποιο χάνι που διανυκτέρευε, ήταν γεμάτο νυφίτσες, φίδια, σαύρες και σκορπιούς. Ο φιλόζωος Φλαμανδός πρόσθεσε στο περιβάλλον του τα άγρια ζώα που είχε δει τις προηγούμενες μέρες: πίθηκους, μαϊμούδες, ελάφια, αγριογούρουνα, αγριόγατες, αετούς, γεράκια, πέρδικες, «παράξενα πτηνά. Άγνωστα στην Ευρώπη», και θεώρησε ότι ήταν στον Παράδεισο. Μερικά από αυτά τα υιοθέτησε και είχε μια νυφίτσα, μια σαύρα και έναν αγριόγατο να περιτριγυρίζουν τις μεταξωτές παντόφλες του. Ο αγριόγατος μάλιστα, ερωτεύθηκε έναν από τους γενίτσαρούς του και τον ακολουθούσε κατά πόδας γλύφοντας τις μπότες του. Ο Σουλεϊμάν γιόρτασε την κατάληψη της Βούδας ελευθερώνοντας όλα τα άγρια ζώα από το Αυτοκρατορικό Κήπο.

Η φωνή του Μουεζίνη ήταν η ίδια στις πόλεις της Αυτοκρατορίας: Στο Βελιγράδι και το Σαράγιεβο, την Ιστανμπούλ και τη Σόγια, τη Θεσσαλονίκη και την Προύσα, αλλά κάθε περιοχή είχε τους θορύβους που την χαρακτήριζαν: στην Ουγγαρία το χτύπημα των πέταλων των αλόγων στο πλακόστρωτο, στην Αραβία το φύσημα του ανέμου, στην Ήπειρο ο ήχος των πυροβολισμών στους δρόμους, στην Αττική το βουητό των μελισσών, στο Σαράγιεβο το κάλεσμα της καμήλας, στη Μέκκα το μουρμουρητό της προσευχής των Πιστών, στο Δούναβη η πτώση λίθων από τους λόφους, στη Ροδόπη τα ποδοβολητά των καβαλάρηδων και στη Θεσσαλονίκη τα κλάματα των Εβραίων στις κηδείες.

Σ’ όλα αυτά να προστεθούν τα περίεργα μνημεία στις πόλεις των Οθωμανών, κυρίως τα μαυσωλεία και οι τάφοι στα Μουσουλμανικά νεκροταφεία. Ορισμένα άλλα όπως οι πυραμίδες στην Αίγυπτο ή τα αρχαία μνημεία – κυρίως οι κίονες – στη Αθήνα ήταν πανάρχαια και ιερά. Η κυβέρνηση προστάτευε αυτά τα πράγματα, όταν και όπως μπορούσε. Ο Προφήτης είχε πει ότι «καταραμένος είναι αυτός που πειράζει ένα οπωροφόρο δέντρο ή κάνει σκόνη ένα κατεργασμένο μάρμαρο». Ο Οθωμανός κυβερνήτης της Αθήνας εκδιώχθηκε από το ντιβάνι το 1759 γιατί ανατίναξε έναν κίονα του Ναού του Ολυμπίου Διός για να φτιάξει το τζαμί του. Και δεν ήταν Τούρκος αλλά Λομβαρδός στις διαταγές Βενετού στρατηγού αυτός που βοήθησε τον Έλγιν να κατεβάσει και να μεταφέρει τα μνημεία του Παρθενώνα. Οι Τούρκοι ποτέ δεν πείραζαν τα άψυχα πράγματα που έβρισκαν στις περιοχές που έπαιρναν. «Ο Τούρκος αφήνει τους πύργους ακριβώς όπως τους βρήκε» γράφει ο Belon du Mans και ο Sandys προσθέτει: «όλα όσα βρίσκουν οι Τούρκοι στο διάβα τους τα αγνοούν ή τα θαυμάζουν αλλά δεν τα πειράζουν».


1 Ο απόλυτα χολωμένος οικοδεσπότης του και πρεσβευτής της Πολωνίας στην Πύλη του έδωσε ένα γερό χέρι ξύλο και ετοιμαζόταν να τον στείλει πίσω στον πατέρα του, αλλά μεταπείστηκε από τους Τούρκους που επικαλέστηκαν το νεαρό της ηλικίας του.
2 Το κυνήγι επιτρέπεται μόνο εφόσον το ζώο θα φαγωθεί. Και πριν να πεθάνει από το βόλι του κυνηγού πρέπει να θανατωθεί με κόψιμο του λαιμού του – που θεωρείται ο πιο σύντομος και ανώδυνος θάνατος. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε τους Οθωμανούς της ανώτερης τάξης να εξασκούν –με μανία μερικοί- το σπορ του κυνηγιού. Ανάμεσά τους και πολλοί Σουλτάνοι, οι οποίοι διέθεταν μεγάλους κήπους με θηράματα τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στο Έντιρνε. Οι ευσεβείς Μουσουλμάνοι, όταν κυνηγούν φροντίζουν να έχουν ανθρώπους που τρέχουν να πλησιάσουν το ζώο και να το σφάξουν πριν πεθάνει. Και επίσης όλα τα θηράματα μαγειρεύονταν και τρώγονταν είτε από τον ίδιο τον κυνηγό είτε δίνονταν να φαγωθούν από άλλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: