Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

08. Το Παλάτι

«Στο βάδισμά σου να είσαι μετρημένος και χαμήλωνε τη φωνή σου όταν μιλάς»
Κοράνι, 31-19


Κάθε κυκλώνας έχει το μάτι του. Το κέντρο του τέρατος, όπου ο άνεμος πνέει χωρίς να ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος και όπου η απόλυτη ησυχία υπονοεί την τρομακτική ενέργεια που ελλοχεύει. Το κέντρο του Ισλάμ είναι η Καάμπα στη Μέκκα. Η περίεργη κυβοειδής πέτρα που για μερικούς φτιάχτηκε από τον Αδάμ καθ’ ομοίωση ενός ουράνιου οικοδομήματος ακριβώς από πάνω της, για άλλους κατασκεύασμα του Θεού πριν χτίσει την ιερή πόλη γύρω της μετά τη Δημιουργία. Ολόκληρη η πέτρα καλύπτεται από ένα λεπτό μαύρο ύφασμα πάνω στο οποίο υπάρχουν εγγεγραμμένες με περίτεχνη καλλιτεχνική γραφή – που μόνο οι Άραβες μπορούν να δημιουργήσουν – όλα τα εδάφια του Κορανίου και που στο νότιο-ανατολικό άκρο της είναι τοποθετημένος ο Μαύρος Λίθος, το μάτι του Θεού στη Γη, που ευλογεί όποιον το αγγίξει και που οι προσκυνητές φιλούν εφτά φορές κατά την περιφορά τους γύρω από την Καάμπα.

Για τους Οθωμανούς το κέντρο ήταν ένα δέντρο. «Καταραμένος είναι όποιος βλάπτει ένα οπωροφόρο δέντρο» είπε ο Προφήτης. Σε μια μοναδικά επίκαιρη οικολογική και ταυτόχρονα ιερή ρήση όλων των εποχών, με τεράστια σημασία για τον άνθρωπο, τη Φύση, τον πλανήτη, το Σύμπαν. Το μαγικό δέντρο του Ισλάμ είναι βαθιά ριζωμένο στην Οθωμανική καθημερινότητα. Το πρωταρχικό όνειρο του Οσμάν ήταν το δέντρο του πεπρωμένου – το κισμέτ. Ρίζωνε στην καρδιά του και τα φύλα του σαν μαχαίρια έδειχναν στη Χριστιανική Δύση. Σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ένα δέντρο είναι το κέντρο όλης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, όπου οι άνδρες συζητούν και ξεκουράζονται μετά τη δουλειά τους. Έτσι και στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στον Ιππόδρομο, στην καρδιά της Αυτοκρατορίας υπήρχε ένα δέντρο, γνωστό σαν ‘Το Δέντρο του Γενίτσαρου’. Ένα δέντρο, κάτω από το οποίο, στους μετέπειτα καιρούς της υπεροψίας τους και της αλαζονικής, Πραιτοριανής τους δύναμης, οι γενίτσαροι συνήθιζαν να απονέμουν την σκληρή δικαιοσύνη τους. Ένα δέντρο που σε ακόμα πιο κατοπινές εποχές οι ίδιοι γενίτσαροι ύφαιναν τα ανατρεπτικά, πραξικοπηματικά τους σχέδια κατά των Σουλτάνων – που τελικά οδήγησαν τους Σουλτάνους να διαλύσουν το σώμα των γενιτσάρων και να αφανίσουν κάθε ίχνος τους. Ένα δέντρο τόσο φοβερό, που κατά έναν περιηγητή του 1810 «στα τεράστια κλαδιά του, σκιές κρεμασμένων, φιγούρες θανάτου το θρόισμα των φύλων του, κάνουν το θέαμα αυτό απαίσιο και αποτρόπαιο για το ανθρώπινο μάτι».

Ακόμα και μέσα στο κέντρο της πολιτικής γεωγραφίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην κατοικία του Σουλτάνου, επικρατούσε απόλυτη σιγή. Ο Καντεμίρ την ονομάζει «η απόλυτη Πυθαγόρειος σιγή της εσωτερικής Οθωμανικής αυλής»,. Και ενώ στην περιφέρειά της, στα σύνορα, η Αυτοκρατορία στροβιλιζόταν με φανταστικές ταχύτητες προσαρτίζοντας εδάφη, συσσωρεύοντας θησαυρούς και αποκτώντας νέους υπηκόους, τα στρατεύματά της προωθούνταν με τρομερές κραυγές, τ’ άρματα βροντούσαν και οι ρόγχοι του θανάτου ακούγονταν παντού, στο κέντρο της Αυτοκρατορίας όλα ήταν αθόρυβα και διακριτικά. Σχεδόν ακίνητα.

Ο Μεχμέτ δεν επισκεύασε τα ερείπια του παλατιού του Κωνσταντίνου. Ούτε χρησιμοποίησε το παλάτι στις Βλαχερνές με τα τείχη και τα φρούριά του. Η νέα δύναμη της Πόλης ήταν κάτι παραπάνω από αναμορφωτική. Το 1458 ο Μεχμέτ έκτισε το Τοπ Καπί, στα πρότυπα της Ακρόπολης. Κατά τη διάρκεια εκστρατείας του στην Ελλάδα, ζήτησε να επισκεφθεί την Πόλη των Σοφών, την Αθήνα. Και ενώ τα Οθωμανικά στρατεύματα είχαν παραμείνει αρκετά μακριά, στη Βοιωτία, οι Αθηναίοι τον άφησαν να μπει στην πόλη τους. Για τρεις μέρες μελετούσε την αμυντική διάταξη της πόλης των Αθηνών. Κάτι που σίγουρα του χρησίμευσε πολύ όταν επτά χρόνια αργότερα πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη. Θαύμασε όμως και τα αρχαία ερείπια, ό,τι είχε απομείνει από το ένδοξο παρελθόν της πόλης των Θεών, το θαύμα της Ακρόπολης και τη μοναδικότητα της τοποθεσίας της.

Η Ακρόπολη της Κωνσταντινούπολης έβλεπε τις δυο τις θάλασσες, τα νερά του Βοσπόρου και το Χρυσό Κέρας. Προτού κτίσει το παλάτι του, ο Μεχμέτ ισοπέδωσε την περιοχή, υιοθετώντας τις συμβουλές των Ιταλών αρχιτεκτόνων του αλλά και των Περσών πριγκίπων που επισκέπτονταν την Πόλη. Ο ιστορικός του 16ου αιώνα, Μουσταφά Αλή, γράφει: «Ο κοσμοκράτορας Σουλτάνος πρέπει να κτίσει το παλάτι του σε μέρος αχανές όσο και η έρημος, έτσι ώστε να επιδεικνύεται και να κομπάζει». Σήμερα το Τοπ Καπί φαντάζει σαν το απολιθωμένο στρατόπεδο ενός τεράστιου στρατού. Ακόμα και στην περίοδο της δόξας του, σπάνια οι ξένοι επισκέπτες αναγνώρισαν την αξία του. Ο περιηγητής Salomon Schweigger, σύγχρονος του Μουσταφά Αλή τον δέκατο έκτο αιώνα, παραπονιόταν ότι «τα μικρά, χαμηλά κτίρια μοιάζουν να έχουν πέσει από κάποια σακούλα». Δεν ήταν ασφαλώς ότι οι Οθωμανοί δε μπορούσαν να κτίσουν μεγαλοπρεπή κτίρια, όπως ορισμένοι μυωπικοί η απλώς επικριτικοί επισκέπτες νομίζουν: Σε όλη την Αυτοκρατορία, σπουδαία κτίρια, τζαμιά, μαντράσες, άσυλα, χάνια, νοσοκομεία, λουτρά, βιβλιοθήκες, πιστοποιούν την ικανότητα των Οθωμανών να εκφράζονται με την πέτρα και να κτίζουν λαμπρά οικοδομήματα.

Το παλάτι δεν είχε την αρχιτεκτονική τελειότητα αυτών των κτιρίων. Αποτελούταν από μια σειρά καταλυμάτων, μια τελετουργική διάταξη κτιρίων στο χώρο. Οι επισκέπτες διατάσσονταν να περιμένουν για ώρες στην πρώτη αυλή. Εκεί αντιλαμβάνονταν ότι τα τείχη δεν ήταν σκαλισμένες καρυάτιδες, αλλά ζωντανοί φύλακες που παρέμεναν απόλυτα ακίνητοι. Η εμπειρία αυτή ήταν κάτι σαν ψευδαίσθηση. Οπωσδήποτε εξουθενωτική και καταπονητική. Έδειχνε όχι απλώς πλούτο αλλά και θέληση.

Οι αυλές ήταν τρεις. Στην πρώτη γινόντουσαν οι εμπορικές πράξεις και συναντήσεις ανάμεσα στο παλάτι και την πόλη. Στη δεύτερη, που ήταν σχεδόν τόσο εντυπωσιακή όσο και η πρώτη, στεγάζονταν οι κρατικές υπηρεσίες διοίκησης, τα αρχεία του κράτους, και το Ντιβάνι, όπου συνεδρίαζε το συμβούλιο των Βεζίρηδων και ήταν παραπλεύρως του δωματίου των αρχείων, έτσι ώστε να υπάρχει άμεση πρόσβαση των Βεζίρηδων σε όλα τα έγγραφα απαραίτητα για τις αποφάσεις τους. Το Ντιβάνι συνεδρίαζε τέσσαρις φορές την εβδομάδα. Πριν από κάθε συνεδρίαση σερβίριζαν ένα ελαφρύ πιλάφι, για το οποίο πλήρωνε ο Μέγας Βεζίρης. Ο Σουλτάνος, αν το επιθυμούσε, μπορούσε να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις του Ντιβανιού είτε μετά παρρησίας, είτε πίσω από μια κουρτίνα – το περίφημο ‘Μάτι του Σουλτάνου’, από ένα μικρό παρακείμενο δωμάτιο που επικοινωνούσε άμεσα με την τρίτη και πιο απόκρυφη αυλή, το λεγόμενο Σεράι. Η είσοδος στο Σεράι γινόταν από την περίφημη Πύλη της Ευτυχίας. Το όνομα αυτό είχε σίγουρα σχέση με τις όμορφες γυναίκες που βρίσκονταν μέσα στο Σεράι αλλά και σήμαινε την ευτυχία που περίμενε όλους όσοι θα αντίκριζαν τον Σουλτάνο-Χαλίφη – εκτός κι’ αν αποφάσιζε να τους πάρει το κεφάλι.

Στις εξωτερικές αυλές γιορτάζονταν οι γάμοι, οι περιτομές και οι γεννήσεις των Οθωμανών. Εδώ εκτίθονταν τα κομμένα κεφάλια των προδοτών, γίνονταν οι πληρωμές, γίνονταν δεκτές οι ξένες αποστολές, πήγαιναν και ερχόντουσαν οι μαντατοφόροι. Και ενώ η κίνηση στις εξωτερικές αυτές αυλές ήταν πολύ μεγάλη – ιδιαίτερα όταν συνεδρίαζε το ντιβάνι – ο Σουλτάνος μπορούσε, αν ήθελε, να επιβάλει περιόδους σιωπής και περιοχές ησυχίας. Η μετακίνηση από τη μια αυλή στην άλλη δεν ήταν εύκολη και όποιος αναρμόδιος ή παρείσακτος την επιχειρούσε ρισκάριζε το κεφάλι του. Έπρεπε να περάσει από μια σειρά φρουρών και ελέγχων, για να περάσει από τη φασαρία της εξωτερικής αυλής, στους κήπους με τις γαζέλες της δεύτερης και την απόλυτη ησυχία της τρίτης, όπου κανείς δεν μιλούσε αν δεν του απηύθυναν το λόγο και οι κουβέντες μεταξύ των ενοίκων απαγορεύονταν αυστηρά και ‘κανείς δεν τόλμαγε ούτε να βήξει ή να φταρνιστεί’. Εδώ, ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, γύρω στα 1520 εισήγαγε τη νοηματική γλώσσα, την περίφημη ιξαρέττε.
Η ησυχία ενισχυόταν από τη μοναξιά. Το άλογο του Σουλτάνου – που χρησιμοποιούσε κυρίως για να διανύσει τη σύντομη απόσταση μέχρι το τζαμί στις προσευχές της Παρασκευής – κάθε μέρα εκπαιδευόταν να περπατάει σιγά και καμαρωτά με το κεφάλι ψηλά. Ο ίδιος ο Σουλτάνος, μέσα στο παλάτι, έπρεπε να κινείται αργά, με σταθερά βήματα, πράγμα που προσέδιδε μεγαλοπρέπεια και αυταρχισμό. Όλοι οι άλλοι, από τον ταπεινότερο υπηρέτη μέχρι τον Μεγάλο Βεζίρη, κινιόντουσαν γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία. Ακόμα και οι χανούμισσες είχαν προειδοποιηθεί να μετακινούνται στους διαδρόμους του χαρεμιού αθόρυβα και γρήγορα, φορώντας τις ειδικές παντόφλες του Σουλτάνου – τις οποίες ένα ολόκληρο έθνος, μικρό βέβαια, κατασκεύαζε σαν ένα είδος ειδικού φόρου. Γεγονός για το οποίο μέχρι σήμερα φαίνεται να μην υπερηφανεύονται οι κάτοικοι του Μαυροβουνίου.

Ο Άγγλος αντιπρόσωπος στη Μεγάλη Πύλη, George Sandys παρακολουθώντας κάποτε στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα μια τέτοια παρέλαση της Παρασκευής – τον Σουλτάνο πάνω στο άτυχο άλογό του, τους Βεζίρηδες καβάλα σε απόσταση σεβασμού πίσω του, τον Σεΐκ-Ουλ-Ισλάμ με το τεράστιο τουρμπάνι του, τους πάνοπλους γενίτσαρους, τους στολισμένους ιππείς, το πλήθος συνωθούμενο να δει τον Πατισάχ του, έκανε μια ανατριχιαστική αποκάλυψη: «Αν κλείσει κανείς τα μάτια του για λίγο και αφήσει ανοιχτά μόνο τα αυτιά του θα υποθέσει ότι όλοι αυτοί είναι υπνοβάτες, εκτός από τον επίσημο χαιρετισμό με το μουρμουρητό του, όλοι είναι σαν να κοιμούνται και ο κόσμος να βρίσκεται στα μεσάνυχτα».

Ο όρος ‘Υψηλή Πύλη’ αποδόθηκε στην κυβέρνηση του Σουλτάνου στο 1650, όταν άρχισε να συσσωρεύεται μέγα πλήθος έξω από το παλάτι καθημερινά. Εδώ αποδιδόταν δικαιοσύνη – σε δεύτερο και τρίτο βαθμό – για όλες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας. Όποιος υπήκοος του Σουλτάνου – δούλος του όπως ονομαζόταν – δεν ικανοποιούταν από τους κατήδες, τους αγάδες, τους μπέηδες, ακόμα και τους πασάδες της περιοχής του δεν είχε παρά να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στο σαράι. Αρκεί να είχε το χρόνο για τη μετάβασή του και την αναμονή του έξω από αυτό. Η Αυτοκρατορία μεριμνούσε να μπορεί κανείς να ταξιδέψει χωρίς πολλά έξοδα, αφού ο κάθε πολίτης της μπορούσε να κοιμηθεί και να φάει δωρεάν – μέχρι τρεις μέρες τη φορά – στα χάνια και τα καραβάν-σαράγια που υπήρχαν σε όλες τις οδούς της.
Ο κάθε άνθρωπος που παρουσιαζόταν στο σαράι είχε τη δυνατότητα να φθάσει – αργά ή γρήγορα – μέχρι τον Σουλτάνο, ανάλογα με τη θέση του ή τη σημασία της αποστολής του. Η επιμονή των επισκεπτών να περιμένουν στωικά την είσοδό τους στο σαράι και την διαδρομή τους από τις εξωτερικές αυλές στις εσωτερικές τελικά ανταμειβόταν με ακρόαση από κάποιον ανώτερο υπάλληλο της Πύλης, ενίοτε από ένα Βεζίρη, σπανιότερα από τον Μεγάλο Βεζίρη και σε ειδικές περιπτώσεις από τον ίδιο τον Σουλτάνο. Η μακροχρόνια αυτή παραμονή – υπάρχουν ιστορίες επισκεπτών που περίμεναν για μήνες – αλλά και οι συνθήκες που επικρατούσαν στο παλάτι, έκαναν συχνά τους επισκέπτες να καταρρέουν. Οι νεοεισερχόμενοι παρέμεναν όρθιοι και ο αριθμός των καθισμάτων σε κάθε περιοχή της Αυλής ήταν συγκεκριμένος. Τα καθίσματα, οι καναπέδες, τα ντιβάνια, προορίζονταν για υψηλόβαθμους επισκέπτες, για γηραιά και έχοντα ειδικές ανάγκες άτομα, ή για όσους είχαν την υπομονή να περιμένουν. Η είσοδος στους χώρους αυτούς κάποιου αξιωματούχου σήμαινε αυτόματα την εγρήγορση όλων των παρευρισκομένων. Πριν τη δύση του ήλιου οι χώροι υποδοχής άδειαζαν και οι επισκέπτες επέστρεφαν την επόμενη μέρα και κάθονταν στις ίδιες θέσεις, μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά τους για ακρόαση και να αποχωρήσουν οριστικά. Στις εσωτερικές αυλές του παλατιού, στους ευρισκόμενους στους προθαλάμους αυτούς της Οθωμανικής εξουσίας προσφέρονταν πιλάφια, σερμπέτια και άλλα αρμόζοντα εδέσματα – όλα πληρωμένα από το Σουλτάνο. Πάντως, για να φτάσει κανείς σε μια από αυτές τις αίθουσες έπρεπε να έχει σοβαρό λόγο ή να είναι σημαίνον πρόσωπο. Η ίδια η διαδικασία αυτή ήταν άκρως κοπιαστική για όλους. Στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, οι ξένοι πρεσβευτές στην Πύλη, στους οποίους ο Σουλτάνος έκανε την τιμή να δώσει ακρόαση, προσείρχοντο σταδιακά μέχρι την άκρη του θρόνου και περνούσαν όλη την ακρόαση με τα χέρια ακουμπισμένα στερεά στους γοφούς: όχι όπως νομίζουν μερικοί γιατί ο Σουλτάνος φοβόταν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, αλλά για να μπορούν οι υπηρέτες να τους μεταφέρουν αμέσως έξω σε περίπτωση αδιαθεσίας τους.
Η ισχύς του Σουλτάνου αντανακλούσε πέρα από το παλάτι, σε όλη την Αυτοκρατορία του. Από τις εσωτερικές αυλές προς τις εξωτερικές, από τις εξωτερικές αυλές προς την Πόλη, από την Πόλη προς όλες τις επαρχίες, μέχρι τα σύνορα, τα συνεχώς διευρυνόμενα. Η αίγλη της Αυτοκρατορίας γινόταν όλο και πιο έντονη όσο πλησίαζε κανείς στο σαράι. Στο κέντρο του παλατιού υπήρχε το Μέγαρο της Δικαιοσύνης, το μάτι του Σουλτάνου, από το οποίο μπορούσε να κοιτάξει στις καρδιές όλων των υπηκόων του και να ικανοποιείται ότι η κυριαρχία του είναι δίκαιη και ευχαριστεί όλους.

Ο Σουλτάνος όμως και όχι το παλάτι ήταν το μάτι της Αυτοκρατορίας. Όπου και να πήγαινε, στο παλιό παλάτι στο Έντιρνε, στις πολυάριθμες πολεμικές εκστρατείες, στα στρατόπεδα κατά μήκος του Έβρου ή του Δούναβη, στους χωματόδρομους προς την Προύσα και τη Δαμασκό, στα καλντερίμια των Βαλκανίων ή ξεχειμωνιάζοντας στο Τοπ Καπί, τον περιέβαλε το ίδιο οικείο περιβάλλον, τα ίδια γνωστά πρόσωπα, οι ίδιες τελετουργίες, είτε κάτω από τη σκηνή είτε κάτω από τη πέτρα. Ο Σουλτάνος ήταν πανταχού παρών. Και όχι μόνο γιατί περιδιάβαινε ξανά και ξανά όλη την Αυτοκρατορία, αλλά και γιατί πολλές φορές βρισκόταν ινκόγκνιτο στο κέντρο των πάντων, στις αγορές και τα παζάρια, στα λιμάνια και στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Αυτοκρατορίας. Όλοι σχεδόν οι Σουλτάνοι στα εξακόσια τόσα χρόνια της ιστορίας τους είχαν τη συνήθεια να παρεισφρύουν αγνώριστοι ανάμεσα στους υπηκόους τους: Ο Μεχμέτ στις παραμονές της Άλωσης περιήλθε το σύνολο του στρατού του ζητώντας να μάθει αν οι άνδρες του ήταν πραγματικά έτοιμοι για το πεπρωμένο τους. Ο Σουλεϊμάν, ντυμένος σαν Σπαχής κατέληγε συχνά στο παζάρι της Πόλης. Ο Μεχμέτ ο 4ος ντυμένος σαν Σούφης περπάταγε στους δρόμους της Πόλης πιάνοντας κουβέντα με ταπεινούς νέους και γέρους, ψάχνοντας για τους καλύτερους – ένα βράδυ μιλώντας με ένα φούρναρη εντυπωσιάστηκε τόσο που την επόμενη τον έχρισε Μέγα Βεζίρη. Ο Σελίμ ο Σκληρός λέγεται ότι αρκετές φορές έφτανε μέχρι το λιμάνι, ντυμένος σαν χαμάλης για να απολαύσει τις απαγορευμένες από το Ισλάμ ηδονές του αλκοόλ. Ο Μουράτ ο 4ος ντυμένος σαν απλός πολίτης πήγαινε τακτικά στα καπηλειά της Πόλης όπου είχε την παρέα του. Όταν κάποτε κινδύνευσε να αναγνωρισθεί, λόγω της ευκολίας που ξόδευε τα γρόσια, απείλησε τους παρευρισκόμενους με σκληρό θάνατο αν τον πρόδιναν. Αυτοί δεν πτοήθηκαν, παρά τις υποσχέσεις τους, και ο Μουράτ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ύστερα από μόλις δεκαεπτάχρονη θητεία (1623-1640). Ο διάδοχός του και νεώτερος αδελφός του Ιμπραήμ, ο οποίος έχοντας το παράδειγμα του Μουράτ προτίμησε τις επιτρεπόμενες απολαύσεις του παλατιού, πέθανε από φυσικό θάνατο το καλοκαίρι του 1648, ύστερα από μόλις οκτώ χρόνια βασιλείας. Γιος του Ιμπραήμ υπήρξε ο Μεχμέτ ο 4ος, οποίος προτίμησε τις περιπέτειες του θείου του και όχι την ήσυχη ζωή του πατέρα του, πράγμα που προφανώς του έκανε καλό, αφού παρέμεινε Σουλτάνος –και μάλιστα επιτυχημένος – για τριάντα-εννέα συναπτά έτη, από το 1648 ως το 1687.

Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πόλη των ακροτήτων: Στο άκρο δύο ηπείρων, σφράγισε δύο Αυτοκρατορίες. Ο καιρός εδώ ήταν ή πολύ ζεστός ή πολύ κρύος. Εδώ που συναντιόταν η Ευρώπη με την Ασία και το Αιγαίο με τον Βόσπορο, ο Σουλτάνος έμενε στο παλάτι του, όπως είπε ο Blaise de Vigenere, «σα Νάρκισσος». Ο Μουσταφά Αλή, πιο προσεκτικός του υπήκοος, τον βρήκε σαν «μύδι στο όστρακό του».

Η Άλωση της «Κωνσταντινίγιας» ήλθε για τους Οθωμανούς σαν η εκπλήρωση μιας προφητείας. Αυτό ήταν το επίσημο όνομα της Πόλης για τους Οθωμανούς, το όνομα που ήταν στα νομίσματα που κόπηκαν αμέσως μετά την Άλωση. Το όνομα Κωνσταντινίγια χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε όλα τα επίσημα έγγραφα. Το όνομα Ιστανμπούλ που καθιερώθηκε σήμερα σαν το επίσημο όνομα της Πόλης, ήταν το κοινό της όνομα από τους Τούρκους και Αρμένιους κατοίκους της. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το όνομα προέρχεται από το Ελληνικότατο εις την Πόλη. Για τους Έλληνες κατοίκους της, το όνομά της ήταν και είναι Πόλη. Η προφητεία της Άλωσης διέρχεται από όλη την ιστορία του Ισλάμ σαν χρυσή κλωστή που ενώνει όλες τις Μουσουλμανικές περιοχές. Ένας δίκαιος πρίγκιπας θα καταλάβει την Κόκκινη Μηλιά του Ισλαμικού μύθου. Επί των ημερών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Πόλη έγινε η μεγαλύτερη στον κόσμο. Η σίτιση και μόνο των κατοίκων της γινόταν με στρατιωτική πειθαρχία. Σύμφωνα με τις επιθυμίες του πρώτου της Σουλτάνου, του Μεχμέτ του 2ου του Πορθητή, αυστηροί κανόνες καθόριζαν τα πάντα στην Πόλη: Τα τζαμιά, τις πηγές, τα σχολεία, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Υπήρχαν Σουλτανικοί Ιραδέδες ή Κανόνες για όλες τις λειτουργίες της. Οι κανόνες που αφορούσαν στην Πόλη αλλά και σε όλες τις πόλεις, πράγματι όλες τις περιοχές, της Αυτοκρατορίας προέρχονταν από το παλάτι και επομένως άλλαζαν με κάθε Σουλτάνο. Οι κανόνες αυτοί έδειχναν σε όλους ότι η Αυτοκρατορία διοικούταν από ένα μόνο άτομο. Σύμφωνα πάντα με τη Σούρα του Κορανίου: «Τι είναι ο χαμός ενός Πρίγκιπα μπροστά στο χαμό μιας χώρας»; Στο όνομα της Σούρας αυτής οι Σουλτάνοι δολοφονούσαν τους αδελφούς τους (και τους ανιψιούς τους) για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις εξουσίας που θα έβλαπταν την Αυτοκρατορία. Τουλάχιστον στους πρώτους δύο αιώνες της Αυτοκρατορίας. Αργότερα τους φυλάκιζαν στο παλάτι για όλη τους τη ζωή.

Κάποτε στο Σαράι, ένας σκληροτράχηλος Τούρκος πολίτης της Αυτοκρατορίας εισήλθε στο Ντιβάνι απαιτώντας να μάθει ποιος από τους παρόντες κυρίους ήταν ο ευτυχής Σουλτάνος. Η ντροπή ήταν τόσο μεγάλη που έδωσε στο Μεχμέτ την αφορμή να σταματήσει να παρίσταται στις συνεδριάσεις του Ντιβανιού. Διέταξε τον αποκεφαλισμό του Μεγάλου Βεζίρη Χαλίλ και απομονώθηκε περισσότερο στο Σαράι, καταργώντας τη συνήθεια να συντρώγει καθημερινά με τους Βεζίρηδες. Ο κανόνας που αφορούσε αυτή τη κατάργηση έλεγε απλά «Ο Σουλτάνος τρώει μόνος του». Ο διάδοχος του Μεχμέτ του Πορθητή, ο Βαγιαζήτ ο 2ος, γιος του που τον διαδέχτηκε το 1481, έβγαλε νέο κανόνα επί του θέματος, ο οποίος έλεγε: «Ο Σουλτάνος όταν το θελήσει τρώει μαζί με τους Βεζίρηδες στο Ντιβάνι. Ο Μέγας Βεζίρης εξακριβώνει καθημερνά τις προθέσεις του Σουλτάνου και ενημερώνει τα μέλη του Ντιβανιού». Όταν ο Μέγας Βεζίρης παρατήρησε στον Βαγιαζήτ ότι ο πατέρας του έτρωγε μόνος του, αυτός του είπε απλά: «Ο πατέρας μου πέθανε», και τον αντικατέστησε αμέσως.

Οι περισσότερες κοσμοκρατορίες, πριν από τους Οθωμανούς, χρησιμοποιούσαν διάφορους τρόπους να εμπλουτίζουν το ανθρώπινο δυναμικό που απαιτείται για την διοίκηση της αυτοκρατορίας τους. Οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες πριν από αυτούς είχαν τους Ευνούχους. Οι Ευρωπαίοι βασιλιάδες είχαν τους άγαμους παπάδες. Οι Κινέζοι είχαν το περίφημο σύστημα εξετάσεων για να εντάξουν στην άρχουσα τάξη αξιόλογους και μορφωμένους νέους, τους μανδαρίνους.

Ο Μεχμέτ έγραψε κάποτε: «Χρησιμοποιούμε το λάδι από τη καρδιά των απίστων για να ανάψουμε τη λάμπα μας». Και ήταν αυτό που έκανε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να ξεχωρίζει. Έδωσε στους Σουλτάνους τους Σκλάβους του, τους ίδιους τους πολίτες της Αυτοκρατορίας. Έτσι, οι πραγματικοί, οι αυτόχθονες θα λέγαμε Οθωμανοί δεν ήταν άλλοι από τους άπιστους.

Το 1432 ο Μουράτ ο 2ος εισήγαγε το σύστημα του κεφαλικού φόρου των νεαρών βλαστών των υπηκόων του. Ο Μεχμέτ έφερε το σύστημα αυτό στα λογικά του όρια. Κάθε τρία περίπου χρόνια, ένας αξιωματούχος φοροεισπράκτορας περιδιάβαινε τα χωριά της Ελλάδας και των Βαλκανίων και επέλεγε για την υπηρεσία του Σουλτάνου τους καλύτερους νεαρούς Χριστιανούς. Η επιλογή γινόταν με βάση καταλόγους που έφτιαχναν οι κατά τόπους παπάδες και προεστοί. Ύστερα από μια μακρά πορεία προς την Κωνσταντινούπολη, οι νέοι στέλνονταν σε αγροκτήματα στην Ανατολία, όπου εκτός από την μυϊκή και σωματική τους ανάπτυξη, μάθαιναν την Τουρκική, την Αραβική και την Περσική και προσηλυτίζονταν επίσημα στο Ισλάμ, το οποίο αποδέχονταν οικειοθελώς. (Αντίθετα με όσα λέγονται στη Δύση, το Κοράνι επιτρέπει μόνο την εθελούσια αποδοχή του Ισλάμ και απαγορεύει ρητά τον βίαιο προσηλυτισμό). Στη συνέχεια οι νέοι στέλνονταν στα σχολεία. Η επάρκεια κάθε νέου για την είσοδό του στην υπηρεσία του Σουλτάνου βασιζόταν στις διανοητικές του ικανότητές, στην ομορφιά του, στην κορμοστασιά του, στη ζωντάνια του, στην ευφυΐα του, στη θρησκευτικότητά του και στη σωματική του δύναμη. Με αυτή τη σειρά. Κάθε νέος, ανάλογα με τα ιδιαίτερα προσόντα του κατατασσόταν σε μια από τις υπηρεσίες του Σουλτάνου και γινόταν σκλάβος του για όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Το κοράνι απαγορεύει το σκλάβωμα του Μουσουλμάνου. Επομένως οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν εξ ορισμού να μπουν στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Αυτό ήταν πολύ βολικό για την διαμάχη της εξουσίας στην Αυτοκρατορία. Ούτε και οι νέοι αυτοί μπορούσαν να είναι σκλάβοι – δηλαδή να εξαναγκάζονται να κάνουν κάτι – μετά τον εξισλαμισμό τους. Εξάλλου κανένα απολύτως από τα αξιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – με μοναδική εξαίρεση αυτό του Σουλτάνου – δεν ήταν κληρονομικό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η μόνη κρατική οντότητα το Μεσαίωνα στην οποία τα κρατικά αξιώματα δεν ήταν κληρονομικά. Από τους τριάντα-έξι Βεζίρηδες μετά τον Μεχμέτ τον Πορθητή, οι τριάντα-τέσσαρις δεν είχαν γεννηθεί στο Ισλάμ. Είχαν προσηλυτισθεί σε κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής τους. Όλοι όσοι ήταν στην υπηρεσία του, για τον Σουλτάνο ήταν οι Κουλ του (οι Σκλάβοι του). Για όλους τους άλλους ήταν οι Καπίκουλού (οι Ελεύθεροι). Κάθε Καπικουλού ήταν αποκομμένος από τους προγόνους του λόγω θρησκείας και απόστασης και από τους απογόνους του (αν είχε) λόγω της ιδιότητάς του: Ο γιος ενός Καπικουλού – γεννημένος Μουσουλμάνος – δεν μπορούσε ποτέ ο ίδιος να γίνει Καπικουλού, άρα δεν μπορούσε ποτέ να έχει το αξίωμα του πατέρα του, ούτε είχε νόημα να το επιδιώξει. Η τέλεια άμυνα για την Αυτοκρατορία – και για το Σουλτάνο – από αρχομανείς και παρείσακτους. Πράγματι, στα εξακόσια τόσα χρόνια της Αυτοκρατορίας δεν υπήρξε ούτε μια προσπάθεια αρπαγής της εξουσίας ή διαμάχης για οποιοδήποτε αξίωμα. Με εξαίρεση βέβαια την οικογένεια του Σουλτάνου. Από τους τριανταεπτά Σουλτάνους της Αυτοκρατορίας από το 1300 ως το 1924, μόνο ένας, ο τελευταίος, δεν προερχόταν από την οικογένεια του Οσμάν του 1ου, του ονομαζόμενου Γαζή του Νικηφόρου.

Οι νέοι που κατατάσσονταν με αυτόν τον τρόπο στην υπηρεσία του Σουλτάνου δεν έχαναν και πολλά πράγματα. Όλοι σχεδόν προέρχονταν από ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη, οι οικογένειές τους ήταν φτωχές και οι προοπτικές για τα παιδιά αυτά ανύπαρκτες. Δεν επρόκειτο για υποχρεωτικό «παιδομάζωμα», αφού η μόνη υποχρέωση των προεστών και των άλλων τοπικών αρχών ήταν να ετοιμάσουν μια λίστα με υποψήφια αγόρια. Η λίστα αυτή ήταν συνήθως προαιρετική, αφού οι ίδιοι οι γονείς προσήρχοντο και ζητούσαν να περιληφθεί σε αυτήν κάποιο από τα παιδιά τους. Η πιθανότητα κάποιο παιδί να γίνει υψηλόβαθμος – και καλά αμειβόμενος – αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Η αλλαξοπιστία εξάλλου δεν ήταν και τόσο σκληρή όσο φαίνεται. Πολλοί από τους νέους αυτούς διατηρούσαν τις παλιές θρησκευτικές τους συνήθειες. Η αλλαγή της θρησκείας ήταν περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική. Μάλιστα τα τάγματα των γενιτσάρων και των Μπεκτασίδων στα οποία κατέληγαν οι περισσότεροι νέοι χριστιανοί, με τον καιρό είχαν καταργήσει πολλές από τις θρησκευτικές ιδιομορφίες των Μουσουλμάνων, όπως η απαγόρευση του οινοπνεύματος και η κάλυψη του προσώπου των γυναικών. Το Ισλάμ, η πλέον ανεκτική από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, ουδόλως ενοχλείται από μη ειλικρινείς ή και ψευδείς προσηλυτισμούς, αφού το Κοράνι ρητά αναφέρει ότι αρκεί κάποιος να αποδεχθεί την αληθινή πίστη έστω και επιφανειακά. Με τον καιρό η δύναμη του Θεού θα τον κερδίσει. Εξάλλου το Ισλάμ πρεσβεύει ότι όλοι γεννιόμαστε σ’ αυτό. Απλώς οι συνθήκες και οι εξωτερικές πιέσεις ωθούν τα παιδιά στην απιστία προς τον αληθινό Θεό. Επομένως για τους Οθωμανούς δεν υπήρχε θέμα: Αυτοί έσωζαν ψυχές.

Οι πιο σκληροτράχηλοι από τους νέους, αυτοί με τις καλύτερες επιδόσεις, κατέληγαν στο σώμα της προσωπικής φρουράς του Σουλτάνου, τους περίφημους γενίτσαρους. Αρκετοί όμως πήγαιναν σε άλλες υπηρεσίες, από κηπουροί στους κήπους του παλατιού μέχρι πληρώματα των πολεμικών πλοίων (η ναυτική ικανότητα των Τούρκων δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη). Από Βεζίρηδες και Πασάδες μέχρι αρχιτέκτονες της Μεγάλης Πύλης. Το σώμα των γενιτσάρων ήταν οπωσδήποτε το πιο γνωστό – και το πιο διάσημο. Το κύριο χαρακτηριστικό των γενιτσάρων ήταν η στρατιωτική πειθαρχία και η ομαδικότητά τους. Ζούσαν όλοι τους τη ζωή σε στρατιωτικά κοινόβια, έτρωγαν και κοιμόντουσαν όλοι μαζί. Οι γενίτσαροι – μέχρι λίγο πριν το τέλος – δεν παντρεύονταν. Οι νεώτεροι έδειχναν απόλυτη πίστη και αφοσίωση στους πρεσβύτερους, παρέχοντας κάθε δυνατή υπηρεσία σε αυτούς μέχρι το θάνατό τους. Περίφημη ανά την Αυτοκρατορία ήταν η δυνατότητα επιβίωσης των γενιτσάρων σε όλες τις νοητές κακουχίες. Με την προσαγωγή τους στο τάγμα, οι νέοι γενίτσαροι έπαιρναν το κοράνι, το σπαθί και μια ουγκιά αλάτι. Αυτά ήταν τα μόνα απαραίτητα για την επιβίωσή τους.

Όχι ότι οι γενίτσαροι δεν είχαν δυνατότητες πλουτισμού. Τα περισσότερα και καλύτερα λάφυρα τα έπαιρναν αυτοί. Επίσης το στράτευμα τους παρείχε τα πάντα. Ουδείς τόλμαγε να τα βάλει μαζί τους, έτσι κι’ αλλιώς. Πολλοί από αυτούς έστελναν μεγάλες περιουσίες στις οικογένειες που κατάγονταν. Οι περισσότεροι δημογέροντες και προεστοί στις περιοχές των Βαλκανίων έγιναν πλούσιοι από τις παροχές των γενίτσαρων συγγενών τους. Ο Μοροζίνης, δεινός παρατηρητής και αντιπρόσωπος της Γαληνοτάτης Ενετικής Δημοκρατίας στη Μεγάλη Πύλη γράφει: «Όλοι εμείς πιστεύουμε ότι η ανδρεία και η ευγένεια των νέων μας είναι κληρονομική. Οι Οθωμανοί απέδειξαν το αντίθετο. Δεν ενδιαφέρονται αν αυτά τα παιδιά είναι γόνοι ευγενών ή ψαράδων ή βοσκών. Είναι όλοι ευπαρουσίαστοι και γενναίοι. Αν και οι τρόποι τους είναι πολλές φορές βάναυσοι».

Ο Φλαμανδός ευγενής, βοτανολόγος, αρχαιολόγος, ζωολόγος και περιηγητής Ogier Ghiselin de Busbercq, βρέθηκε από το 1554 μέχρι το 1562 στην Κωνσταντινούπολη σαν πρεσβευτής των Κάτω Χωρών. Μας άφησε μια θαυμάσια συλλογή λουλουδιών της εποχής, αλλά και νομισμάτων. Ο Busbercq έφερε στην Ολλανδία την τουλίπα, που ήταν το έμβλημα των Οθωμανών. Ο ίδιος έγραψε μια σειρά από 240 χειρόγραφα με τον λατινικό τίτλο Monumentum Ancyranum με λαμπρές περιγραφές από τα ταξίδια του. Αναφέρει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για τους γενίτσαρους: «Μεταχειρίζονται τα άλογά τους όπως εμείς τους άνδρες μας. Δεν εξαγοράζονται και κανείς δεν τολμά να τους πειράξει. Ο Κύριός τους είναι ο Σουλτάνος και μόνο γι’ αυτόν δίνουν και τη ζωή τους. Είναι οι στυλοβάτες της Αυτοκρατορίας, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ιδιοτέλεια. Είναι ο καλύτερος στρατός του κόσμου». Ο Busbercq πέθανε στην Ολλανδία το 1592.

Πολλοί και διάσημοι Καπικουλού – όχι μόνο γενίτσαροι – έμειναν στην ιστορία. Αρκετοί από αυτούς ήταν Έλληνες. Οι περισσότεροι δεν αρνήθηκαν ποτέ την καταγωγή τους και δεν σταμάτησαν να βοηθούν το γένος τους. Αρκεί η βοήθεια αυτή να μην ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Σουλτάνου και της Αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβαινε μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια η παρακμή της Αυτοκρατορίας αλλά και η κατάργηση του θεσμού των Καπικουλού άλλαξε άρδην την κατάσταση.

Το 1524, λίγο πριν την πετυχημένη εκστρατεία του στη Ρόδο, όπου κατατρόπωσε τους κατά το μύθο αήττητους ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής εντόπισε ένα νεαρό παλικάρι που εργάζονταν σαν αγγελιοφόρος στο Σαράι. Ο Ιμπραήμ ήταν μόλις ένα χρόνο μικρότερος από το Σουλτάνο, γιος Έλληνα ναυτικού και μητέρας από τη Μαγνησία, είχε μεγαλώσει στο Βόλο, είχε λαμπρή μόρφωση, μίλαγε Ελληνικά, Τουρκικά, Περσικά και Αραβικά, έπαιζε βιολί και διάβαζε λογοτεχνία - και ήταν Καπικουλού. Το μικροσκοπικό του δέρας δεν του επέτρεψε να γίνει γενίτσαρος. Έγινε ο καλύτερος φίλος του νεαρού Σουλτάνου. Ήταν πάντα μαζί, στις εκστρατείες, στις διασκεδάσεις. Έτρωγαν μαζί και κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο και στην ίδια σκηνή. Του εμπιστεύθηκε τη μεγάλη σφραγίδα της Αυτοκρατορίας και σαν δείγμα υψηλότατης εύνοιας του επέτρεψε να φοράει τέσσαρις αλογοουρές, ενώ ο Μεγάλος Βεζίρης φόραγε μόνο δύο. Ο Ιμπραήμ ανέλαβε να καθησυχάσει την Αίγυπτο όταν οι Μαμελούκοι έδειχναν απιστία προς το Σουλτάνο. Με μια επιτυχημένη εκστρατεία έφερε την πιο πλούσια επαρχία της Αυτοκρατορίας πίσω στην απόλυτη κυριαρχία του Σουλτάνου. Μετά ανέλαβε να δώσει ένα μάθημα στους Πέρσες, τους Σασσανίδες που επίσης δεν έστελναν τους φόρους τους στην Κωνσταντινούπολη. Εκτέλεσε με επιτυχία και αυτή την αποστολή. Πώς λοιπόν να απορεί κανείς όταν ο Ιμπραήμ έγινε ο ισχυρότερος άνδρας της Αυτοκρατορίας – μετά το Σουλτάνο. Μετά την επιστροφή του στην Πόλη, παντρεύτηκε την αδελφή του Σουλτάνου. Οι γιοι του έγιναν Πασάδες στην Αίγυπτο και την Περσία. Από το οικογενειακό δέντρο του Ιμπραήμ-Αλ-Ρουμ (Ιμπραήμ του Έλληνα) κατάγεται ο Μωχάμεντ Άλη, ο ιδρυτής του Αιγυπτιακού κράτους. Γιος του Μωχάμντ Άλη – τι ειρωνεία – ήταν και ο Ιμπραήμ Πασάς που κατέπνιξε την Επανάσταση στη Πελοπόννησο. Ο Ιμπραήμ-Αλ-Ρουμ παρέμεινε μέχρι τα γεράματά του δίπλα στον Σουλτάνο. Κάποια στιγμή, και ενώ κοιμόταν στο διπλανό από τον Σουλτάνο δωμάτιο, βρέθηκε δολοφονημένος. Ο Σουλτάνος είχε μάθει ότι σε μια ακρόαση, ο Ιμπραήμ-Αλ-Ρουμ είχε πει ότι σε θέματα διαπραγματεύσεων ήταν ο ίδιος Σουλτάνος. Κατά τον Alvise Gritti, πρεσβευτή της Βενετίας στην Πύλη, ο Ιμπραήμ είχε ξεχάσει ότι κανείς δεν είναι πάνω από τον μάγειρα του Σουλτάνου και αν αυτός στείλει τον μάγειρά του να τον δολοφονήσει, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το φονικό.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο πιο κοντά ήταν κανείς στο Σουλτάνο, τόσο πιο σημαντικός ήταν ο ρόλος του. Αυτό ίσχυε και για τις περιοχές: όσο πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, τόσο μεγαλύτερη η σημασία τους. Οι επαρχίες ήταν «οι περιοχές που προστάτευε» ο Σουλτάνος και η πόλη στην οποία ζούσε ήταν «τα Πόδια του Θρόνου του» ή «η Στέγη του Σουλτανάτου του». Το παλάτι ήταν η πηγή κάθε αρχής, ισχύος, χάριτος και ευδαιμονίας. Η κυβέρνηση λειτουργούσε στην εξώπορτα του σπιτιού του και όλοι οι αξιωματούχοι ήταν δούλοι του.

Το παλάτι των Οθωμανών στην Ιστανμπούλ, όπως και το παλάτι στη Βαγδάτη πριν από αυτό, απέδιδε απόλυτα την ιδέα αυτή. Οι Τούρκοι, όπως και οι Βυζαντινοί, για να αναγνωρίσουν τον μονάρχη τους έπρεπε να έχει κυριεύσει την πρωτεύουσα ή την περιοχή που θεωρούταν ιερή για το βασίλειό του. Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης – έδρας των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων - ο Μεχμέτ ο Πορθητής θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στις πρώτες στιγμές μετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη, αναφώνησε: «από δω και πέρα ο θρόνος μου είναι στην Κωνσταντινούπολη». Διέταξε την άμεση οικοδόμηση του παλατιού του στο κέντρο της πόλης, στην Αγορά των Ταύρων. Η Προύσα στη Ασία από το 1326 και το Έντιρνε στην Ευρώπη από το 1402 ήταν οι πρωτεύουσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι τότε. Η νέα πρωτεύουσα γεφύρωνε και τις δυο ηπείρους.

Το παλάτι ολοκληρώθηκε το 1455 αλλά ο Πορθητής γρήγορα το μίσησε. Ένοιωθε ανασφαλής στο κέντρο μιας πόλης. Έτσι, το 1459 διέταξε την κατασκευή ενός νέου παλατιού σ’ ένα ύψωμα πάνω από το Βόσπορο προς τη μεριά της Θάλασσας του Μαρμαρά. Το κύριο σώμα του παλατιού ολοκληρώθηκε το 1464 και το 1478 είχαν ολοκληρωθεί και τα τείχη που το περιέβαλλαν. Το νέο αυτό παλάτι ήταν σχεδόν μια ξεχωριστή πόλη, με κήπους, κυνηγότοπους και περίπτερα. Για τετρακόσια χρόνια παρέμεινε η κατοικία των Οθωμανών Σουλτάνων. Το σχέδιο του παλατιού έμοιαζε με αυτό της παλιάς κατοικίας των Σουλτάνων στο Έντιρνε, αποτελούμενο από το εσωτερικό – εντερούν – και το εξωτερικό – μπιρούν – μέρος. Πάνω από την αίθουσα του βασιλικού συμβουλίου κατασκευάστηκε ένας πύργος με την ονομασία Μέγαρο της Δικαιοσύνης που συμβόλιζε την ιδέα ότι ο Σουλτάνος έβλεπε κάθε αδικία που γινόταν κατά των υπηκόων του.

Ο Σουλτάνος πέρναγε την ιδιωτική του ζωή στο Εσωτερικό Παλάτι – μια μεγάλη αυλή με το χαρέμι και άλλα διαμερίσματα γύρω της. Όλες οι υπηρεσίες και οι οργανισμοί που καθόριζαν τις σχέσεις του Σουλτάνου με τον έξω κόσμο στεγάζονταν στην δεύτερη αυλή. Τις δυο αυλές συνέδεε μια πύλη με την ονομασία Πύλη της Ευτυχίας1, στην οποία ο Σουλτάνος δέχονταν τον κόσμο, απέδιδε δικαιοσύνη, διηύθυνε το κυβερνητικό έργο και παρακολουθούσε τις τελετές από ένα θρόνο που μεταφέρονταν εκεί κατά περίσταση. Στο δεξί μέρος της Πύλης της Ευτυχίας ήταν η θολωτή αίθουσα στην οποία συνεδρίαζε το βασιλικό συμβούλιο, το Ντιβάνι. Πίσω της ήταν η αίθουσα του θρόνου όπου ο Σουλτάνος δέχονταν σημαντικούς ξένους επισκέπτες και πρεσβευτές.

Το παλάτι ήταν το πραγματικό κέντρο της κυβέρνησης. Κυβερνήτες, στρατιωτικοί διοικητές και όλοι όσοι ασκούσαν οποιαδήποτε εξουσία προέρχονταν από το παλάτι και ήταν δούλοι-υπηρέτες του Σουλτάνου. Επομένως το παλάτι ήταν πολύ περισσότερο από κατοικία του Σουλτάνου. Εκεί εκπαιδεύονταν οι δούλοι του Σουλτάνου οι οποίοι κατόπιν διορίζονταν σε υψηλά αξιώματα της Αυτοκρατορίας. Το σύστημα αυτό, γνωστό σαν κουλ ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απόδοση όμως της Οθωμανικής λέξης κουλ σαν σύστημα σκλαβιάς ή υποταγής δεν αποδίδει ακριβώς το νόημά της. Στην πραγματικότητα σημαίνει την εθελουσία και με ευχαρίστηση υποταγή σε μια ανώτερη και απόλυτα εξουσιαστική δύναμη. Γράφοντας το 1537, ο P. Giovio περιγράφει τον κουλ σαν «κάποιον που τυφλά και αδιαμφισβήτητα υπακούει στη θέληση και τις διαταγές του Σουλτάνου». Το σύστημα αυτό δεν ήταν εφεύρεση των Οθωμανών: Άλλα Ισλαμικά κράτη, όπως το βασίλειο των Αββασιδών και τα Σουλτανάτα της Αιγύπτου και του Ιράν το είχαν εφαρμόσει στο παρελθόν. Οι Οθωμανοί δημιούργησαν και στρατό από δούλους και διόριζαν μορφωμένους και ικανούς δούλους σε υψηλά αξιώματα της Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος εξασφάλιζε την απόλυτη κυριαρχία του μόνο χρησιμοποιώντας στις κατάλληλες θέσεις ανθρώπους απόλύτα αφοσιωμένους σ’ αυτόν. «Αυτός, ο Σουλτάνος, είναι ο μόνος που μπορεί να τους εξυψώσει ή να τους καταστρέψει».

Οι Οθωμανοί προσάρμοσαν το σύστημα δούλων έξυπνα και πρακτικά. Ήδη από το 1430 ο Γιαζι-Τσίογλου έγραφε ότι ο Σουλτάνος, για να εξασφαλίσει τη θέση του, έπρεπε να έχει ένα θησαυροφυλάκιο δούλων μαζί με το πραγματικό του θησαυροφυλάκιο. Τον επόμενο αιώνα ο Ιμπν Κεμάλ σημείωνε ότι εφόσον όλοι οι δούλοι στην υπηρεσία του Σουλτάνου είναι ίσοι κανείς τους δεν πρόκειται να τον αμφισβητήσει. Στην Ευρώπη, ο Μακιαβέλι παρατήρησε εύστοχα ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η απόλυτη μοναρχία ακριβώς γιατί βασιζόταν σε εθελούσιους δούλους. Σε άλλα Ισλαμικά βασίλεια, οι δούλοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στο στρατό και τα στρατιωτικά αξιώματα. Τις διοικητικές θέσεις κατείχαν οι Ουλεμάδες. Από αυτούς προέρχονταν οι βεζίρηδες, οι κυβερνήτες και όλοι υψηλόβαθμοι γραφειοκράτες. Το σύστημα αυτό δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στην οποία τουλάχιστον οι μισοί πολίτες δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Επίσης, για πρώτη φορά στο Ισλάμ, οι δούλοι του Σουλτάνου στην Αυτοκρατορία, δηλαδή όλοι οι μη-Μουσουλμάνοι υπήκοοί του, ήταν πιο μορφωμένοι από τους Ουλεμάδες. Έτσι οι Σουλτάνοι άρχισαν να διορίζουν σε υψηλά αξιώματα δούλους, κυρίως Χριστιανούς που οι περισσότεροι – αλλά όχι όλοι - είχαν ασπασθεί το Ισλάμ. Την εποχή του Μεχμέτ του Πορθητή, όλοι οι βεζίρηδες προέρχονταν από απλές οικογένειες δούλων του Σουλτάνου. Κοντά στο τέλος της βασιλείας του ο Πορθητής διόρισε Μέγα Βεζίρη τον Νισαντζί Μεχμέτ, έναν γόνο της παλιάς Οθωμανικής οικογένειας των Κόνυα. Αυτός πάλι αντικατέστησε τους περισσότερους βεζίρηδες με Ουλεμάδες. Αμέσως μετά το θάνατο του Πορθητή πάντως, οι γενίτσαροι, επικουρούμενοι από πολλούς πασάδες – που ήταν όλοι δουλικής καταγωγής –ξεφορτώθηκαν τον Νισαντζί Μεχμέτ με τον γνωστό τρόπο: τον δολοφόνησαν και έσυραν το πτώμα του στη Πόλη αναγκάζοντας τον νέο Σουλτάνο να δεχθεί να διορίζει στο εξής βεζίρηδες μόνο δουλικής καταγωγής.

Κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, οι περισσότεροι δούλοι του Σουλτάνου ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, εφόσον η σαρία (ο νόμος του Ισλάμ) καθόριζε ότι το ένα πέμπτο όλων όσων αιχμαλωτίζονταν στον πόλεμο ανήκε στο Σουλτάνο. Την ίδια περίοδο πολλά παιδιά ευγενών οικογενειών από τις χώρες που κυριεύονταν από τους Οθωμανούς κατέληγαν όμηροι στο σαράι. Μια ακόμα πηγή δούλων ήταν τα σκλαβοπάζαρα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιστορικών, τον δέκατο έβδομο αιώνα έφθαναν μόνο στην Ιστανμπούλ είκοσι χιλιάδες δούλοι το χρόνο. Μετά τον δέκατο πέμπτο αιώνα πάντως εφαρμόσθηκε το λεγόμενο Ντεβσιρμέ, το σύστημα αρπαγής παιδιών σαν είδος φορολόγησης των ραγιάδων. Τα ιστορικά αρχεία της Αυτοκρατορίας δείχνουν ότι το ντεβσιρμέ ίσχυε ήδη από τα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα.

Από τα αρχεία της Αυτοκρατορίας προκύπτει επίσης ότι τον δέκατο έκτο αιώνα ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής με φιρμάνι του διόρισε για πρώτη φορά έναν επίτροπο και έναν γενίτσαρο αξιωματικό για κάθε περιοχή της Αυτοκρατορίας. Οι δύο αυτοί, μαζί με τον κατή της κάθε περιοχής, τους σπαχήδες, και τους μπέηδες είχαν επιφορτισθεί με το έργο της καταγραφής όλων των αρρένων παιδιών των οικογενειών σε κάθε χωριό και πόλη της περιοχής τους, ηλικίας από οκτώ ως είκοσι ετών. Στα Βαλκάνια καταγράφονταν μόνο τα αγόρια Χριστιανικών οικογενειών που είχαν «τη σωστή σωματική και πνευματική διάπλαση». Το ντεβσιρμέ εφαρμόστηκε μόνο στα χωριά και σε παιδιά αγροτικών οικογενειών. Αποκλείονταν τα παιδιά αστικών περιοχών και τα μοναχοπαίδια. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, που κυμαίνονταν από τέσσερα ως οκτώ χρόνια, οι επιτροπές αυτές έπρεπε να καταγράψουν και να αποστείλουν τα επιλεγμένα παιδιά στον Αγά των γενιτσάρων στην Ιστανμπούλ. Μια από τις πιο αξιόπιστες πηγές των αρχών του δέκατου έβδομου αιώνα, το Γενί Τσεριγιάν, περιγράφει την αιτία που οι Μουσουλμάνοι εξαιρούνταν από το ντεβσιρμέ: «αν γινόντουσαν δούλοι του Σουλτάνου θα χρησιμοποιούσαν τα πλεονεκτήματά των αξιωμάτων τους για να ευχαριστήσουν τους δικούς τους στις επαρχίες τους. Θα καταπίεζαν τους ραγιάδες και δε θα πλήρωναν φόρους. Δε θα υπάκουαν στους μπέηδες και θα σήκωναν δικό τους μπαϊράκι. Τα παιδιά των Χριστιανών όμως που ασπάζονται το Ισλάμ γίνονται ζηλωτές της πίστης και εναντιώνονται στους συγγενείς τους». Μόνο στη Βοσνία ίσχυσε το ντεβσιρμέ και για τους Μουσουλμάνους.

Η Οθωμανική κυβέρνηση θεωρούσε το ντεβσιρμέ σαν ειδικό φόρο προς τους ραγιάδες και όχι σαν μια καταπιεστική ενέργειά της προς τους υπηκόους της. Ήταν πράγματι σκληρό μέτρο και – αν και μερικές ιδιαίτερα φτωχές οικογένειες έδιναν τα παιδιά τους με τη θέλησή τους, οι περισσότερες πηγές συμφωνούν ότι οι ραγιάδες αντιδρούσαν στο ντεβσιρμέ και προσπαθούσαν – άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο – να το αποφύγουν. Σύμφωνα πάντα με τις περισσότερες πηγές, εκτιμάται ότι ο αριθμός των αγοριών που έπαιρναν κάθε χρόνο ήταν – κατά τον δέκατο έκτο αιώνα – χίλια. Μια άλλη πηγή πάντως ανεβάζει τον αριθμό στα τρεις χιλιάδες ετησίως.

Μόλις έφταναν στην Ιστανμπούλ γινόταν επιλογή των καλυτέρων οι οποίοι κατέληγαν σαν ιτσογλάν – παιδιά για θελήματα – στο σαράι. Εκεί άρχιζε η εκπαίδευσή τους. Κάπου-κάπου, ο ίδιος ο Σουλτάνος παρακολουθούσε την εκπαίδευσή τους. Τα ιτσογλάν πήγαιναν σε διάφορα παλάτια, όπως στο Έντιρνε και σε άλλα στην Ιστανμπούλ, όπου συνέχιζαν την ειδική εκπαίδευση. Μερικά από τα παιδιά έμεναν μόνιμα στα παλάτια, άλλα δινόντουσαν για να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους σε σπίτια σημαντικών Τούρκων πολιτών σε όλη την Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στην Ανατολία. Τελικά κατέληγαν στο σώμα των γενιτσάρων. Την όλη αυτή διαδικασία καθιέρωσε ο Μεχμέτ ο Πορθητής και είχε σαν στόχο να διδάξει τα παιδιά την Τουρκική γλώσσα και τις Τουρκικές συνήθειες. Για τουλάχιστον δύο ως επτά χρόνια, και υπό την στενή επίβλεψη των ευνούχων, τα παιδιά έπαιρναν μαθήματα από τους δασκάλους τους στο παλάτι. Στη συνέχεια έπαιρναν μια δεύτερη εκπαίδευση – ονομαζόμενη τσικμά. Μετά το τέλος της όλης διαδικασίας, οι πιο ικανοί έμεναν στην υπηρεσία του Σουλτάνου ενώ οι υπόλοιποι έμπαιναν στους Καπί-Κουλού – έμμισθους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους της Αυτοκρατορίας. Τον δέκατο έκτο αιώνα υπήρχαν στο σαράι επτακόσιοι περίπου ιτσογλάν. Η εκπαίδευσή τους περιελάμβανε ιππασία, τοξοβολία, ξιφομαχία, πάλη και σκοποβολή. Καθένας από αυτούς εκπαιδευόταν επίσης σε μια τέχνη και επιστήμη της αρεσκείας του.

Αρκετοί Ευρωπαίοι παρατηρητές της εποχής δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη επιλογή των αγοριών ανάλογα με το χαρακτήρα και τις ικανότητές τους. Όσοι έδειχναν ιδιαίτερη ικανότητα στη θεολογική επιστήμη προορίζονταν για τις θρησκευτικές αρχές της Αυτοκρατορίες και αρκετοί κατέληγαν Ουλεμάδες. Όσοι έδειχναν ταλέντο στη γραφή και την καλλιγραφία κατέληγαν ανώτεροι υπάλληλοι της Οθωμανικής γραφειοκρατίας. Οι Σουλτάνοι έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για την εκπαίδευσή τους. Ιδιαίτερα αναφέρεται ότι ο Βαγιαζήτ ο 2ος τους εξέταζε και τους ενεθάρρυνε συχνά ο ίδιος. Το γεγονός και μόνο ότι οι νέοι αυτοί ζούσαν για αρκετά χρόνια κοντά στο Σουλτάνο, μαζί με τη μόρφωση που ελάμβαναν , τους έκανε να έχουν ειδικά προνόμια για όλη τους τη ζωή2
Σύμφωνα με τον Μεναβινο, ο οποίος είχε ο ίδιος υπάρξει ιτσογλάν, η εκπαίδευση στο σαράι «στόχευε να δημιουργήσει τον πολεμιστή και πολιτικό και πιστό Μουσουλμάνο που θα ήταν ταυτόχρονα άνθρωπος των γραμμάτων, εκλεπτυσμένου λόγου, βαθιάς ευγένειας και εντιμότητας». Ο κυριότερος στόχος πάντως της εκπαίδευσης των ιτσογλάν ήταν η απόλυτη υπακοή και πίστη στο Σουλτάνο. Ο Rycaut παρατηρεί ότι «τα πάντα χρησιμοποιήθηκαν για να βάλουν στο μυαλό αυτών των νεαρών που μελετούσαν στο σαράι, και που έμελλε να καταλάβουν τις υψηλότερες θέσεις της Αυτοκρατορίας, το ιδανικό της πίστης σε αυτή και τις αρχές της. Μάθαιναν ότι ο θάνατος στην υπηρεσία του Σουλτάνου ήταν η μεγαλύτερη ευλογία».

Οι Ακ-Αγά- οι λευκοί ευνούχοι στο παλάτι- επέβλεπαν και επέβαλλαν πειθαρχία στα παιδιά. Κάθε στιγμή της ημέρας τους ήταν ελεγχόμενη. Ξυπνούσαν, κοιμόντουσαν, έτρωγαν, αναπαύονταν, έπαιζαν και μελετούσαν σε συγκεκριμένες ώρες. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν σε όποιον και όποτε ήθελαν. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Παρέμεναν άγαμοι. Στο παλάτι έμεναν μέχρι την ηλικία των είκοσι-πέντε ως τριάντα ετών. Όλες τους οι δραστηριότητες ελέγχονταν και η κάθε παράβαση επέσυρε μια ποινή. Οι ποινές άρχιζαν από επίπληξη μέχρι αποβολή ή και θάνατο. Υπάρχουν αρκετές ιστορικές μαρτυρίες για ιτσογλάν που αποβλήθηκαν από το σαράι, αλλά καμιά για την επιβολή θανατικής ποινής σε ένα τέτοιο παιδί.

Την εποχή του Σελίμ του 1ου υπήρχαν σαράντα Ακ-Αγά, υπό την αρχηγία του Καπί-Αγάσι, του Λευκού Πρώτου Ευνούχου ο οποίος ήταν προϊστάμενος σε όλο το Εσωτερικό Παλάτι και ο έμπιστος του Σουλτάνου εκεί. Πρότεινε στο Σουλτάνο προσλήψεις και προβιβασμούς. Ενίοτε ήταν και ο μυστικός του σύμβουλος στις κρατικές υποθέσεις. Με την αυξανόμενη όμως επιρροή των γυναικών του παλατιού, ο Χαρέμ-Αγάσι – ο Μαύρος Ευνούχος του Χαρεμιού – ανεξαρτοποιήθηκε και σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν πιο ισχυρός από το Λευκό Ευνούχο.
Υπήρχαν τέσσερα διαμερίσματα στην προσωπική διάθεση του Σουλτάνου: το Χας-Οντά (τα ιδιαίτερα δωμάτια του Σουλτάνου), το Χαζινέ (Θησαυροφυλάκιο), το Κιλέρ (το κελάρι με τα τρόφιμα) και το Σεφερλί-Οντά (το δωμάτιο της εξωτερικής ετοιμασίας). Όσα από τα παιδιά τελείωναν με επιτυχία την εκπαίδευσή, πήγαιναν να υπηρετήσουν για μερικά χρόνια σε ένα από τα τρία τελευταία διαμερίσματα του Σουλτάνου. Στο Χας Οντά υπηρετούσαν μόνο τα απολύτως καλύτερα παιδιά και παρέμεναν εκεί για πολλά χρόνια. Τα σαράντα παιδιά στον Χας-Οντά φρόντιζαν την προσωπική υγιεινή, το ντύσιμο και την άνεση του Σουλτάνου όταν κοιμόταν. Φρόντιζαν τον προσωπικό οπλισμό του και φύλαγαν σκοπιά όλη τη νύχτα. Ήταν υπό την απόλυτη κυριαρχία του Χας-Οντά-Μπαζί (του Πρώτου Θαλαμηπόλου του Σουλτάνου) ο οποίος ήταν συνεχώς δίπλα στο Σουλτάνο. Ο Χας-Οντά-Μπαζί ήταν συνήθως από τους στενότερους φίλους του Σουλτάνου, συνήθως από την παιδική του ηλικία. Το 1522, ο Σουλεϊμάν ο 1ος διόρισε τον Χας-Οντά-Μπαζί του, Ιμπραήμ Μεγάλο Βεζίρη. Στο Χας-Οντά του Σουλτάνου υπηρετούσαν επίσης οι οπλοφόροι του (Σιλαχντάρ), ο αναβολέας του (Ρικαμπντάρ) που τον βοήθαγε να ανέβει στο άλογό του, ο άνθρωπος που κουβάλαγε τον εξωτερικό επενδύτη του Σουλτάνου (Τσουχαντάρ), ο υπηρέτης που του έστρωνε το κρεβάτι (Ντιουλμπέντ ογλάνι) και βέβαια ο ιδιαίτερος και έμπιστος γραμματέας του (Σιρ-Κατιμί).
Το θησαυροφυλάκιο, στο οποίο φυλάσσονταν τα τιμαλφή του Σουλτάνου, απασχολούνταν συνήθως 60 άνθρωποι. Στο κελάρι 30 (που το 1679 έγιναν 34). Αυτοί ετοίμαζαν και σερβίριζαν το φαγητό του Σουλτάνου. Στο δωμάτιο εξωτερικής ετοιμασίας υπηρετούσαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για το μπάνιο του Σουλτάνου, το πλύσιμο των ρούχων του, οι μπαρμπέρηδες, οι μουσικοί, τραγουδιστές και άλλοι. Το 1679 στο Σεφερλί-Οντά υπηρετούσαν 134 άνθρωποι.

Οι περισσότεροι υπηρέτες στα προσωπικά διαμερίσματα του Σουλτάνου, όταν τελείωναν την υπηρεσία τους εκεί και αποφοιτούσαν (σε ηλικία γύρω στα 35), ονομάζονταν Αγάδες και διορίζονταν, οι περισσότεροι, κυβερνήτες επαρχιών, οι άλλοι, Αγάδες των γενιτσάρων ή των σπαχήδων (του Ιππικού).

Τα παιδιά που έρχονταν στο παλάτι και ήταν από οικογένειες Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ούγγρων ή Ρώσων διέκοπταν κάθε επαφή με τις οικογένειές τους. Γίνονταν πιστοί Μουσουλμάνοι και Τούρκοι. Όλοι οι δάσκαλοί τους ήταν Τούρκοι Μουσουλμάνοι. Και ήταν πάντα έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους για το Σουλτάνο. Θεωρούσαν τον εαυτό τους ανώτερο από όλους τους πολίτες της Αυτοκρατορίας, ακόμα και τους Τούρκους. Γι’ αυτούς η μόνη ιδεολογία ήταν ο Σουλτάνος και η Αυτοκρατορία.

Η οργάνωση στο Εξωτερικό Παλάτι ήταν εντελώς διαφορετική και πιο πολυάνθρωπη. Οι υπηρεσίες που υπήρχαν στο εξωτερικό παλάτι ήταν οι εξής:
Οι Μιρ-Αλέμ υπεύθυνοι για τη μεταφορά των λαβάρων, των συμβόλων εξουσίας, των μουσικών οργάνων και της μουσικής, των αλογοουρών (σύμβολα εξουσίας) και των σκηνών του Σουλτάνου. Στις αρχές του δέκατου-έβδομου αιώνα η υπηρεσία αυτή είχε 1063 ανθρώπους, από τους οποίους οι 835 για τις σκηνές.
Οι Καπιτσί-Μπαζί, θυρωροί, υπεύθυνοι για τη φύλαξη των πυλών και των εξωτερικών εισόδων του παλατιού. Το 1510 η υπηρεσία αυτή είχε 530 ανθρώπους και το 1660 είχε 2007. Ο Καπιτσί-Μπαζί και οι άνδρες του είχαν επίσης την ευθύνη για την τήρηση της τάξης κατά τις συνεδριάσεις του ντιβανιού και του βασιλικού συμβουλίου. Αυτοί οδηγούσαν τους ενδιαφερόμενους πολίτες στις συνεδριάσεις που τους αφορούσαν και στις οποίες συνήθως αποδιδόταν δικαιοσύνη. Στο τέλος του δέκατου-έβδομου αιώνα η υπηρεσία αυτή ανέλαβε τη φύλαξη των ξένων πρεσβευτών και των επαρχιακών κυβερνείων. Παρέμεινε πάντα στις διαταγές του σαραγιού και του Σουλτάνου.
Οι Μιραχούρ, υπεύθυνοι για τα ζώα, τα άλογα, τους στάβλους, τα καρότσια του Σουλτάνου, μέσα και έξω από το παλάτι. Το έτος 1540 η υπηρεσία αυτή διέθετε 2.080 άνδρες που το 1615 είχαν γίνει 4.322. Περιελάμβανε πεταλωτές, κτηνίατρους και γυμναστές των αλόγων του Σουλτάνου.
Οι Τσακιρτζί-Μπαζί υπεύθυνοι για τα αυτοκρατορικά γεράκια, την εκπαίδευσή τους και το κυνήγι. Η υπηρεσία αυτή το 1564 διέθετε 3.500 άνδρες, μερικούς από αυτούς στις επαρχίες, υπεύθυνους για την σύλληψη κυνηγετικών πουλιών. Οι ραγιάδες που δούλευαν σ’ αυτή την υπηρεσία στις επαρχίες εξαιρούνταν από την καταβολή φόρων.
Οι Τσασνιγκίρ-Μπαζί υπεύθυνοι να γεύονται και να ερευνούν οτιδήποτε έτρωγε ή έπινε ο Σουλτάνος και όλα τα μέλη του βασιλικού συμβουλίου (ντιβανιού), που έπαιρναν το πρωινό και το μεσημεριανό τους στο σαράι.
Οι Τσαβούς-Μπαζί που ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης, αλλά κυρίως του πρωτοκόλλου, κατά τις συνεδριάσεις του Ντιβανιού. Αργότερα ήταν υπεύθυνοι και για την φύλαξη των ξένων πρεσβευτών. Στην υπηρεσία αυτή τον δέκατο-έκτο αιώνα υπηρετούσαν 300 άτομα που το 1670 έγιναν 686.
Τέλος, στην εξωτερική υπηρεσία του παλατιού ανήκαν και οι Μουτεφαρίκα, γιοι των πασάδων της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι ενώ δεν είχαν συγκεκριμένες αρμοδιότητες στο παλάτι, ελάμβαναν ημερήσια αμοιβή και κατά τις επίσημες τελετές (και τις πορείες) αποτελούσαν την οπισθοφυλακή των ανθρώπων του παλατιού, με τις πολύχρωμες και εντυπωσιακές στολές τους.

Οι ηγέτες των έξι αυτών υπηρεσιών του εξωτερικού παλατιού, μαζί με τον Αγά των γενιτσάρων και τους διοικητές του σώματος των σπαχήδων (καβαλάρηδων) του Σουλτάνου, είχαν το προνόμιο να ιππεύουν δίπλα στον Σουλτάνο. Ήταν γνωστοί σαν ‘Αγάδες του Αναβολέα’. Όταν τελείωνε η θητεία τους στο παλάτι, κυρίως λόγω ηλικίας, διορίζονταν Σαντζάκ Μπέηδες (περιφερειάρχες ευρύτερων περιοχών), ή Μπεϋλέρ-Μπέηδες (Μπέηδες των Μπέηδων, προϊστάμενοι των Σαντζάκ Μπέηδων, δυο σε όλη την Αυτοκρατορία). Ήταν οι κυριότεροι τιμαριούχοι της Αυτοκρατορίας.

Στις έξι αυτές επίσημες υπηρεσίες του εξωτερικού παλατιού πρέπει να προστεθούν οι λεγόμενες Εξωτερικές Υπηρεσίες Δεύτερου Βαθμού, στις οποίες ανήκαν πολλές χιλιάδες ατόμων, όπως κηπουροί, μάγειροι, ραφτάδες, τεχνίτες και άλλοι. Εδώ ανήκαν και οι γενίτσαροι. Ο αριθμός των ατόμων αυτών αυξήθηκε σημαντικά τον δέκατο-έβδομο αιώνα (όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα). Τα μέλη των υπηρεσιών αυτών, πολλές φορές και πάντοτε όταν ενθρονιζόταν νέος Σουλτάνος, μετατίθονταν σε διαφορετικές υπηρεσίες, αφού περνούσαν από τα Τσικμά (σχολές εκπαίδευσης του παλατιού). Οι μεταθέσεις γίνονταν, τον δέκατο πέμπτο αιώνα, κάθε πέντε χρόνια, αργότερα κάθε επτά ή οκτώ χρόνια.
Αριθμός ανδρών στις Εξωτερικές Υπηρεσίες Δευτέρου Βαθμού σε διάφορες εποχές
Έτος
1480
1568
1609
1670
Γενίτσαροι
10.000
12.789
37.627
53.849
Ατσεμί Ογλανλάρ (Μαθητευόμενοι)
;
7.745
9.406
4.372
Μποστάντσιλάρ (Κηπουροί)
;
;
;
5.003
Τσεμπέτσιλέρ (Οπλουροί)
;
789
5.730
4.789
Τόπκουλάρ (Μεταφορείς Όπλων)
100
1.204
1.552
2.793
Αραμπατζί-κιλαρί (Οδηγοί κάρων)
;
678
684
432
Αχούρ-Χαντεμελερί (Σταυλάρχες)
800
4.341
4.322
3.633
Αστσιλάρ (Μάγειρες)
160
629
1.129
1.372
Εχλί-Χιρέφ (Τεχνίτες)
;
629
1.129
1.372
Τερζιλέρ (Ραφτάδες)
200
369
319
212
Τσαντίρ-Μεχτερλερί (Εγκαταστάτες σκηνών)
200
620
871
1.078
Αλέμ-Μεχτερλερί (Σημαιοφόροι)
100
620
228
102
Σιπάχι (Ιππείς)
3.000
11.044
20.869
14.070
Καπιτσιλάρ (Θυρωροί)
400
;
2.451
2.146
Καπιτσί-Μπασιλαρί (Αρχιθυρωροί)
4
;
;
83
Μουτεφαρίκα
;
40
;
813
Τσαβούσλάρ (Υπεύθυνοι Τάξης)
400
;
;
686
Τερσανέ-νεφερλερί (Ναυπηγοί)
;
;
2.364
1.003
Σικάρ-Χαλκί (Υπεύθυνοι Αρπακτικών Πουλιών)
200
;
592
;
Τσασνί-γκιρλέρ (Δοκιμαστές)
20
;
;
21
Σακαλάρ (Νερουλάδες)
;
25
;
36

Μέσα σ’ αυτή την πολυπρόσωπη οργάνωση, ο κάθε άνδρας είχε τη θέση του που καθόριζε το πρωτόκολλο και η αρχαιότητά του στην υπηρεσία. Σε αυτή τη βάση καθορίζονταν και οι προαγωγές. Κάποιος που έδειχνε εξαιρετικές ικανότητες ήταν δυνατόν να προαχθεί εκτός σειράς. Ό κάθε άνδρας έπαιρνε ημερήσια αμοιβή σύμφωνα με το βαθμό του. Το δέκατο έκτο αιώνα, οι μαθητευόμενοι θαλαμηπόλοι ελάμβαναν οκτώ ακτσέδες ημερησίως. Την ίδια εποχή ο Χας-Οντά-Μπαζί (ο πρώτος θαλαμηπόλος του Σουλτάνου) έπαιρνε εβδομήντα πέντε. Τέσσαρες φορές το χρόνο, κάθε άνδρας ελάμβανε ρούχα και στολές, κατάλληλες για τη θέση του. Όποιος έφτανε το όριο συνταξιοδότησης ονομάζονταν Αγάς και έπαιρνε ανάλογη σύνταξη. Οι Αγάδες μπορούσαν να διοριστούν σε υψηλές διοικητικές θέσεις, κυρίως στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Από αυτούς, οι πλέον επιφανείς μπορούσαν να καταλήξουν Μπεϋλέρ-Μπέηδες της Ρωμυλίας (της Ευρωπαϊκής περιοχής της Αυτοκρατορίας). Αρκετοί από αυτούς διορίζονταν Βεζίρηδες στο ντιβάνι.

Ένας από τους Μεγάλους Βεζίρηδες του Σουλεϊμάν του 1ου , ο Λουφτί Πασάς, περιγράφει την διαδρομή του στο σαράι σε μια αυτοβιογραφία του:
«Ο συγγραφέας αυτού του συγγράμματος είναι ο ταπεινότερος των δούλων του Θεού, ο Λουφτί Πασάς, γιος του Αμντούλ-Μουίν. Με την καλοσύνη των Σουλτάνων, εγώ, ο ταπεινός, μπήκα στο Εσωτερικό Παλάτι από την εποχή του μακαρίτη Σουλτάνου Βαγιαζήτ (ο οποίος τώρα κατοικεί στον Παράδεισο). Με την Ευλογία του Θεού και τη γενναιοδωρία της Οθωμανικής Δυναστείας, όσο χρόνο ήμουν στο Εσωτερικό Παλάτι μελέτησα πολλές επιστήμες. Με την ενθρόνιση της εξοχότητας του Σουλτάνου Σελίμ, έφυγα από τη θέση του τσουχαντάρ και διορίστηκα στην Εξωτερική Υπηρεσία σαν Μουτεφαρίκα με ημερήσια αμοιβή πενήντα ακτσέδων. Μετά έγινα, στη σειρά, Καπιτσί-Μπαζί, Μιρ-Αλέμ, Σαντζάκ-Μπέης της Κασταμονής, Μπεηλέρ-Μπέης της Καραμανίας και της Άγκυρας και τελικά, στην εποχή του Σουλτάνου Σουλεϊμάν μου εμπιστεύθηκαν τις θέσεις του Βεζίρη και του Μεγάλου Βεζίρη. Όταν εγώ, ο ταπεινός και ανάξιος, τελείωσα τη θητεία μου στο παλάτι, συμβουλεύτηκα πολλούς Ουλεμάδες, ποιητές και άλλους ανθρώπους του πολιτισμού και αναζήτησα όσο μπορούσα να συμπληρώσω το χαρακτήρα μου με τη μάθηση σε βάθος των επιστημών»
Η πίστη του Λουφτί στο σύστημα είναι τυπική για όλους τους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας. Μέχρι και τον δέκατο έβδομο, δεν υπήρχε Πασάς που να μην είναι πιστός στη Αυτοκρατορία. Όταν ερχόταν ο Καπιτσί-Μπαζί με τη διαταγή για την εκτέλεσή του, θα έκανε τις προσευχές του και θα παράδιδε το λαιμό του στο δήμιο, γνωρίζοντας ότι ούτε οι ντόπιοι ούτε και οι δούλοι του Σουλτάνου θα ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν έστω και μια τρίχα τους γι’ αυτόν. Το σύστημα Κουλ απαιτούσε από όλους – και από τον ίδιο το Σουλτάνο – να σέβονται απόλυτα τους κανόνες και τις παραδόσεις του συστήματος. Όπως και οι υπηρέτες του, ο Σουλτάνος εκπαιδεύονταν με δασκάλους και εκπαιδευτές, ορισμένες μέρες της εβδομάδας. Ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί με απόλυτη ακρίβεια τις τελετές και τα έθιμα. Ακόμα και οι λέξεις που θα έλεγε σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν συγκεκριμένες. Ούτε στο χαρέμι δεν ήταν ελεύθερος. Με εξαίρεση μερικές ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Μεχμέτ ο Πορθητής, ο Σελίμ ο 1ος ή ο Μουράτ ο 4ο; οι Οθωμανοί Σουλτάνοι ήταν απλοί οδόντες στους τροχούς του συστήματος.

Σ’ αυτό το υπέρ-προστατευόμενο σύστημα, όλοι προσπαθούσαν να φανούν καλύτεροι και εξυπνότεροι των ομοίων τους, και όλοι ζούσαν και υπέμεναν τη ζωή τους με το όραμα μιας νέας ζωής με καλύτερους όρους και ανώτερες αμοιβές. Και επειδή όλοι οι δούλοι του Σουλτάνου είχαν ανατραφεί με την πίστη ότι όλες τους οι ενέργειες ήταν στο δρόμο του Θεού, αισθάνονταν ότι το καθήκον τους ήταν να διαδώσουν τη θρησκεία τους σε όλο τον κόσμο. Αυτά ήταν ο σκοπός της ζωής τους.

Οι απασχολούμενοι στο παλάτι ακολουθούσαν το Σουλτάνο στις εκστρατείες του, χωρίς να χρειάζονται αλλαγές στην οργάνωση. Όλοι, από τους υπηρέτες μέχρι τους Αγάδες, έπαιρναν όπλα και άλογα. Όλες οι ομάδες στις Εξωτερικές Υπηρεσίες ήταν στην πραγματικότητα στρατιωτικές μονάδες και είχαν την ανάλογη δομή. Στη μάχη του Μεζορκερέζτες στην Ουγγαρία το 1596, η επέμβαση του Σουλτάνου που έριξε στη μάχη 10.000 από τους ανθρώπους του παλατιού, έκρινε τελικά την έκβασή της.


1 Αργότερα η Πύλη της Ευτυχίας ονομάζονταν, κυρίως από του ξένους αντιπροσώπους, και Υψηλή Πύλη. Το όνομα Πύλη της Ευτυχίας αποδίδεται στην ευτυχία που θα ένοιωθε κάθε άνθρωπος από την θέα του Σουλτάνου.
2 Ένα θαυμάσιο βιβλίο που αναφέρεται στην εκπαίδευση των ιτσογλάν στον δέκατο πέμπτο αιώνα είναι του B. Miller The Palace School of Mohammed the Conqueror, Cambridge University Press, 1941. Ο Miller αφού μελέτησε με προσοχή και κριτικό βλέμμα όλες τις υπάρχουσες πηγές, έγραψε μια θαυμάσια ιστορία του θέματος, καλύπτοντας όλες τις πτυχές του. Δυστυχώς το βιβλίο έχει προ πολλού εξαντληθεί και υπάρχει σε λίγες μόνο βιβλιοθήκες στην Ευρώπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: