Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

10. Στον Πόλεμο

«Και ποτέ δεν έχουμε εξαφανίσει ένα χωριό εξοντώνοντας τους κατοίκους του αν πριν δεν τους έχουμε προειδοποιήσει»
Κοράνι, 26-208


Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσε για τον πόλεμο. Ο κυβερνήτης κάθε επαρχίας της Αυτοκρατορίας ήταν στρατηγός. Ο κάθε αστυνομικός ήταν γενίτσαρος. Κάθε ορεινό πέρασμα είχε τους φύλακές του. Και κάθε δρόμος ήταν στρατιωτικός προορισμός. Όλοι οι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας – από τον πιο απλό ζητιάνο μέχρι τον ίδιο το Σουλτάνο - έπρεπε να είναι ετοιμοπόλεμοι. Και σε μεγάλο βαθμό ήταν. Κατά την πολιορκία της Βαγδάτης το 1683, οι Πέρσες κάτοχοι της πόλης ζήτησαν να αποφασισθεί η τύχη της από μια μονομαχία – έχοντες τη βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει έναν Ηρακλείδη πολεμιστή τους, τεραστίων διαστάσεων και μοναδικής πολεμικής τακτικής. Ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 4ος ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο ίδιος και με ένα χτύπημα διέλυσε το θωρακισμένο του κεφάλι. Υπήρχε τάγμα ακόμα και για τους παράφρονες, τους ντελήδες, αυτούς που ρισκάριζαν τη ψυχή τους, οι οποίοι χρησιμοποιούντο σαν ανθρώπινα δόρατα ή ανθρώπινες γέφυρες, εφόσον δεν είχαν αντίρρηση (Τα τάγματα αυτά καταργήθηκαν το δέκατο όγδοο αιώνα και αντικαταστάθηκαν από τα λεγόμενα ‘τάγματα των χαμένων παιδιών’). Οι περίοδοι ειρήνης αποτελούσαν πρόβλημα για την Αυτοκρατορία, εφόσον στόχος του στρατεύματος και όλων των ανδρών του ήταν η μάχη και η δόξα. Ο Γεώργιος ο Ούγγρος (Georgius de Hungaria) υπήρξε από τους πρώτους δυτικούς που γνώρισε από πρώτο χέρι τον Οθωμανικό στρατό: πιάστηκε αιχμάλωτος το 1438 και έμεινε μαζί του είκοσι χρόνια.

Όταν αρχίζει η επιστράτευση για κάποιο νέο πόλεμο, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής μαζεύονται με τέτοια χαρά που θα πίστευε κανείς ότι είναι καλεσμένοι σε γάμο και όχι σε πόλεμο. Ο ενθουσιασμός είναι τόσο μεγάλος που οι άνδρες σπρώχνονται να πάρουν τη θέση του γείτονά τους όταν αυτός επιλέγεται. Έχω δει άνδρες να θρηνούν όταν δεν τους επιλέγουν να πάνε σε φονικούς πολέμους. Άλλοι πάλι κατηγορούν τις αρχές για αδικία σε βάρος της οικογένειάς τους, αν δεν επιλεγούν. Μέσα σε λίγες μέρες προωθούνται στα στρατόπεδα οι νέοι στρατιώτες και ξεκινά αμέσως η σκληρή εκπαίδευση. Οι οικογένειες που έχουν νεκρούς στον πόλεμο, μπαίνουν υπό την ειδική προστασία του Σουλτάνου και υποστηρίζονται από τις τοπικές αρχές. Θεωρείται ατιμία για τον Πασά ή τον μπέη μιας περιοχής να έχει σε φτώχια μια τέτοια οικογένεια. Οι ίδιοι οι γονείς των νεκρών τους θεωρούν ήρωες και δεν τους κλαίνε.
«Γεννήθηκα για να φέρω όπλα» είχε πει ο Βαγιαζήτ. Ο Γάλλος Bertrand de la Brocquiere, που είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το στρατό του Μεχμέτ του 2ου στο πεδίο της μάχης το 1462, δεν έβλεπε ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτό το στρατό να μην καταλάβει όλη την Ευρώπη, αν το ήθελε. Το 1576, ένας αυτόπτης από τη Βενετία τον συμπλήρωσε λέγοντας ότι ο Χριστιανισμός και η Ευρώπη πρέπει να φοβούνται τον αφανισμό τους.

Οι γενίτσαροι αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του στρατού της Αυτοκρατορίας. Με τις έντονες πηγαίες καταβολές τους από τους αρειμάνιους χωρικούς των Βαλκανίων, οι γενίτσαροι έφερναν – συνεχώς και αδιαλείπτως – νέο αίμα στον Οθωμανικό στρατό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κύρια απασχόλησή τους ήταν να γεμίσουν το στομάχι τους – κάτι που τους είχε μείνει από τα παιδικά τους χρόνια. Ακόμα και τα ονόματα των στρατιωτικών τους μονάδων προέρχονταν από την κουζίνα. Οι αξιωματικοί τους ήταν επίσης φαγώσιμοι: Λατζέρηδες (οι δεκανείς), Κοκορόσουπες (οι λοχίες) Πιλάφια (οι ανώτεροι αξιωματικοί)1. Όταν σε μια μάχη χάνονταν ή εγκαταλείπονταν τα λάβαρα του συντάγματος των γενιτσάρων, οι αξιωματικοί μπορεί να τιμωρούνταν από τους αγάδες τους ή τον ίδιο το Σουλτάνο. Όταν όμως χάνονταν το καζάνι ή οι καραβάνες, οι υπεύθυνοι αξιωματικοί αποκεφαλίζονταν – από τους άνδρες τους.

Ο γενίτσαρος που έκανε τον περίπατό του στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, ήταν ένας προνομιούχος πολίτης, όχι πλούσιος αλλά καλοβαλμένος και σίγουρα καλοντυμένος, με τον αέρα ενός πετυχημένου δημόσιου λειτουργού και την υπερηφάνεια κάποιου που έχει αποδείξει τις ικανότητές του σε όλο τον κόσμο. Με την ασυλία του από τα δικαστήρια του κοινού δικαίου, ο γενίτσαρος δεν είχε σχεδόν τίποτα να φοβηθεί. Η ζωή του όμως κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν: από την κορυφή του κάτασπρου λινού του καπέλου μέχρι τις σόλες των κατακόκκινων παπουτσιών του, ο γενίτσαρος ήταν μια απόλυτα συντονισμένη, ζωντανή πολεμική μηχανή. Κάποτε, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πόλη γέλασε με το μικρό μυστρί (κάτι σαν φτυαράκι) που κρεμόταν από τη μέση τους, λέγοντας ότι μοιάζουν περισσότερο με σκαφτιάδες παρά με πολεμιστές. Ο προφανώς σοφότερος συνομιλητής του, του υπενθύμισε ότι με τέτοια όπλα «και όχι με αρκεβούζια και τουφέκια μας πήραν τα φρούρια που θεωρούσαμε απόρθητα, όπως τη Χίο, τη Ρόδο, τη Ρεγκούσα και πολλά άλλα θαυμαστά κάστρα, για να μην πούμε για την Πόλη, το Δούναβη και τη Νικόπολη. Φαντασθείτε τριάντα χιλιάδες άνδρες σαν αυτόν να υποσκάπτουν τα θεμέλια του κάστρου του Λονδίνου. Δεν νομίζω τίποτα να μπορεί να τους σταματήσει».

Οι σπαχήδες, δηλαδή οι ιππείς, ήταν οπωσδήποτε Μουσουλμάνοι Τούρκοι που κατάγονταν, τυπικά και ουσιαστικά, από του αρχικούς γαζήδες της Αυτοκρατορίας. Καβάλα στ’ άλογά τους – κάτι που έκαναν τις περισσότερες ώρες της ημέρας αλλά και της νύχτας - οι σπαχήδες έμοιαζαν με αρχαίους κενταύρους. Και έτρεχαν τόσο γρήγορα όσο αυτοί. Ξεπεζεμένοι, οι σπαχήδες ήταν ανήμποροι. Αν χάνανε για οποιοδήποτε λόγο το άλογό τους, ήταν στο έλεος του θανάτου. Δεν ήξεραν να πολεμούν πεζοί. Ούτε καν να περπατούν. Ξεπεζεμένος σπαχής, στην άκρη του δρόμου να εκλιπαρεί κάποιον να τον στείλει στον άλλο κόσμο (η αυτοκτονία απαγορεύεται ρητά στο Κοράνι) – τι αξιολύπητο θέαμα!

Οι σπαχήδες ήταν διασκορπισμένοι σε όλη την Αυτοκρατορία, πάντοτε μετακινούμενοι, από Βιλαέτι σε Βιλαέτι και από Βιλαέτι στα σύνορα. Διατήρησαν μέχρι το τέλος κάτι από την αγριότητα των παλιών γαζήδων. Φόραγαν δέρματα. Καβαλούσαν χωρίς ηνία, όπως οι νομάδες της στέπας, για να μπορούν με τα δύο τους χέρια να χρησιμοποιούν τα όπλα τους, κυρίως το τόξο. Όταν έπρεπε να εκτελεσθεί ένας σπαχής, εκτελούταν μαζί και το άλογό του.
Οι σπαχήδες, όταν κατατάσσονταν, έπαιρναν το λεγόμενο Τιμάρι, το περιπόθητο μπιλιέτο, με τη βούλα του Σουλτάνου, που τους έδινε το ελεύθερο για τον πόλεμο. Και πόλεμο έκαναν όλη τους τη ζωή. Ο Rycaut2 λέει ότι άρρωστοι τιμαριώτες έρχονταν στον πόλεμο δεμένοι στ’ άλογά τους, ενώ αρκετοί ήταν ανήλικοι, ακόμα και μικρά παιδιά στις κούνιες τους πέρναγαν τη ζωή τους στ’ άλογο. Το τιμάρι ήταν απλός και βολικός τρόπος αμοιβής για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, σύμφωνα με το οποίο ο τιμαριώτης είχε το δικαίωμα να εισπράξει ορισμένους φόρους από ορισμένες περιοχές, μόνος του, σύμφωνα με τη ανδρεία του και τις επιτυχίες που είχε να επιδείξει στο πεδίο της μάχης για την Αυτοκρατορία. Ο Σουλτάνος είχε στην κατοχή του, κυριολεκτικά, όλα τα εδάφη της Αυτοκρατορίας και σ’ αυτόν κατέληγαν όλοι οι φόροι που εισπράττονταν. Δάνειζε όμως μερικά από τα έσοδά του σε άτομα που προσέφεραν υπηρεσίες στην Αυτοκρατορία. Το τιμάρι κάποιου απλού σπαχή ήταν, για παράδειγμα, τα ετήσια έσοδα από τους φόρους κάποιου μικρού χωριού. Ένας αξιωματικός μπορεί να έπαιρνε τα έσοδα από ένα ζιαμέτι (μια τοπική ομάδα μικρών χωριών). Μερικοί από τους ανώτατους αξιωματούχους των σπαχήδων είχαν τα λεγόμενα χάσια, περιοχές ορεινές και δυσπρόσιτες, κατοικούμενες από αρειμάνιους επαναστάτες, από τους οποίους η είσπραξη των φόρων δεν ήταν εύκολη, τουλάχιστον για τους απλούς φοροεισπράκτορες του Σουλτάνου, οπότε οι εξίσου σκληροτράχηλοι σπαχήδες ήταν η μόνη λύση3.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρχαν μυριάδες τρόποι είσπραξης φόρων, μεταξύ των οποίων τα διόδια σε δρόμους και περάσματα ήταν πιο συνηθισμένα. Διόδια πλήρωνε επίσης όποιος ήθελε να διαβεί τις μεγάλες γέφυρες στα αμέτρητα ποτάμια της αυτοκρατορίας4. Τα περισσότερα από τα διόδια αυτά είχαν αποδοθεί στους σπαχήδες. Στα τελευταία εκατό πενήντα περίπου χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Σουλτάνος Μουσταφά ο 3ος έδωσε στους σπαχήδες το δικαίωμα να οργανώνονται σε ομάδες και να εισπράττουν τα έσοδα από τιμάρια και ζιαμέτια ομαδικά – πάντα όμως με συγκεκριμένους νόμους και κανόνες: Έτσι οι τιμαριότες μπορούσαν να οργανώνονται ανά δύο, οι ζιαμετιανοί ανά πέντε και οι μπέηδες (που από 1780 είχαν επίσης το δικαίωμα να εισπράττουν φόρους από ορισμένες περιοχές στα μπεηλίκια τους) είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν ομάδες από όσους πολεμιστές μπορούσαν. Να σημειωθεί ότι η κατοχή αλόγων από τους πολίτες της Αυτοκρατορίας ήταν ένα αυστηρά ελεγχόμενο προνόμιο. Εκτός από τους σπαχήδες, δηλαδή τους τιμαριώτες, όποιος άλλος είχε στην κατοχή του άλογο έπρεπε να έχει ειδική άδεια από τις αρχές. Η κατοχή ημιόνων και όνων ήταν ελεύθερη. Όπως ελεύθερη ήταν και η μετακίνηση όλων των υπηκόων της σε όλη γενικά την επικράτεια της Αυτοκρατορίας.

Ουδέποτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ουδείς υπήρξε κάτοχος γης. Αυτό ίσχυε και για τους σπαχήδες. Ήταν απλώς εισπράκτορες συγκεκριμένων φόρων – και μόνο αυτών – το δικαίωμα είσπραξης των οποίων τους είχε παραχωρηθεί. Το δικαίωμα αυτό αφορούσε συγκεκριμένη περιοχή. Αν ο σπαχής έπρεπε να μετακινηθεί και δεν μπορούσε, εξ αντικειμένου, να εισπράξει τα οφειλόμενα σε αυτόν, έπρεπε να ζητήσει αντικατάσταση του τιμαρίου με άλλο ιδίας αξίας. Τα παιδιά του τιμαριώτη δεν είχαν κανένα δικαίωμα κληρονομιάς του δικαιώματος, εκτός ίσως από την φυσική ροπή των αρχών να τα ευνοούν στις επιλογές νέων σπαχήδων, λόγω και της συνήθειας των σπαχήδων να διδάσκουν στα παιδιά τους την τέχνη τους. Αργότερα, τον δέκατο ένατο αιώνα επεκράτησε η συνήθεια να δίδεται στον πρωτότοκο γιο των σπαχήδων τιμάρι ίσον με το ένα τρίτο αυτού του πατέρα του. Οι σπαχήδες στις παραμεθόριες περιοχές της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να μετακινούνται μαζί με τα σύνορα. Όσοι τελικά ακολουθούσαν τα σύνορα είχαν μεγαλύτερες απολαβές από νέα τιμάρια στις νέο-αποκτούμενες περιοχές.

Οι πηγές εσόδων της Αυτοκρατορίας επανεξετάζονταν κάθε γενιά. Φόροι, διόδια, συνηθισμένες χρεώσεις, ακόμα και παροχή δωρεάν εργασίας, όλα τα τέλη χρήσης των παζαριών, η γεωργική παραγωγή, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε χωριού, κάθε πόλης, κάθε περιοχής, καταγράφονταν, προκειμένου να εντοπισθούν τα τιμάρια και τα φέουδα της Αυτοκρατορίας, να υπολογισθούν τα έσοδα για τις πολεμικές ετοιμασίες της και να εξασφαλισθούν οι πόροι για τις εκστρατείες που εκπονούσε ο Σουλτάνος και το ντιβάνι του. Μια τούρκικη παροιμία λέει: Βγάλε τον Τούρκο απ’ τ’ άλογο να γίνει γραφειοκράτης. Πράγματι οι γραφειοκράτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν όσοι και οι πολεμιστές της. Καθ’ ένας απ’ αυτούς ένοιωθε – τουλάχιστον μεταφορικά – τη σέλα στα οπίσθιά του. Από τον πιο μικρό αντιγραφέα στο σαράι (τα έγγραφα και τα αρχεία της Αυτοκρατορίας εκδίδονταν σε πολλά αντίγραφα, συνεπώς χρησιμοποιούταν στρατιά αντιγραφέων – η χαρά της Xerox), μέχρι τους δυο υψηλότατους δικαστές του κράτους, τους καδή-ασκέρηδες – ένας για το στράτευμα της Ανατολίας και ένας για αυτό της Θράκης – όλοι όσοι ήταν στην υπηρεσία του Σουλτάνου – Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Αρμένηδες, Εβραίοι, Λατίνοι - πίστευαν ότι συνέβαλαν στην πολεμική επιτυχία της Αυτοκρατορίας. Πράγματι συνέβαλαν – και η κρατική μηχανή φρόντιζε να τους τονώνει το ηθικό και να επιδεικνύει δημόσια την ευαρέσκειά της. Για τους ενδιαφερόμενους, η ηθική αυτή αναγνώριση ήταν σημαντικότερη από τις υλικές απολαβές.

Ο προϋπολογισμός της Αυτοκρατορίας, από τη Βούδα μέχρι τη Βαγδάτη και από την Κριμαία μέχρι την Αίγυπτο, βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην απορρόφηση – την αφαίμαξη - του πλούτου των εδαφών που κυριεύονταν. Λάφυρα για όλους, νέοι φόροι, νέα τιμάρια, νέα πασαλίκια, νέα μπεηλίκια, ικανοποιούσαν όλους. Να σημειωθεί ότι οι Οθωμανοί ήταν οι πρώτοι από την εποχή των Ρωμαίων, που διατηρούσαν ένα πλήρως ετοιμοπόλεμο στρατό στην Ευρώπη, με σίτιση, οπλισμό, εκπαίδευση και παραδειγματική οργάνωση. Το 1683, όταν οι Οθωμανοί ακολουθώντας τον Έβρο και τον Δούναβη, πολιόρκησαν τη Βιέννη, όλο το στράτευμα, και οι διακόσιες χιλιάδες άνδρες, λάβαιναν φρέσκο ψωμί κάθε βράδυ. Το 1548, όταν ο Οθωμανικός στρατός εκστράτευσε κατά του Σάχη της Περσίας, - με αστραπιαίες προελάσεις, από φόβο μήπως οι Οθωμανοί μολυνθούν από τους αιρετικούς σιίτες, το στράτευμα χρειάστηκε να διασχίσει μια έρημο εξακοσίων χιλιομέτρων. Ο εφοδιασμός του στρατεύματος ουδόλως επηρεάσθηκε. Τέτοιες επιδόσεις στρατιωτικής υποστήριξης δεν έχουν επιτευχθεί ούτε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις του 20ου αιώνα.

Και ενώ τα στρατόπεδα των δυτικών δυνάμεων ήταν άντρα ακολασίας, φασαρίας, καυγάδων και εξαπατήσεων, στο στρατόπεδο των Οθωμανών επικρατούσε απόλυτη τάξη και το μόνο που ακουγόταν ήταν το χτύπημα του ξύλινου σφυριού στο στήσιμο των σκηνών και το άχνισμα του νερού στα καζάνια κατά την παρασκευή του πιλαφιού. Ο Βυζαντινός χρονικογράφος Χαλκοκονδύλης αναφέρει, σχετικά με το στρατό των Οθωμανών, λίγο πριν την Άλωση: «Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλος πρίγκιπας που να διατηρεί το στρατό του σε καλλίτερη κατάσταση και με μεγαλύτερη τάξη». Οι Οθωμανοί παρέμειναν πάντοτε νομάδες. Τα στρατόπεδά τους, όχι μόνο στον πόλεμο, αποτελούνταν από σκηνές. Όπως παρατήρησε ο Ιταλός περιηγητής του δέκατου όγδοου αιώνα, Κόντες de Marsigli, οι σκηνές υπήρχαν παντού στην Αυτοκρατορία. Αν κάποιο αντικείμενο ή κτίριο μπορεί να εκφράσει τους Οθωμανούς, δεν είναι ούτε το τζαμί, ούτε ο Μιναρές, ούτε η Ισλαμική τέχνη, ούτε βέβαια τα αραβουργήματα. Είναι η σκηνή. Υπήρχαν σκηνές που προστάτευαν από τον ήλιο της ερήμου και από τις βροχές των Βαλκανίων. Ο ένδοξος Προφήτης είχε ζήσει στη σκηνή. Το ίδιο και οι Σουφήδες. Αν και η θεμελίωση της Αυτοκρατορίας έγινε με το χτίσιμο του πέτρινου Τοπ Καπί, η πραγματική δύναμή της προήλθε από την ικανότητά της να επεκτείνεται συνεχώς. Έτσι, στην τελευταία μεγάλη πολιορκία, αυτή της Βιέννης, οι Οθωμανοί έστησαν μια ολόκληρη πόλη κάτω από μουσαμά, μεγαλύτερη σε έκταση από τη Αυστριακή πρωτεύουσα και καλύτερα οργανωμένη από αυτήν. Το στρατόπεδο των Οθωμανών στη Βιέννη και στο Μόναχο – πού στήθηκε μέσα σε λίγες μέρες - περιείχε αυστηρά καθορισμένες – και πεντακάθαρες – στεγασμένες διόδους. Μέχρι και στεγασμένους κήπους για τον περίπατο του Μεγάλου Βεζίρη.

Ο Tursun Bey αναφέρεται στα στρατόπεδα των Οθωμανών με τη φράση «Οθωμανική Τάξη», επειδή με θαυμαστή ταχύτητα και αξιοζήλευτη ακρίβεια, στο τέλος μιας ημερήσιας πορείας, στα οροπέδια των Βαλκανίων, μια ολόκληρη πόλη στηνόταν σε λιγότερο από μία ώρα. Γιατί όλα είχαν την τάξη τους: γύρω από την σκηνή του Σουλτάνου στήνονταν οι σκηνές των Βεζίρηδων, μετά των άλλων επισήμων, των γενίτσαρων (των οποίων οι τελετουργικές φωτιές φώτιζαν για ώρες τον ορίζοντα5), των σπαχήδων, των σερασκέρηδων, των κανονικών στρατιωτών, των ατάκτων. Όλα στη θέση τους και αστραπιαία. Και κάθε βράδυ τα ίδια. Ο έκπληκτος Busbecq, τον δέκατο-πέμπτο αιώνα δεν πίστευε στα μάτια του και η Λαίδη Mary Wortley Montagu, τον δέκατο-όγδοο, όταν τα ψωμιά - και τα γιαταγάνια – της αυτοκρατορίας ήταν μετρημένα, βρήκε το θέαμα διασκεδαστικό.

Η γραφειοκρατία της Αυτοκρατορίας παρίστατο σχηματικά από τέσσαρις πόλους: Το Μεγάλο Βεζίρη, τους ταμίες, τους κατήδες (δικαστές) και τη στρατιωτική διοίκηση. Το κέντρο όμως του στρατοπέδου ήταν η σκηνή του Σουλτάνου: από ειδικά υλικά, κάθε Σουλτάνος έφτιαχνε τη δική του, που η κατασκευή της μπορεί να έπαιρνε χρόνια, όπως αυτή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ήταν από καθαρό μετάξι, στηριγμένη σε δεκαέξι τεράστιους πόλους, φοδραρισμένη από κόκκινο και πράσινο ταφτά, χρειάστηκε τρία χρόνια για να φτιαχτεί και όταν δεν χρησιμοποιούταν στο μέτωπο στηνόταν στον Ιππόδρομο της Πόλης για να την θαυμάζουν και να εντυπωσιάζονται εχθροί και φίλοι.

Το στράτευμα παρέμενε στρατοπεδευμένο σε καταυλισμούς πέντε μήνες κάθε χρόνο. Η άριστη κατάσταση των στρατοπέδων, όχι μόνο παρέδιδε τους στρατιώτες ξεκούραστους και ετοιμοπόλεμους για την επόμενη πολεμική σαιζόν, αλλά χρησίμευε σαν ένα είδος μεταφερόμενου φρουρίου γιατί ήταν γνωστή η στεγανότητα των Οθωμανικών καταυλισμών, στους οποίους δεν πέρναγε ούτε γάτα. Ο προσεκτικός παρατηρητής Busbeck λέει ότι «οι Οθωμανοί καταυλίζονται καλύτερα όταν εκστρατεύουν παρά στη βάση τους». Οι σκηνές τους, με το χαρακτηριστικό τους χρώμα - κόκκινο ή κίτρινο για τους αξιωματούχους, μοβ για τον Μεγάλο Βεζίρη, πράσινο για τους γενίτσαρους – εξέπεμπαν την πεμπτουσία της ισχύος των σκλάβων του Σουλτάνου. Ο Busbecq αναφέρει ότι η περιφέρεια της σκηνής του Μεγάλου Βεζίρη ήταν 800 μέτρα. Μπροστά της υπήρχε μια μεγάλη πλατεία, παρόμοια με τις αυλές των παλατιών. Η είσοδός της ήταν μια καλυμμένη ροτόντα, κάτω από τη σκιά της οποίας «στέκονταν οι άνδρες της φρουράς του και οι υπηρέτες του». Την ίδια περιγραφή δίνει ο della Valle, προσθέτοντας ότι γύρω από την μεγάλη πλατεία υπήρχαν οι πράσινες σκηνές των γενιτσάρων. Οι εσωτερικοί κίονες της σκηνής ήταν βαμμένοι κόκκινοι. Οι σκεπαστοί διάδρομοι ήταν στρωμένοι με χαλιά. Τα χαλιά γίνονταν πιο παχιά στο εσωτερικό της σκηνής. Το κεντρικό δωμάτιο περιβαλλόταν από διάφορες πόρτες που οδηγούσαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ενοίκου και της οικογενείας του. Η κρεβατοκάμαρα του Βεζίρη ήταν ντυμένη με χρυσοποίκιλτο μετάξι. Ακόμα και οι στάβλοι στεγάζονταν σε σκηνές «Παρέχοντας όλες τις ανέσεις ενός μεγάλου παλατιού».

Ένα από τα προνόμια των γενιτσάρων ήταν το δικαίωμα να πωλούν τις φθαρμένες σκηνές. Όταν οι γενίτσαροι, στα μέσα του δέκατου-ένατου αιώνα, τεμπέλιαζαν άπρακτοι στους στρατώνες τους στην Κωνσταντινούπολη, έδειχναν τη δυσφορία τους αδειάζοντας στο έδαφος τα καζάνια με το πιλάφι αρνούμενοι να φάνε τα εδέσματα που τους έστελνε ο Σουλτάνος6. Στις εκστρατείες όμως, η εκδήλωση αποδοκιμασίας προς την ηγεσία τους – ενίοτε και προς τον ίδιο το Σουλτάνο – εκδηλωνόταν με το σκίσιμο των σκηνών τους και το ποδοπάτημα στη λάσπη των υπέροχων μεταξωτών.

Ο Βενετός Morosini, γνωστός για την προδιάθεσή του να κριτικάρει τους Οθωμανούς, παραδέχεται ότι «η στρατιωτική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στο Σουλτάνο να διατηρεί δεκαπλάσιο στρατό με το ένα δέκατο του κόστους που θα πλήρωναν οι δυτικοί ηγεμόνες». Ενώ οι ηγεμόνες της Δύσης, για να συγκεντρώσουν στρατό ήταν υποχρεωμένοι να απειλήσουν τους υπηκόους τους ή να υποσχεθούν υπέρογκα ποσά, να δανειστούν κεφάλαια ή να εκποιήσουν περιουσίες και φέουδα, ο Οθωμανός Σουλτάνος, το μόνο που έκανε ήταν να διατηρεί σε λειτουργία την καλά κουρδισμένη μηχανή της Αυτοκρατορίας του. «Δεν δείχνουν ποτέ να νοιάζονται για τη ζωή τους την ώρα της μάχης. Διατηρούνται για καιρό στη ζωή χωρίς κρέας και κρασί, αρκούμενοι στο ψωμί και το νερό». Με το φαΐ αυτό, οι Δυτικοί τάιζαν τ’ άλογά τους. Ακόμα και οι καμήλες των Οθωμανών είχαν σοβαρά πλεονεκτήματα: κάθε καμήλα κουβάλαγε 250 κιλά, δυο φορές όσα το άλογο, και μόνο μια καμήλα σε κάθε τέσσαρις αρκούσε για να κουβαλάει τροφή για τα ζώα, αντί ένα στα δυο για τα άλογα.

Οι Οθωμανοί ανέλυαν με προσοχή τα δεδομένα του πολέμου. Δεν αγνοούσαν καμιά πηγή πληροφοριών και διατηρούσαν εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων που τους παρείχε ζωτικές πληροφορίες για τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού και διάφορες πληροφορίες που το στρατηγείο και το ντιβάνι εξέταζαν με προσοχή. Με τον ερχομό του χειμώνα, αναλύονταν με προσοχή οι περασμένες εκστρατείες και συνάγονταν σημαντικά συμπεράσματα για τις μελλοντικές. Με τις αναλύσεις αυτές οι Οθωμανοί προσάρμοζαν κάθε χρόνο τις τεχνικές, τις τακτικές και τον οπλισμό τους. Εντοπίζονταν επίσης και καταγράφονταν οι αδυναμίες άμυνας του εχθρού. Παραδείγματα για την σοβαρότητα που οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν το πόλεμο υπάρχουν πολλά: Το καλοκαίρι του 1688, ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο 2ος παράγγειλε τριάντα χιλιάδες καμήλες από το Μαγρέμπ (αραβικές χώρες της βόρειας Αφρικής). Η αξία της κίνησης αυτής φάνηκε τον επόμενο χειμώνα όταν οι καμήλες αυτές συνέβαλαν σημαντικά στη νίκη των Οθωμανών στο Δούναβη. Το καλοκαίρι του 1604, ο Σουλτάνος Αχμέτ ο 1ος παράγγειλε στη Θεσσαλονίκη πενήντα χιλιάδες λευκούς, λινούς χιτώνες. Φάνηκαν πολύ χρήσιμοι στην παραλλαγή του Οθωμανικού στρατού στις επερχόμενες επιχειρήσεις στα βουνά της Τρανσυλβανίας. Οι Σουλτάνοι, προσαρμόζοντας την Αυτοκρατορία στις συνθήκες του πολέμου που σχεδίαζαν, διάτασσαν, για παράδειγμα, ορισμένες περιοχές να αποδίδουν φόρους σε μορφή μαλλιού προβάτου, αντί για γρόσια. Ή ζήταγαν από τους ντόπιους να δουλέψουν μερικές μέρες στο άνοιγμα δρόμων, και τους χάριζαν φόρους. Το στράτευμα πάντως είχε ειδικά σώματα για όλες τις δουλειές: Σώμα που έφτιαχνε δρόμους και γέφυρες (ένα είδος μηχανικού), άλλο σώμα έψηνε το ψωμί, άλλο έστηνε τις σκηνές. Υπήρχε ειδικό σώμα, αποτελούμενο από ηλικιωμένους απόστρατους που διατηρούσε την τάξη στα εδάφη που άφηνε πίσω του ο στρατός. Μέχρι και ειδικό σώμα που διείσδυε στις τάξεις του εχθρού πριν τη μάχη και έβλαπτε το ηθικό του εχθρού.

Το ηθικό του Οθωμανικού στρατού ήταν συνήθως σε θαυμάσια επίπεδα. Υψηλό ήταν, γενικά, το ηθικό όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα εφόσον οι προσδοκίες όλων πραγματοποιούνταν τόσο εύκολα. Κάθε χρόνο, στις 23 Απριλίου, οι Οθωμανοί γιόρταζαν την ημέρα του πολέμου7 . Γίνονταν μεγαλειώδεις παρελάσεις με συμμετοχή πολλών αξιωματούχων και όλου του κόσμου. Τις περισσότερες φορές συμμετείχε και ο Σουλτάνος, αν ήταν στην Πόλη. Την ημέρα αυτή, οι Οθωμανοί θεωρούσαν σαν την έναρξη της πολεμικής σαιζόν, που κρατούσε μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου. Η ημέρα του πολέμου ήταν η μεγαλύτερη μη θρησκευτική γιορτή της Αυτοκρατορίας. Όλες οι συντεχνίες - και ήταν πολλές, όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο – συμμετείχαν στα πανηγύρια. Οι έμποροι προϊόντων διατυμπανίζοντας την σχέση που είχαν με το στράτευμα σαν προμηθευτές του. Οι ραφτάδες που έραβαν τις στρατιωτικές στολές. Ακόμα και οι πολυάριθμοι κηπουροί του Σουλτάνου πανηγύριζαν την έναρξη της πολεμικής σαιζόν. Οι κηπουροί, που το χειμώνα διατηρούσαν στην εντέλεια τους κήπους στο σαράι, το καλοκαίρι αναλάμβαναν καθήκοντα δημίων και εκτελούσαν εγκληματίες και προδότες. Η 23η Απριλίου κάθε χρόνο σήμαινε τον ξεσηκωμό του μισού περίπου πληθυσμού της Πόλης. Οι υπηρέτες του Σουλτάνου, καμιά χιλιάδα άνθρωποι που άλλοι τον έντυναν, άλλοι τον πόδεναν, άλλοι του άναβαν τα φώτα, άλλοι του διάβαζαν στίχους από το κοράνι, έβγαζαν τα χειμωνιάτικα ρούχα τους, έβαζαν μεγαλοπρεπείς Αραβικές κελεμπίες, ζώνονταν τ’ άρματα και ετοιμαζόντουσαν για την εκστρατεία στη διάρκεια της οποίας, εκτός από υπηρέτες γίνονταν και προσωπικοί σωματοφύλακες του Κυρίου τους, με εντολή να τον καλύπτουν συνεχώς με τη ζωή τους. Οι πασάδες και οι δυο καδή-ασκέρηδες καβάλαγαν τ’ άλογα και ετοιμαζόντουσαν να ακολουθήσουν κι’ αυτοί το στράτευμα. Ο Κατής της Ισταμπούλ ετοιμάζονταν να αναλάβει την διοίκηση της Πόλης, σαν ο υψηλότερος αξιωματούχος που θα έμενε σ’ αυτήν. Ο Πασάς του Ερζερούμ, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στην Πόλη όταν έφευγε το στράτευμα – και κυρίως όταν έφευγαν οι γενίτσαροι που ήταν οι de facto χωροφύλακες στην Πόλη – ετοίμαζε το ασκέρι του να μπει στην πόλη μόλις χρειαστεί. Ο στόλος έτοιμος να αποπλεύσει στα Δαρδανέλια, συμμετείχε στις εκδηλώσεις με κανονιοβολισμούς και φανφάρες. Όλοι οι Βεζίρηδες, το ντιβάνι και όλη η κυβέρνηση ετοιμαζόταν για το δρόμο. Γενικά όλη η Αυτοκρατορία, όλοι όσοι ήταν κάποιοι, σε όλα τα εδάφη της, ετοιμάζονταν να επιτελέσουν το έργο που ήξεραν να κάνουν καλύτερα και προφανώς απολάμβαναν περισσότερο – τον πόλεμο. Ανάλογα με την κατεύθυνση της προγραμματισμένης εκστρατείας, για την Ανατολή η τη Δύση, στήνονταν οι τρεις μεγαλοπρεπείς αψίδες είτε στην Πύλη του Βελιγραδίου (για τη Δύση) η την Πύλη στο Σκουτάρι (για την Ανατολή).

Και ενώ το στράτευμα όδευε προς την παλαιά οδό του Βελιγραδίου, διασχίζοντας τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Βουλγαρία και τη Σερβία, ένας μεγάλος αριθμός βοηθητικών ομάδων ερχόταν να το συναντήσει και να προσκολληθεί σε αυτό:Ορδές Σλάβων Βοϋνούκων καβαλάρηδων (στρατού ατάκτων ), απομεινάρια παλιότερων Βαλκανικών ηγεμονιών. Επαγγελματίες λήσταρχοι με τους άγριους πολεμιστές τους που το χειμώνα λήστευαν τα πλοία που επιχειρούσαν να διαπλεύσουν το Δούναβη. Αρειμάνιοι δερβεντζήδες (ημι-παράνομοι φρουροί των ορεινών διαβάσεων). Βλάχοι βοσκοί (ένας άνδρας για κάθε πέντε οικογένειες, σύμφωνα με κανόνα του Σουλτάνου). Και άλλα διάφορα επαγγέλματα, από σιδεράδες μέχρι γαλατάδες και τυροκόμους, που μεγέθυναν τον αριθμό του στρατεύματος κατά 100.000 περίπου άνδρες. Ακόμα και από το μακρινό βορά έφταναν: Τάταροι από την Κριμαία, άνδρες από τις υποταγμένες στο Σουλτάνο ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, μυστακοφόροι Τρανσυλβανοί. Όλοι παρουσιάζονταν από το πουθενά μόλις έκανε την εμφάνισή του το στράτευμα. Τους ένωνε η μυρωδιά του πολέμου, το όραμα της λαφυραγώγησης νέων εδαφών, η πιθανότητα να καταταγούν – αν υπήρχε ανάγκη – στον τακτικό Οθωμανικό στρατό. Και βέβαια η παρουσία του Μεγάλου Κυρίου.

Τι θέαμα κι’ αυτό! Πολλοί δυτικοί δεν έχαναν την ευκαιρία: παρατηρητές, εκπρόσωποι κυβερνήσεων και ηγεμόνων, περίεργοι, έμποροι, παλαβοί, τυχοδιώκτες ακόμα και ιερείς των χριστιανικών εκκλησιών ακολουθούσαν την μοναδική αυτή πομπή. Μερικοί από αυτούς άφησαν τις εντυπώσεις τους για τους μεταγενέστερους. Η πιο γλαφυρή περιγραφή είναι αυτή του Della Valle που παρακολούθησε μια τέτοια πομπή το 1615, μιας από τις τελευταίες της δεκατετραετούς θητείας του Σουλτάνου Αχμέτ του 1ου. Μας πληροφορεί ότι την πομπή συμπλήρωναν πάνω από 5000 σημαίες και λάβαρα, 200 έφιπποι δυτικοί ιππότες με τις πανοπλίες τους, και 1000 περίπου Έλληνες Ηρακλειδείς, με ρόπαλα και σφεντόνες. Το στράτευμα, τουλάχιστον ο τακτικός στρατός, πορευόταν σε βηματισμό, στα ρωμαϊκά καλντερίμια , στα Βυζαντινά πλακόστρωτα, στους χωματόδρομους. Ο ίδιος παρατηρητής μας λέει ότι πουθενά στην πομπή δεν είδε αμυντικά όπλα κανενός είδους. Στόχος της εκστρατείας ήταν πάντα και μόνο η επίθεση.

Τελευταίοι στην πομπή ήταν οι εκπαιδευόμενοι γενίτσαροι με τον αγά τους. Πήγαιναν πεζή και σκοπός τους ήταν να ‘φροντίζουν’ όποιον έμενε πίσω. Στο μέσο ακριβώς της πομπής των τακτικών ήταν τοποθετημένοι ο κατή-ασκέρης και ο Μουφτής – ο υψηλότερος στην Αυτοκρατορία αξιωματούχος του Ισλάμ, «ο πιο όμορφος και καλοντυμένος άνθρωπος στην Αυτοκρατορία, ίσως και σε όλη την Ευρώπη, με το την εντυπωσιακότερη γενειάδα που έχω δει ποτέ8», με το μεγαλοπρεπές του πράσινο τουρμπάνι, το ολομέταξο, χρυσοποίκιλτο καφτάνι του, το καταπράσινο, στο χρώμα του Προφήτη άλογό του, περιστοιχισμένος από ευθυτενείς, εντυπωσιακούς το δέρας δερβίσηδες με μυτερά καπέλα και κόκκινες, μεταξωτές φούστες και πράσινα ζωνάρια. Μπροστά του τέσσερις ολομέταξες, καταπράσινες σημαίες του Προφήτη, πεντέμισι μέτρα η κάθε μια, με τα το ιερό έμβλημα του Ισλάμ, γραμμένο σε καλλιγραφική Αραβική γραφή: «Ένας είναι ο Αλλάχ και Προφήτης Αυτού ο Μεχμέτ». Πίσω από το Μουφτή οι Ουλεμάδες με τα χρυσοκέντητα κοράνια ανά χείρας, έτοιμοι να υποδεχτούν τους άπιστους στα χέρια του Αλλάχ.

Η πομπή αναγνώριζε τους επευφημούντες κατοίκους των περιοχών που διέσχιζε υψώνοντας τα γιαταγάνια και εκφωνώντας ύμνους για τους Πασάδες ή τους αγάδες της, και τραγούδια για τον πολυχρονεμένο Πατισάχ. Οι αγάδες των τακτικών γενίτσαρων, περιστοιχισμένοι από δερβίσηδες που στροβιλίζονταν χορεύοντας, ξεκίναγαν την πομπή μαζί με τους άνδρες τους. Ακολουθούσαν οι Βεζίρηδες, το Ντιβάνι, ο Σουλτάνος με την πολυπληθή ακολουθία του, τα λάβαρά του και άλλη μια σημαία του Προφήτη. Ακολουθούσαν οι γενίτσαροι, οι σπαχήδες, οι πεζικάριοι και όλοι οι άλλοι των ειδικών σωμάτων. Ο καθένας με τη στολή του. Οι αξιωματικοί τους ανάμεσα στους άνδρες τους, ακόμα και ο σερασκέρης (αρχιστράτηγος) μαζί τους.

Στα νώτα της μεγάλης πομπής, πίσω και από τους εκπαιδευόμενους γενίτσαρους, μαζεύονταν οι εθελοντές, κινούμενοι άτακτα, μέσα στη σκόνη, με σκοπό να μαζέψουν ό,τι πέταγε ο στρατός και ελπίζοντας να πλουτίσουν με ότι περίσσευε από τους αξιωματούχους. Ο Σουλτάνος και όλοι οι Μουσουλμάνοι που σέβονταν τη θρησκεία τους, έδιναν στους φτωχούς και στους λιγότερο τυχερούς από αυτούς ελεημοσύνη, σύμφωνα με τις επιταγές του Κορανίου, το ζεκάτ (στα Ελληνικά δεκάτη, ένα ποσοστό των εσόδων τους και της περιουσίας τους). Το ζεκάτ, ένας από τους πέντε στύλους του Ισλάμ, αποτελεί βασικότατη υποχρέωση κάθε Μουσουλμάνου. Ο Σουλτάνος, εκπληρώνοντας την υποχρέωσή του αυτή έδινε διαταγές να μοιράζονται στους φτωχοδιάβολους που ακολουθούσαν τη πομπή γρόσια, ρούχα, παπούτσια και τρόφιμα, σε μεγάλες ποσότητες. Πολλοί από αυτούς πράγματι πλούτιζαν, σε σύγκριση τουλάχιστον με ό,τι είχαν στα χωριά τους. Ο Morosini αναφέρει ότι ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, σε μια και μόνο εκστρατεία του έκανε ελεημοσύνες αξίας 10.000 δουκάτων, ποσού που αναλογούσε στο ήμισυ περίπου του ποσού που η Γαληνοτάτη ξόδευε ετήσια για τη συντήρηση του στόλου της. Ο Σουλτάνος Μουσταφά ο 3ος, το 1758, με την ευκαιρία της ενθρόνισής του και της επιτυχημένης εκστρατείας του στην Κριμαία χορήγησε στους φτωχούς της Αυτοκρατορίας του σαν ζεκάτ δέκα ολόκληρα τιμάρια, από τα έσοδα των οποίων θα έτρωγαν και έπιναν 20.000 άνθρωποι κάθε μέρα για χρόνια. Από το ζεκάτ των κατά τόπους μουσουλμάνων συντηρούνταν και άνθιζαν τα πολυάριθμα καραβάν-σεράγια της Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος Μουράτ ο 4ος, ο Γαζής ο Νικηφόρος, με ζεκάτ του έστελνε από το 1630 μέχρι το θάνατό του το 1640 περίπου 500 άτομα ετησίως για χάτζι (προσκύνημα) στη Μέκκα9. Γενικά, χάρη στη ζεκάτη, στα εξακόσια χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ουδείς υπήκοός της πέθανε από την πείνα. Μεγάλο επίτευγμα μιας μεσαιωνικής κοινωνίας.
Οι προσπάθειες της Ουγγαρίας να περιορίσει τους Τούρκους στον Κάτω Δούναβη απέτυχαν στη Νικόπολη το 1396. Μόνο όμως η Ουγγαρία μπορούσε να ελπίζει ότι θα σταμάταγε τους Οθωμανούς στη Κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα με τους Σέρβους που τους παρέδωσαν το Βελιγράδι το οποίο έγινε προπύργιο της Αυτοκρατορίας στις εξορμήσεις της προς βορά, η Ουγγρική Δυναστεία ήταν σε συνεχή συμμαχία με την Πολωνία, την Αυστρία και τη Βοημία. Τα κόστη όμως αυτής της άμυνας δεν ήταν εύκολο να επιμεριστούν. Αν και ο μεγαλοφυής Ούγγρος στρατηγός Hunyadi που έσωσε το Βελιγράδι το 1456 και ήρθε πολύ κοντά στο να φθάσει μέχρι το Έντιρνε το 1451, είχε απελπιστική ανάγκη για μετρητά και οπλισμό. Ο γιος του Ματθαίος που έγινε βασιλιάς της Ουγγαρίας το 1456, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να οργανώσει την άμυνα της πατρίδας του

Τότε όμως, οι Οθωμανοί είχαν ήδη κυριαρχήσει στα Βαλκάνια. Η Σερβία ενσωματώθηκε το 1459. Η Βοσνία το 1463. Η Πελοπόννησος έπεσε το 1460. Η Άλβανία έπεσε μετά του θάνατο του ηρωικού Σκαντέρμπεη. Η Μολδαβία ακολούθησε τη Βλαχία που δήλωσε υποτέλεια στο Σουλτάνο το 1455. Οι περιοχές με τα πλούτη τους, τα σιτηρά, την ξυλεία, το μέλι, τις γούνες – όλα αυτά περιζήτητα προϊόντα στην Αυτοκρατορία – δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στους Οθωμανούς. Από το 1475, ο Σουλτάνος είχε στη διάθεσή του τους άγριους Τατάρους της Κριμαίας τους οποίους χρησιμοποιούσε, όταν χρειάζονταν, κατά των Βαλκανικών χωρών. Έτσι, παρά τις προσπάθειες των Ούγγρων, οι Οθωμανοί πήραν τις παραδουνάβιες Ουγγρικές πόλεις της Σμεντέροβο και Γκαλαμπόκ το 1439. Όλα τα Παραδουνάβια Πριγκιπάτα ήταν τώρα κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία και οι Ηγεμόνες τους ήταν είτε Οθωμανοί είτε διορισμένοι από τους Οθωμανούς.

Στα τέλη του 15ου αιώνα οι Οθωμανοί είχαν επεκταθεί αρκετά στην Ευρώπη, μέχρι τα μέσα του Δούναβη, στο βορά μέχρι τις στέπες της Σιβηρίας και στην Ασία μέχρι το Ιράν και τις Αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής. Σ’ αυτές τις τελευταίες περιοχές έστρεψαν τώρα τη προσοχή τους. Σταμάτησαν την επέκτασή τους στην Ευρώπη για να στραφούν στην Αραβία και την Αίγυπτο, τις πλούσιες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου που θα συμπλήρωναν την επικυριαρχία τους στον κόσμο.

Έτσι, το 1514, ο γενναίος Οθωμανικός στρατός στράφηκε προς την Ανατολή. Οι αψίδες στήθηκαν στο Σκουτάρι και η τεράστια πομπή ξεκίνησε για την Αραβική χερσόνησο. Μέσα σε τρία χρόνια ο Σουλτάνος Σελίμ (1511-1521), γνωστός στην ιστορία σαν ο Σκληρός, ή ο Τρομερός (Γιαβούζ για τους Οθωμανούς) έγινε κύριος του Ιράν, του Ιράκ και της Αιγύπτου, της καρδιάς της Μουσουλμανικής Πίστης και ο Σερίφης της Μέκκας του παρέδωσε τα κλειδιά της ιερότερης πόλης του Ισλάμ.


11 Έτσι εξηγείται και ο χαρακτηρισμός ‘Πιλάφι’ για μερικούς από τους αξιωματικούς των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Εξάλλου, οι καταβολές πολλών από αυτούς λίγο διέφεραν από αυτές των γενιτσάρων.
2 Ο Sir Paul Rycaut (1628-1700), άγγλος έμπορος στη Σμύρνη, αγαπητός σε όλους όσοι τον γνώριζαν, έγραψε πολλά βιβλία για την Αυτοκρατορία και τις θρησκείες της. Το βιβλίο του «Ιστορία των Τούρκων και της Αυτοκρατορίας τους» που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1687 αποτέλεσε βασική πηγή πληροφοριών για τους Ευρωπαίους για πάνω από διακόσια χρόνια. Σήμερα οι πληροφορίες του βιβλίου είναι ανεκτίμητες. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Αθηνών υπάρχει το πρωτότυπο καθώς και μια θαυμάσια μετάφραση του Αλεξάνδρου Πάλλη.
3 Η είσπραξη των φόρων στις πόλεις και τα χωριά της Αυτοκρατορίας ήταν σχετικά απλό ζήτημα. Στα ορεινά όμως σημεία των Βαλκανίων οι πολυπληθείς εθνότητες είχαν αναπτύξει περίπλοκες και συνήθως αποτελεσματικές μεθόδους αποφυγής της. Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε διεξοδικά στο κεφάλαιο περί νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το όνομα Χάσια ή Χασιά επέζησε μέχρι σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
4 Η πρακτική αυτή των διοδίων δεν ήταν προνόμιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Μεσαιωνική Ευρώπη τα διόδια και η φορολογία των περασμάτων ήταν ένα από τα κυριότερα έσοδα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται η άδεια ή ανοχή των ηγεμόνων ή των επισκόπων. Πολλές φορές οι καλόγεροι που εισέπρατταν αυτά τα διόδια είχαν αναγάγει τη διαδικασία σε περίτεχνη – και ασύμφορη για τους ταξιδιώτες – τεχνική. Στο Μεσαιωνικό Μόναχο, στις δύο γέφυρες που ένωναν την πόλη πάνω στον ποταμό Ίζαρο υπήρχαν τέσσερα σημεία συλλογής διοδίων, σε απόσταση λίγων μέτρων μεταξύ τους. Τη νότια πλευρά του ποταμού ήλεγχαν οι Καπουτσίνοι και τη βόρεια οι Φραγκισκανοί μοναχοί. Μεταξύ τους επικρατούσαν συνθήκες πολέμου. Τα διόδια αυτά είχαν φτάσει σε τέτοια ύψη, που στο μέσα του 15ου αιώνα, οι ταξιδιώτες απέφευγαν συστηματικά το Μόναχο, κάτι που ανάγκασε τον Ηγεμόνα της Βαυαρίας να ζητήσει τη συνδρομή του Πάπα. Χωρίς αποτέλεσμα. Οι φουκαράδες υπήκοοι των πολυάριθμων βασιλιάδων και τοπικών ηγεμόνων της Μεσαιωνικής Ευρώπης πλήρωναν πολύ περισσότερα από τους ομοιοπαθείς τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και πολλές φορές χωρίς να γλιτώνουν το κεφάλι τους. Το πρόβλημα πάντως στο Μόναχο λύθηκε με ΄θεία’ παρέμβαση: Η Ισπανική Ιερά Εξέταση στο πέρασμά της από την Βαυαρική πρωτεύουσα το 1590 παρέδωσε στην πυρά τόσους πολλούς ‘μάγους και μάγισσες’ (μεταξύ των οποίων και πολλούς μοναχούς) που το μέτρο της είσπραξης διοδίων δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοσθεί. Η πυρά των ιεροεξεταστών στο Μόναχο (στην Viktualienmarkt) έκαιγε συνεχώς για δύο μήνες.
5 Οι φωτιές που άναβαν οι γενίτσαροι στα στρατόπεδα είχαν, εκτός από τελετουργική σημασία (γύρω από αυτές χόρευαν τους περίφημους χορούς τους οι δερβίσηδες) απέκτησαν συν τω χρόνω και σημασία ψυχολογικού πολέμου: Τρομοκρατούσαν τον εχθρό εν όψει της επερχόμενης λαίλαπας του Οθωμανικού στρατού.
6 Αυτό έκανε τον Σουλτάνο Μαχμούτ τον 2ο, τον Μεταρρυθμιστή να καταργήσει το σώμα των γενιτσάρων
7 Στις 23 Απριλίου το Ορθόδοξο ημερολόγιο γιορτάζει την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Οι Οθωμανοί (και οι σημερινοί Τούρκοι) έχουν ένα παρόμοιο ήρωα, ο οποίος εορτάζεται την ίδια μέρα και απεικονίζεται με τον ίδιο τρόπο, σκοτώνοντας το κακό φίδι που είναι ο εχθρός.
8 Οι Οθωμανοί ανέκαθεν μετρούσαν την αξία και το μυαλό κάθε ανθρώπου ανάλογα με τη γενειάδα του. Οι γενίτσαροι είχαν αυστηρό κώδικα ανάπτυξης της γενειάδας τους, που ήταν όμως γνωστός μόνο σε αυτούς και στο Σουλτάνο. Έτσι, ακόμα και γυμνός ή νεκρός, ο γενίτσαρος κατατασσόταν από τους συναδέλφους του στη σωστή του θέση.
9 Το χάτζι είναι επίσης μια από τις πέντε βασικές υποχρεώσεις του Μουσουλμάνου. Πρέπει να γίνεται μια φορά στη ζωή του κάθε πιστού. Εξαιρούνται οι άρρωστοι και οι φτωχοί. Όποιος Μουσουλμάνος βοηθάει έναν φτωχό στο χάτζι (το γνωστό μας χατζηλίκι) κάνει μεγάλη καλοσύνη που ο Αλλάχ ποτέ δεν ξεχνά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: