Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

09. Στο Χαρέμι

«Ω γυναίκες του Προφήτη! Δεν είστε σαν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Αν φοβάστε τον ΑΛΛΑΧ μην χαριεντίζεστε στις κουβέντες σας μήπως εκείνος που στην καρδιά του υπάρχει αρρώστια σας ποθήσει»
Κοράνι, 33-32

«Και να μένετε φρόνιμα στα σπίτια σας και μη φανερώνετε επιδεικτικά τα κάλλη σας»
Κοράνι, 33-33


Το χαρέμι ήταν το μέρος του σαραγιού που έμεναν οι γυναίκες. Όπως σε κάθε Οθωμανικό σπίτι, η πρόσβαση στο χαρέμι ήταν απαγορευμένη για κάθε ξένο. Στο χαρέμι έμπαιναν ελεύθερα όλοι οι ένοικοι του εσωτερικού παλατιού. Και φυσικά ο Σουλτάνος. Οι γυναίκες που έμεναν στο χαρέμι δεν ήταν μόνο οι σύζυγοι ή οι οδαλίσκες του Σουλτάνου. Ήταν η μητέρα του, οι θείες του, οι αδελφές του, οι κόρες του, οι εξαδέλφες του, και όλες οι μαθητευόμενες. Ακόμα και οι αδερφοί του Σουλτάνου έμεναν – υπό περιορισμό – σε ειδικά διαμερίσματα του χαρεμιού, τα λεγόμενα καφές, (καφάσια, κλουβιά). Το κατά πόσο οι γυναίκες που έμεναν στο χαρέμι ήταν ελεύθερες να φύγουν από αυτό, είναι αντικείμενο πολλών εκτιμήσεων. Το βέβαιο είναι ότι δεν πήγαιναν εκεί με τη θέλησή τους.

Επίσης αντικείμενο εκτιμήσεων – και μυθολογίας – υπήρξε ο αριθμός των ενοίκων του χαρεμιού. Ειδικά στο Τοπ Καπί αναφέρθηκαν φανταστικά νούμερα. Ακόμα και ο προσεκτικός Anderson αναφέρει ότι ζούσαν εκεί 2000 γυναίκες. Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να κοιμούνται όρθιες, η μια δίπλα στην άλλη, ακόμα και αν στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και οι υπηρέτριες, οι κατώτερες από τις οποίες κοιμόντουσαν στα υπόγεια. Στην εποχή του Μεχμέτ του 2ου, που έκτισε το παλάτι, ο Κριτόβουλος, που ήταν ο προσωπικός του γραμματέας, αναφέρει ότι υπήρχαν 3 ή 4 κρεβάτια σε κάθε δωμάτιο. Το 1499, ο Βαγιαζήτ είχε 10 γυναίκες στο Τοπ Καπί και 80 στο Παλιό Σαράι (Εσκί Σαράι). Ο αριθμός αυτός φαίνεται να είναι πιο κοντά στη πραγματικότητα. Πρέπει πάντως να δεχθούμε ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι που τα κορίτσια δεν μπορούσαν να κοιμούνται αγκαλιά. Πρώτα-πρώτα δεν έπρεπε ούτε να μιλάνε μεταξύ τους. Ο Μαύρος Ευνούχος και οι άνθρωποί του – οι μόνοι άρρενες στο χαρέμι – με τις οδηγίες της Βαλιντέ Σουλτάνας, της μητέρας του Σουλτάνου, που είχε την απόλυτη εξουσία στο χαρέμι, έκαναν τα πάντα να αποτρέψουν στενές επαφές των ενοίκων, για το φόβο λεσβιακών σχέσεων. Ακόμα και τα επίφοβα αντικείμενα, κόπανοι, αγγούρια, μελιτζάνες, κολοκύθια, αποφεύγονταν. Οι γυναίκες στο χαρέμι ήταν – κατά πλειοψηφία – νέες, όμορφες και όχι πάντα ενάρετες κοπέλες, χωρίς την παρουσία ανδρών. Και στο χαρέμι έμεναν, εκτός από τις νεαρές κοπέλες και οι μεγαλύτερες γυναίκες της οικογένειας των Σουλτάνων μαζί με τα παιδιά τους.

Οι περισσότερες από αυτές είχαν πληθώρα από δούλες, άλλες έμεναν στο χαρέμι και άλλες όχι. Η νόμιμη σύζυγος του Σουλεϊμάν, η Χιουρέμ Σουλτάνα (ή Ροξελάνα για τους Βενετούς) είχε εκατό περίπου ‘Κυρίες των Τιμών’ και καμία οδαλίσκη, αφού ο Σουλεϊμάν δεν τις είχε πια ανάγκη. Την εποχή της βασιλείας του ελάχιστες κοπέλες έφταναν να μείνουν στο Σαράι. Η σύζυγος του Σελίμ του 2ου, η Νουρμπανού, είχε ένα μικρό αριθμό δούλων, περίπου 150, οι οποίες όλες ήταν μαθητευόμενες. Την εποχή της, λένε ότι υπήρχαν συνολικά στο χαρέμι 1500 γυναίκες, αριθμός μάλλον απίθανος. Η Νουρμπανού ήταν στην καταγωγή Βενετή και το όνομά της ήταν Σεσίλια, εξώγαμο τέκνο του αριστοκρατικού οίκου των Vernier-Baffo. Το Σεπτέμβριο του 1537, ο Χαϊρεττίν Πασάς Μπαρμπαρόσα, Καπουτάν Πασάς Ντέρια (Πρώτος Ναύαρχος του Στόλου), καθ΄ οδόν από την Κέρκυρα προς την Κωνσταντινούπολη, αιχμαλώτισε 1500 αγόρια και 100 κορίτσια, και την Σεσίλια, τότε δώδεκα ετών. Ο ναύαρχος αμέσως εντόπισε την εκθαμβωτική ομορφιά της – το όνομά της στα Τουρκικά σημαίνει Πριγκίπισσα του Φωτός - και την χάρισε στο Σουλτάνο. Ο Σουλεϊμάν την χάρισε με τη σειρά του στο γιο του Σελίμ, πιθανόν με την ευκαιρία διορισμού του δεύτερου σαν κυβερνήτη της Καραμανίας σε ηλικία 18 ετών το 1542. Ήταν ένα χρόνο μικρότερή του και μορφωμένη. Ο Σελίμ την αγάπησε αμέσως – λένε τόσο για την ομορφιά της όσο και την ευφυΐα της - και την πήρε νόμιμη σύζυγό του. Στις 4 Ιουλίου 1546, ημέρα θανάτου του Μπαρμπαρόσα, γεννήθηκε ο γιος της. Η Νουρμπανού διατήρησε την επαφή της – και την εμπιστοσύνη της – στη Γαληνοτάτη. Όλη της τη ζωή έγραφε επιστολές στο Δόγη. Και επειδή ο Σελίμ, ακόμα και όταν έγινε Σουλτάνος, δεν ήταν ιδιαίτερα εργατικός με τις κρατικές υποθέσεις, η επιρροή της Νουρμπανού ήταν σημαντική και μάλλον αυτή ήταν ο αρχιτέκτονας της συνθήκης ειρήνης που υπέγραψε ο Σελίμ με το Δόγη στις 7 Μαρτίου 1573.

Η Νουρμπανού διατηρούσε αριθμό κίρα, αντιπροσώπους ή παραγγελιοδόχους, πράκτορες θα λέγαμε σήμερα, στη Βενετία, οι οποίοι εκτελούσαν τις κάθε είδους εντολές της, με τη βοήθεια των Δόγηδων. Μια από αυτές ήταν η Esther Mandali η οποία είχε απευθείας πρόσβαση στους Δόγηδες, ανά πάσα στιγμή. Ο Μπαΐλο (πρεσβευτής της Βενετίας στην Πόλη), Nicolo Barbarigo, της έγραφε τις επιστολές (η ίδια είχε ξεχάσει να γράφει καλά την Ιταλική). Σε μία από αυτές η Νουρμπανού ευχαριστεί το Δόγη για μια μπάλα μετάξι που της είχε στείλει, μαζί με είκοσι ένα φουστάνια από δίχρωμο ύφασμα και δέκα-εννέα από χρυσαφένιο ύφασμα. Μια άλλη επιστολή αναφέρεται σε κάποιον Μουσουλμάνο αιχμάλωτο των Βενετών που έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος. Και μια τρίτη, το 1580, που ζητάει από το Δόγη κι’ άλλα φορέματα και σαπούνια. Η Esther Mandali διαβεβαιώνει το Δόγη, σε ένα δικό της έγγραφο προς αυτόν, ότι ήταν σίγουρη ότι Νουρμπανού διατηρούσε πολλές και ευχάριστες αναμνήσεις από την πρώτη της πατρίδα. Σε μια τελευταία της επιστολή, η Νουρμπανού ζητάει από το Δόγη να της στείλει ένα σκυλάκι και μαξιλάρια για το ντιβάνι της. Πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου του 1583. Τα μαξιλάρια έφτασαν, αλλά πολύ αργά.

Η Νουρμπανού ήταν η πρώτη μητέρα Σουλτάνου που πήρε τον τίτλο Βαλιντέ. Ο Σελίμ ο 2ος κοιμόταν καμιά φορά στο χαρέμι. Ο γιος του, Μουράτ ο 3ος, έμενε εκεί. Η αγαπημένη του σύζυγος Σουφιγιέ δεν μπόρεσε να του χαρίσει διάδοχο. Έτσι η Βαλιντέ του προμήθευε συνεχώς νέες οδαλίσκες. Και αυτές γέννησαν αρκετούς υποψήφιους. Πάρα πολλούς όπως φαίνεται, αφού καμιά εικοσαριά υπεράριθμοι στραγγαλίστηκαν αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα τους: τόσο βιαστικά που ένα από τα αγόρια δεν πρόλαβε να τελειώσει το φαγητό του.
Τα κορίτσια του χαρεμιού κατέληγαν εκεί είτε επειδή αγοράστηκαν είτε γιατί δωρίστηκαν. Η ζωή τους ήταν προδιαγεγραμμένη: όλες ήταν πολύ όμορφες. Οι Πασάδες προσπαθούσαν να βρουν τις καλύτερες και πιο όμορφες, να τις προσφέρουν στο Σουλτάνο και να αποκτήσουν την εύνοιά του. Ο Thomas Dallam, που όπως ξέρουμε είχε την ευκαιρία να δει – από μια ρωγμή στον τοίχο της εσωτερικής αυλής – μερικές από τις κοπέλες του χαρεμιού, τις περιγράφει πανέμορφες, χαρούμενες, καλοντυμένες και με χρυσά κοσμήματα. Ο κανόνας της ησυχίας ίσχυε, αλλά τα κορίτσια έκαναν τα αστεία τους, πειράζοντας τους Ευνούχους, ξετυλίγοντας τα τουρμπάνια τους, ακόμα και σπρώχνοντας τους ευτραφείς και σοβαρούς αυτούς κυρίους στα νερά των πολυάριθμων μικρών λιμνών.

Οι νεαρές κοπέλες έφταναν στο χαρέμι σαν ατσεμί (μαθητευόμενες) και εντάσσονταν αμέσως στο σύστημα κουλ (δούλων) του Σουλτάνου, που στην ουσία ήταν η ευρύτερη οικογένειά του και όχι σκλάβοι με την έννοια που γνωρίζουμε από τα σκλαβοπάζαρα: οι δούλοι του Σουλτάνου δεν μπορούσαν να πουληθούν ή να αγοραστούν. Και είχαν πολύ περισσότερα προνόμια από τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Όταν έφευγαν από το χαρέμι, μετά από την προσεκτική τους εκπαίδευση, παντρεύονταν συνήθως τους αντίστοιχους άνδρες που επίσης έφευγαν. Μερικές φορές οι γάμοι αυτοί γίνονταν και πριν φύγουν από το σαράι. Πάντοτε όμως με την θέληση των δύο Μεγάλων Ευνούχων, του Λευκού και του Μαύρου.

Οι μαθητευόμενες άρχιζαν αμέσως την εκπαίδευσή τους. Διέμεναν σε κοιτώνες με ντιβάνια για τρεις ή τέσσαρες κοπέλες και ήταν υπό την ευθύνη μιας μεγαλύτερης γυναίκας ανά δέκα. Τα φώτα στους κοιτώνες έμεναν να καίνε όλη τη νύχτα, για τους γνωστούς λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Μάθαιναν τη θρησκεία και τους νόμους του Ισλάμ. Μάθαιναν να τραγουδούν και να παίζουν ένα μουσικό όργανο, ανάλογα με τη κλίση της κάθε μιας. Μάθαιναν επίσης να διαβάζουν ποίηση, να χορεύουν και να διηγούνται ιστορίες. Οι διηγήσεις και οι εξιστορήσεις ήταν σημαντικό προσόν σε όλη την Αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στο χαρέμι. Τέλος οι κοπέλες μάθαιναν την τέχνη του έρωτα, από τις Χίλιες και Μια Νύχτες. Κάθε βράδυ λέγεται ότι διαβαζόταν μια ιστορία από αυτές.

Μερικές από αυτές διώχνονταν από το χαρέμι λόγω αποτυχίας τους στην εκπαίδευση, ή λόγω σοβαρής παραβίασης των κανονισμών. Σε αυτές δίνονταν μια αμοιβή και γίνονταν προσπάθειες να παντρευτούν αγόρια που διώχνονταν για παρόμοιους λόγους. Όσες έμεναν – και ήταν οι περισσότερες – κατέληγαν όμορφες, έξυπνες και μορφωμένες – και ενώ ήταν ακόμα παρθένες, είχαν γνώση της τέχνης του έρωτα.

Η πρώτη τους προαγωγή ήταν να γίνουν γκεντίκ, προνομιούχες. Ήταν αυτές που είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον του Σουλτάνου, ίσως να τους είχε μιλήσει κιόλας. Αν βέβαια υπήρχε ανάμεσά τους μια εξαιρετική προσωπικότητα σαν την Ροξελάνα, η οποία κατόρθωνε να αποσπάσει και να διατηρήσει την προσοχή του Σουλτάνου, τότε το όλο σύστημα κατέρρεε. Όλες οι άλλες κοπέλες έχαναν την χρησιμότητά τους. Ορισμένες γκεντίκ γινόντουσαν γκοζντέ, στο μάτι του Σουλτάνου, γιατί τις επέλεγε να συνομιλήσει μαζί τους συχνότερα. Ελάχιστες από αυτές, και ανάλογα με το Σουλτάνο, κατέληγαν Χασ-Ονταλίκ, οδαλίσκες του, οι οποίες πέρναγαν μαζί του μια νύχτα και είχαν την ευτυχία να του προσφέρουν ένα παιδί, κατά προτίμηση αγόρι. Οι κατατάξεις αυτές δεν ίσχυαν πάντα και πολλές φορές οι Σουλτάνοι (οι περισσότεροι από αυτούς) τις καταργούσαν στην πράξη.

Οι γυναίκες που είχαν κοιμηθεί με το Σουλτάνο δικαιούνταν να έχουν ιδιωτικά διαμερίσματα, με προσωπικές δούλες, μαγείρισσες και ευνούχο. Αν γεννούσαν κορίτσι, προάγονταν σε Χασεκί Καντίν (μητέρες κοριτσιών) και είχαν μεγαλύτερα διαμερίσματα και περισσότερα προνόμια. Όταν πέθαινε ο Σουλτάνος, οι Χασεκί Καντίν είχαν το δικαίωμα να ξαναπαντρευτούν. Ανάμεσα στα προνόμιά τους ήταν και η σχετικά άνετη οικονομική αμοιβή τους, που ήταν σημαντικά ανώτερη από το χαρτζιλίκι που έπαιρναν πριν. Η μητρότητα τις έκανε επίσης ελεύθερες: μπορούσαν να βγαίνουν από το χαρέμι, να συχνάζουν σε εξωτερικά χαμάμ και να συναναστρέφονται όποιον επιθυμούσαν. Και αν το παιδί που γένναγαν ήταν αγόρι, όλες τους οι φιλοδοξίες – και οι επιθυμίες – πραγματοποιούνταν. Ονομάζονταν Χασεκί Σουλτάνες, μητέρες νεαρών πριγκίπων, και είχαν πραγματικά βασιλική μεταχείριση. Τα παιδιά τους είχαν την πιθανότητα να γίνουν Σουλτάνοι και ας μην ήταν πρωτότοκα. Οι Χασεκί Σουλτάνες πάντως δεν είχαν τη δυνατότητα να ξαναπαντρευτούν.

Η Μπας-Χασεκί Σουλτάνα ήταν η μητέρα του πρωτότοκου γιου του Σουλτάνου που είχε και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να τον διαδεχθεί στο θρόνο – αν επιβίωνε και αν δεν τον προλάβαινε κάποιος από τους αδελφούς του. Γιατί ούτε το Οθωμανικό δίκαιο, ούτε η Σαρία, ούτε τα Τουρκικά έθιμα, ούτε και τα ήθη του παλατιού υπαγόρευαν κάτι τέτοιο. Ο μόνος νόμος στην περίπτωση αυτή ήταν αυτός της φυσικής επιλογής, που έλεγε ‘Ας γίνει Σουλτάνος ο Καλύτερος’. Η Μπας-Χασεκί Σουλτάνα πάντως ήταν η Μεγάλη Κυρία του χαρεμιού και μόλις ο γιος της ανέβαινε στο θρόνο γινόταν Βαλιντέ Σουλτάνα και διοικούσε τα πάντα στο χαρέμι – και καμιά φορά πέρα από αυτό, στο παλάτι και την Αυτοκρατορία. Θεωρητικά η θητεία μιας Βαλιντέ έληγε με το θάνατο του Σουλτάνου γιου της, αν αυτός συνέβαινε πριν από το δικό της. Συχνά όμως οι Βαλιντέ εξακολουθούσαν να έχουν τη δύναμη και την εξουσία και μετά το θάνατο του γιου τους, όταν Σουλτάνος ήταν ο εγγονός τους και δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να βάλλει τη γιαγιά του στο περιθώριο, ιδιαίτερα όταν η γιαγιά ήταν δυναμική και συνηθισμένη να διευθύνει τα πάντα στο σαράι και είχε στο τσεπάκι της, εκτός από το Σουλτάνο, ακόμα και τους Βεζίρηδες που η ίδια είχε διορίσει. Όλα αυτά βέβαια δεν είχαν καμιά ισχύ όταν η προσωπικότητα του Σουλτάνου ήταν έντονη και όταν η αγάπη του για τη σύζυγό του ήταν τόσο μεγάλη που έστελνε τη μητέρα του και τη γιαγιά του στα πέρατα της Αυτοκρατορίας να χαρούν τα χρήματά τους με όλες τις ανέσεις – αλλά μακριά από το σαράι. Οι Οθωμανοί Σουλτάνοι, πάντως, έδειχναν πολύ περισσότερο σεβασμό στις μητέρες τους ακόμα και από ότι απαιτούσε το Κοράνι. Έχουμε πολλές μαρτυρίες Σουλτάνων να σηκώνονται όρθιοι μόλις η μητέρα τους Βαλιντέ έκανε την απρόσμενη εμφάνισή της στη αίθουσα του θρόνου ή στην Πύλη της Ευτυχίας, Και ο Μεχμέτ ο Πορθητής επισκέπτονταν τη μητέρα του κάθε πρωί, πριν αρχίσει τη μέρα του στο παλάτι. Ο Σελίμ ο Τρομερός φοβόταν μόνο τη μητέρα του, στην οποία έλεγε ότι έπινε αλκοόλ για να καταπολεμήσει τη χολέρα, σύμφωνα με τις οδηγίες των Φράγκων γιατρών του.

Οι πριγκίπισσες παντρεύονταν, σχεδόν εξ ορισμού, Βεζίρηδες, Πασάδες ή άλλους υψηλούς αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας. Και μόλις έμεναν χήρες, παντρεύονταν πάλι. Κάποιος Σουλτάνος φέρεται να είπε στην κόρη του: «Σου δίνω έναν σύζυγο για να ικανοποιείσαι και ένα στιλέτο για να εκδικείσαι». Ο σύζυγος της πριγκίπισσας έπρεπε να διώξει κάθε προηγούμενη σύζυγο και κάθε απιστία σήμαινε ότι θα έχανε όλη την περιουσία του και θα κατέληγε στραγγαλισμένος. Αυτή η πράξη βέβαια μπορεί να έχει περισσότερο συμβολικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα: μια κόρη του Σελίμ του 3ου, σε μια επίσκεψή της στο Μοριά, χάρισε στο σύζυγό της είκοσι-πέντε νεαρές κοπέλες. Το ζευγάρι δεν είχε παιδιά. Άλλο ένα παράδειγμα τουλάχιστον επιείκειας, ήταν και ο γνωστός μας Λουφτί Πασάς, Μέγας Βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Είχε πολλούς και σημαντικούς εχθρούς, λόγω κυρίως των δραστικών μεταρρυθμίσεων που είχε σκοπό να κάνει. Φέρεται να διέταξε την τιμωρία – κατά τη Σαρία – μιας γυναίκας που είχε κατηγορηθεί για αποπλάνηση ανηλίκου και ακόλαστη συμπεριφορά. Η σύζυγος του Λουφτί και αδελφή του Σουλεϊμάν, η Σαχ Σουλτάνα, μόλις το έμαθε έγινε έξω φρενών. Ακολούθησε καβγάς του ζευγαριού – που διέμενε στο σαράι – και χρειάστηκε να επέμβει ο Μαύρος Ευνούχος για να τους χωρίσει. Ο Σουλτάνος, που άκουσε τον καυγά, παρενέβη και διέταξε το διαζύγιο του ζευγαριού. Χάρισε όμως τη ζωή του Λουφτί που παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο κτήμα του στο Διδυμότειχο. Εκεί συνέγραψε και την σημαντική του Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αποτελεί μέχρι και σήμερα από τις πιο αξιόλογες πηγές μας. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η πριγκίπισσα Σαχ επηρέαζε τον αδελφό της σε ζητήματα του κράτους. Είχε μάλλον συμμαχήσει με τους πολιτικούς αντιπάλους του Λουφτί, ιδιαίτερα με τον Καπουτάν Πασά Χαϋρεττίν Μπαρμπαρόσσα. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Λουφτί ανατράπηκαν και – για πολλούς – αυτό σήμανε την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα. Ο Σουλεϊμάν πάντως ούτε έβαλε να στραγγαλίσουν το Λουφτί, ούτε του δήμευσε την περιουσία. Μάλλον κάτι θα ήξερε. Ίσως η τιμωρία της ακόλαστης γυναίκας να ήταν πρόσχημα. Ο Λουφτί ποτέ δεν μίλησε με κακία για τον Σουλεϊμάν. Και το διαζύγιό του από τη Σαχ δεν αναφέρεται καθόλου στην ιστορία του.

Υπήρχαν πριγκίπισσες που με την αγάπη τους έσωσαν τους συζύγους τους από το δήμιο. Όπως η Φατιμά Σουλτάνα που παρακάλεσε τον αδελφό της Μουράτ τον 3ο να σώσει τη ζωή του συζύγου της Σιγιαβούς Πασά, με επιτυχία. Αυτή πέθανε λίγο μετά και αυτός επέζησε άλλα είκοσι-ένα χρόνια. Ο Εβλίγια Τσελέμπι μας μετάφερε πολύ ζωντανά την ιστορία της Κάγια Σουλτάνας και του συζύγου της Μέλεκ Αχμέτ Πασά. Το 1633 ο ίδιος ο Τσελέμπι συμμετείχε στις τελετές για τη γέννηση της πριγκίπισσας. Το 1644, σε ηλικία έντεκα ετών, παντρεύτηκε το Μέγα Βεζίρη Μέλεκ Αχμέτ Πασά και δέκα-πέντε χρόνια αργότερα υπέκυψε σε μια τρομερή αποβολή. Είναι σαφές ότι το ζευγάρι αυτό ήταν πολύ αγαπημένο, παρόλο που ο σύζυγος ήταν πολύ μεγαλύτερος στην ηλικία. Η Κάγια δεν δίστασε να υπερασπιστεί το σύζυγό της με επιμονή και θάρρος στον ίδιο το Σουλτάνο και στη Βαλιντέ όταν αυτός είχε κατηγορηθεί από τους γενίτσαρους και κινδύνευε η ζωή του. Ο διάδοχος του Μουράτ του 3ου , ο Μεχμέτ ο 3ος, είχε επίσης αποφασίσει να βγάλει από τη μέση τον Μέλεκ Αχμέτ. Πάλι η Κάγια, με κλάματα, ευχές και κατάρες τον υπερασπίστηκε μπροστά στο νέο Σουλτάνο και τον έσωσε. Όταν λίγο αργότερα η Κάγια πέθαινε στο κρεβάτι της γέννας και τρεις μαμές προσπαθούσαν να αποσπάσουν από μέσα της το νεκρό παιδί, χωρίς να το καταφέρουν, ο Μέλεκ Αχμέτ οδυρόταν και προσευχόταν γι’ αυτήν. Της έκτισε έναν ωραίο τάφο (που τον επισκέφθηκαν όλες οι Σουλτάνες και οι πριγκίπισσες), έδωσε όλη του την περιουσία στις φιλανθρωπίες και αποσύρθηκε συντετριμμένος για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η θλίψη του ήταν τέτοια, που κάποτε ο Μέγας Βεζίρης Κοπρουλού Μεχμέτ Πασάς τον επέπληξε: «Πρέπει να ντρέπεσαι για τη συμπεριφορά σου. Επιτέλους, ήταν μόνο μια γυναίκα».

Ο Μέλεκ διατάχθηκε να παντρευτεί τη Φατιμά Σουλτάνα, ως τέταρτος άνδρας της. Από την πρώτη νύχτα του γάμου τους τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα για την απελευθερωμένη πριγκίπισσα: Ζήτησε από τον άντρα της χρήματα, έφερε μαζί της ένα ολόκληρο τάγμα υπηρέτες, εσωτερικούς και εξωτερικούς και ήταν ξεδιάντροπη όσο και πολυέξοδη. Όταν ο Βεζίρης παραπονέθηκε στο Σουλτάνο, αυτός του είπε αδιάφορα: «Μάλωσες με τη γυναίκα σου; Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν». Ο Πασάς πέθανε γρήγορα και η Φατιμά αμέσως θέλησε να οικειοποιηθεί την μεγάλη περιουσία του – που ανήκε στο κράτος. Ο Σουλτάνος που την ήξερε, την πρόλαβε την τελευταία στιγμή. Η πριγκίπισσα ήταν κακομαθημένο παιδί, κόρη της Κιοσέμ Σουλτάνας Βαλιντέ. Γεννημένη στα 1605, παντρεύτηκε στα δέκα-εννιά της τον Καπουτάν Πασά, τον οποίο χώρισε για να παντρευτεί τον Καρά-Μουσταφά - που όμως, εκτελέστηκε το 1628, λίγους μήνες μετά το γάμο. Μετά η Φατιμά παντρεύτηκε έναν άλλον Καπουτάν Πασά, ο οποίος επίσης εκτελέστηκε τρία χρόνια αργότερα. Είκοσι-τέσσερα χρόνια αργότερα την διέταξαν να παντρευτεί τον Μέλεκ Αχμέτ Πασά – γιατί ήταν η μόνη διαθέσιμη. Μετά το θάνατό του διατάχθηκε να παντρευτεί έναν άλλον Πασά που πέθανε μέσα σε τρία χρόνια, αφήνοντάς την ελεύθερη να παντρευτεί άλλον έναν Πασά, στα εξήντα-δύο της χρόνια, ο οποίος είχε την τύχη να επιβιώσει μετά το θάνατο της γυναίκας του. Όποιος παντρευόταν στην οικογένεια του Σουλτάνου αποκτούσε τον τίτλο Νταρμάτ, Γαμπρός, ένας σημαντικός τίτλος τιμής στην Αυτοκρατορία που όμως δεν φαίνεται να έκανε καλό σε κανέναν από αυτούς.

Η αδελφή της Φατιμά, η Αισά, παντρεύτηκε τον πρώτο της Μεγάλο Βεζίρη στα επτά της χρόνια, αλλά αυτός εκτελέστηκε όταν ήταν εννιά. Δεν είναι σίγουρο ότι οι δυο τους συναντήθηκαν ποτέ. Στη συνέχεια αρραβωνιάστηκε έναν ήρωα ο οποίος επίσης πέθανε όταν αυτή ήταν δέκα-έξι. Όταν έγινε 22 ετών, το 1627, παντρεύτηκε άλλον έναν Μεγάλο Βεζίρη. Όταν δολοφονήθηκε παντρεύτηκε έναν Πασά που πέθανε το 1636. Μετά η Αισά, αφού έμεινε τρία χρόνια ελεύθερη, παντρεύτηκε έναν άλλο Πασά που άντεξε τέσσερα χρόνια. Τελικά, το 1645 παντρεύτηκε έναν ακόμα ήρωα, τον Βοϋνούκ Αχμέτ Πασά ο οποίος πέθανε όταν η Αισά ήταν 39 ετών. Έμεινε χήρα, μάλλον πλούσια, μέχρι το θάνατό της το 1656. Από όσα γνωρίζουμε κανείς από τους πολυάσχολους και ώριμους συζύγους της δεν την συγκίνησαν ερωτικά. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν χήρος της αδελφής της. Ή Φατιμά με όλους αυτούς τους περασμένης ηλικίας κυρίους έκανε ένα μόνο παιδί, ένα γιο που πέθανε ενώ ήταν ακόμα στη κούνια.

Ο Rycaut αναφέρει ότι οι πριγκίπισσες, με την οικονομική άνεση της οικογενείας τους και των συζύγων τους ήταν μεν αποκλεισμένες στο χαρέμι ή στα μέγαρά τους, αλλά ούτε ο φερετζές ούτε η καταγωγή τους τις εμπόδιζε να έχουν όποιον νεαρό κύριο επιθυμούσαν: «Είναι εξαιρετικά όμορφες και λάγνες και παίρνουν την ευκαιρία που οι άντρες τους λείπουν στον πόλεμο ή σε κάποιο μακρινό ταξίδι, και με τη δικαιολογία ότι πηγαίνουν στα χαμάμ, αποκτούν όποιον άντρα θέλουν και δεν φοβούνται ότι θα αποκαλυφθούν αφού οι σύζυγοί τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από να τους ζητήσουν διαζύγιο».

Ελάχιστοι τέτοιοι γάμοι ήταν κάτι περισσότερο από πολιτικές σκοπιμότητες. Εξάλλου, ακόμα και οι πιο μεγάλες κοπέλες ήταν απίθανο να είχαν ποτέ συναντήσει τους συζύγους τους πριν από το γάμο, πολύ περισσότερο να του είχαν μιλήσει. Αν η πριγκίπισσα κατά το γάμο της ήταν μικρό παιδί, ο άντρας της, πολλές φορές, αναλάμβανε τη διαπαιδαγώγησή της. Μόλις συμφωνούσαν για το γάμο, ο Σουλτάνος παραχωρούσε ένα οίκημα – μερικές φορές το νιόπαντρο ζευγάρι έμενε σε ειδικά διαμορφωμένο διαμέρισμα του χαρεμιού. Ο σύζυγος ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση τόσο της συζύγου του όσο και του σπιτιού τους, πράγμα που οικονομικά δεν ήταν καθόλου εύκολο: Οι πριγκίπισσες είχαν ακριβά και ακόρεστα γούστα και δεν φαίνονταν διατεθειμένες να αλλάξουν συνήθειες μετά το γάμο τους. Μάλιστα, μερικές φορές είναι φανερό ότι ένας Σουλτάνος έδινε μια πριγκίπισσα της οικογενείας του σε γάμο με κάποιον βεζίρη ή πασά που είχε – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποκτήσει μεγάλη περιουσία – για να ελαττώσει την περιουσία αυτή: ο γάμος με μια τόσο πολυέξοδη πριγκίπισσα χρησιμοποιούταν σαν ένα είδος ειδικής φορολογίας.

Οι Οθωμανοί Σουλτάνοι υιοθέτησαν αρκετά από τα ειωθότα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα αφού θεωρούσαν τον εαυτό τους διαδόχους των στο θρόνο της Νέας Ρώμης. Στην πραγματικότητα όμως όλοι οι Σουλτάνοι – τουλάχιστον μέχρι το τέλος του δέκατου-όγδοου αιώνα – είχαν το μυαλό τους στη παλιά Ρώμη: Κρυφός και ενίοτε φανερός τους πόθος ήταν η ίδια η Ρώμη. Όχι η Βουδαπέστη ή η Βιέννη αλλά η παλιά Ρώμη θα ρίζωνε την Αυτοκρατορία στην Ευρώπη και θα έφερνε το Ισλάμ στη Δύση. Το όνειρο του Μεχμέτ του Πορθητή και η ελπίδα των διαδόχων του λίγο έλειψε να πραγματοποιηθεί. Η μοίρα (με τον ξαφνικό θάνατο του Πορθητή) και η φιλοδοξία του Βαγιαζήτ (που ήθελε να σιγουρέψει το θρόνο) εμπόδισαν τον Αχμέτ Πασά να καταλάβει την Ιταλική χερσόνησο. Στην πορεία τους προς τη Δύση, οι Οθωμανοί υιοθετούσαν ό,τι νόμιζαν ότι θα βοηθούσε – και δεν θα ξεσήκωνε το Ισλαμικό κατεστημένο. Για παράδειγμα, ο Πορθητής έβαλε τους πολυπληθείς υπηρέτες του να ντύνονται σύμφωνα με της στολές των Βυζαντινών. Οι γυναίκες στην Ιστανμπούλ μπορούσαν να κυκλοφορούν χωρίς φερετζέ, με ένα απλό πέπλο, το πέπλο των γυναικών του Βυζαντίου. Και στο χαρέμι, οι αλλαγές που έγιναν ήταν σημαντικές.

Για τους Οθωμανούς, όπως και για τους Βυζαντινούς, η απόκρυψη της γυναικείας σάρκας απέβλεπε στο να μετριάζει το πάθος των ανδρών γι’ αυτές. Αυτό που δεν υπολόγιζαν ήταν το δέλεαρ της αποκάλυψης, το μυστήριο του αγνώστου. Οι άντρες δηλαδή. Γιατί οι γυναίκες το γνώριζαν καλά και το χρησιμοποιούσαν. Ιδιαίτερα οι γυναίκες με δύναμη. Ισχυρές γυναίκες – η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα ήταν μια από αυτές - αναδείχτηκαν τόσο στο Βυζάντιο όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μόνη διαφορά ήταν ότι στην Αυτοκρατορία ήταν αδύνατο για μια γυναίκα να ανέβει στο θρόνο, όπως έκανε η Αυτοκράτειρα Ζωή, η οποία όχι μόνο ήταν νέα στα πενήντα της, αλλά και είχε ήδη εξαντλήσει τρεις συζύγους. Υπήρξαν γυναίκες που τις θαύμαζαν τόσο, ώστε να τους κάνουν το υπέρτατο κομπλιμέντο – ότι είχαν πολλές αντρικές αρετές. Μια από αυτές ήταν η υπερηφάνεια, ο σνομπισμός. Εξ αυτού και ο κανόνας ότι κανείς Βυζαντινός δεν μπορούσε να παντρευτεί έναν ξένο. Ο κανόνας αυτός δεν ίσχυε στους Οθωμανούς Σουλτάνους. Ίσχυε όμως σε όλους τους άλλους υπηκόους του. Οι ξένοι ήταν κατώτεροι, ήταν άπιστοι, βρώμικοι – και όχι μόνο μεταφορικά.

Ο σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή – για τους Βυζαντινούς, τους Οθωμανούς και σχεδόν όλους τους άλλους το Μεσαίωνα. Η άποψη αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τους μονάρχες, που έπρεπε να αποκτήσουν διάδοχο, ανεξάρτητα από οτιδήποτε, ακόμα και την ομοφυλοφιλία. Για τους Σουλτάνους ήταν θέμα ζωής και θανάτου της Αυτοκρατορίας. Η γραμμή διαδοχής από τον οίκο του Οσμάν ήταν η ραχοκοκαλιά της κυριαρχίας τους. Υπήρχε βέβαια η πρόβλεψη ότι σε περίπτωση εξαφανισμού του οίκου του Οσμάν, το θρόνο στην Ιστανμπούλ θα καταλάμβανε ο Χάνος της Κριμαίας. Αλλά και η σκέψη μόνο ότι οι βάρβαροι Τάταροι που έτρωγαν ωμό κρέας και ίππευαν χωρίς σέλλα θα έμπαιναν στη καρδιά της Αυτοκρατορίας, ήταν ανατριχιαστική. Φαίνεται ότι ο ημιπαράφρων Μουράτ ήθελε να εκδικηθεί τους συμπατριώτες του με το χειρότερο τρόπο1. Κατ’ αναλογία με τους Οθωμανούς, και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες είχαν πέσει θύματα της επικείμενης ακληρίας τους. Ο Λέων ο 6ος ο Σοφός είχε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια όταν η τρίτη γυναίκα του πέθανε χωρίς να τεκνοποιήσει. Η Ορθόδοξη εκκλησία δεν επέτρεπε περισσότερους από τρεις γάμους. Ο Λέων όμως είχε αποφασίσει να παντρευτεί τη φιλενάδα του που του είχε χαρίσει ένα αγόρι. Ο Πατριάρχης αντέδρασε αλλά ο Αυτοκράτορας τον εξεβίασε και κατάφερε να πάρει τη συγκατάθεσή του. Ο γάμος θεωρήθηκε σκάνδαλο: η περίφημη εικόνα στο μωσαϊκό της εσωτερικής βασιλικής της Αγίας Σοφίας, είναι πιθανόν να δείχνει τον Λέοντα να παρακαλεί το Χριστό να τον συγχωρέσει. Το εξώγαμο τέκνο του Λέοντα έγινε ο κατοπινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 7ος ο Πορφυρογέννητος. Ο τίτλος αυτός πρέπει να θεωρείται κατ’ ευφημισμό γιατί ο μικρός Κωνσταντίνος κάθε άλλο παρά στις πορφύρες γεννήθηκε.

Για τους Οθωμανούς, το πρόβλημα του γάμου ήταν ότι κανείς τους, ούτε ο Σουλτάνος, μπορούσε – θεωρητικά – να κάνει δούλα μια γυναίκα που ήταν Μουσουλμάνα. Μετά την πρώτη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία η Σουλτάνοι παντρεύονταν, για πολιτικούς κυρίως λόγους, τις κόρες ή τις αδελφές Χριστιανών Αυτοκρατόρων, όλοι σχεδόν οι Σουλτάνοι – με ελάχιστες εξαιρέσεις – ζούσαν με σκλάβες στις οποίες δεν έδιναν προίκα, μια και κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο νόμιμος γάμος. Παρόλα αυτά, μόλις ανέβαινε στο θρόνο ένας καινούργιος Σουλτάνος, η μητέρα του γινόταν αυτομάτως η Πρώτη Κυρία της Αυτοκρατορίας. Οι οικογενειακές καταβολές των γυναικών αυτών δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον, ακόμα και για τους ιστορικούς. Απασχολούσαν μόνο τα κουτσομπολιά των ξένων πρεσβευτών και τις κυβερνήσεις τους. Από τον δέκατο-ένατο αιώνα και μετά, πολλοί δυτικοί χρονικογράφοι προσπάθησαν με κάθε μέσο να βρουν την καταγωγή των Βαλιντέ, με μόνη συνήθως πηγή φήμες και κουτσομπολιά. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρηθούν, ακόμα και μέχρι σήμερα, μύθοι που ελάχιστη σχέση έχουν με την αλήθεια. Η κατάσταση αυτή δεν βελτιώνεται καθόλου από την επιμονή ορισμένων Τούρκων ιστορικών που επιμένουν να αποκαλούν, για παράδειγμα, τη μητέρα του Μεχμέτ του 2ου Τουρκάλα, και που έτσι φαίνονται να αγνοούν το γεγονός ότι ευσεβής και μυστικιστής πατέρας του, Μουράτ ο 2ος καθίσταται αυτομάτως έκλυτος και καταπατητής του Ισλαμικού νόμου. Ένας ιστορικός2, βασισμένος σε Τουρκικές πηγές, έφτασε στο σημείο να λέει ότι η μητέρα του Σουλεϊμάν ήταν Τουρκάλα. Δίνει μάλιστα το όνομα του πατέρα της σαν Αμπντούλ-Μενάν, αγνοώντας προφανώς ότι το όνομα αυτό δινόταν σε δούλους ή σε πατεράδες δούλων και ποτέ σε Τούρκους γεννημένους ελεύθερους. Έχουμε ακόμα τη μητέρα του Σελίμ του Τρομερού να είναι Μαυροβούνια, ενώ απολύτως καμιά πηγή δεν αναφέρει την καταγωγή της Αϊσά. Ακόμα και η Κιοσέμ Βαλιντέ, η οποία από όλους τους σοβαρούς χρονικογράφους αναφέρεται σαν Ελληνίδα, από τον Μπαΐλο της εποχής, τον Pietro Foscarino, αναφέρεται σαν Ρωσίδα. Τις περισσότερες φορές η εθνική καταγωγή των σημαντικών γυναικών στο σαράι ήταν αντικείμενο πολιτικής σκοπιμότητας. Από όλες τις μητέρες των τελευταίων Σουλτάνων, μπορούμε να πούμε με σχετική σιγουριά την εθνική καταγωγή επτά από τις δέκα-οκτώ. Από αυτές μια ήταν Ιταλίδα, δύο Γεωργιανές, τρεις Κιρκάσσιες και μία Ελληνίδα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι από τις άλλες, οι περισσότερες ήταν Αρμένισσες. Ένα είναι σίγουρο: αν μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι ο Σελίμ ο 2ος ήταν κατά το ήμισυ Τούρκος, τότε, το αίμα του τελευταίου Οθωμανού Σουλτάνου, του Χαλίφη Αμπντούλ-Μεσίντ, θα ήταν κατά το ένα πεντηκοστό-τέταρτο Τουρκικό. Κανείς όμως σοβαρός μελετητής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο Σελίμ ήταν κατά το ήμισυ Τούρκος (στην καλύτερη περίπτωση ήταν κατά το ένα όγδοο και στη χειρότερη κατά το ένα εξηκοστό-τέταρτο). Επομένως ο Χαλίφης Αμπντούλ-Μεσίντ είχε ελάχιστο ποσοστό Τουρκικού αίματος.
Η ιστορία των γυναικών στο χαρέμι του Τοπ Καπί συνεχίστηκε η ίδια για πολλούς αιώνες, αλλά τα δραματικά γεγονότα που παίχτηκαν εκεί ήταν πολλά και συγκλονιστικά. Μια υπηρέτρια έβαλε φωτιά στο παλάτι και μια άλλη έκλεψε τη κούνια του Αχμέτ του 1ου (με το μωρό να είναι μέσα). Την ανακάλυψαν γρήγορα, πού θα μπορούσε άλλωστε να την κρύψει! Στα δαιδαλώδη υπόγεια του χαρεμιού του Τοπ Καπί ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα μια φυλακή στην οποία οι κρατούμενες είχαν χαράξει στους τοίχους πολλά μηνύματα. (Μια ακόμα απόδειξη ότι οι γυναίκες στο χαρέμι ήξεραν γραφή). Σε μια τόσο πολυπληθή οργάνωση, η φυλακή ήταν προφανώς αναγκαία – οι γυναίκες του χαρεμιού δεν μπορούσαν να κλείνονται στα μπουντρούμια των ανδρών. Γνωρίζουμε επίσης ότι δυο τουλάχιστον γυναίκες αποκεφαλίστηκαν για πολύ σοβαρά εγκλήματα. Τα σώματά τους όμως ετάφησαν χωρίς να εκτεθούν σε κοινή θέα – όπως αυτά των ανδρών.

Οι αλλαγές στο χαρέμι άρχισαν με τον ευαίσθητο και ασυνήθιστα ευφυή Σουλτάνο Σελίμ τον 3ο, που δολοφονήθηκε το 1807. Εν μέρει, η αφοσίωσή του στις μεταρρυθμίσεις προέρχεται από τη μητέρα του Μιχρισάχ Βαλιντέ την οποία σεβόταν όλη του τη ζωή. Ένας γιατρός με το όνομα Dr. Neale3, που περιόδευσε την εποχή εκείνη την Γερμανία και την Πολωνία και κατέληξε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μας βεβαιώνει ότι η Μιχριζάχ ήταν Γεωργιανής καταγωγής. Ο Σελίμ ο 3ος παντρεύτηκε τρεις φορές, ελπίζοντας για ένα διάδοχο που δεν απέκτησε ποτέ. Μια από τις γυναίκες του, η Ρεφέτ Σουλτάνα, έζησε εξήντα-δυο ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του μέχρι το 1870. Όσο για τη μητέρα του, είχε την τύχη να πεθάνει πριν από αυτόν και έτσι δεν ήταν μάρτυρας του φρικτού θανάτου του, από οργισμένους γενίτσαρους που αντιδρούσαν στις μεταρρυθμίσεις του, μέσα στο δωμάτιο μουσικής της μητέρας του.

Ο Σελίμ εκτίμησε αρκετά τον Neale σαν γιατρό για να τον καλέσει να εξετάσει τη μητέρα του που ήταν βαριά άρρωστη, ελπίζοντας ότι θα της έδινε μια θεραπεία πιο αποτελεσματική από τις θεραπείες των γιατρών του σαραγιού. Στο γεγονός αυτό χρωστάμε μια από τις ελάχιστες εξιστορήσεις της ζωής μέσα στο χαρέμι στο τέλος μιας εποχής. Ο Neale οδηγήθηκε σε ένα περίπτερο όπου του προσφέρθηκε καφές, σερμπέτια, γλυκίσματα και ένας ναργιλές για να καπνίσει. Συνοδός του ήταν ο Κιζλάρ Αγάι, υπεύθυνος στο χαρέμι και Μέγας Μαύρος Ευνούχος. Ο Neale αναφέρει ότι σοκαρίστηκε από την ασχήμια του. Εντυπωσιάστηκε όμως από τους υψηλόβαθμους Ουλεμάδες και Δερβίσηδες που είχαν κληθεί προς τιμήν του. Συνάντησε επίσης τον Χεκίμ-Μπαζί, τον αρχίατρο του παλατιού, έναν Έλληνα, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι η Βαλιντέ ήταν άρρωστη από θέρμη εδώ και δέκα-οκτώ μήνες. Συνερχόταν και αρρώσταινε ξανά και η κλασσική θεραπεία με παγωμένα επιθέματα δεν είχε φέρει καμιά βελτίωση.

Ο Neale οδηγήθηκε σε ένα δεύτερο περίπτερο για να εξετάσει την Κυρία. Στην είσοδο του περιπτέρου έβγαλε τα παπούτσια του και φόρεσε παντόφλες. Οδηγήθηκε αμέσως στο κέντρο του δωματίου όπου πάνω σε ένα θαυμάσιο, υπερυψωμένο στρώμα κειτόταν η άρρωστη, σκεπασμένη με μεταξωτά σεντόνια. Δεν του επετράπη να δει το πρόσωπό της, ούτε τη γλώσσα της και μέτρησε μόνο τους σφυγμούς της. Τηρήθηκε απολύτως το έθιμο της σιγής μπροστά σε μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πριν εισέλθει στο δωμάτιο της ασθενούς, ο Neale ρωτήθηκε αν ήξερε τη νοηματική γλώσσα. Φυσικά δεν την ήξερε και προειδοποιήθηκε να προσέχει να μην ακουστεί η φωνή του. Επίσης δεν ήξερε ότι πίσω από μια κουρτίνα παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα ο ίδιος ο Σουλτάνος. Παρατήρησε όμως το θαυμάσιο ντεκόρ του δωματίου και τα χρυσοκέντητα μαξιλάρια που ήταν παντού. Επίσης εντυπωσιάστηκε από την απόλυτη καθαριότητα του χώρου και της ασθενούς. Δεν υπήρχε πουθενά ίχνος σκόνης και η Κυρία είχε την αρχοντική μυρωδιά φρέσκου σαπουνιού. Όλα αυτά, κατά τη γνώμη του, επισκίαζε ένα μεγαλειώδες χαλί.

Η επίσκεψη δεν μπορεί να κράτησε πάνω από δέκα-πέντε ως είκοσι λεπτά και ο ανήμπορος γιατρός οδηγήθηκε πίσω στο πρώτο περίπτερο. Ευτυχώς (για την κυρία) δεν έδωσε εντολή για αφαίμαξη (το πιο συνηθισμένο - και φονικό – φάρμακο για τη ‘θέρμη’ – πιθανόν ελονοσία – το Μεσαίωνα) γιατί δεν την είχε εξετάσει επαρκώς. Έδωσε λοιπόν μια εντελώς αθώα θεραπεία, η οποία δεν είχε – έτσι κι’ αλλιώς – καμιά πιθανότητα επιτυχίας, εκτός ίσως από την ψυχική ηρεμία του ίδιου του Σουλτάνου, ο οποίος έδωσε στον καλό γιατρό 100 χρυσά δουκάτα (ποσό τεράστιο) σαν αμοιβή. Η Μιχρισάχ έζησε άλλες οκτώ μέρες μετά την επίσκεψη και πέθανε σε ηλικία 72 ετών. Ο πιο ανθρωπιστής και ευγενής Σουλτάνος έστειλε σε όλους τους γιατρούς που την είχαν παρακολουθήσει ένα σημείωμα ευχαριστώντας τους για τις προσπάθειές τους. Το μόνο που του ζήτησε η μητέρα του πριν πεθάνει ήταν να προστατεύσει όσο μπορούσε τον Γιουσούφ Αγά. Κάτι που σύντομα αποδείχθηκε ανέφικτο και τραγικό για τον ίδιο και την Αυτοκρατορία.

Οι παρατηρητικοί ταξιδιώτες που επισκέφτηκαν την Ιστανμπούλ το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα είδαν ότι όλα είχαν αλλάξει. Οι γυναίκες ήταν πολύ λιγότερο περιορισμένες από ότι στο παρελθόν. Στη Δύση οι μύθοι για την θέση της γυναίκας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν. Παρόλο ότι οι Μουσουλμάνες γυναίκες είχαν περισσότερα δικαιώματα μετά το γάμο τους από ότι στην Ευρώπη. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν το δικαίωμα να διατηρούν και να διαχειρίζονται την περιουσία τους. Στη Γαλλία το δικαίωμα αυτό των γυναικών κατοχυρώθηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το πέπλο έδινε στις γυναίκες την ελευθερία να βγαίνουν στο δρόμο όπως ήθελαν, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Γι’ αυτό, μόλις ο Ατατούρκ κατάργησε το φερετζέ, πολλές γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν. Με τον ίδιο νόμο καταργήθηκε και η θρησκευτική περιβολή των Ουλεμάδων. Πολλοί από αυτούς δέχθηκαν το νόμο με ευχαρίστηση γιατί έτσι μπορούσαν να ανακατεύονται στο πλήθος χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.

Τα πρώτα τραμ κυκλοφόρησαν στην Ιστανμπούλ το 1870. Στο πίσω μέρος κάθε βαγονιού υπήρχε ειδικός χώρος για τις γυναίκες, χωρισμένος εντελώς από το μέρος των ανδρών, με λευκά κουρτινάκια και καθαρές, δερμάτινες θέσεις. Εκεί οι γυναίκες ήταν σίγουρες από τα αδιάντροπα χέρια των ανδρών, αλλά και από τα ενοχλητικά μάτια τους. Κάτι παρόμοιο όμως ήταν συνηθισμένο και στη Ευρώπη, ιδιαίτερα στα τρένα. Την ίδια δεκαετία άρχισε να λειτουργεί το πρώτο φεριμπότ στο Χρυσό Κέρας. Εδώ οι γυναίκες έπρεπε να συνοδεύονται από άνδρα της οικογενείας τους.

Το 1878 ο Ιταλός Aimicis έγραφε ότι: «οι γυναίκες της Ιστανμπούλ κυκλοφορούν στους δρόμους όπως στην Ευρώπη, με πολύ χαλαρό πέπλο στο κεφάλι, ενώ οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν φορούν πέπλο». Όχι μόνο μπορούσαν οι γυναίκες να πηγαίνουν όπου ήθελαν, στο χαμάμ, σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια, αλλά και κανείς δεν μπορούσε να τις ελέγξει πόση ώρα έλειπαν. Μια απόφαση του κατή της Ιστανμπούλ του 1879 δεν επέτρεπε στο σύζυγο μιας κυρίας να ζητήσει διαζύγιο επειδή αυτή έλλειπε πολλές ώρες αδικαιολόγητα από το σπίτι τους. Ιδιαίτερα οι πλούσιες γυναίκες που διέθεταν άμαξες και οδηγούς μπορούσαν να μετακινηθούν χωρίς κανένα περιορισμό. Και όμως, ακόμα και το 1908, ένας επισκέπτης παρατηρεί ότι «καμιά καθώς πρέπει γυναίκα δεν κυκλοφορεί μόνη της στους δρόμους της Ιστανμπούλ». Πολλές όμως κυκλοφορούσαν. Ο εξευρωπαϊσμός είχε αρχίσει από την εποχή του Αμπντούλ-Μεσίτ.


1 Μετά το Μουράτ, αντιπρόσωποι του Γκιράυ Χάνου της Κριμαίας ήταν ex officio μέλη του Ντιβανιού γιατί η πιθανότητα ο Χάνος να καταλήξει Σουλτάνος στη θέση του Σουλτάνου ήταν πια υπαρκτή. Απόγονοι του οίκου των Χάνων αυτών ζουν σήμερα στην Τουρκία.
2 Meriman, Σουλεϊμάν Ο Μεγαλοπρεπής, σελίδα 24
3 Neale, Travels, σελίδα 198

Δεν υπάρχουν σχόλια: