Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Κοσσυφοπέδιο, μια ανιστόρητη επιλογή

Πριν από μερικές εβδομάδες, το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία του από τη Σερβία. Για τους περισσότερους δυτικούς πολίτες, και για τους Έλληνες, το Κοσσυφοπέδιο που ήταν στην ουσία υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών από το 1999, δεν σημαίνει τίποτα, πέρα ίσως από το ότι θυμίζει την πρώην Γιουγκοσλαβία, τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και το γενικότερο πρόβλημα των Βαλκανίων. Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, το θέμα απασχόλησε σχετικά περιορισμένα το κοινό.
Εκείνο που πραγματικά μας ξενίζει είναι το γεγονός ότι από τα δελτία ειδήσεων, όσα τουλάχιστον ασχολήθηκαν με το θέμα, έλλειπε εντελώς οποιαδήποτε ιστορική αναφορά। Ελάχιστοι σχολιαστές αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι η διένεξη για το Κοσσυφοπέδιο χρονολογείται πολύ πιο πίσω από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990, πιο πίσω από την μεταπολεμική εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην ανατολική Ευρώπη, και ακόμα πιο πίσω από την χάραξη των συνόρων από τους νικητές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

Το Κοσσυφοπέδιο είναι μέρος της Μεγάλης Σερβίας από τον έβδομο αιώνα, όταν για πρώτη φορά αναδύθηκε η έννοια της Σερβίας. Η έντονη αλβανική παρουσία στο Κοσσυφοπέδιο άρχισε στις αρχές του 17ου αιώνα, στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανικές αρχές ενθάρρυναν τη μετανάστευση των Αλβανών στην περιοχή για να τους χρησιμοποιήσουν εναντίον των Σέρβων. Η Ορθόδοξη Σερβία ήταν φυσική σύμμαχος των Ρώσων (μια συμμαχία που διατηρείται μέχρι σήμερα), και συνεπώς εχθρός των Οθωμανών. Οι Σέρβοι ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τους Οθωμανούς το 1875, και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1918, αποτελούσαν την κυριότερη εθνότητα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Το Κοσσυφοπέδιο όχι μόνο ήταν μέρος της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και ο πληθυσμός του ήταν κυρίως Σέρβοι.
Ο Χίτλερ κατέλαβε τη Γιουγκοσλαβία το 1941। Η Κροατία και η Αλβανία τάχθηκε με το μέρος του Άξονα και συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς για να εξολοθρεύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους Σέρβους, με διάφορες μεθόδους, όπως απελάσεις, αφομοιώσεις και στρατόπεδα συγκέντρωσης . Οι Σέρβοι ελαττώθηκαν στο 50% του πληθυσμού. Μετά τον πόλεμο, ο δικτάτορας Τίτο, ένας Κροάτης κομμουνιστής που στηρίχθηκε από τους δυτικούς επειδή τα έβαλε με τους Σοβιετικούς, όρισε το Κοσσυφοπέδιο σαν ξεχωριστή επαρχία, τοποθέτησε Αλβανούς σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις και συνέχισε να ενθαρρύνει την Αλβανική μετανάστευση στην περιοχή. Επιπλέον, οι Αλβανίδες του Κοσσυφοπεδίου είχαν την υψηλότερη γεννητικότητα στην Ευρώπη. Έτσι συνεχίστηκε η παρακμή του αριθμού των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο.

Στη δεκαετία του 1980 ανέβηκε στην εξουσία ο Μιλόσεβιτς και προσπάθησε να αντιστρέψει την αυξητική τάση των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο. Οι Σέρβοι είχαν επιτέλους βρει τον άνθρωπό τους, αλλά όπως φάνηκε γρήγορα, ο Μιλόσεβιτς εξελίχθηκε σε αιμοσταγή δικτάτορα, και τελικά κατέληξε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, από το οποίο και καταδικάστηκε για γενοκτονία. Η υφήλιος παρακολουθούσε αηδιασμένη την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η μία μετά την άλλη τις επαρχίες της να βομβαρδίζονται και να πνίγονται στο αίμα.

Το 1999 το ΝΑΤΟ, με προτροπή του Αμερικανού προέδρου Κλίντον, ξεκίνησε τους γνωστούς βομβαρδισμούς της Σερβίας που διήρκεσαν 78 ημέρες। Το πρόσχημα ήταν να τιμωρηθεί το Βελιγράδι για τον τρόπο που φέρθηκε στους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου।

Η Δύση είχε κάνει τις επιλογές της και οι Κοσοβάροι το γνώριζαν. Αν και οι ίδιοι περίμεναν άλλα δέκα χρόνια μέχρι να ανακηρύξουν επισήμως την ανεξαρτησία τους, ήξεραν ότι οι δυτικοί δεν θα είχαν αντίρρηση και οι Σέρβοι δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα να τους σταματήσουν. Όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι.

Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ακόμα πλήγμα στην διεθνή τάξη και στις διεθνείς προϋποθέσεις αναγνώρισης κρατών, όπως καταγράφτηκαν και ισχύουν από τη Συνθήκη της Βεσφαλίας το 1648।

Η Δύση φαίνεται ότι εξακολουθεί να θέλει να εκδικηθεί τα θύματα του αιμοσταγή δικτάτορα Μιλόσεβιτς και προφανώς θεωρεί ότι η απόσχιση αυτής της Σερβικής επαρχίας είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η Σερβία για τα όποια εγκλήματα του Μιλόσεβιτς.
Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αγνοήσουμε τα εγκλήματα του Μιλόσεβιτς στο Κοσσυφοπέδιο και στους Αλβανούς Κοσοβάρους, ούτε να μειώσουμε τις επιπτώσεις τους στον Αλβανικό πληθυσμό μέχρι και σήμερα. Αλλά το σενάριο που συνήθως επικαλούνται οι δυτικές χώρες, ότι δηλαδή οι Σέρβοι πρέπει να πληρώσουν για το κακό που έκαναν στους Αλβανούς που καταπίεζαν για τόσο χρόνια, είναι εξίσου παρανοϊκό. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η Αλβανική μειονότητα έγινε πλειοψηφία μόνο τον τελευταίο αιώνα. Για πάνω από χίλια χρόνια, το Κοσσυφοπέδιο ανήκε στη Σερβία. Η Σερβία έχει σοβαρούς ιστορικούς και συναισθηματικούς δεσμούς εντός των ορίων του Κοσσυφοπεδίου. Εκεί ήταν η έδρα της πρώτης Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο, όχι μόνο γιατί ενθαρρύνει ανάλογες βλέψεις άλλων επαρχιών, αλλά κυρίως για τον τρόπο που η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει παρόμοιες καταστάσεις। Η ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου είναι βασικά μόνο κατ΄ όνομα. Θα χρειαστούν χιλιάδες ξένα στρατεύματα, πολλά δισεκατομμύρια ευρώ σε βοήθεια και άγνωστο πόσα χρόνια μέχρι να μπορέσει ένα τέτοιο κρατίδιο να σταθεί στα πόδια του. Τα σύνορα Σερβίας-Κοσσυφοπεδίου θα παραμείνουν για πολλά χρόνια αμφισβητούμενα και επικίνδυνα. Η επιβολή ψευδεπίγραφων λύσεων στοχεύει μόνο να ικανοποιήσει τις τύψεις των δυτικών κυβερνήσεων και των πολιτών τους και να δώσει την ευκαιρία στους ισχυρούς της Ευρώπης και της Αμερικής – τις πάλαι ποτέ “Μεγάλες Δυνάμεις” - να ελέγχουν πιο εύκολα τους λαούς και τους πόρους της περιοχής. Ταυτόχρονα αναστατώνει τις ισορροπίες στην έτσι κι αλλιώς εύφλεκτη αυτή περιοχή και εντείνει – αντί να αμβλύνει – τις αδικίες σε βάρος των εμπλεκομένων.

Η υποστήριξη του Κοσσυφοπεδίου από τη Δύση δεν είναι απόρροια αρχών και νομίμων πεποιθήσεων. Είναι το αποκορύφωμα μιας αυθαίρετης και παράνομης επίδειξης στρατιωτικής και οικονομικής κυριαρχίας. Η επιλογή ορισμένων δυτικών κυβερνήσεων να συμπεριφέρονται διαφορετικά σε παρόμοιες καταστάσεις ανάλογα με τα συμφέροντά τους, δημιουργεί σύγχυση και αντιπάθεια στους λαούς της γης. Και σε τελική ανάλυση είναι άκρως άδικη και αντιδημοκρατική. Ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθείται η πιο ασφαλής οδός των διαπραγματεύσεων. Η αντίδραση της Σερβικής κοινής γνώμης, δυστυχώς βίαιη αλλά προβλέψιμη, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για πράξεις εξίσου βίαιες, οι οποίες και προηγήθηκαν. Είναι δε και ένδειξη ότι το πρόβλημα δεν λύθηκε. Ουσιαστικά, τίποτα δεν είναι βέβαιο, εκτός από την συνεχιζόμενη ύβρη και την ιστορική αμνησία πολλών στη Δύση.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Η Αυτοκρατορία Της Τουλίπας


Από τις στέπες της Ανατολής στο κέντρο της Ευρώπης

Η Αυτοκρατορία της Τουλίπας

Μια αφήγηση της πορείας των Οθωμανών

Του Σελίμ Σπύρου Στανίτσα
Ένα βιβλίο για την πορεία των Οθωμανών μέσα στους αιώνες

απόσπασμα από το βιβλίο:

¨Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Οθωμανικής Αρχής ήταν η άρνησή της να δεχθεί τις ούτως ή άλλως λεπτές διαχωριστικές γραμμές των εθνικών ταυτοτήτων των υπηκόων της. Το Οθωμανικό σύστημα δεν αναγνώριζε καμιά εθνική διαφορά στους υπηκόους του. Η γλώσσα ήταν μια πολύ αβέβαιη ένδειξη εθνικής ταυτότητας. Στην Κορυτσά για παράδειγμα, πολλοί Ελληνόφωνοι καθόριζαν τους εαυτούς τους Αλβανούς, ενώ άλλοι που μιλούσαν Αλβανικά ή Βλάχικα έλεγαν ότι ήταν Έλληνες. Στην Ελλάδα, πολλοί αυτόχθονες, απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων μίλαγαν κυρίως Τουρκικά. Ενώ πολλοί Τούρκοι μίλαγαν τέλεια την Ελληνική. Τα Ελληνικά ήταν η δεύτερη γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων μιλούσαν κυρίως Τουρκικά και Ελληνικά. Έτσι έβλεπες Βούλγαρους και Αλβανούς να μιλούν Ελληνικά καλύτερα από τους κατοίκους του Μοριά. Ούτε και οι φορεσιές ήταν ενδεικτικές των εθνοτήτων. Στην Ελλάδα, μετά την ανεξαρτησία, εθνική στολή θεωρήθηκε η φουστανέλα τη λεβεντιά της οποίας ο Βύρωνας είχε θαυμάσει στους κατοίκους της ορεινής Αλβανίας. Οι Οθωμανοί πίστευαν ότι ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να γίνει ότι ήθελε. Η εθνική ταυτότητα του καθενός ήταν προσωπική του επιλογή χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Έτσι κι’ αλλιώς ο καθένας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αλλάξει την εθνική του καταγωγή χωρίς κανένας να είναι σε θέση να τον εμποδίσει ή να τον μεταπείσει. Και όπως εύστοχα είπε ένας παρατηρητής από τη Δύση, «έρχεται κανείς να πιστέψει ότι όταν τρεις Βαλκάνιοι συναντούνται, οι δυο ενώνονται ενάντια στον τρίτο και ο τρίτος καλεί εξωτερική βοήθεια».
Ο εθνικισμός στα Βαλκάνια ήταν πάντοτε μια τόσο επιδερμική και πρόσκαιρη υπόθεση, όσο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατάφερε να ανατρέψει. Μόλις τα εθνικά κράτη απέκτησαν υπόσταση, οι αρχές πάνω στις οποίες κάθε ένα από αυτά τα κράτη βάσισαν την ανεξαρτησία τους μετατρέπονταν ανάλογα με τις εδαφικές τους διεκδικήσεις. Όλοι δανείζονταν επιχειρήματα από τον πολύχρωμο καλάθι της ιστορίας, της θρησκείας, της μικροαστικής νοοτροπίας περί ιδιοκτησίας. Όλοι επικαλούνταν την τιμή τους, και τη δόξα της ιστορίας τους. Και όλοι έπεσαν θύματα της βούλησης των ξένων δυνάμεων να ελέγχουν την περιοχή ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Αυτά εξάλλου τα συμφέροντα ήταν που επέβαλλαν τον τόσο επίπονο διαμελισμό των Οθωμανών. Και μέσα σ’ αυτή την αναμπουμπούλα, οι λαοί των Βαλκανίων έπεσαν στα δίχτυα διαφόρων επιτηδείων οι περισσότεροι από τους οποίους ή δεν είχαν την διανοητική ικανότητα να καταλάβουν την πραγματικότητα ή υπηρετούσαν άλλες σκοπιμότητες. Και βρέθηκαν να κουμαντάρουν τους λαούς, ψευτονταήδες στρατιωτικοί, ανίκανοι Οθωμανοί, μεσαιωνικοί Πασάδες, φιλόδοξοι καθηγητές της φιλοσοφίας και αδίστακτοι τύραννοι. Και οι πιο εκτιμούμενες ιδιότητες των ηγεσιών έγιναν η πλεονεξία, η απελπισία, και ο γελοίος νεανικός ηρωισμός – αυτό που στην Ελλάδα ονομάζουμε τραμπούκους. Η πιο επικίνδυνη όμως ιδιότητα των ηγεσιών των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια μετά τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η ευκολία με την οποία δέχονταν τις παρεμβάσεις των ξένων, όταν οι ίδιοι δεν τις επιζητούσαν. Έτσι, όπως είχε προβλέψει ο Urquhart, οι απλοί ραγιάδες των Οθωμανών βρέθηκαν να καταπιέζονται όχι από τους φοροεισπράκτορες αλλά από τους νόμους των χωρών τους και τους νέους αφεντάδες τους που είχαν λιγότερους ενδοιασμούς από τους παλιούς. Η Βαλκανική κατακλύστηκε από ορδές Ευρωπαίων αριστοκρατών – κυρίως Γερμανών – που ανέλαβαν να ηγηθούν λαών που δεν μπορούσαν να τους αντέξουν οικονομικά και των οποίων τη γλώσσα δεν κατάλαβαν ποτέ"
Διαβάστε όποιο κεφάλαιο σας ενδιαφέρει και σχολιάστε το

01 Εισαγωγή

«Πριν γεννηθώ υπήρχε ατέλειωτος χρόνος
Μετά το θάνατό μου ο χρόνος θα είναι άπειρος
Δεν το είχα σκεφτεί:
Έζησα στο φως ανάμεσα σε δυο αιωνιότητες σκότους»
Ορχάν Παμούκ, ‘Με λένε Κόκκινο’


Στις απαρχές του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα λίγα πράγματα παραμένουν τόσο απρόσιτα στους Έλληνες όσο η ιστορία τους. Ακόμα λιγότερα είναι τα στοιχεία που μπορεί κανείς να βρει για το άμεσο παρελθόν μας. Και ενώ το απώτερο παρελθόν των Ελλήνων – οι Αρχαίοι Έλληνες και ο πολιτισμός τους – είναι πιο προσβάσιμο για το μέσο Νεοέλληνα, κυρίως λόγω του έργου ξένων συγγραφέων τα τελευταία τριακόσια χρόνια, η περίοδος του Βυζαντίου και – κυρίως – η Οθωμανική περίοδος παραμένουν νεφελώδεις. Όλοι όμως οι Έλληνες που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, έχουμε προγόνους που έζησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλες οι περιοχές της σημερινής Ελλάδας υπήρξαν κομμάτια της, από 368 μέχρι 650 χρόνια.

Για τη Βυζαντινή περίοδο της ιστορίας μας μπορεί κανείς να βρει πηγές και έργα σημαντικά. Για τη φυσική προέκτασή της, την Οθωμανική περίοδο, οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Μια από αυτές είναι το γεγονός ότι οι δύο αυτές περίοδοι της ιστορίας μας αποτέλεσαν αντικείμενα εθνικιστικής εκμετάλλευσης από Έλληνες και Τούρκους επιτήδειους, αντίστοιχα. Στην Ελλάδα, ελάχιστες οι προσπάθειες αντικειμενικής – επιστημονικής θα έλεγε κανείς – αντιμετώπισης του θέματος. Ανάμεσα τους τα βιβλία της Ελληνο-Αμερικανίδας Έλενας Φραγκάκη-Syrett, της Ελένης Γκάρα και του Λευτέρη Σταυριανού. Τα δυο πρώτα είναι επιστημονικές πραγματείες, σχετικά πρόσφατες, αλλά απευθύνονται περισσότερο σε ερευνητές και επιστήμονες. Το έργο του Σταυριανού – εκδόθηκε το 1958 – είναι μεν πληρέστατο, αλλά θύμα της εποχής του.

Οι Τουρκικές πηγές είναι βέβαια περισσότερες και πληρέστερες. Η γειτονική χώρα έχει σημαντικούς και θαυμάσιους Οθωμανιστές, αρκετοί από τους οποίους κατέληξαν καθηγητές σε Πανεπιστήμια της Δύσης. Εδώ όμως ο κίνδυνος είναι να παρασυρθεί κανείς από τις εθνικιστικές σκοπιμότητες. Στη βιβλιογραφία αυτού του βιβλίου υπάρχουν όλα τα – κατά τη γνώμη μου – αντικειμενικά έργα από τη διεθνή βιβλιογραφία. Οι Τούρκοι, λίγο ή πολύ, θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και νόμιμους εκτελεστές της διαθήκης της. Το σύγχρονο Τουρκικό κράτος είναι κύημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν η τελευταία έπνεε τα λοίσθια. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι οι θανατολόγοι ιατροί στο προσκέφαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και άσπονδοι φίλοι της – οι Αψβούργοι, οι Τσάροι της Ρωσίας και οι Άγγλοι – κράτησαν την ασθενή ζωντανή για εκατόν τόσα χρόνια με τεχνητά μέσα για δυο λόγους. Ο ένας ήταν ότι δε μπορούσαν να συμφωνήσουν για το διαμελισμό της κληρονομιάς. Ο άλλος, ότι περίμεναν τη γέννηση. Όπως και να έχει το θέμα, η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Αυτοκρατορίας υπογράφτηκε μαζί με αυτή της γέννησης του Νέου Τουρκικού Κράτους στις 24 Ιουλίου 1923 στη Λοζάννη. Η συνθήκη της Λοζάννης καθόριζε τα σύνορα της Τουρκικής Δημοκρατίας – εκτός από την επαρχία Χατάυ, η οποία προσαρτήθηκε μετά από δημοψήφισμα το 1939. Στη Λοζάννη υπογράφηκε μια ακόμα συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμού μειονοτήτων. 1,3 εκατομμύρια Έλληνες και μισό εκατομμύριο Τούρκοι ξεριζώθηκαν. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης και οι Έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου.

Ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης από τους συμμάχους έληξε στις 2 Οκτωβρίου του 1923 όταν τα τελευταία αγήματα του Αγγλικού στόλου εγκατέλειψαν την Πόλη από την αποβάθρα του Ντολμά-Μπαχτσέ. Τέσσαρες μέρες μετά, μια μονάδα του Τουρκικού Εθνικού Στρατού εισήλθε στην Πόλη. Στις 13 Οκτωβρίου η Τουρκική Εθνοσυνέλευση καθόριζε με νόμο την Άγκυρα σαν πρωτεύουσα της Τουρκίας. Στις 29 Οκτωβρίου η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε το νέο Σύνταγμα της Τουρκικής Δημοκρατίας και εξέλεξε τον Κεμάλ Ατατούρκ πρώτο πρόεδρο της χώρας.

Στις 3 Μαρτίου του 1924 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση πέρασε ένα νόμο που καταργούσε το Χαλιφάτο, διαρρηγνύοντας έτσι τον τελευταίο δεσμό της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος νόμος ανέτρεπε τον τελευταίο Σουλτάνο-Χαλίφη της Αυτοκρατορίας, τον Αμπντούλ-Μεσίτ ο οποίος κρατούσε το θρόνο από το 1922. Ο ίδιος και οι απόγονοί του εξορίστηκαν δια παντός από τα όρια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Έτσι έληξε η κυριαρχία του οίκου του Οσμάν που ανέβηκε στο θρόνο της Αυτοκρατορίας το 1300 και έδωσε 36 από τους 37 Σουλτάνους της μέχρι το 19221. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ Χαϋντάρ Μπέης πήγε στο σαράι του Ντολμά-Μπαχτσέ και ανακοίνωσε στον Αμπντούλ-Μεσίτ την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης λέγοντάς του ότι έπρεπε να φύγει πριν το πρωί της επόμενης μέρας με την οικογένειά του. Σε λίγο, μια ομάδα κλειστών αυτοκινήτων μετέφερε την οικογένεια του τελευταίου Σουλτάνου στο σταθμό Σιρκετσί της Πόλης για να επιβιβαστούν στο Σεμπλόν Εξπρές για το Παρίσι. Η πριγκίπισσα Μουσμπάχ, μια από τις τρεις κόρες του Σουλτάνου περιγράφει τη σκηνή:
«Ήταν μια νύχτα πολύ κρύα. Έβρεχε συνέχεια. Στο σταθμό είδαμε ότι τα πάντα ελέγχονταν από στρατιώτες και αστυνομικούς. Όχι στρατιώτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά της Τουρκίας. Άχρηστα μέτρα ασφάλειας, μια που η απάθεια όλων για την εκδίωξη του Οίκου του Οσμάν από την Τουρκία ήταν έκδηλη… Στην πλατφόρμα ο Σουλτάνος σταμάτησε λίγο κοιτάζοντας πίσω του. Ο Ακίλ Εφέντη, ο τελευταίος Μέγας Βεζίρης μας, έβαλε το χέρι στον ώμο του πατέρα μου λέγοντας ‘πάμε Υψηλότατε. Όλα τελείωσαν’»

Δεν γύρισαν ποτέ. Ο Αμπντούλ-Μεσίτ πέθανε στο Παρίσι στις 23 Αυγούστου του 1944 και τάφηκε στη Μεδίνα. Το λείψανο του τελευταίου Οθωμανού Σουλτάνου βρίσκεται σε ξένο έδαφος, μακριά από την Ιστανμπούλ, όπου οι Οσμανλήδες βασίλευσαν 470 χρόνια. Και η μεγάλη, πομπώδης είσοδος των Οθωμανών στην Πόλη, που σημάδεψε την Ευρωπαϊκή ιστορία, τελείωσε άδοξα σε αντίθεση με την είσοδο στην Κωνσταντινίγια (όπως έλεγαν οι Οθωμανοί την Κωνσταντινούπολη) του Μεχμέτ του Πορθητή Ελ-Φετίχ, το απόγευμα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453.

Αυτό το βιβλίο αναφέρεται σε ανθρώπους που δεν υπάρχουν. Το όνομα ‘Οθωμανός’ δεν προσδιορίζει ούτε περιοχές ούτε ανθρώπους. Κανείς πια δεν μιλά τη γλώσσα τους. Λίγοι μόνο ερευνητές σε σύγχρονα Πανεπιστήμια αρχίζουν να καταλαβαίνουν τη λογοτεχνία τους.
Για εξακόσια χρόνια όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε, μεγάλωσε, αναπτύχθηκε και διαλύθηκε. Ξεκίνησε από ένα μικρό μπεϊλίκι στις παρυφές των λόφων της Ανατολίας στις αρχές του 14ου αιώνα, για να υποτάξει το κραταιό Βυζάντιο – ή τουλάχιστον ότι είχε απομείνει από αυτό – όλη τη χερσόνησο των Βαλκανίων από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τα Πριγκιπάτα της Βλαχίας και της Μολδαβίας βόρεια του Δούναβη. Πήρε όλη την Ανατολία. Υπέταξε όλους τους λαούς της περιοχής, ακόμα και τους άγριους Τατάρους της Κριμαίας. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ολοκλήρωσε τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας. Το 1517 κατέκλυσε την καρδιά του Ισλάμ: Τη Συρία, την Αραβία και την Αίγυπτο, μαζί με τις Ιερές Πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Οι Οθωμανοί έλεγχαν για 500 χρόνια τους πανάρχαιους δρόμους που μετέφεραν πολιτισμό από την Ανατολή στη Δύση, τη Μέση Ανατολή. Η αυτοκρατορία τους εκτεινόταν από το Δούναβη στο Νείλο και από την Αδριατική στον Ευφράτη.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε Ισλαμική, πολεμόχαρη, πολιτισμένη και ανεκτική. Όσοι ζούσαν πέρα από τα σύνορά της, σε χώρες γνωστές στο Ισλάμ σαν Νταρ Ουλ-Χαρμπ, (Ο κόσμος ή η στέγη του πολέμου), την έτρεμαν ή την σέβονταν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Για τους υπηκόους της ήταν το Νταρ Ουλ-Ισλάμ, ο κόσμος της ειρήνης. Τόσο ευνομούμενη και λειτουργική, ένα θαύμα ανθρώπινης διάνοιας, που ο μύθος ήθελε θεϊκές δυνάμεις – διαβολικές για μερικούς – να συμμετέχουν στη δημιουργία της.

Στις αρχές του δέκατου-έβδομου αιώνα, το θαύμα αυτό κρατικής υπόστασης άρχισε να δείχνει σημεία κατάρρευσης. Η σημασία της Μεσογείου στο διεθνές εμπόριο ιδεών και αγαθών πέρναγε σιγά-σιγά σε δεύτερη μοίρα. Η εξάπλωση του Ισλάμ είχε ήδη αναχαιτισθεί. Ο δρόμος για την Άπω Ανατολή, τα χρυσάφια και τα μπαχαρικά της, δεν πέρναγε πια από τους αμμόλοφους της Σαχάρας ή τα μονοπάτια της Μέσης Ανατολής. Οι μεγάλοι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι, με τον περίπλου της Αφρικής, άνοιξαν νέους ορίζοντες. Τα σκλαβοπάζαρα της δύσμοιρης Αφρικής ήταν ήδη πιο σημαντικά από την ύπαρξη της γηραιάς και δύσμορφης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και κυρίως, νέες πολλά υποσχόμενες αγορές άνοιγαν πέρα από τον Ατλαντικό. Στον κόσμο των Οθωμανών, οι μάχες είχαν ήδη κερδηθεί και τα οπλικά επιχειρήματα ήταν ξεπερασμένα. Η μοίρα είχε ήδη γραφτεί και οι ίδιοι οι Οθωμανοί ζούσαν ακόμα περισσότερο στο παρελθόν και στις περασμένες τους δόξες. Όχι πως οι ίδιοι οι Οθωμανοί δεν ήξεραν τη μοίρα τους: Τα πρώτα σχέδια για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ έγιναν από αρχιτέκτονες στη Μεγάλη Πύλη.

Και όμως, άλλα διακόσια χρόνια πέρασαν μέχρι την αναπόφευκτη συντριβή. Παρά τη σήψη στην κεφαλή της αυτοκρατορίας και την αναταραχή στις ρίζες της. Παρά τις ηρωικές εξεγέρσεις των πολυεθνικών της υπηκόων. Και κυρίως, παρά τις προσπάθειες των ‘γιατρών’ για μια σύντομη και αξιοπρεπή ευθανασία, ο εσχατόγερος ασθενής δεν έλεγε να αποδημήσει, επέζησε και αυτών των δεινότερων θανατολόγων του: του τσάρου της Ρωσίας και του οίκου των Αψβούργων κατά τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο αντιπρόσωπος του βασιλιά της Αγγλίας στη Μεγάλη Πύλη, Sir Thomas Roe, έγραφε στην κυβέρνησή του το 1621: «Είναι σαν το σώμα ενός γέρου, γεμάτο αρρώστιες και κακίες που μένουν όταν περάσει η δύναμη της νεότητας». Οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν τη Βοσνία το 1878. Και μέχρι το 1882 ο Σουλτάνος – τεχνικά τουλάχιστον – ήταν ο Κύριος της Αιγύπτου. Η Αλβανία ήταν από τις πιο δύσκολες περιοχές που υπέταξε η Αυτοκρατορία τον δέκατο-πέμπτο αιώνα. Οι Αλβανοί όμως έστελναν κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1909.

Η αυτοκρατορία ήταν βέβαια Ισλαμική. Αν και πολλοί από τους υπηκόους της δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Η ίδια η αυτοκρατορία δεν έκανε καμιά προσπάθεια εξισλαμισμού των απίστων υπηκόων της. Ήλεγχε τις εμπορικές οδούς ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, αλλά δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπόριο. Κατά γενική παραδοχή ήταν Τουρκική αυτοκρατορία, αλλά οι περισσότεροι από τους αξιωματούχους της ήταν Έλληνες. Διέθετε την πιο αποτελεσματική – μέχρι τότε – πολεμική μηχανή, αλλά οι περισσότεροι – και καλύτεροι – μαχητές της ήταν Σλάβοι. Ακολουθούσε τη Βυζαντινή τελετουργία, την Περσική νομενκλατούρα. Τα πλούτη της ήταν στην Αίγυπτο και η γραφή της Αραβική. Οι Οθωμανοί δεν ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στις Τέχνες, αλλά ένας από τους Μεγάλους Βεζίρηδες της Πύλης έκτισε περισσότερες εκκλησίες από τον Ιουστινιανό. Οι Οθωμανοί δεν υπήρξαν ποτέ φανατικοί της θρησκείας. Σαν Σουνίτες Μουσουλμάνοι ακολουθούσαν την Χανεφί, μετριοπαθή σχολή ερμηνείας του Κορανίου. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής διάβαζε ακατάπαυστα την βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γενικά, το παρελθόν δεν ενδιέφερε πολύ τους Σουλτάνους. Ο διάδοχος του Μεχμέτ του Πορθητή όμως, ο Σελίμ ο Σκληρός, ζήτησε να επισκεφθεί την Αθήνα, όπου πέρασε δύο μερόνυχτα θαυμάζοντας την Ακρόπολη. Ο Μεσαιωνικός κόσμος της Λατινικής Ευρώπης περιφρόνησε τους Οθωμανούς. Πάντως ο Ιβάν Ο Τρομερός θεωρούσε τον Μεχμέτ τον Πορθητή σαν πρότυπό του και οι Ενετοί – γνωστοί για την περιέργειά τους – εμφανώς θαύμαζαν τον τρόπο διακυβέρνησης των Οθωμανών, σε σημείο που ο πολύς Μοροζίνι πρότεινε στη Γαληνοτάτη να εφαρμόσει την «αρμονία» και απόλυτη αναλογικότητα της Οθωμανικής διακυβέρνησης.

Η Αυτοκρατορία, όχι απλώς επέζησε του μεγαλείου της, αλλά άφησε στους μεταγενέστερους συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που πιθανόν να μην είχαν διασωθεί αλλιώς. Η Ελληνική Ορθοδοξία, αν και πριν από την επικράτηση των Οθωμανών ήταν η επικρατούσα θρησκεία – εκτός από τη Βαλκανική – και σε όλη την Νότιο Ιταλία, στις υπερδουνάβιες περιοχές της Ουγγαρίας και σε άλλες Ευρωπαϊκές περιοχές, επιβίωσε μόνο στις περιοχές της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το ίδιο, αν όχι εντονότερο, το θέμα με τη Γλώσσα των Ελλήνων. Η Ελληνική, γλώσσα πολιτισμού, η δεύτερη γλώσσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επέζησε μόνο στις περιοχές της Αυτοκρατορίας.

Οι καλύτεροι ναυτικοί στην Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες, οι πιο διορατικοί έμποροι ήταν Αρμένιοι. Οι πιο αποτελεσματικοί της στρατιωτικοί, οι γενίτσαροι, ήταν Βαλκάνιοι, οι πιο ισχυροί αξιωματούχοι της ήταν Φαναριώτες – δηλαδή Έλληνες. Οι πιο πλούσιοι πολίτες της ήταν Αιγύπτιοι, και οι πιο μορφωμένοι Άραβες. Η Αυτοκρατορία έζησε τόσους αιώνες χωρίς να έχει την νησιωτική απομόνωση της Αγγλίας, την μονο-πολιτισμική συνοχή της Γαλλίας ή την θρησκευτική περιφρούρηση της Ιεράς Εξέτασης της Ισπανίας.

Ο τσάρος Αλέξανδρος – μετά τον πόλεμο της Κριμαίας, το 1856 – αποκάλεσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ‘Ο Ευρωπαίος Ασθενής’ και οι Βικτοριανοί πολιτικοί της Αγγλίας αναφέρονταν σ’ αυτήν, απρόσωπα, σαν ‘Το Ανατολικό Ζήτημα’. Λύση ήταν για τις Μεγάλες Δυνάμεις η επιβολή του διαμελισμού της ασθενούς, έτσι ώστε τίποτα να μην θυμίζει τη γηραιά κυρία που τόσοι πολλοί φοβούνταν. Ένα είδος ανακύκλωσης. Όμως κάτι απέμεινε από αυτήν. Αν και άυλο, ακαθόριστο, ασαφές το άρωμα των πεντακοσίων χρόνων υπάρχει ακόμα παντού γύρω μας.


Το βιβλίο αυτό δεν είναι ιστορικό με τη στενή έννοια του όρου, αφού ο συγγραφέας του δεν είναι ιστορικός. Είναι μια αφήγηση ιστορικών γεγονότων με την ακρίβεια της ιστορικής αλήθειας και τον έρωτα της ιστορικής έρευνας. Βασίστηκα όσο μπορούσα περισσότερο σε πρωτογενείς πηγές, χωρίς να αποφύγω ή να περιφρονήσω τις υπάρχουσες δουλειές. Ευτυχώς οι πρωτογενείς πηγές είναι πολλές και ανεξάντλητες. Οι Οθωμανοί υπήρξαν μεθοδικότατοι και παραδειγματικοί γραφειοκράτες. Τίποτα δεν έμεινε χωρίς να καταγραφεί. Αλλά και οι ξένες πηγές είναι πολύτιμες. Τα αρχεία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας (Archivio di Stato), του Οίκου των Αψβούργων στη Βιέννη, των Ολλανδών εμπόρων στο Άμστερνταμ είναι πολύτιμα και εν πολλοίς ανεξερεύνητα. Όμως η χρυσή πηγή για κάθε μελετητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι τα Αρχεία του Τουρκικού κράτους, και οι αφηγήσεις Τούρκων και Ελλήνων ιστορικών της εποχής. Ανεκτίμητη πηγή για το βιβλίο αυτό υπήρξε η αφήγηση του Εβλίγια Τσελέμπι, του Δημήτρη Καντεμίρ και του Κριτόβουλου.
Τα εδάφια του Ιερού Κορανίου που αναφέρονται στο βιβλίο είναι από την έκδοση: «Το Ιερό Κοράνι και μετάφραση των εννοιών του στην Ελληνική Γλώσσα», Συγκρότημα του Βασιλιά Φάχντ για την εκτύπωση του Ιερού Κορανίου, Μεδίνα, Σαουδική Αραβία


1 Ο τελευταίος Σουλτάνος του οίκου του Οσμάν ήταν ο Μεχμέτ ο 6ος ο Βαχιντενίν που ήταν άκληρος και έμεινε στο θρόνο από το 1918. Τον διδέχθηκε ο χαλίφης (αντιβασιλέας) Αμπντούλ-Μεσίτ

02. Το Ξεκίνημα

«Και αυτοί που ξενιτεύτηκαν για τη θρησκεία του ΑΛΛΑΧ και στη συνέχεια φονεύθηκαν ή πέθαναν, θα τους ανταμείψει ο ΑΛΛΑΧ»
Κοράνι, 22-58


Η μεγάλη στέπα της Ευρασίας, μια απέραντη έκταση από θάμνους και γρασίδι, εκτείνεται από τα σύνορα της Κίνας μέχρι τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Στα βόρεια υπάρχουν κωνοφόρα δάση σε ένα μόνιμα παγωμένο έδαφος. Στα νότια αρχίζουν οι ατέλειωτες έρημοι. Το γρασίδι της στέπας είναι πολύ σκληρό και ο καιρός πολύ άστατος για τις καλλιέργειες. Το νερό είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, με τους Σοβιετικούς να έχουν κατασκευάσει ειδικά μηχανήματα που οργώνουν τις στέπες, τα λιγοστά ποτάμια στέρεψαν και η στάθμη της Κασπίας Θάλασσας (που δεν έχει διέξοδο στη θάλασσα και είναι μια υδάτινη μικρογραφία της στέπας) έπεσε δραματικά.

Οι κάτοικοι της στέπας χρησιμοποιούν την σκληρή βλάστηση της περιοχής για τροφή των κοπαδιών τους. Οι ίδιοι ζουν σε σκηνές και μετακινούνται πάνω στα μικρόσωμα άλογά τους. Κάποτε, την τρίτη χιλιετία προ Χριστού, εδώ εξημερώθηκε το άλογο. Οι κάτοικοι της στέπας είναι γενικότερα γνωστοί σαν Τουρκμάνοι και είναι χωρισμένοι σε φυλές και οικογενειακές ομάδες. Με το πέρασμα των αιώνων, λόγω της αυξημένης δύναμης των εθνοτήτων που τους περιβάλουν, τα εδάφη των Τουρκμάνων συρρικνώθηκαν. Η ακμή της κοινωνίας τους ήταν τον ενδέκατο αιώνα.

Σε περιόδους λιμών, όταν οι απλοί χωρικοί πεθαίνουν σχεδόν εκεί που στέκονται, οι νομάδες ψάχνουν διεξόδους. Αυτό ίσως εξηγεί το λόγο που κατά καιρούς οι στέπες φτιάχνουν δεινούς πολεμιστές που ξεχύνονται με μανία στα γύρω εδάφη. Ένας άλλος λόγος είναι ότι κανείς – ούτε και οι πιο σκληροτράχηλοι νομάδες – δε θέλουν οικειοθελώς να ζήσουν στις απελπιστικές συνθήκες της στέπας για πάντα. Οι πολεμιστές ξεχύνονται σαν κύματα από το κέντρο της Ευρασιατικής στέπας προς τις γύρω περιοχές. Συνήθως, οι νομάδες που περνούν στις γύρω περιοχές εκτοπίζοντας τους ντόπιους γεωργούς είναι οι ίδιοι θύματα πεινασμένων νομάδων από το κέντρο της στέπας. Και θα είναι τα επόμενα θύματα των επόμενων επιδρομέων. Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι σπρώχτηκαν προς τη Δύση τον όγδοο αιώνα, πρώτα εκτοπίζοντας τις εγκατεστημένες αρχαίες κυριαρχίες του Ιράν και του Ιράκ και στη συνέχεια πέρα από αυτές τα Αραβικά και τα Βυζαντινά εδάφη, πότε περνώντας τα σύνορα ένας-ένας, πότε μαζικά, πότε πολεμώντας για τον εαυτό τους, πότε για τοπικούς άρχοντες των αντιπάλων τους, πότε αποδεχόμενοι τις κρατικές δομές των νέων πατρίδων τους, πότε παίρνοντας οι ίδιοι την εξουσία στα χέρια τους

Μέσα στα παμπάλαια κάστρα, τα πηγάδια, τα παζάρια, τους μιναρέδες και τις λεμονιές, όπου σοφοί του Ισλάμ ψάχνουν την αλήθεια του κόσμου στο Κοράνι και στα λόγια του Προφήτη, απαλά και ανήκουστα, σαν τα στρογγυλεμένα χαλίκια της προσευχής στις χούφτες τους, οι Τουρκμάνοι ήρθαν καβάλα στα μικρόσωμα άλογά τους και τις περίεργες σέλλες τους, τους σιδερένιους αναβατήρες τους και τις μεταλλικές τους μπότες. Τα μικρά τους πόνεϊ, με τα κοντά πόδια, είναι τόσο έξυπνα που μερικές φορές είναι δύσκολο να πει κανείς αν οι άνθρωποι καβαλάνε τ’ άλογα ή τα άλογα μεταφέρουν τους ανθρώπους. Ένας αξιωματούχος των Οθωμανών προειδοποίησε τους αλαζόνες λόγω της νίκης τους Ρώσους το 1775, ότι «οι άνθρωποι του Μεγαλοπρεπούς Έθνους είναι καβάλα στ’ άλογα για πάρα πολύ καιρό». Για τους Τούρκους, μια αλογοουρά δεμένη πάνω σ’ έναν ιστό είναι σύμβολο ισχύος. Οι Τούρκοι μπορούσαν να μάθουν το άλογο να κλαίει ή να πιάνει με τα δόντια του το σπαθί από το χώμα και να το δίνει στον καβαλάρη του. Το άλογο των Τούρκων είχε την ουρά του βαμμένη κόκκινη, τις πληγές του να γιατρεύονται με βότανα, έτρωγε πριν από τον κύριό του και όταν πέθαινε δικαιούταν μια τιμητική ταφή. Τα άλογα είχαν τη φήμη τους από μόνα τους, σαν τον Καρά-Βουλίκ , τον Μαύρο Λύκο, που μετέφερε καλπάζοντας το νεαρό πρίγκιπα Σελίμ σε ασφαλές σημείο, μετά την αποτυχημένη απόπειρά εξέγερσης το 1505. Οι καβαλάρηδες αυτών των αλόγων μπορούσαν να εκτοξεύσουν το γκέριτ (ένα είδος λάσου) με μεγάλη ακρίβεια ενώ το άλογό τους έτρεχε. Μπορούσαν να ρίξουν το βέλος τους προς τα πίσω – τρία βέλη το δευτερόλεπτο, από τη σέλλα σε κινούμενο στόχο. Η σκόπευσή τους ήταν τόσο καλή που ένας Οθωμανός Σουλτάνος το δέκατο ένατο αιώνα, φορώντας φράκο και με άψογα γαλλικά, έριξε το βέλος του ανάμεσα στα πόδια του Αμερικανού πρεσβευτή.

«Το Ισλάμ» λέει ο ιστορικός Εσάντ Μπέη «είναι η έρημος». Αντίθετα με τις άλλες δυο μονοθεϊστικές θρησκείες, το Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ δεν έχει θρησκευτικούς λειτουργούς. Οι νομάδες μπορούν να εξαφανιστούν για ατέλειωτες βδομάδες στην έρημο και ο Παντοδύναμος και Παντογνώστης Θεός είναι πάντα μαζί τους. Πέντε φορές τη μέρα, ο Μουσουλμάνος πρέπει να καθαρίσει το μυαλό του, να πλύνει τα χέρια του και να προσευχηθεί στο Θεό. Το Ισλάμ είναι ισχυρό όπλο κατά της αβεβαιότητας και της αλλαγής, για κάποιον που δεν γνωρίζει πού και με ποιόν θα είναι, από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι νόμοι του Ισλάμ είναι απλοί και άτεγκτοι: Δεν υπάρχει άλλος Θεός από το Θεό και ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του. Οι πέντε ημερήσιες προσευχές πρέπει να τηρούνται. Το χοιρινό και το αλκοόλ απαγορεύονται. Ελεημοσύνη πρέπει να δίνεται. Ο Πιστός πρέπει συνεχώς να εναντιώνεται στους άπιστους, ειρηνικά, εκτός αν προκληθεί. Το Κοράνι δεν είναι γραφή αλλά ο ίδιος ο νόμος, που έπεσε στη Γη από το φλεγόμενο Μυαλό του Θεού. Ενώ όμως είναι ελεύθερο από τις ασυναρτησίες των ιερέων, το Ισλάμ εξαρτάται από τις νομικίστικες ερμηνείες των Ουλεμάδων, των σοφών του Ισλαμικού νόμου που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το Νόμο. Γιατί το Ισλάμ δεν είναι μόνο θρησκεία. Είναι τρόπος ζωής.

Το Ισλάμ σφυρηλατήθηκε στο μέτωπο. Πάντα υπήρχαν Μουσουλμάνοι χωρικοί, πλάσματα της συνήθειας που δεν είχαν αλλού να πάνε, που έπρεπε να κάνουν ό,τι τους λένε: οι Οθωμανοί τους δέχτηκαν, όπως δέχτηκαν και τους Χριστιανούς χωρικούς των Βαλκανίων, σαν αναγκαίο φορτίο, παραφυάδες του φυτού που έφτιαχνε τους ραγιάδες, το κοπάδι, που οι καβαλάρηδες ήταν γεννημένοι να διοικούν. Η ιδιοφυΐα του Ισλάμ απευθύνεται στους αστούς και στους νομάδες, τις απρόβλεπτες και επισφαλείς κοινότητες που πάντα αντιπαθούν τη ζωή των χωρικών. Το Ισλάμ μεταδόθηκε με τα καραβάνια στις πόλεις της Μέσης Ανατολής, αλλά και με το σπαθί, το δεμένο στη μέση των Μουσουλμάνων μαχητών που αποκαλούσαν τον εαυτό τους γαζήδες, πολεμιστές της Πίστης και που ξεκίνησαν από την Αραβία, καβάλα στ’ άλογα, στον έβδομο αιώνα, περιφρονώντας τις αποστάσεις, ξεχύθηκαν στη Δύση, στη Βόρεια Αφρική και στο βορρά, στις στέπες, κάνοντας το Ισλάμ την κυριαρχούσα θρησκεία, τον Οίκο της Ειρήνης από της Στήλες του Ηρακλή μέχρι τις στέπες της Ασίας, τη Βόρεια Αφρική, μέχρι το Ιράν και την Ινδία, από τον Καύκασο μέχρι τη Ζανζιβάρη, και όλη τη Μεσόγειο, μέχρι την Ανδαλουσία και τη Σικελία.

Η ορμή τελικά εφθάρη. Το πνεύμα των γαζήδων άρχισε να σβήνει. Οι Πύλες της Ερμηνείας έκλεισαν τον ένατο αιώνα. Το Ισλάμ εγκαταστάθηκε, χάνοντας λίγο από την ορμή του αλλά κερδίζοντας γοητεία καθώς άνθισε στο Μουσουλμανικό πολιτισμό στο Ιράν, στην Αίγυπτο, στην Ισπανία, όταν ο σοφός και ο δίκαιος προσπέρασαν τον πολεμιστή. Και η τυφλή πίστη των άγριων πολεμιστών έδωσε τη θέση της στο διάλογο, τη Θεία Αποκάλυψη και την Αριστοτελική εξήγηση. Τον δωδέκατο αιώνα οι σταυροφόροι ενόχλησαν τον Οίκο της Ειρήνης. Η Ιερουσαλήμ και η Παλαιστίνη χάθηκαν προσωρινά. Νορμανδοί – Βίκινγκς – πολεμιστές έδιωξαν τους Μουσουλμάνους από τη Βόρεια Μεσόγειο. Το θαυμαστό πνεύμα της Ανδαλουσίας αντικαταστάθηκε από τη βαρβαρότητα της Ιεράς Εξέτασης. Η Ισπανία των Μαυριτανών παραδόθηκε μαζί με τον πολιτισμό της, τα παλάτια της, τις βιβλιοθήκες της, τα δημόσια λουτρά της στη βαρβαρότητα των Χριστιανών του Μεσαίωνα. Αλλά η κλασσική ενότητα του Ισλάμ, με ένα Χαλίφη να ορίζει τις τύχες του από τη Βαγδάτη, είχε ήδη χαθεί από την αντιδικία των Σιϊτών. Οι Σιΐτες πιστεύουν ότι οι νόμιμοι απόγονοι του Προφήτη είναι η οικογένεια του γαμπρού του Αλή. Οι Σουνίτες πιστεύουν ότι η Χάρη του Θεού ανήκει στους απογόνους της κόρης του Φατιμά. Υπό την πίεση αυτής της διαμάχης ο Οίκος της Ειρήνης συγκλονίστηκε από πολέμους στους οποίου μαχητές δεν ήταν ίδιοι οι ευγενείς εκπρόσωποι των δύο δογμάτων, αλλά μισθοφόροι που στρατολογήθηκαν από τους νομάδες Τουρκμάνους, πέρα από τις στέπες.

Παρόλα αυτά, η τάση του Ισλάμ για κίνηση, η ομορφιά της εξέλιξης του, παρέμεινε ζωντανή και τελετουργική, από τα καραβάνια που ξετυλίγονταν σαν κουβάρι μέσα στον Ισλαμικό κόσμο, μεταφέροντας μπαχαρικά και χρυσάφι, μετάξι και γούνες. Τα περισσότερα από τα είδη πολυτελείας μεταφέρονταν από Μουσουλμάνους έμπορους. Και υπήρχε και το εξαιρετικό γεγονός που λέγεται Χατζ, Προσκύνημα, προνόμιο και υποχρέωση κάθε Πιστού, που οι Οθωμανοί ήταν ταγμένοι να ελέγχουν, η τεράστια ετήσια μετακίνηση ανδρών και γυναικών στις Ιερές Πόλεις της Μέκκα και της Μεδίνας, μέσα στις άνυδρες έρημους της Αραβίας. Το Ισλάμ τιμά τους ταξιδεύοντες. Οι εμίρηδες, οι πρίγκιπες, οι βασιλιάδες είχαν ιερή υποχρέωση να προστατεύουν και να διευκολύνουν τα καραβάνια και τους διαβάτες που περνούσαν από τις περιοχές τους, πολύ περισσότερο τους χατζήδες1. Ο Ιμπν Μπατούτα, ο μεγάλος σοφός και εξερευνητής Μαροκινός πρίγκιπας του 14ου αιώνα, έγραφε ότι το 1329, μετά το Χατζ του, έφθασε στην Ιερουσαλήμ και είδε τις γαλέρες των «σπουδαίων Τούρκων Βασιλιάδων» να βοηθούν τους Πιστούς να περάσουν στις χώρες τους στην Ανατολία και τη Βόρεια Αφρική, μέσα από τα «σκληρά εδάφη» της ερήμου. Το 1329, ο γηραιός πια Μπατούτα είχε ήδη ολοκληρώσει τον περίπλου της Βόρειας Αφρικής και είχε γνωρίσει πολλούς μεγάλους Μουσουλμάνους ηγέτες.

Με τους Τούρκους, το Ισλάμ φάνηκε να ανακτά την αρχική του δύναμη. Ο Μπατούτα αποκαλούσε τον Ορχάν, γιο του Οσμάν, σαν τον «μεγαλύτερο βασιλιά στο Ισλάμ και στον κόσμο». Μια προφητική περιγραφή, αφού στα 1330 η επικράτεια των Οθωμανών δεν ήταν μεγάλη. Ο Ορχάν κυρίευε πόλεις με τα στρατεύματά του και, όπως κάθε καλός κυβερνήτης στο Ισλάμ, τους προσέφερε τζαμιά και σχολεία. Αλλά η σκηνή του και το στρατόπεδο των ανδρών του ήταν συνεχώς μετακινούμενα και τα εκατόν είκοσι τζαμιά που έκτισε ήταν σκορπισμένα σε όλη την Ανατολή. Ο γέρος Μαροκινός, με όλη την οξυδέρκεια της πείρας του αλλά και την σοφία του πολιτισμού του και ενώ θαύμαζε τη δύναμη του Ορχάν, δεν έπαυε να τον χαρακτηρίζει βάρβαρο: «ο μεγάλος βασιλιάς δεν μένει ποτέ στο ίδιο μέρος όταν τελειώσει το καλοκαίρι και το στρατόπεδό του πηγαίνει αλλού χωρίς να γυρίζει πίσω, όπως οι βάρβαροι που ζουν πέρα από τα ιερά εδάφη του Θεού».


Όταν τον ένατο αιώνα οι Τουρκμάνοι εγκατέλειψαν τις στέπες, μπήκαν στην υπηρεσία των Αμπασσιδών Χαλίφηδων της Βαγδάτης. Οι Χαλίφηδες της Βαγδάτης τους είχαν διδάξει το Ισλάμ. Από τους Πέρσες είχαν μάθει την τέχνη της κρατικής διοίκησης και μερικοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν σε πόλεις σε δικές τους επικράτειες. Οι καβαλάρηδες όμως με τα κοπάδια τους συνέχισαν να μετακινούνται. Είχαν ασπασθεί το Ισλάμ και ήταν αποφασισμένοι να διαδώσουν την πίστη τους σε όλους, με όσους έρχονταν σε επαφή. Οι βασιλιάδες της Μέσης Ανατολής ήταν ευχαριστημένοι που έφευγαν γιατί οι νομάδες δεν είναι καλό παράδειγμα για τους φιλήσυχους φορολογούμενους χωρικούς.

Τραβήχτηκαν στο ’κέρας του ρινόκερου’ της Ανατολίας κατά την υποχώρηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Μετά τη μάχη του 1071 στην Ανατολία, τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου έγιναν μαλακά, σαν γιαούρτη που τόσο πολύ αγαπούσαν οι Οθωμανοί. Πότε ωθούμενοι από τους Μογγόλους στα ανατολικά τους, πότε καλύπτοντας το κενό που άφηναν οι Βυζαντινοί στα δυτικά τους, οι Οθωμανοί πάντα κινήθηκαν δυτικά.

Στα τέλη του δέκατου-τρίτου αιώνα οι Τούρκοι έφθασαν στις Ανατολικές ακτές της Μεσογείου. Πίσω τους βρίσκονταν εμιράτα και πριγκιπάτα που είχαν πολεμήσει ιερό πόλεμο κατά του Βυζαντίου και στη συνέχεια, ενώ οι Βυζαντινοί υποχωρούσαν, έχασαν την επαφή τους με το μέτωπο, εγκαταστάθηκαν στα πρώην Βυζαντινά εδάφη και εγκατέλειψαν το νομαδικό βίο, ασχολούμενοι με τη γεωργία και τη φορολόγηση των ντόπιων χωρικών. Τα μικρά αυτά κρατίδια ήταν το ίδιο έτοιμα να ξεφορτωθούν τους Οθωμανούς όσο και οι Βυζαντινοί. Οι Οθωμανοί τους έκαναν τη χάρη, αλλά πριν κινηθούν προς δυσμάς, τους υποχρέωναν σε υποτέλεια. Η χαλαρή αυτή υποτέλεια σε ομόπιστους, είχε πολλά πλεονεκτήματα για τους τοπικούς άρχοντες, με κυριότερο το γεγονός ότι εξασφάλιζε ειρήνη στην περιοχή – έστω και με κάποιο κόστος. Και έτσι το μέτωπο εμπλουτιζόταν συνεχώς με νέο αίμα. Με την άφιξή τους στη Μεσόγειο, οι πιο θαρραλέοι από τους Οθωμανούς άρχισαν να κατασκευάζουν πλοιάρια και πλωτά μέσα για να εξερευνήσουν και κυρίως για να μεταφέρουν τον Ιερό Πόλεμο και στη θάλασσα αλλά και στις Ευρωπαϊκές ακτές. Ο Ιερός αυτός Πόλεμος δεν ήταν πόλεμος, τουλάχιστον στην αρχή, αλλά κούρσεμα των ακτών της Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου.

Στις αρχές του δέκατου-τέταρτου αιώνα ο Οσμάν από τη Βιθυνία οδήγησε το επόμενο κύμα νομάδων προς τη Μεσόγειο. Η έκταση της επικράτειάς του ήταν μικρή, όπως και ο τίτλος του: Μπέης δηλαδή απλώς άρχοντας. Ήταν όμως στην αιχμή του δόρατος του Ισλάμ, στο προαύλιο των Βυζαντινών, πολύ κοντά στο Χριστιανισμό της Δύσης, λίγα χιλιόμετρα από τη Χριστιανική πόλη Προύσα (την Μπούρσα των Οθωμανών), αγναντεύοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά – και την Κωνσταντινούπολη. Χιλιάδες πολεμιστές ήρθαν να τον βοηθήσουν, μετά τις πρώτες επιτυχίες του: σκληροτράχηλοι ορεσίβιοι, άκληροι χωρικοί, νομάδες, πιστοί στο Κοράνι, μύστες, φυγάδες, επαναστάτες, ολόκληρες οικογένειες Βυζαντινών που είχαν χάσει τη γη τους, ακόμα και ακρίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παραμελημένοι από το κράτος, πέρασαν στο πλευρό των νικητών. Ενώθηκαν όλοι με τους Τουρκμάνους, τους Μογγόλους, τους ανυπόμονους για Ιερό Πόλεμο Μουσουλμάνους, υπηκόους των φιλήσυχων –πια – Εμίρηδων. Όλοι μαζί δημιούργησαν ένα τεράστιο στράτευμα, δυσανάλογα μεγάλο για την επικράτεια των Οσμάν. Και σφράγισαν τη μοίρα τους να κυριαρχήσουν σε Ανατολή και Δύση, σε δυο ηπείρους, σε δυο θάλασσες – και στις Ιερές Πόλεις.

Ο ίδιος ο Οσμάν, δίκην της μοιραίας δημοκρατίας των ορεσιβίων και των νομάδων, ήταν πρώτος μεταξύ ίσων. Η καταγωγή του δεν είναι απόλυτα γνωστή. Τα δικαιώματά του πάνω στις εκτάσεις που είχε καταλάβει καλύπτονται από μύθους. Και δεν αναγνώριζε κανέναν ανώτερο από τον εαυτό του: ούτε τους Μογγόλους κυριάρχους των Τουρκικών φυλών, ούτε τους Εμίρηδες των κρατιδίων της Ανατολής, ούτε τους Χαλίφηδες του Ισλάμ. Διοικούσε με τη βοήθεια των πολυάριθμων μελών της οικογενείας του. Σχεδόν όλοι στο περιβάλλον του ήταν συγγενείς του. Και προσέθετε συνεχώς σε αυτούς: παρότρυνε τους ανθρώπους του να παντρεύονται Έλληνες και Ελληνίδες – τους οποίους θεωρούσε φίλους του – και παρίστατο πάντοτε, τιμώντας τους, στους μεικτούς γάμους, αλλά τιμούσε απεριόριστα τους Σελτζούκους Τούρκους και τις παλιές νομαδικές τους συνήθειες – ο ίδιος ο Οσμάν, σαν νομάδας, έμενε σε σκηνή όλο το χρόνο – και άκουγε με ευχαρίστηση τη στρατιωτική μουσική των παλιών Τουρκικών φυλών της Ανατολίας. Δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση, αλλά είχε μάθει όλο το Κοράνι. Τιμούσε όλους τους επισκέπτες του χαρίζοντάς τους ένα κύπελλο από το κρανίο των εχθρών του. Και εμπιστευόταν – ίσως περισσότερο από κάθε άλλον – τον προσωπικό του γραμματέα, τον άνθρωπο που τον έσωσε από μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του και που έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος, τον Έλληνα Μιχαήλ. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν ο Οσμάν αγαπούσε πράγματι τόσο πολύ τους Έλληνες ή απλώς χρησιμοποίησε το Μιχαήλ γιατί ήταν ο πιο μορφωμένος από όσους είχε γνωρίσει. Παντρεύτηκε την κόρη του πιο σημαντικού σεΐχη της Ανατολίας Εντέμπ-Αλή, απευθείας απόγονου του Προφήτη.
Η ιστορία μάς βεβαιώνει ότι ο γάμος ήταν από έρωτα, όμως το συμφέρον ήταν επίσης παρόν: Το αμάλγαμα της Τουρκικής ορμής της Ανατολίας, με τον Ισλαμικό πολιτισμό των Ιερών Τόπων των Πιστών, με δόση από την Ελληνική παιδεία της Ιωνίας. Η συνταγή επιτυχίας των Οθωμανών. Η ανανεωτική, αναγεννητική επίδραση των παραδόσεων της στέπας, με τον μυστικισμό και την πολιτιστική παράδοση του Ισλάμ είναι το εκρηκτικό μείγμα της Οθωμανικής επιτυχίας. Με καταλύτες τους πανάρχαιους πολιτισμούς της Περσίας, της Μεσοποταμίας και της Ιωνίας, πολιτισμούς που οι Οθωμανοί σεβάστηκαν.

Τα κέντρα της Ισλαμικής Ορθοδοξίας απείχαν πολύ από τα πολεμικά μέτωπα. Αυτό ίσχυσε όχι μόνο για τους Οθωμανούς. Η Αραβική Ανδαλουσία χάθηκε από την επιμονή των Χαλίφηδων της Βαγδάτης και της Δαμασκού να ελέγχουν από μακριά τους ευγενείς πολεμιστές της Δύσης. Το Ισλάμ στο μέτωπο είχε πάντα την ιδιοσυγκρασία της μάχης: επαναστατικό, νεωτεριστικό, σχεδόν αιρετικό. Οι Οθωμανοί, σκληροί πολεμιστές, γαζήδες της Πίστης, των οποίων οι γυναίκες αναγκαστικά κυκλοφορούσαν χωρίς πέπλο, προτιμούσαν τους σοφούς του Ισλάμ που ήξεραν να κρατούν – και γιατί όχι, να προσηλυτίζουν – τους έξυπνους και μορφωμένους κατοίκους των παλιών πόλεων. Οι Οθωμανοί ανέχονταν και χρησιμοποιούσαν τους σκληροτράχηλους πολεμιστές, ακούραστους σπαχήδες, πιστούς γαζήδες, ακόμα και τους τρελούς – φορείς της θέλησης του Θεού. Οι πιο αποτελεσματικοί όμως πολεμιστές τους ήταν οι γενίτσαροι. Και αυτοί ήταν γιοι των Χριστιανικών οικογενειών των Βαλκανίων. Όπως Χριστιανοί ήταν και οι Βεζίρηδες του Αυτοκρατορικού Συμβουλίου (του Ντινβανιού). Όπως και οι περισσότεροι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας2.

Ρόλος του Οσμάν ήταν να μεταφράσει τις γνωστικές εξάρσεις των μπάμπα (των γέρων σοφών) σε πρόγραμμα δράσης, οδηγώντας τους ανθρώπους του σε καλύτερα βοσκοτόπια και περισσότερα λάφυρα. Αλλιώς δε θα ήταν τίποτα παραπάνω από ένας ακόμα πολεμιστής που σέβονταν τις κρίσεις τους.

Χαρισματικές αιρέσεις, ευγενείς θρησκευτικές οργανώσεις, αδελφότητες και συντεχνίες, είχαν επιβάλλει ένα είδος νόμου στις περιοχές που η αρχή του Οσμάν ήταν αδύναμη. Όλα αυτά δεν έσβησαν τελείως. Επέζησαν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας, άσχετα με το πόσο οργανωμένη και πόσο θρησκευτικά ‘ορθόδοξη’ έγινε. Μερικές μετατράπηκαν σε νόμιμες, όπως το τάγμα των ντερβίσηδων Μπεκτασί, που αργότερα άνθισαν ανάμεσα στα τάγματα των γενιτσάρων, που έπιναν κρασί και οι γυναίκες τους κυκλοφορούσαν χωρίς πέπλο, και πολλές φορές διευκόλυναν για τους Χριστιανούς τη διαδικασία του εξισλαμισμού. Άλλοι, όπως το τάγμα των Μελαμί, που περιφρόνησαν την ψευδαίσθηση του κόσμου, κυνηγήθηκαν με πείσμα από τις αρχές. Ασχολήθηκαν με το μυστήριο της ζωής και την σημασία των αλλαγών. Ο μεγάλος μυστικιστής τους Μπεντρεντίν έγραφε: «Όλα βρίσκονται στη διαδικασία της δημιουργίας και της καταστροφής. Δεν υπάρχει το εδώ και το μετά. Τα πάντα είναι μια απλή στιγμή». Ο ίδιος άφησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο Ορθόδοξο Ισλάμ για να γυρίζει στις παραμεθόριες περιοχές και να προσηλυτίζει τους νέους πολίτες της Αυτοκρατορίας, ειδικά τους Χριστιανούς, στο Ισλάμ, λέγοντας ότι έρχεται το τέλος του κόσμου. Οι Οθωμανοί βαρέθηκαν να περιμένουν και τον κρέμασαν σ’ ένα δέντρο στις Σέρρες το 1416.

Αψηφώντας τους κινδύνους, βέβαιοι για τη νίκη τους, με τις σκηνές τους, τα πρόβατά τους και τις οικογένειές τους στα στρατόπεδα, η καλή τύχη των Τούρκων φαίνεται σαν μια τυφλή συνωμοσία της φύσης, με τη βοήθεια της ιστορίας. Οι παλιοί Τούρκοι ιστορικοί εξηγούν τις επιτυχίες τους με τη μεγαλοσύνη που τρέχει στο αίμα τους. Μερικοί συνέδεσαν τον Οσμάν με το Νώε, αποδεικνύοντας, με κάποιους τρόπους, ότι ο πρώτος κατάγεται από τον δεύτερο σε πενήντα-δύο γενιές3. Πιθανόν να είναι η παλιά Τούρκικη παροιμία, ότι οι Νομάδες πάντα κινούνται προς τον Ήλιο που δύει. Ο Μεχμέτ ο 2ος σκέφτηκε ότι ο αλτρουισμός όσων «μεταχειρίζονται το σώμα τους σαν να ανήκει σε κάποιον άλλον, όσον αφορά τον πόνο και τον κίνδυνο», έδωσε στους προγόνους του τις ατέλειωτες νίκες. Τις σκέψεις του αυτές είπε στο στράτευμά του την παραμονή της μάχης της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ο Gibbon αποδίδει την επιτυχία των Οθωμανών στη ραστώνη των Ελλήνων. Ένας άλλος Άγγλος, στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, είπε ότι οι Οθωμανοί ήταν Έλληνες και ότι οι Οθωμανικές κατακτήσεις ήταν απλώς ένα είδος μετάλλαξης του Ελληνικού πολιτισμού. Ένας άλλος Τούρκος καθηγητής, μιλώντας στο Παρίσι στα 1920 προσπάθησε να ανατρέψει το μύθο λέγοντας ότι οι Έλληνες είναι Τούρκοι. Ένας Γερμανός στα 1930 απέδωσε στους γαζήδες και στη μυστικιστική τους ιστορία την επιτυχία των Οθωμανών, ορμώμενος από την προφητική περίφημη επιγραφή στο τζαμί της Προύσας: «Ορχάν, γιος του Οσμάν, γαζής, Σουλτάνος των γαζήδων, Κυρίαρχος των Οριζόντων, Αρχηγός του Κόσμου». Δυστυχώς για το Γερμανό, οι αρχαιολόγοι απέδειξαν ότι η επιγραφή είναι πολύ μεταγενέστερη του τζαμιού και δεν ήταν καθόλου προφητική.

Ίσως οι πολεμικές επιτυχίες των καβαλάρηδων από την Ασία οφείλονται στην πίστη τους. Στην αφοσίωσή τους στον Αλλάχ και στην περηφάνια της Αλήθειας. Το Ισλάμ κατάργησε τις τεράστιες αποστάσεις, από τη στέπα μέχρι τον Ατλαντικό, αναδεικνύοντας τον Έναν και Μοναδικό Θεό, τον Έναν και Μοναδικό Νόμο. Και καθώς οι γαζήδες προχωρούσαν προς την Ευρώπη, το μόνο που έκανε ο καβαλάρης του ήταν να χαϊδεύει το άλογο κι’ αυτό ορμούσε προς τη νίκη, ακολουθώντας το πεπρωμένο, φέρνοντας στη Δύση τη δύναμη της Αλήθειας και την ομορφιά της τουλίπας.


1 Κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα. Η Σαουδική Αραβία φιλοξενεί με έξοδα του κράτους όλα τα εκατομμύρια προσκυνητών που καταλήγουν στις Ιερές τους Πόλεις.
2 Όταν τα σύνορα είχαν πια ενσωματωθεί στην Αυτοκρατορία και η Αυτοκρατορία είχε προ πολλού μεταβληθεί σε αξιοπρεπή φύλακα του Ισλάμ, όταν οι Μουλάδες με μια φωνή είχαν καταδικάσει την εκρηκτική ποίηση του Μυσρί Εφφέντη, μπορούσε κανείς να προμηθευθεί ακόμα ένα αντίτυπο των ποιημάτων αυτών με την ένδειξη (που θυμίζει τα σημερινά πακέτα τσιγάρα): «Ο Μουφτής τα καταδίκασε στην πυρά και εξέδωσε τον φετβά του: Όποιος μιλάει και πιστεύει όσα ο Μυσρί Εφφέντη πρέπει να καίγεται στην πυρά, εκτός από τον ίδιο το Μυσρί Εφφέντη γιατί κανένας φετβάς δε μπορεί να εκδοθεί για κάποιον που τον κατέχει ενθουσιασμός.
3 Στην αρχή μιλούσαν για τριάντα-έξι γενιές αλλά αποφάσισαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους υπολογισμούς τους.

03. Τα Βαλκάνια

«Κανένας λαός δεν μπορεί να επισπεύσει το ορισμένο τέρμα του κι ούτε να το καθυστερήσει»
Κοράνι, 23-43


Από το 1320 μέχρι το 1390, οι Οθωμανοί, σαν κύμα εξαπλώθηκαν πάνω στα ρηχά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την Προύσα, τη Νίκαια και τα Δαρδανέλια, στην Ευρώπη, στην κοιλάδα του Έβρου, στη Βάρνα, στη Μαύρη Θάλασσα, μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου. Και από την είσοδο των βορείων Βαλκανίων, το Νις προς τις όχθες του Δούναβη, του ποταμού που ορίζει την Κεντρική Ευρώπη. Η εισβολή ήταν τόσο ταχεία και ξαφνική, που η ιστορία δεν κατάφερε να την καταγράψει επακριβώς: Τίποτα δε μπορεί να προσδιορισθεί χρονικά πριν από τις 15 Ιουνίου 1389, όταν οι Οθωμανοί νίκησαν τους Σέρβους στο Κοσσυφοπέδιο.

Η νότιο-ανατολική Ευρώπη, λίκνο της Βυζαντινής Ορθοδοξίας, αναζητούσε σχεδόν τον κατακτητή. Για πάνω από χίλια χρόνια, το Βυζάντιο επικρατούσε στο μισό περίπου γνωστό κόσμο. Το μείγμα αυτό Χριστιανικής θρησκείας, Ρωμαϊκού νόμου και Ελληνικού Πολιτισμού κυριάρχησε από τη Ραβέννα μέχρι τον Ευφράτη. Το Βυζάντιο έφτιαξε τα Βαλκάνια: Πατρίδα των Βουλγάρων, των Μαγυάρων, των Σέρβων. Τους τοποθέτησε εκεί κοντά στους γηγενείς Έλληνες και Ιλλυρίους, τους επέβαλε την Ορθοδοξία, τους δίδαξε γραφή και ανάγνωση. Και όταν χρειάστηκε τους κατατρόπωσε.

Το 1054, η περιρρέουσα εχθρότητα ανάμεσα στον Πάπα της Ρώμης και τον Αυτοκράτορα της Ανατολής έφερε το περιώνυμο Σχίσμα που διατηρείται επί των ημερών μας. Ο χρόνος εμπέδωσε τις δογματικές, ιστορικές, κοινωνικές διαφορές των δύο κόσμων. Η Βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, η Πόλη, η μεγαλύτερη πόλη της εποχής, το κάστρο της Χριστιανοσύνης έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων του Πάπα το 1204, την ημέρα του Πάσχα. Στην πραγματικότητα, οι Σταυροφόροι δεν παρεξέκλυναν της πορείας τους προς τους Άγιους Τόπους. Η Σταυροφορία ήταν πρόφαση για την προτιθέμενη βεβήλωση. Οι απεσταλμένοι του Πάπα, μεθυσμένοι από κρασί και Χριστιανικό αίμα, έβαλαν στον Πατριαρχικό Θρόνο μια πόρνη και χόρευαν γύρω της. Όλα καταστράφηκαν: Χίλια χρόνια πίστης και πολιτισμού στα χέρια βέβηλων βαρβάρων παπιστών. Ιερά λείψανα πετάχτηκαν στη θάλασσα του Μαρμαρά. Πολύτιμες εικόνες στην πυρά. Χρυσά διαδήματα και διαμαντένια κοσμήματα, χρυσοποίκιλτα λάβαρα και αγάλματα στάλθηκαν να κοσμούν βάρβαρους και βρωμερούς βασιλιάδες και μαρκήσιους στη Γαλλία και τη Φλωρεντία. Όλα χάθηκαν. Κομμάτια από τους οδόντες των Αποστόλων, οι αλυσίδες του Αγίου Πέτρου, τα καρφιά του Τίμιου Σταυρού. Υπολείμματα του Τίμιου Ξύλου κάηκαν. Ανυπολόγιστος αριθμός βιβλίων κάηκαν επίσης.

Εκτός από τον ανεκτίμητο θησαυρό, οι Σταυροφόροι, εν πίστη αδελφοί των Βυζαντινών, κατέλυσαν δια παντός τον νόμο και την τάξη στην Αυτοκρατορία. Μαζί με τους δύο μυθικούς χάλκινους ίππους που κοσμούσαν τον Ιππόδρομο της Πόλης, και τώρα – χίλια χρόνια κλεμμένοι – βρίσκονται στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία τόσο παράταιροι στον υγρό αέρα της Γαληνοτάτης, εξαφανίστηκε και το κύρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Για εξήντα ολόκληρα χρόνια, η Κωνσταντινούπολη έγινε πόλη των Λατίνων. Ένα μέρος της Αυτοκρατορικής Οικογένειας, οι Κομνηνοί, διέφυγαν στην Τραπεζούντα στις ακτές του Εύξεινου Πόντου όπου παρέμειναν για αιώνες, προστατευόμενοι από τους περίφημους πύργους. Ένα άλλο κομμάτι, οι Παλαιολόγοι, κατέφυγαν στη Νίκαια από όπου το 1267 επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη για να τη βρουν ερειπωμένη, πόλη φράγκων αφεντικών, Ενετών μεσαζόντων και Γενουέζων εμπόρων. Οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι της Πόλης, ορθόδοξοι και Ελληνόγλωσσοι, εξακολουθούσαν να έχουν τους αυτοκράτορές τους, όμως ο πλούτος – και μαζί του ο πολιτισμός – είχαν χαθεί για πάντα. Το χρυσό επίστρωμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε φύγει για πάντα και μαζί του κάθε ελπίδα διάσωσης. Μετά από αυτό, η Κωνσταντινούπολη ήταν απλώς σταθμός στις εμπορικές οδούς των Ιταλικών πόλεων προς τις προσοδοφόρες αγορές της Μαύρης Θάλασσας.

Αυτή ήταν η θλιβερή κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εν όψει της επιδρομής των Οθωμανών. Η Προύσα έπεσε το 1327, μετά από δεκαετή πολιορκία που αποδεκάτισε τον πληθυσμό. Η Νίκαια – η πόλη της Οικουμενικής Συνόδου το 1325 - παραδόθηκε το 1329. Το 1344, η νότια ακτή του Μαρμαρά ήταν στα χέρια του Ορχάν, γιου του Οσμάν. Οι Έλληνες του Ελλησπόντου, υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στους Οθωμανούς. Σε αρκετές περιπτώσεις προσλάμβαναν Τούρκους μισθοφόρους για τις εμφύλιες διαμάχες τους. Ένας από αυτούς, ο Καντακουζηνός, προσέφυγε στους Οθωμανούς του Οσμάν για βοήθεια. Τίποτα πια δεν μπορούσε να σταματήσει τους Οθωμανούς. Το 1354 πέρασαν στην Ευρωπαϊκή πλευρά των Στενών και κατέλαβαν την Καλλίπολη. Και εδώ βοήθησε η θεία δίκη: Στις 4 Μαρτίου 1356 έγινε ένας τρομερός σεισμός. Το κάστρο της Καλλίπολης, όπου Έλληνες μαχητές προστάτευαν την Ανατολική Θράκη, έπεσε σαν χάρτινος Πύργος. Στο εξής οι Φράγκοι και τα καράβια τους θα έκαναν χρυσές δουλειές μεταφέροντας τους Οθωμανούς από τη μια μεριά του Βοσπόρου στην άλλη.

Ένα ατέλειωτο κοπάδι από άνδρες, γυναίκες, πρόβατα, παιδιά, άλογα και σκηνές άρχισαν να κατακλύζουν τη Θράκη. Ατέλειωτες ορδές Τούρκων καβαλάρηδων – των περίφημων Σπαχήδων – βρήκαν το δρόμο προς τη Βαλκανική και την Ευρώπη, ανακαλύπτοντας έναν Παράδεισο βοσκοτόπων με δροσερά νερά, πράσινα και σκιερά λιβάδια. Όταν ο Οθωμανικός στρατός εγκατέλειψε την περιοχή για νέες κατακτήσεις στη Μικρά Ασία, οι Τούρκοι μπέηδες είχαν ήδη εγκαταστήσει τα φέουδά τους στη Θράκη. Δερβίσηδες έστησαν τα καταλύματα τους. Τούρκοι χωρικοί απένειμαν στους εαυτούς τους αγροτικές εκτάσεις. Στη διάρκεια μιας γενιάς η Θράκη έγινε Τουρκική αποικία. Η πρωτεύουσά της, η αρχαία Ελληνική Ανδριανούπολις – έπεσε το 1362 και έγινε το Τουρκικό Έντιρνε.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες που ακολούθησαν, εν όψει του Τουρκικού κινδύνου προσπάθησαν να αποσπάσουν την βοήθεια της Δύσης, ακόμα και με αντάλλαγμα την πίστη τους. Οι δυτικοί άρχοντες όμως ποτέ δεν ήταν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν. Και οι Πάπες της Ρώμης στην ουσία προτίμησαν τους Οθωμανούς από τους αιρετικούς. Ο ίδιος ο Καντακουζηνός, Αυτοκράτορας τώρα Ιωάννης ο 5ος, επισκέφτηκε το Λουδοβίκο το Μεγάλο στη Βούδα το 1366, σε μια απεγνωσμένη και μάταιη προσπάθεια να παρακαλέσει την αρωγή του. Οι Βούλγαροι τον απήγαγαν κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Τον κράτησαν όμηρο μέχρι να λάβουν τα λύτρα που ζήτησαν, τα οποία η οικογένειά του δανείστηκε από τον Δόγη της Βενετίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αυτοκράτορας θέλησε να επισκεφθεί δυτικές πρωτεύουσες για να κερδίσει κάποιες συμπάθειες και βοήθειες. Οι Βενετοί τον φυλάκισαν για χρέη.

Οι Οθωμανοί δεν ήταν οι μόνοι που εποφθαλμιούσαν την ετοιμόρροπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Διάφοροι πολέμαρχοι των βαρβάρων: Σλάβων, Βουλγάρων, Τατάρων, Κοζάκων είχαν την ίδια επιδίωξη. Χάνοι, Κράλοι, Τσάροι, Βοϊβόδες, Δεσπότες, που δεν ήθελαν ή δε μπορούσαν να αποδεχθούν την Ελληνική επικράτηση στο Βυζάντιο, περίμεναν την πτώση του. Οι περιοχές που είχαν στην κυριαρχία τους ήταν τόσο διαφορετικές όσο και οι τίτλοι τους: Από ανοχύρωτα κρατίδια μέχρι οργανωμένες βαρβαρικές ορδές. Και όλοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. Λίγο πριν φθάσουν οι Τούρκοι, ο Στέφανος Ντούσαν «Κράλος της Μεγάλης Σερβίας, Αυτοκράτορας της Ρωμυλίας, Τσάρος της Χριστιανικής Μακεδονίας» έσπευσε να ιδρύσει το κράτος του στους άξονες Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ), Βελιγράδι, Θεσσαλονίκη, Αδριανούπολη. Εκβιάζοντας τους χωρικούς, μάζεψε στρατό και εκστράτευσε κατά της Πόλης για να την κατακτήσει. Δυστυχώς γι’ αυτόν, τα σχέδιά του αποδείχτηκαν τόσο εφήμερα όσο και ο τίτλος του: Το 1356 δολοφονήθηκε και η ‘Μεγάλη Σερβία’ που ονειρεύτηκε διαλύθηκε αυθωρί και παραχρήμα σε πολλά μικρά κρατίδια και έξι πριγκιπάτα. Οι Οθωμανοί, μετά την είσοδό τους στην κοιλάδα του Έβρου, κατέλαβαν το Νις (την Ελληνική Ναϊσό) το 1387. Εν συνεχεία, το 1389 στο Κοσσυφοπέδιο, οι Οθωμανοί κατανίκησαν το στρατό των Σέρβων πριγκίπων και η Σερβία μετατράπηκε σε υποτελές κρατίδιο της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι την ολοκληρωτική της εξαφάνιση το 1448.

Εξίσου άδοξα έληξαν τα σχέδια των Βουλγάρων για αναβίωση του νομαδικού τους βασιλείου του ενδέκατου αιώνα, πάνω στις επικείμενες στάχτες του Βυζαντίου. Ακόμα και Ορθόδοξοι μοναχοί πήραν τα όπλα και νόμισαν ότι θα φθάσουν στη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί, χωρίς διακρίσεις, με το γιαταγάνι και τη σιγουριά της μοίρας, συνέτριψαν τους πάντες: Φιλόσοφους, Βασιλιάδες, Πρίγκιπες, Ιππότες Οι μόνοι πραγματικά ανταγωνιστές τους στη περιοχή ήταν οι Ούγγροι. Αυτό που είπε ένας μοναχός από τα Σκόπια (Τουρκικό Ουσκούμπ) «Με το δίκιο τους οι ζωντανοί θα ζηλεύουν τη μοίρα των νεκρών» έγινε πραγματικότητα.

Μερικά από τα μοιραία λάθη των Βυζαντινών, αλλά και των τοπικών πολέμαρχων ήταν το γεγονός ότι υποτίμησαν την αποφασιστικότητα των Οθωμανών. Δεν κατάλαβαν τα τεράστια αποθέματα ανθρώπινου υλικού που αντλούσαν πέρα από τον Ελλήσποντο. Νόμισαν ότι με ραδιουργίες και δηλώσεις υποτέλειας θα επιβίωναν και αυτή τη λαίλαπα. Αλλά το σπουδαιότερο σφάλμα τους ήταν ότι δεν κατάλαβαν ότι οι Οθωμανοί αντλούσαν τη δύναμή τους από την απάθεια των χωρικών που υποδούλωναν – αν όχι από τη συμπαράστασή τους.
Όταν οι Βυζαντινοί ζήτησαν, ευγενικά και ταπεινά, από τον Οθωμανό πρίγκιπα Σουλεϊμάν να τους επιστραφεί η Καλλίπολη, ο Σουλεϊμάν τους δέχτηκε με τιμές και εξίσου ευγενικά τους είπε ότι λυπάται αλλά το Ισλάμ δεν γνωρίζει υποχώρηση. Η αυτοπεποίθηση των Οθωμανών ήταν κολλητική: Οι κάτοικοι των περιοχών που κατελάμβαναν τους συναντούσαν αυτοβούλως και τους παράδιναν κάστρα και πολιτείες. Ένοπλοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζητούσαν να καταταγούν στον Οθωμανικό στρατό. Στην Αθήνα του 1393, ο Λατίνος δούκας της πόλης κατηγόρησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της περιοχής ότι προετοιμάζει την Τουρκική εισβολή. Στη Θεσσαλονίκη του 1374, ο Μανουήλ, γιος του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, προσπάθησε μάταια να προκαλέσει αντιτουρκική υστερία στους πολίτες. Αυτοί τον εκδίωξαν. Αλλά ούτε ο πατέρας του τον δέχθηκε εντός των τειχών της Πόλης – φοβούμενος τη μήνη των Οθωμανών που τον είχαν ήδη προειδοποιήσει. Κι’ έτσι ο καημένος ο Μανουήλ κατέφυγε στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Και τους υπηρέτησε πιστά μέχρι το θάνατό του το1394.

Η ίδια η παρουσία του Οθωμανικού μετώπου είχε καταλυτικό αποτέλεσμα στους πληθυσμούς των Βαλκανίων. Όταν πλησίαζαν οι Οθωμανοί, ο πληθυσμός ή περνούσε στις Οθωμανικές γραμμές ή έφευγε με τα υπάρχοντά του. Έτσι τα εδάφη περνούσαν στους Οθωμανούς σχεδόν με χημική διαπίδυση. Πολλές από τις μεγάλες νίκες τους ήταν ανακλαστικές και η προέλασή τους φαινόταν αναπόφευκτη. Ποτέ δεν επέλεξαν μια σκληρή αναμέτρηση αλλά και ούτε αγνόησαν οποιαδήποτε πρόκληση. Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου ήταν αποτέλεσμα εξέγερσης των Σέρβων. Εξήντα χρόνια μετά, το 1448, η μάχη επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά κατά Σέρβων και Ούγγρων. Οι Σέρβοι παραβίασαν μια συνθήκη ειρήνης που είχαν συνάψει με τους Οθωμανούς και προέλαυναν στο Έντιρνε. Η σημασία της νίκης των Οθωμανών στο Κοσσυφοπέδιο το 1448, όπως και αυτή το 1389, ήταν τεράστια.

Οι ίδιοι οι Οθωμανοί πίστευαν ότι η προέλασή τους από την Ανατολή προς την Δύση ήταν θέληση Θεού και τίποτα δεν μπορούσε να την ανακόψει. Η άποψη αυτή ήταν τόσο πειστική, που και αυτός ο Λούθηρος φάνηκε να την υιοθετεί όταν αναρωτήθηκε αν πρέπει να αντισταθούν οι Χριστιανοί της Διαμαρτυρίας.

Οι Οθωμανοί ποτέ δεν απορροφήθηκαν από τους λαούς που κυρίευαν. Οι Χριστιανοί των Βαλκανίων δεν είχαν τίποτα να τους διδάξουν, μια που οι συνήθειές τους ήταν πολύ διαφορετικές και απόλυτα εμπεδωμένες, η θρησκεία τους έκανε πολύ περήφανους, η οργάνωσή τους πολύ προχωρημένη – και η ταχύτητα με την οποία προσαρτούσαν τα εδάφη αστραπιαία. Όσο για τον αρχηγό τους, τον Σουλτάνο, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα: οι βεζίρηδες, οι αγάδες, οι μπέηδες, οι απλοί πολίτες της αυτοκρατορίας του – και βέβαια οι γενίτσαροι – τον τιμούσαν ανεπιφύλακτα. Αν και το Ισλάμ δεν αναγνωρίζει αγίους ή οσίους, οι Σουλτάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το επόμενο καλύτερο: αυτοί που εξάπλωναν την πίστη στα πέρατα της Γης. Ο Οσμάν αναφερόταν στις προσευχές της Παρασκευής – υπέρτατη τιμή. Οι απόγονοί του γίνονταν ένα με το στρατό τους, έτρωγαν με τους άνδρες τους, ετοίμαζαν μόνοι τους και εξόπλιζαν τα άλογά τους και ντυνόντουσαν τόσο απλά, που ακόμα και στα μέσα του 15ου αιώνα, ένας ξένος που παραβρέθηκε στην κηδεία της μητέρας του Μουράτ του 2ου δεν αναγνώρισε το Σουλτάνο και χρειάστηκε να του τον δείξουν. Ο Μουράτ που ήταν γιος του Ορχάν, έβαλε να μεταφράσουν την ιστορία των Τουρκμάνων από την Περσική και κάθε βράδυ του διάβαζαν ένα κομμάτι – αφού ο ίδιος ήταν αγράμματος.

Το Ισλάμ είναι η μόνη από τις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες που δεν έχει κληρικούς ή ιερείς. Έχει όμως τους Ουλεμάδες: σοφούς μελετητές και ερμηνευτές του Κορανίου. Οι Ουλεμάδες δεν είχαν καμιά επίσημη ιδιότητα στη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Σπάνια γίνονταν δεκτοί από τον ‘Μεγάλο Κύριο’ (όπως αποκαλούσαν τον Σουλτάνο οι Ενετοί, Il Grand Signore). Η παρουσία τους δημιουργούσε πάντα, μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας επιφυλάξεις. Ήταν μορφωμένοι, μιλούσαν, διάβαζαν και έγραφαν την Αραβική (αρκετοί και την Περσική και την Ελληνική). Είχαν το δικαίωμα να κτίζουν τα τζαμιά τους και τους Μεντρέσες τους (ιερές σχολές του Κορανίου) όπου ήθελαν, στις νέο-αποκτούμενες περιοχές. Είχαν όμως και δύο σημαντικές αποστολές, κατευθείαν από το Σουλτάνο: Βεβαίωναν ότι ο Στρατός της αυτοκρατορίας τηρούσε τον Ισλαμικό νόμο και ότι το ένα πέμπτο των λαφύρων που περιέρχονταν στα χέρια του κατέληγε στον ίδιο τον Σουλτάνο. Από τα μέσα του 15ου αιώνα οι Ουλεμάδες έγιναν στην ουσία ταμίες της αυτοκρατορίας.

Κανένα αξίωμα δεν ήταν κληρονομικό. Τίποτα, ούτε η περιουσία που αποκτιόταν στη διάρκειά τους, δεν μεταβιβαζόταν στους απογόνους του αξιωματούχου. Οι Δυτικοί ποτέ δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την καταλυτική σημασία αυτής της συνήθειας για την συνοχή και την επιτυχία των Οθωμανών. Όλοι οι υπήκοοι του Σουλτάνου, από τους ραγιάδες (=κοπάδι, δηλαδή τους άπιστους) μέχρι τους πιστούς δερβίσηδες είχαν πάντα την πιθανότητα να αποκτήσουν ένα σημαντικό αξίωμα στην αυτοκρατορία. Όπως και οι βεζίρηδες, οι αγάδες, οι μπέηδες κινδύνευαν πάντα να χάσουν το αξίωμά τους – στην καλύτερη περίπτωση – ή και το κεφάλι τους. Και πράγματι αυτό συνέβη πάμπολλες φορές. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο 2ος είχε μερικές φορές τη συνήθεια να ντύνεται αχθοφόρος και να αναμειγνύεται τα βράδια στα καπηλειά της Πόλης με τους υπηκόους του. Σε μια τέτοια έξοδό του γνώρισε και εκτίμησε την ευφράδεια και την οξυδέρκεια ενός νεαρού. Την επόμενη μέρα τον κάλεσε στο Σαράι και τον έχρισε βεζίρη. Ο νεαρός Αχμέτ Κοπρουλού υπηρέτησε τη Μεγάλη Πύλη 18 χρόνια, έγινε Μεγάλος Βεζίρης και ένας από τους δεινότερους διπλωμάτες μιας, κατά πολλούς, σημαντικότατης διπλωματικής σχολής. Το 1630, ο μπέης (διοικητής, κατά κάποιο τρόπο) των Αθηνών, ο Χατζή Αλή είχε καταντήσει μάστιγα για την πόλη. Φυλάκιζε και τιμωρούσε όποιους ήθελε, πλούτιζε δημεύοντας περιουσίες πολιτών και εξόριζε ή αποκεφάλιζε όποιον του αντιστεκόταν. Μια ομάδα Αθηναίων, Τούρκων και Ελλήνων, πήγαν στην Πόλη και ζήτησαν ακρόαση από το Σουλτάνο. Αυτός, αφού τους άκουσε και πείστηκε από τα γεγονότα που του εξέθεσαν, διόρισε επιτόπου μπέη των Αθηνών έναν Έλληνα, μέλος της αντιπροσωπείας, το Δημήτρη Παλαιολόγο. Ο Χατζή Αλή εξορίστηκε στην Κω όπου και πέθανε.

Οι ραγιάδες, απλοί πολίτες της αυτοκρατορίας, χριστιανοί και χωρικοί οι περισσότεροι, ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν το 10% της παραγωγής τους σαν φόρο στην αυτοκρατορία και να δουλεύουν τρεις μέρες το χρόνο για το Σουλτάνο. Πέρα από αυτό δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν – τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα όταν η Οθωμανική διοίκηση περιήλθε σε αποσύνθεση – για λόγους που θα δούμε παρακάτω. Την ίδια περίοδο, οι χωρικοί στη Δύση βρίσκονταν σε απελπιστικά δεινότερη μοίρα και σε πολύ περισσότερους κινδύνους, από τις επιδρομές ορδών ημετέρων ή και ξένων στρατευμάτων μέχρι τους απεσταλμένους της Ιεράς Εξέτασης.

Το μόνο κληρονομικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αυτό του Σουλτάνου. Από το 1300 μέχρι το 1890 όλοι οι Σουλτάνοι προέρχονταν από την ίδια οικογενειακή γραμμή του Οσμάν. Η μοναδικότητα αυτή του ανώτατου αξιώματος της αυτοκρατορίας δημιούργησε πολλά και σημαντικά προβλήματα και τελικά οδήγησε στην παρακμή και την πτώση της. Μετά το Κοσσυφοπέδιο, οι Οθωμανοί έγιναν κύριοι όλων των Βαλκανίων από το Βελιγράδι μέχρι τη Βάρνα και από το Νις μέχρι τις όχθες του Δούναβη. Το 1389, ο Σέρβος Μίλος Όμπραβιτς, δραγουμάνος στην υπηρεσία του Μουράτ, μαχαίρωσε και σκότωσε στην αυτοκρατορική σκηνή τον Σουλτάνο σε μια εκστρατεία έξω από τη Νικόπολη. Οι δύο γιοι του Σουλτάνου κυνήγησαν και σκότωσαν τον δολοφόνο. Ένας από αυτούς, ο Βαγιαζήτ, μόλις επέστρεψαν στο στρατόπεδο, σκότωσε τον αδελφό του και ανακηρύχθηκε αμέσως Σουλτάνος. Έκτοτε όλοι σχεδόν οι αρσενικοί απόγονοι των Σουλτάνων, μόλις αποκτούσαν το αξίωμα – το οποίο δικαιούταν ο πρωτότοκος γιος – συνήθιζαν να θανατώνουν τους αδελφούς τους, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος εκθρόνισής τους. Σε περίπτωση που ο Σουλτάνος πέθαινε άκληρος, το αξίωμα έπαιρνε ο κοντινότερος εξάδελφος.

Ούτε τα στρατιωτικά αξιώματα ήταν κληρονομικά. Από το 1365, όταν ο Μουράτ ο 1ος δημιούργησε το σώμα των γενίτσαρων, τους jeni ceri (νέο στράτευμα), κανείς από αυτούς δεν μεταβίβασε το αξίωμά του ή την περιουσία του στους απογόνους του ή στην οικογένειά του. Οι γενίτσαροι απολάμβαναν όλα τα υλικά αγαθά κατά τη διάρκεια της φυσικής τους ζωής – όχι μόνο της επαγγελματικής τους – αλλά με το θάνατό τους όλα περιέρχονταν στο κράτος. Μέχρι το 1580 εξάλλου, οι γενίτσαροι δεν είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν και να δημιουργήσουν οικογένεια. Αλλά για τους γενίτσαρους, το στρατιωτικό αυτό θαύμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα αργότερα.

04. Σαν Κεραυνός

«Ο ΑΛΛΑΧ αγαπά εκείνους που πολεμούν στο Δρόμο Του. Για τη Νίκη της Θρησκείας Του»
Κοράνι, 61-4


Ο Βαγιαζήτ έμεινε γνωστός στην ιστορία των Οθωμανών σαν ‘Γιλντιρίμ’, ο Κεραυνός. Κανείς δεν ξέρει αν ο προσδιορισμός αυτός οφείλεται στις γρήγορες προελάσεις του στο μέτωπο, στην ταχύτητα με την οποία κατέλαβε το αξίωμα του Σουλτάνου ή στον εκρηκτικό χαρακτήρα του.

Ο Μουράτ ήταν αγράμματος γιος ενός εμίρη. Ο Βαγιαζήτ ήταν γιος Σουλτάνου. Η μητέρα του ήταν πριγκίπισσα του Βυζαντίου, γεννημένη σε πορφύρες και σε μεγαλεία στο παλάτι της Βασιλεύουσας. Οι ουλεμάδες δεν τον εμπιστεύονταν. Έδωσε στα παιδιά του ονόματα διαφόρων μεγάλων θρησκειών. Αλληλογραφούσε με τον Πάπα της Ρώμης – αν και ο ίδιος έλεγε ότι ήθελε να κάνει την Ιερά Τράπεζα του Αγίου Πέτρου στάβλο για τα άλογά του. Ο Βαγιαζήτ κατέλαβε τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία και δολοφόνησε τους ηγέτες τους. Ντυνόταν σαν Έλληνας και διάβαζε την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Φήμες τον έφεραν ομοφυλόφιλο. Του άρεσε το κρασί. Ο χαλίφης του Καΐρου τον ονόμασε ‘Σουλτάνο των Ρωμιών’. Ήταν πολεμοχαρής αλλά και μεγαλόψυχος. Στον απεσταλμένο των Φράγκων στο Σαράι, τον Ζαν Ντε Νεβέρ, είπε κάποτε: «Γεννήθηκα να φέρω όπλα και να κυριεύω ότι βρίσκεται μπροστά μου». Πράγματι έγινε κύριος μιας αυτοκρατορίας από το Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη και ποτέ δεν έχασε μάχη – εκτός από μία, την τελευταία του.

Ήταν όμως και πολύ πονηρός. Το 1396 ξεκίνησε πολιορκία της Κωνσταντινούπολης με 10.000 πολεμιστές από τις υποτελείς περιοχές. Και ενώ η πολιορκία δε φαινόταν να έχει αποτέλεσμα, έμαθε ότι ένας νέος αντίπαλος στρατός είχε φθάσει στον Δούναβη. Αμέσως – και ευτυχώς γι’ αυτόν – ήρε την πολιορκία και εκστράτευσε στις Παραδουνάβιες περιοχές κατά των εχθρών του που αποδείχτηκε ότι ήταν οι τελευταίοι Ευρωπαίοι Σταυροφόροι προς Ανατολάς.

Ο στρατός Γάλλων, κυρίως, Σταυροφόρων ξεκίνησε, όπως οι πρόγονοί τους πριν δύο αιώνες, να εκδιώξει το Ισλάμ από την Ευρώπη. Στη Βούδα οι Σταυροφόροι ενώθηκαν με Γερμανούς ιππότες και στρατεύματα υπό τον Ούγγρο βασιλέα Λάντισλας και σε διάστημα ενός μηνός είχαν προωθηθεί στη Νικόπολη, πάνω στο Δούναβη. Οι ίδιοι διακήρυσσαν ότι τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη των δοράτων τους. Ας σημειώσουμε όμως ότι όχι όλοι οι Ευρωπαίοι ευγενείς συμμετείχαν στην ‘ιερά’ αυτή σύναξη. Ο γηραιός Δούκας της Βαυαρίας συμβούλευσε τους γιους του ‘να μην χρησιμοποιήσουν όπλα κατά μακρινών λαών και χωρών που δεν μας έχουν βλάψει και να μην πάμε εκεί χωρίς αιτία’, αλλά, αν θέλουν οπωσδήποτε να εκστρατεύσουν, ας πάνε στη Φριζία και εκεί ας κυριεύσουν την κληρονομιά τους.
Ο επιτόπιος διοικητής της Οθωμανικής φρουράς στη Νικόπολη αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα και οι Σταυροφόροι πολιόρκησαν την πόλη, αφού έσφαξαν όσους χωρικούς βρήκαν στο δρόμο τους. Φήμες έφεραν το Βαγιαζήτ σε εκστρατεία ‘Στο Κάιρο, στη Βαβυλώνα’ και επομένως οι ιππότες έτρωγαν και έπιναν ξένοιαστοι. Ίσως από το πολύ μεθύσι να μην έδωσαν την πρέπουσα σημασία στους ανιχνευτές που ανέφεραν την παρουσία Οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή. Οι Ούγγροι, γνωρίζοντες τι θα πει Οθωμανικός στρατός, πρότειναν τη σταδιακή αποχώρηση από τα Οθωμανικά εδάφη. Οι ιππότες όμως δεν συμφώνησαν – εξάλλου ποτέ δεν εμπιστεύτηκαν τους Ούγγρους. Σύντομα 6.000 Σταυροφόροι ιππότες κυνηγούσαν Οθωμανούς ιππείς στους λόφους γύρω από τη Νικόπολη. Οι λιγοστοί Οθωμανοί, όπου φύγει, φύγει. Και οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι κάπου στη κοιλάδα του Δούναβη βρισκόταν ο ανυπεράσπιστος Οθωμανικός στρατός.

Παλιό Οθωμανικό κόλπο. Ο Ραβίνος Ιωσήφ που παρακολουθούσε το θέαμα, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Γέλαγαν στην αρχή, αλλά μετά η χαρά τους έφυγε». Ξαφνικά, από τους γύρω λόφους ξεχύθηκε ο κύριος όγκος των Οθωμανών και οι Γάλλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με 60.000 Τούρκους σπαχήδες που τους κύκλωσαν και τους περιόρισαν στο κέντρο της κοιλάδας, ο ίδιος ο Βαγιαζήτ πάνω στο άρμα του, με τη γνωστή του ταχύτητα – σαν κεραυνός – γελοιοποίησε τους Ιππότες. Μετά ήλθαν οι γενίτσαροι της αυτοκρατορικής φρουράς και τους έστειλαν όλους στο Δημιουργό τους. Σώθηκαν καμιά εκατοστή Σταυροφόροι και μερικοί Ούγγροι Ουσάροι, μεταξύ τους – προφανώς με την ανοχή του Βαγιαζήτ – ο αρχηγός των Σταυροφόρων Άγιος Ιωάννης και ο αρχηγός των Ούγγρων βασιλιάς Λάντισλας οι οποίοι κατέφυγαν ολοταχώς στην Ενετική Γαλέρα που στάθμευε στο Δούναβη. Στη συνέχεια, συνηθισμένο φαινόμενο, οι Ούγγροι κατηγόρησαν τους Γάλλους για βεβιασμένη κίνηση και οι Γάλλοι τους Ούγγρους για αδικαιολόγητα αμυντική στάση. Η φρουρά της Γαληνοτάτης πάντως δε δέχτηκε πάνω στο πλοίο κανέναν άλλον εκτός από τους δύο αρχηγούς – επίσης γνωστό κόλπο. Οι υπόλοιποι πήραν τα βουνά και υπέφεραν τα πάνδεινα στα Καρπάθια που ληστεύτηκαν και κακοποιήθηκαν από ληστές. Ένας από αυτούς, ο Σιλτμπέργκερ, με μια ομάδα διασωθέντων, παραδόθηκε στους Οθωμανούς, εξισλαμίσθηκε, έγινε γενίτσαρος και υπηρέτησε πιστά για τριάντα χρόνια το Σουλτάνο.

Αυτή ήταν η τύχη και της τελευταίας απόπειρας Σταυροφορίας. Ο Βαγιαζήτ, ενισχυμένος από τη μεγάλης σημασίας νίκη του, εδραίωσε τόσο στους ίδιους τους Οθωμανούς όσο και στους τρομοκρατημένους ηγεμόνες και ηγεμονίσκους της Λατινικής Ευρώπης την πεποίθηση ότι οι Οθωμανοί δεν αναχαιτίζονται. Στη συνέχεια η προσοχή των Οθωμανικών στρατευμάτων του Βαγιαζήτ στράφηκε στους Μογγόλους του Ταμερλάνου, οι οποίοι από τις στέπες της κεντρικής Ασίας τρομοκρατούσαν τα ανατολικά μπεϊλίκια της αυτοκρατορίας. Στα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1450, οι διάδοχοι του Βαγιαζήτ Μεχμέτ ο 1ος και Μουράτ ο 2ος είχαν εδραιώσει τα σύνορα της αυτοκρατορίας και στράφηκαν πια προς το μεγάλο όνειρο του Ισλάμ: Την Πόλη.
Η μοίρα του Βαγιαζήτ σφραγίσθηκε μέσα σε μια δεκαετία: Ισχυρογνώμων και υπερόπτης, ποτέ δεν κατάλαβε τα φυσικά όρια τα οποία οι πρόγονοί του τηρούσαν προσεκτικά. Πρόσεχαν πάντα να επεκτείνουν την Αυτοκρατορία τους συμμετρικά σε Ανατολή και Δύση, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπουν ένα μέτωπο πριν το καταστήσουν απόλυτα ασφαλές γι’ αυτούς και εξασφαλίζοντας ότι ποτέ δεν υπήρχαν δυο ανοιχτά μέτωπα ταυτόχρονα. Ο Μουράτ το 1389 κατείχε 262.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σχεδόν απόλυτα χωρισμένα στη μέση ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη. Ο Βαγιαζήτ κατέκτησε τόσα πολλά εδάφη στην Ασία, που το 1402 κατείχε 692.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα στην Ασία. Είχε κάνει πολλούς εχθρούς ανάμεσα στις ηγετικές οικογένειες που είχε εκτοπίσει και δεν εκτίμησε την αφοσίωση όσων πήρε στην υπηρεσία του.

Η εκδίκηση ήρθε στο πρόσωπο ενός Τατάρου πολεμιστή με δύναμη και θάρρος μεγαλύτερα από τα δικά του: Ταμερλάνος ο Μέγας, γεννημένος στη Σαμαρκάνδη το 1346, που σε ηλικία σαράντα ετών η αυτοκρατορία του κάλυπτε όλη την Κεντρική Ασία. Το 1398, εκστρατεύοντας προς τη Συρία, συναντήθηκε με αντιπροσωπεία εξόριστων εμίρηδων της Ανατολής, συνοδευόμενη από αντιπροσώπους της Κωνσταντινούπολης, της Γένουας, της Βενετίας, ακόμα και του Καρόλου του 5ου της Γαλλίας, που τον προέτρεψαν να επιτεθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρνήθηκε να το κάνει, αλλά προσάρτησε στο κράτος του αρκετές παραμεθόριες πόλεις της.

Δεν ήταν στη φύση του Βαγιαζήτ να καταπιεί την προσβολή. Έγραψε πύρινα, γεμάτα απειλές γράμματα στον Ταμερλάνο, με το όνομά του γραμμένο με χρυσά, μεγάλα γράμματα, ενώ το όνομα του Ταμερλάνου με μικρά, μαύρα. Υποσχέθηκε αμνηστία για τη βοήθειά του στον μεγάλο του εχθρό Καρά Γιουσούφ, Άρχοντα των Μαύρων Αμνών, ο οποίος είχε θέσει τον εαυτό του πέρα από κάθε οίκτο, με το να επιτεθεί σε καραβάνι Οθωμανών καθοδόν στη Μέκκα για προσκύνημα. Ο Ταμερλάνος παίρνοντας την πόλη Σιβάρεια το 1399 εκτέλεσε την Οθωμανική φρουρά και τον πρεσβύτερο γιο του Βαγιαζήτ. Τρεις χιλιάδες Αρμένιοι, στρατιώτες που φρουρούσαν την πόλη ετάφησαν ζωντανοί.

Η σύρραξη ήταν αναπόφευκτη. Ο Βαγιαζήτ αναζήτησε τη μάχη με μανία – σε αντίθεση με την συνηθισμένη πρακτική των Οθωμανών. Ο Ταμερλάνος προχωρούσε αδιαφορώντας για τη σύγκρουση, χωρίς όμως να υποτιμά τον αντίπαλο. Ο Βαγιαζήτ, με εντυπωσιακή απροσεξία, παρέταξε σχεδόν άτακτα τα στρατεύματά του έξω από την Άγκυρα την ημέρα της μάχης το 1402. Ο στρατός του Ταμερλάνου ήταν διπλάσιος σε αριθμό. Και είχαν πρόσφατα εισπράξει το μισθό τιυς. Μαζί του ήταν εμίρηδες που ήξεραν καλά την περιοχή. Ο Βαγιαζήτ όμως, σύμφωνα με τα λόγια ενός από τους στρατηγούς του, έμοιαζε να θεωρεί τον εαυτό του νικητή πριν ξεκινήσει για τη μάχη. Το πρωί της μάχης ξεκίνησε πρώτος, οδηγώντας το στρατό του σε ένα άγριο κυνήγι, που λέγεται ότι στοίχισε τη ζωή από εξάντληση σε 6.000 άνδρες. Επιστρέφοντας στο στρατόπεδό τους, ο Οθωμανικός στρατός βρήκε τον Ταμερλάνο να το έχει ήδη καταλάβει. Και μαζί με αυτό τη μοναδική πηγή νερού στην περιοχή. Από μόνο τη δίψα, ο στρατός του Βαγιαζήτ παραδόθηκε.

Οι άνδρες από την Ανατολή που υπηρετούσαν στο Οθωμανικό στράτευμα αυτομόλησαν στους Εμίρηδες και στον Ταμερλάνο. Οι γενίτσαροι που παρέμειναν πιστοί στο Σουλτάνο αντιμετώπισαν διψασμένοι και σκονισμένοι, μέσα στον αδυσώπητο ήλιο, τους ινδικούς ελέφαντες και τους καλοποτισμένους μαχητές του Ταμερλάνου με τους εκατοντάδες χιλιάδες ιππείς του. Πολέμησαν με αυτοθυσία και θάρρος για το οποίο άλλωστε ήταν γνωστοί. Ο Σουλτάνος με τους γιους του και οι άμεσοι μαχητές του, περικυκλωμένοι πάνω στο μοναδικό ύψωμα της περιοχής, πολέμησαν σαν λιοντάρια όλη τη νύχτα. Αργά, πριν ξημερώσει, οι πιστοί του Σέρβοι μαχητές θυσιάστηκαν για να ξεφύγει ο Σουλτάνος και ο προοριζόμενος για διάδοχός του Σουλεϊμάν. Άλλοι δυο γιοι του, ο Ίσα και ο Μούσα, σώθηκαν από την αυτοθυσία της επίσης Σέρβικης φρουρά τους. Ο Μεχμέτ αιχμαλωτίστηκε από τον Εμίρη της Αμάσειας και οδηγήθηκε δέσμιος εκεί. Μόνο ο Μουσταφά, τρίτος στη σειρά γιος του Βαγιαζήτ, δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Ταμερλάνος διέταξε την προσεκτική έρευνα της περιοχής για το πτώμα του. Ούτε αυτό βρέθηκε.

Ο Βαγιαζήτ έφυγε τρέχοντας στο άλογό του βόρειο-δυτικά. Τον πρόφθασε και τον συνέλαβε αιχμάλωτο ο Τιτουλάριος Χάνος της Ζαγκετάι, σύμμαχος του Ταμερλάνου και τον παρέδωσε σ’ αυτόν που τον χρησιμοποίησε όπως του άξιζε: με αλαζονεία και μεγαλοπρέπεια. Τον έβαλε σε ένα σιδερένιο κλουβί, τόσο μικρό που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, με πλήρη όμως την βασιλική του περιβολή. Η γυναίκα του Δέσποινα υποχρεώθηκε να σερβίρει γυμνή στο τραπέζι του Ταμερλάνου. Κανείς δεν προσφέρθηκε να πληρώσει τα –απελπιστικά υπέρογκα – λύτρα για να τον ελευθερώσει. Και μάλλον κανείς δε λυπήθηκε όταν πέθανε κτυπώντας το κεφάλι του στα σιδερένια κάγκελα του κλουβιού του.

Πριν εγκαταλείψει την περιοχή, ο Ταμερλάνος ‘επισκέφτηκε’ την Προύσα, την πρωτεύουσα των Οθωμανών, και ανάγκασε τον πρίγκιπα Σουλεϊμάν να φύγει αλαφιασμένος στην Ευρώπη. Κατέλαβε επίσης τη Σμύρνη, την ανατολική βάση των Ιπποτών του Αγίου Γεωργίου, που δεν είχε καταφέρει να την καταλάβει ο Βαγιαζήτ. Οι κάτοικοι της Εφέσου, φοβούμενοι την επέλαση του τρομερού Τατάρου έστειλαν τα παιδιά τους να τον υποδεχθούν. Αυτός, φέρεται να είπε ενοχλημένος: «Τι είναι αυτός ο θόρυβος»; Και έστειλε το ιππικό του να τα ποδοπατήσει. Στη συνέχεια ακολούθησε το δρόμο του και κατάφερε να πεθάνει φορώντας τις μπότες του, εκστρατεύοντας κατά της Κίνας.

Η νεαρή Οθωμανική Αυτοκρατορία παραλίγο να καταρρεύσει. Οι εμίρηδες, ανακουφισμένοι επέστρεψαν στα παλάτια και τα φέουδά τους. Οι γαζήδες επέστρεψαν στις ελευθερίες τους των παραμεθορίων περιοχών. Οι Χριστιανοί της Δυτικής Ευρώπης, με το άκουσμα της ήττας του Βαγιαζήτ, ξέχασαν για λίγο τους Τούρκους. Το Βυζάντιο έβγαλε μια κραυγή ανακούφισης και κατέφυγε στη διπλωματία για να ξαναπάρει μερικά από τα χαμένα εδάφη του. Οι επιζήσαντες γιοι του Βαγιαζήτ άρχισαν να ερίζουν για τη διαδοχή. Η έριδα, με τη βοήθεια των εμίρηδων, των γαζήδων, των εμπόρων της Προύσας, των θεολόγων, των Βυζαντινών και των Ιταλικών πόλεων-κρατών – πού όλοι τους είχαν λόγους να επιδιώκουν την παράταση της αβεβαιότητας – μετατράπηκε σε σκληρή εμφύλια διαμάχη. Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν, κάποιοι από τους αδελφούς εκτελέστηκαν, ο διάδοχος Σουλεϊμάν – που κάποτε χρησιμοποίησε τα νεκρά σώματα Σέρβων σαν τραπέζι για το δείπνο του, και ο οποίος φαινόταν να έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες – ήταν ο πρώτος που έφυγε. Ο Ίσα εξαφανίστηκε. Οι Εμίρηδες, που προωθούσαν τον αιχμάλωτό τους Μεχμέτ, την πάτησαν. Θεωρούσαν τον πρίγκιπα αδύναμο, αλλά έπεσαν έξω. Όταν κατάλαβαν το λάθος τους έκαναν πίσω, ήταν όμως πολύ αργά.

Η μοίρα του Βαγιαζήτ και η δεκαετής περίοδος κενού εξουσίας που ακολούθησε, αποκάλυψε τόσο τα μειονεκτήματα, όσο και τα πλεονεκτήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φάνηκε ότι ήταν πολύ μεγάλη να διοικηθεί από ένα άτομο. Επίσης ότι η πίστη των τοπικών αρχόντων στο Σουλτάνο φάνηκε να έχει τεράστια σημασία για την επιβίωσή της. Τέλος έγινε φανερό ότι ήταν φυσικά αδύνατο για το Σουλτάνο να μεταφέρει τον εαυτό του και το στρατό του από το ένα μέτωπο της Αυτοκρατορίας στο άλλο. Και ήταν ζωτικής σημασίας να σταθεροποιούνται τα σύνορα στη μια ήπειρο πριν ανοίξει μέτωπο στην άλλη.

Αλλά και οι εχθροί της Αυτοκρατορίας δεν ήταν πια ενωμένοι. Κανείς τους δεν φάνηκε ικανός να εκμεταλλευθεί την αμηχανία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για πρώτη φορά, η Οθωμανική κυριαρχία φάνηκε ικανή να ριζώσει τόσο στην Ασία όσο και στην Ανατολή. Με τους διαδόχους του Βαγιαζήτ, το γιο του Μεχμέτ τον 1ο και το γιο του Μεχμέτ, τον Μουράτ το 2ο, ο ρυθμός της Αυτοκρατορίας είχε αποκατασταθεί. Στα 1430 οι Σουλτάνοι είχαν αποκαταστήσει πλήρως την Αυτοκρατορία που είχε παραλίγο εξανεμίσει ο Βαγιαζήτ. Οι Οθωμανοί δεν επαναλάμβαναν συνήθως τα λάθη τους. «Θα σεβαστώ τις ανάγκες των δύο ηπείρων» είπε ο διάδοχος του Βαγιαζήτ, ο Μεχμέτ ο 1ος, στους Βυζαντινούς που τον επισκέφτηκαν να τον συγχαρούν και των οποίων βέβαια η πόλη ήταν εμπόδιο στα σχέδιά του.

05. Άλωση Και Πορθητής

“Οι Οθωμανοί είναι απλώς εχθροί μας
Αλλά οι σχισματικοί Έλληνες είναι χειρότεροι από εχθροί μας
Οι Οθωμανοί μας μισούν λιγότερο γιατί μας φοβούνται λιγότερο
Αλλά οι Έλληνες μας φοβούνται και μας μισούν με όλη τους την ψυχή”
Πετράρχης

«Οι Πιστοί θα φτάσουν, οπωσδήποτε, στην επιτυχία»
Κοράνι, 23-1

«Νικήθηκαν Οι Ρωμιοί»

«Σε μια γη πολύ κοντινή. Αλλά αυτοί και μετά την ήττα τους σύντομα θα ξανανικήσουν»
Κοράνι, 30-1,2


Οι Οθωμανοί πήραν την Πόλη από τους Έλληνες το 1453. Για πάνω από έναν αιώνα επέκτειναν την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, τις Παραδουνάβιες περιοχές της Ευρώπης, την Αυστροουγγαρία, αλλά και την Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολία. Με την άλωση του Ελλησπόντου έλυσαν το πρόβλημα μεταγωγής των στρατευμάτων τους από την Ασία προς την Ευρώπη. Πριν από την κυριαρχία τους στον Ελλήσποντο και τις πόλεις που τον αποτελούν, οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν πλοία Γενουέζων και Ενετών (που για τον σκοπό αυτό είχαν δημιουργήσει αποικίες στον Ελλήσποντο). Ακόμα και Βυζαντινοί χρησιμοποιήθηκαν για την μεταφορά Οθωμανικών στρατευμάτων στη Θράκη. Οι αμοιβές ήταν καλές. Αλλά για την άλωση της Πόλης, οι Τούρκοι χρειάστηκε να καταλάβουν τον Ελλήσποντο και τις πόλεις του. Πριν από αυτό, η Πόλη ήταν περιστοιχισμένη σε ένα όστρακο Οθωμανικής κυριαρχίας, έτσι ώστε η ίδια η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν απαραίτητη για την προέλαση τους στα Βαλκάνια. Και είναι γνωστό ότι οι Οθωμανοί απέφευγαν κάθε περιττή σύγκρουση.

Το 1452 ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 2ος πρότεινε την πολιορκία της Πόλης. Το ρίσκο γι’ αυτόν ήταν μεγάλο. Ο νεαρός Σουλτάνος δεν ήταν καθόλου δημοφιλής. Απόπειρες άλωσης της Πόλης είχαν ήδη αποτύχει στο παρελθόν, κυρίως λόγω των απόρθητων τειχών της και γιατί η Πόλη ήταν περιστοιχισμένη από θάλασσα. Οι γαζήδες (Οθωμανοί πεζικάριοι που περιήρχοντο όλη την αυτοκρατορία) δεν πίστευαν στην εύκολη επιτυχία του σχεδίου. Η Πόλη με τη χιλιετή ιστορία της, τις παραδόσεις και τα αθάνατα μνημεία δεν ήταν ό,τι χρειάζονταν οι άξεστοι Οθωμανοί νομάδες. Από την άλλη πλευρά, ο Μεγάλος Βεζίρης Τσαντιρλί Χαλίλ υπενθύμιζε συνεχώς στο Σουλτάνο τις φιλικές σχέσεις του πατέρα του με τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Ο Χαλίλ είχε αποκτήσει το προσωνύμιο ‘Ρουμ’ (δηλαδή ο Ρωμιός, ο Έλληνας) και φήμες τον έφεραν να έχει στενές σχέσεις με το Βυζάντιο. Ανεξάρτητα όμως με το αν ήταν πληρωμένος πράκτορας των Βυζαντινών, ο Χαλίλ είχε Ελληνική μόρφωση, μιλούσε και έγραφε άπταιστα Ελληνικά και ήταν λάτρης της Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς με τι θα τον δωροδοκούσαν οι Βυζαντινοί, τη στιγμή που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έτρωγαν ποντίκια. Πάντως, μετά την άλωση της Πόλης, ο Χαλίλ αποκεφαλίστηκε, όμως αυτή ήταν η μοίρα των περισσοτέρων βεζίρηδων.

Ο Μεχμέτ ο 2ος έλεγε στο ντιβάνι του (στη σύσκεψη των βεζίρηδων και άλλων συμβούλων του) ότι η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πια πόλη αλλά ένα όνομα. Μια περίφραξη από κήπους και αμπελώνες, παλιές και άχρηστες οικίες, άδεια τείχη, τα περισσότερα ερειπωμένα. Ο χρόνος ζωής της Κωνσταντινούπολης ήταν μετρημένος και δανεικός. Από τις εξήντα εκκλησίες που υπήρχαν την εποχή της ακμής της, ελάχιστες λειτουργούσαν ακόμα. Ο μεγαλοπρεπής ναός της του Θεού Σοφίας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παρά την περήφανη πενία του, το Βυζάντιο ζούσε μια καλλιτεχνική και φιλοσοφική αναγέννηση, πρωτοφανή για την κατάσταση που βρισκόταν. Οι βιβλιοθήκες του ήταν μοναδικές. Όμως, οι σπουδαιότεροι διανοητές διέφευγαν στην Ιταλία, μαζί με όλους τους άλλους: Λίγο πριν την πολιορκία των Οθωμανών, οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα – των μοναχών συμπεριλαμβανομένων – ήταν 4.983 άνδρες – αριθμός τόσο αξιολύπητος που ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να τον κρατήσει μυστικό. Και το αποτέλεσμα της μάχης, εκ των υστέρων τουλάχιστον, ήταν σίγουρο.

Ο Μεχμέτ φαίνεται να διαισθάνθηκε τη δύναμη της Πόλης. Προέβλεψε ότι ίσως ξεσηκώσει «όλη τη Δύση εναντίον μας, από τον ωκεανό και τη Μασσαλία, μέχρι τη Βαλτική και από τους κατοίκους των Πυρηνέων μέχρι τους Κέλτες και το Ρήνο». Αυτό βέβαια δε συνέβη. Όμως οι Βυζαντινοί, την ενδέκατη ώρα, βρήκαν τη δύναμη να αντισταθούν ηρωικά. Πολέμησαν για την Πόλη όπως δεν είχαν πολεμήσει ποτέ για την Αυτοκρατορία.

Οι Βυζαντινοί, εκτός από την ένοπλη αντίσταση στους Οθωμανούς, προσπάθησαν να γλιτώσουν την Πόλη και με άλλους τρόπους. Υπενθύμισαν στους Τούρκους τη συνθήκη φιλίας που είχαν με τον Αυτοκράτορα. Εις μάτην. Ο Μεχμέτ στις 15 Απριλίου 1452 έκτισε ένα στρατηγικό πύργο στις ακτές του Βοσπόρου, σε Βυζαντινό έδαφος και παρά τις Ελληνικές διαμαρτυρίες. Αγνόησε τους Έλληνες όταν αυτοί του έστειλαν υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία με βαρύτιμα δώρα. Αγνόησε και το ότι οι Βυζαντινοί φυλάκισαν όσους Τούρκους μπόρεσαν να βρουν μέσα στην Πόλη. Όπως αγνόησε και το ότι λίγες μέρες μετά τους άφησαν ελεύθερους. Όταν τελείωσε η κατασκευή του πύργου, στις 31 Αυγούστου 1452, (τον οποίο σχεδίασε ο ίδιος και επέβλεψε την κατασκευή του) ο Μεχμέτ μελέτησε από την κορυφή του προσεκτικά την αμυντική διάταξη των τειχών της Πόλης. Ο πύργος που ονομάστηκε Ρούμελι Χισάρ, (αυτός που συντομεύει το πέρασμα των στενών) δέσποζε στο Βόσπορο, στη στεριά και τη θάλασσα.
Η πρώτη επιχειρησιακή χρήση του πύργου έγινε όταν οι Οθωμανοί βύθισαν ένα πλοίο που αρνήθηκε να σταματήσει στις εντολές τους. Ήταν μια Ενετική γαλέρα. Η Βενετία ήταν η μεγαλύτερη και πιο κραταιά ναυτική δύναμη του κόσμου. Το μήνυμα του Σουλτάνου προς τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν σαφές. Το πλήρωμα της γαλέρας αποκεφαλίσθηκε, αλλά ο καπετάνιος, ο Αντόνιο Ρίτσι, ανασκολοπίστηκε και το πτώμα αφέθηκε εκτεθειμένο στο δρόμο προς το Έντιρνε. Και ενώ το πτώμα του Ρίτσι σάπιζε στη βροχή, οι Βυζαντινοί έκαναν την τελευταία απέλπιδα προσπάθειά τους προς τη Δύση.

Η Βενετία, η Γένουα, η Ραγκούσα, είχαν ισχυρότατες εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα συμφέροντα τους δεν τους επέτρεπαν να αναμειχθούν. Εξάλλου ήταν πολύ απασχολημένες με τις μεταξύ τους διαμάχες. Η Βενετία έδωσε εντολή στο στόλο της στο Λεβάντε (την Ανατολή) να προστατεύσει τους Χριστιανούς χωρίς να υπάρξει καμιά πρόκληση προς τους Οθωμανούς. Η Ποντεστά (το συμβούλιο διοίκησης της αποικίας) της Γένουας στο Πέραν πήρε εντολή να αποφύγει κάθε σύγκρουση με τους Τούρκους. Η κυβέρνηση της Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) έκανε γνωστό ότι θα συμμετείχε σε μια χριστιανική συμμαχία αλλά μόνη της δεν θα έκανε τίποτα. Μόνο ο βασιλιάς της Νάπολης – με τις πολλές φιλοδοξίες και σχέδια για το μέλλον της Ελληνικής χερσονήσου – έστειλε δέκα πλοία στο Αιγαίο τα οποία έπλεαν στην περιοχή για μερικούς μήνες και επέστρεψαν στη βάση τους. Ο Πάπας της Ρώμης φέρεται να προσπάθησε να πείσει τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν ο τελευταίος πήγε στη Ρώμη για τη στέψη του, να εκδώσει τελεσίγραφο προς τον Σουλτάνο. Το μόνο όμως τελεσίγραφο που εκδόθηκε ήταν αυτό του Μεχμέτ προς τους υπερασπιστές της Πόλης στις 5 Μαΐου 1453 να του την παραδώσουν αμέσως.

Τουλάχιστον 300.000 ήταν ο αριθμός των Οθωμανών που πολιόρκησαν την Πόλη. Ο Μεχμέτ έριξε το σύνολο σχεδόν του στρατού στη μάχη. Για μήνες, οι Οθωμανοί σιδηρουργοί κατασκεύαζαν κράνη, πανοπλίες, δόρατα, σπαθιά, βέλη. Μηχανικοί κατασκεύαζαν βαλλιστικές και πολιορκητικές μηχανές. Όλες οι άδειες των ανδρών ανακλήθηκαν. Στρατολογήθηκαν άνδρες από όλες τις περιοχές μέχρι τα πέρατα της Αυτοκρατορίας. Εμπροσθοφυλακή και πιο αποφασισμένοι στην όλοι εκστρατεία – και αυτοί που μπήκαν πράγματι πρώτοι στα τείχη – ήταν ένα σώμα Σέρβων, των πιο άγριων πολεμιστών της Αυτοκρατορίας. Και βέβαια 12.000 γενίτσαροι ήταν γύρω από τον Σουλτάνο. Ο Οθωμανικός στόλος έπλεε στο Βόσπορο. Με λίγα καινούργια και πολλά παλιά και ανασκευασμένα πλοία, ο στόλος των Οθωμανών ήταν άλλη μια έκπληξη για τους Βυζαντινούς: κανείς ποτέ δεν είχε δει όλα αυτά τα πλοία συγκεντρωμένα. Και ενώ η ναυτική δεινότητα των Οθωμανών ήταν γνωστή και περιορισμένη, ο αριθμός και μόνο των πλοίων εντυπωσίαζε.

Μπροστά από τη σκηνή του Σουλτάνου έβλεπε κανείς, για πρώτη φορά σε πεδίο μάχης, μια τεράστια μηχανή. Η ύπαρξη της μηχανής αυτής και μόνο θα μπορούσε να κρίνει την τύχη της μάχης. Ήταν μια μεγάλη καινοτομία στις πολεμικές τέχνες του Μεσαίωνα. Το καλοκαίρι του 1452 ένας οπλοποιός από την Τρανσυλβανία ονόματι Ουρπμάν παρουσιάστηκε στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα και του προσέφερε ένα καινούργιο και κατά την άποψή του αποφασιστικό κανόνι. Δυστυχώς ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να του δώσει τα χρήματα που ζητούσε, αλλά ούτε και τα απαραίτητα υλικά. Έτσι ο Ουρμπάν πέρασε στη δούλεψη του Σουλτάνου. Αυτός του πρόσφερε την τετραπλάσια αμοιβή από αυτή που ζητούσε και του παρέσχε κάθε βοήθεια. Μέσα σε τρεις μήνες ο Τρανσυλβανός παρέδωσε το κανόνι στον Σουλτάνο. Αυτό τοποθετήθηκε στον πύργο Ρούμελι Χισάρ και ήταν αυτό που βύθισε το Βενετσιάνικο πλοίο. Το τερατώδες κανόνι που παραδόθηκε στο Έντινε είχε μήκος 8,5 μέτρων. Τα χάλκινα τοιχώματα της κάνης του είχαν διάμετρο 20,5 εκατοστών και το βλήμα που εκτόξευε ζύγιζε 12 τόνους. Το κάθε βλήμα χρειάζονταν τριάντα βόδια για τη μεταφορά του. Κατά τη δοκιμαστική χρήση του κανονιού, οι κάτοικοι του Έντιρνε ειδοποιήθηκαν ότι δεν πρέπει να φοβηθούν από τον μεγάλο θόρυβο. Το βλήμα εκτοξεύτηκε στα 1800 μέτρα και κατά την πρόσκρουσή του στο έδαφος δημιούργησε κρατήρα βάθους 15 μέτρων. Διακόσιοι άνδρες χρειάστηκαν να ενισχύσουν τις γέφυρες για τη μεταφορά του κανονιού μπροστά στα τείχη της Πόλης. Για τη μεταφορά του επιστρατεύτηκαν εβδομήντα βόδια. Το κανόνι άρχισε να λειτουργεί κανονικά στις 7 Φεβρουαρίου του 1453 και στράφηκε προς τα τείχη της Πόλης.
Οι Βυζαντινοί στο μεταξύ διάνοιγαν τάφρους, επισκεύαζαν τα τείχη και μάζευαν όλα τα διαθέσιμα όπλα. Ακόμα και οι ξένοι, οι λίγοι που είχαν απομείνει, στην Πόλη ενώθηκαν με τους υπερασπιστές: η παροικία των Καταλανών υπό τις οδηγίες του προξένου τους, δεκαπέντε περίπου Γερμανοί υπό την ηγεσία ενός αποκαλούμενου Γιοχάνες Γκραντ. Ακόμα και τρεις οικογένειες Τούρκων που ζούσαν στην Πόλη τέθηκαν στην υπηρεσία των αμυνομένων (ένας από αυτούς με το όνομα Ορχάν ήταν θείος του Σουλτάνου Μεχμέτ). Οι Βενετοί της πόλης έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, παρά τις οδηγίες του Δόγη τους, ‘για το όνομα του Θεού και την τιμή των Χριστιανών’, όπως ένας εξ αυτών είπε στον Αυτοκράτορα. Οι Γενουέζοι είχαν φύγει λίγο νωρίτερα, ενώ μεμονωμένοι υπήκοοι της Γένουας έφθαναν στην Πόλη να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, με αποκορύφωμα τον Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγγο, γόνο γνωστής Γενουέζικης οικογένειας, που κατέφθασε τον Ιανουάριο με 700 πολεμιστές και ο αυτοκράτορας τον έχρησε Ιππότη της Λήμνου και του ανέθεσε την διοίκηση της ανατολικής πλευράς των τειχών της Βασιλεύουσας. Οι Γενουέζοι πολεμιστές έπεσαν μέχρις ενός μετά την Άλωση και ο αρχηγός τους Λόγγο αποκεφαλίστηκε από τους Οθωμανούς. Ήταν ο πρώτος από την μακρά λίστα φιλελλήνων που ακολούθησαν τα επόμενα 500 χρόνια και κατά καιρούς βοήθησαν αποφασιστικά το γένος των Ρωμιών. Προς τιμή του, η σύγχρονη πόλη των Αθηνών ονόμασε ένα μικρό δρομάκι στην περιοχή των Εξαρχείων στο κέντρο της πόλης.

Υπήρχαν χερσαία αλλά και θαλάσσια τείχη. Η Κωνσταντινούπολη έμοιαζε με κεφάλι σκύλου, που κοιτάει ανατολικά σε μια τριγωνική χερσόνησο. Η μύτη του σκύλου καταλήγει στο Χρυσό Κέρας, τον Κεράτιο Κόλπο των Βυζαντινών. Στο λαιμό δέχεται τα χάδια της Θάλασσας Του Μαρμαρά. Και τα χερσαία τείχη, χτισμένα από τον Θεοδόσιο, σαν τεράστιο χαλαρό κολάρο, αρχίζουν από τα αφτιά και καταλήγουν στο στήθος. Τα θαλάσσια τείχη ήταν εξαιρετικά ισχυρά. Στη ακτή του Μαρμαρά, ξεκινούσαν απότομα από τη θάλασσα, με πολλές αλλά καλά απομονωμένες πόρτες και προστάτευαν τα δυο λιμάνια με τα κάστρα τους. Τα τείχη του Χρυσού Κέρατος προστάτευαν με χοντρές και πυκνές αλυσίδες τις εισόδους των λιμανιών. Οι χοντρές αλυσίδες, που περίμεναν το τέρας του Ουρμπάν να τις καταστρέψει, προστάτευαν κι’ αυτές τα λιμάνια και τα καράβια τους, που ήταν επίσης γεμάτα κανόνια.

Τα τείχη, η αλυσίδα αλλά και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα απομάκρυναν σημαντικά την πιθανότητα επίθεσης από τη θάλασσα. Αλλά και τα ογκώδη χερσαία τείχη έκαναν την επίθεση από τη στεριά επίσης σχεδόν αδύνατη. Μόνο στο βορειοδυτικό μέρος της Πόλης, στο προάστιο των Βλαχερνών, στα αφτιά της κεφαλής του σκύλου, τα τείχη ήταν αδύνατον να υπάρχουν, αλλά εδώ το βραχώδες και απόκρημνο έδαφος, αλλά και η ύπαρξη του βασιλικού παλατιού με τα δικά του αμυντικά συστήματα, έσωζε την κατάσταση.

Αν το περίτεχνο αυτό σύστημα τειχών είχε κάποια αδυναμία, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν η περιοχή της κοιλάδας του Λύκου. Εκεί το έδαφος έπεφτε απότομα κατά σαράντα περίπου μέτρα, σε ένα μικρό χείμαρρο, που κατέληγε στην Πόλη κάτω από τα τείχη. Και εδώ είχε στηθεί η σκηνή του Σουλτάνου και είχαν συγκεντρωθεί οι γενίτσαροι. Επίσης προς το σημείο αυτό των τειχών στόχευε και το μεγάλο κανόνι. Ο Αυτοκράτορας είχε δώσει εντολή να παραταχθούν κατά μήκος των τειχών οι Γενουέζοι και Βενετσιάνοι υπερασπιστές, ντυμένοι με τις μεγάλες στολές τους. Για να υπενθυμίζουν στον Σουλτάνο ότι την Πόλη υπερασπίζονταν και υπήκοοι των δυτικών, τους οποίους θα έπρεπε να επίσης να πολεμήσει.
Οι Οθωμανοί, από τη μεριά τους, είχαν παραταχθεί σε όλο το μήκος των τειχών. Η έμφαση φαίνεται να ήταν, εκτός από την κοιλάδα του Λύκου, στη Θάλασσα του Μαρμαρά, όπου ο έχων το γενικό πρόσταγμα, ο Βούλγαρος Μπαλτόγλου, είχε εντολή να μην αφήσει ούτε κουνούπι να περάσει στο Βόσπορο και να είναι έτοιμος να μπει στο λιμάνι, σπάζοντας τις αλυσίδες αν χρειαστεί.

Στις 6 Απριλίου αντήχησαν για πρώτη φορά τα κανόνια. Ο θόρυβος έκανε τις γυναίκες να λιποθυμήσουν. Ένα μικρό μέρος του τείχους έπεσε. Οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έπεσαν επίσης δύο μικρά κάστρα με τους Έλληνες υπερασπιστές τους. Μερικοί πολεμιστής παραδόθηκαν ενώ άλλοι πολέμησαν μέχρι τέλους. Όλοι πάντως ανασκολοπίστηκαν, για παραδειγματισμό των υπερασπιστών της Πόλης. Έπεσε επίσης ένα μικρό νησάκι στη θάλασσα του Μαρμαρά με τους υπερασπιστές του. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού συγκεντρώθηκαν και στάλθηκαν να πουληθούν σκλάβοι, με διαταγή του Μπαλτόγλου.

Τα μεγάλα κανόνια του Μεχμέτ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επτά φορές την ημέρα. Κάθε φορά που έριχναν οβίδα σχεδόν διαλύονταν στη λάσπη και χρειάζονταν συνεχείς επισκευές. Επί έξι εβδομάδες έριχναν συνεχώς οβίδες. Ο στόλος των χριστιανών, με τα Ελληνικά και τα βενετσιάνικα πλοία, είχε στην ουσία ακινητοποιήσει τα πλοία του Μπαλτόγλου στο Χρυσό Κέρας, αλλά τα μεγάλα κανόνια των Οθωμανών έκαναν τη διαφορά. Στο Πέραν, το μεγάλο κανόνι βύθισε μια γαλέρα με μια και μόνη βολή. Μετά από αυτό τα χριστιανικά πλοία ανοίχτηκαν στο Βόσπορο για να μη βυθιστούν.

Οι υπερασπιστές δούλευαν ακατάπαυστα όλο το εικοσιτετράωρο. Στρατιώτες, πολίτες, γυναίκες επισκεύαζαν τις ζημιές στα εξωτερικά τείχη, γεμίζοντας τις τρύπες με χώμα και μπάζα, χρησιμοποιώντας βαρέλια για επάλξεις. Έντυναν επίσης τα εξωτερικά τοιχώματα με μπάλες μαλλιού για να περιορισθούν οι επιπτώσεις των κανονιοβολισμών. Μια πρώτη βραδινή επίθεση των γενιτσάρων με τους καλύτερους τοξότες και ακοντιοφόρους, αποκρούστηκε αποτελεσματικά από τους αμυνόμενους οι οποίοι δεν είχαν ούτε μια απώλεια. Τόσο καλή ήταν η πανοπλία τους.

Μια νηοπομπή από τρεις παπικές γαλέρες, νοικιασμένες από τη Γένουα με Ελληνικό πλήρωμα, γεμάτες καλαμπόκι από τη Σικελία για τους κατοίκους της Πόλης, εκμεταλλευόμενη τους ευνοϊκούς ανέμους και την απασχόληση των Τούρκων στο Χρυσό Κέρας, πέρασε από το Βόσπορο και έφτασε σχεδόν μέχρι την Πόλη από τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ταυτόχρονα με τους αμυνόμενους, η νηοπομπή έγινε αντιληπτή και από του Τούρκους. Αμέσως ξεκίνησε η εμπλοκή. Μέχρι το απόγευμα, τα τρία χριστιανικά πλοία κέρδιζαν σαφές πλεονέκτημα απέναντι σε ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο. Με τα ψηλά τους τοιχώματα έσπρωχναν και παραμέριζαν τα χαμηλά Τουρκικά πλοία. Ακολουθώντας πλήρως τον δυνατό άνεμο έφτασαν σχεδόν μέχρι το στόμιο του Κέρατος. Και ξαφνικά, συνηθισμένο φαινόμενο στο Βόσπορο, ο άνεμος έπεσε εντελώς. Τα πανιά τους κρεμάστηκαν. Ένα από τα ρεύματα του Βοσπόρου άρχισε να τα παρασύρει σιγά αλλά σταθερά μακριά από τα τείχη της Πόλης, προς το Πέραν, εκεί που ο ίδιος ο Σουλτάνος – πότε καβάλα στ’ άλογό του, πότε φωνάζοντας στους γενίτσαρους – τα περίμενε.

Η μάχη όμως συνεχιζόταν. Οι Γενουέζικες γαλέρες με τα Ελληνικά πληρώματα, με περισσότερα από δέκα Τουρκικά πλοία αγκιστρωμένα στα τοιχώματά τους, έδειχναν αποφασισμένα να τα πυρπολήσουν. Ο κίνδυνος για ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο ήταν μεγάλος. Τα Οθωμανικά πλοία ήταν τόσα πολλά που με δυσκολία μπορούσαν να περάσουν τα Στενά. Η πανοπλία των γαλέρων και η ναυτική ικανότητα των πληρωμάτων ήταν αναμφισβήτητη. Και είχαν και το περίφημο υγρό πυρ. Το υπερόπλο αυτό ήταν κάτι σαν το σημερινό Ναπάλμ. Όπου έπεφτε τα έκαιγε όλα. Ο ίδιος ο Μπαλτόγλου ανέλαβε τη ναυαρχία. Τα χριστιανικά πλοία με τα τουρκικά που παρέσυραν έφτιαχναν ένα είδος απόρθητου κάστρου. Σκαρφαλωμένοι στις πολεμίστρες, οι υπερασπιστές της Πόλης τους εμψύχωναν. Με τη δύση του ήλιου, ο άνεμος ανέβηκε πάλι. Οι τρεις γαλέρες με τα προσκολλημένα Τουρκικά πλοία άνοιξαν πανιά για τις ακτές του Χρυσού Κέρατος. Εκεί τσακίστηκαν όλα μαζί στις πέτρες και τα βράχια. Τα Τούρκικα πληρώματα πήδηξαν στη θάλασσα και πολύ λίγοι σώθηκαν. Οι υπερασπιστές της Πόλης γκρέμισαν ένα μέρος των τειχών, έσωσαν τους ναυαγούς τους και μάζεψαν όσο καλαμπόκι μπόρεσαν. Τα Οθωμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο του ναυαγίου. Ο Σουλτάνος και οι γενίτσαροί του, που θα μπορούσαν πιθανόν να φθάσουν στην περιοχή με τα άλογά τους και τον ελαφρύ οπλισμό τους, για κακή τους τύχη ήταν στην άλλη μεριά των τειχών. Μέχρι να φθάσουν, οι Βυζαντινοί είχαν μπει πίσω στα τείχη και είχαν επισκευάσει την τρύπα.

Ένας από τους βεζίρηδες διαμήνυσε στον Σουλτάνο ότι η ταπείνωση της ήττας του Οθωμανικού στόλου είχε μεγάλο αντίκτυπο στο κύρος του ίδιου στο στράτευμα. Πολλοί θα άρχιζαν να αναρωτιούνται αν έχει τη δύναμη να οδηγήσει τους Οθωμανούς στη νίκη. Η αντίδραση του Σουλτάνου ήταν άμεση. Ο Μπαλτόγλου κατηγορήθηκε δημόσια, ενώπιον του στρατεύματος, για προδοσία, δειλία και εγκατάλειψη θέσεων ενώπιον του εχθρού. Σώθηκε από την κρεμάλα μόνο από τις μαρτυρίες των αξιωματικών του ότι πολέμησε με αυτοθυσία μέχρι τέλους. Τυφλώθηκε και εξορίστηκε. Πέθανε στην αφάνεια λίγους μήνες μετά.
Μετά την ήττα του στόλου, ο Μεχμέτ αποφάσισε να δώσει έμφαση στις χερσαίες επιχειρήσεις. Έδωσε εντολή να φτιαχτεί αμέσως χερσαία πρόσβαση γύρω από τα τείχη. Σε ελάχιστες μέρες οι Οθωμανοί, με σχεδιασμό και επίβλεψη του ίδιου του Σουλτάνου – που ήταν εξάλλου γνωστός για τις αρχιτεκτονικές του ικανότητες – έχτισαν δρόμο γύρω από τα τείχη και από τη βόρεια πλευρά της Πόλης. Επίσης διέταξε να απομονωθούν οι ακτές στις παροικίες των Ενετών και Γενουέζων στο Πέραν. Τα δύο αυτά σχέδια ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της πολιορκίας.

Μέσα σε μια νύχτα οι Οθωμανοί έχτισαν δύο υπόγεια τούνελ κάτω από τα τείχη. Τα τούνελ έφτιαξαν Σέρβοι που μαζεύτηκαν επίτηδες από τα χρυσωρυχεία του Μπρουντό. Ο Γιοχάνες Γκραντ όμως κατάλαβε το σχέδιο και άφησε τους Σέρβους να συνεχίσουν το έργο της διάνοιξης, για να τους πνίξει πλημμυρίζοντάς τους στη συνέχεια. Διέσωσε μερικούς από αυτούς για να αποκαλύψουν τα σχέδια των Οθωμανών για άλλα παρόμοια τούνελ. Οι Σέρβοι, βασανίστηκαν και κρεμάστηκαν ανάποδα από την εξωτερική πλευρά των τειχών για παραδειγματισμό των συμπατριωτών τους.

Μέσα στη δίνη αυτή της πολιορκίας, η ναυτοσύνη των Βυζαντινών και η αποφασιστικότητά τους παρά λίγο να στρέψει την πλάστιγγα κατά των Οθωμανών. Μια μικρή έστω βοήθεια από τη Δύση και οι Οθωμανοί ίσως – προς το παρόν τουλάχιστον – να είχαν αποκρουσθεί. Ένα ακόμα από τα πολλά περιστατικά της στιγμής δείχνει την υπεροχή των αμυνομένων στη θάλασσα: Μετά την νίλα του Μπαλτόγλου, ένα μικρό βυζαντινό μπριγκαντίνι, καμουφλαρισμένο για Τούρκικο, πέρασε ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο και με εντολή του Αυτοκράτορα έφθασε στη Χίο να ζητήσει βοήθεια από τους Γενουέζους και Ενετούς κατακτητές του νησιού. Αυτοί την αρνήθηκαν επικαλούμενοι τις εντολές των κυβερνήσεων τους. Το πλήρωμα του μικρού πλοίου αποφάσισε να επιστρέψει στην Πόλη για να πληροφορήσει τον Αυτοκράτορα. Το κατάφεραν και αυτό. Οι Οθωμανοί δεν κατάλαβαν τίποτα. Ο Κωνσταντίνος τους ευχαρίστησε κλαίγοντας.

Ο Μεχμέτ όμως δεν μπορούσε να ξέρει την εξέλιξη αυτή. Υπήρχαν μάλιστα φήμες που έφεραν τον στόλο των Ενετών στο λιμάνι της Χίου, έτοιμο να επιχειρήσει κατά των Τούρκων. Και ενώ η πολιορκία έμπαινε στην έβδομη εβδομάδα, υπήρχαν ανησυχητικά μηνύματα και από τις παραδουνάβιες περιοχές. Μια πρεσβεία από την Ουγγαρία πληροφόρησε τον Σουλτάνο ότι η συνθήκη του με τον Ουγγρικό βασιλικό οίκο έπρεπε να θεωρείτε λήξασα, μετά την αλλαγή προσώπων εκεί. Ταυτόχρονα, και ενώ η δημοτικότητα του Σουλτάνου έπεφτε συνέχεια, η κατάσταση στους πολιορκημένους ήταν απελπιστική. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας έφθασε σε σημείο να λιποθυμήσει ενώπιον των υπηκόων του. Ο Μεχμέτ όμως δεν ήξερε τις δυσκολίες τους και τον απασχολούσαν δικές του σκοτούρες. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που του υπενθύμιζαν τις απόψεις του Χαλίλ του Έλληνα λίγους μήνες πριν.

Στις 25 Μαΐου ο Μεχμέτ προσέφερε να άρει την πολιορκία της Πόλης αν οι Βυζαντινοί συμφωνούσαν να του δίνουν σαν λύτρα 100.000 βυζαντινάτα ετησίως, ή, αν προτιμούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την Πόλη, με ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν μόνοι τους, με εγγυήσεις του Οθωμανικού στρατού. Για τον Αυτοκράτορα, το ποσόν των 100.000 βυζαντινάτων ήταν υπέρογκο και οι εγγυήσεις για την ασφάλεια των πολιορκημένων φάνηκαν ανεπαρκείς. Ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι ήταν διατεθειμένος να δώσει ό,τι είχε στην κατοχή του στο Σουλτάνο. Προφανώς η μόνη του περιουσία ήταν η Πόλη και ο Σουλτάνος εύστοχα του απήντησε πως αυτή, η Πόλη ήταν το μόνο που μπορούσε να του προσφέρει. Του απάντησε επίσης ότι τώρα πια η μοίρα των πολιορκημένων ήταν στα χέρια τους, και έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην παράδοση και το θάνατο ή τον εξισλαμισμό και την εξορία.
Ακόμα και τώρα όμως, η κατάσταση στο διβάνι δεν ήταν ξεκάθαρη. Στις 27 Μαΐου, στο συμβούλιο των βεζίρηδων, ο Μέγας Βεζίρης Χαλίλ Πασάς έφερε πάλι στην επιφάνεια την άποψή του για άμεση λύση της πολιορκίας εκφράζοντας τον φόβο του για ήττα των Οθωμανών και ταπείνωση του νεαρού Σουλτάνου. Οι αντίπαλοι του Χαλίλ στο συμβούλιο συσπειρώθηκαν γύρω από τον επίσης νεαρό Ζαγανό Πασά, οποίος με την προτροπή νεαρών μπέηδων και αγάδων πίεζε για την τελική επίθεση κατά της Πόλης. Ο Μεχμέτ, του οποίου η προτίμηση ήταν με τον Ζαγανό, τον διέταξε να πάει έξω στο στράτευμα και να βολιδοσκοπήσει τις απόψεις των υπηκόων του. Λίγα λεπτά της ώρας κράτησε αυτό το γκάλοπ. Οι επευφημίες των Οθωμανών έξω από τη σκηνή του, έδειξαν σε όλους τις προτιμήσεις του στρατεύματος.

Δύο νύχτες οι Τούρκοι με φως από δάδες δούλευαν να γεμίσουν τις τάφρους μπροστά από τα τείχη της Πόλης, υπό τους ήχους τρομπετών, αυλών και πολεμικών ιαχών. Η Δευτέρα, 28 Μαΐου αφιερώθηκε σε προσευχές και προετοιμασίες, ενώ ο Σουλτάνος επισκεπτόταν τους άνδρες και τους ενεθάρρυνε. Υπήρξαν διαβεβαιώσεις για τριήμερη λαφυραγωγία της Πόλης, όπως καθορίζει το Κοράνι για άλωση πόλεων απίστων που αντιστάθηκαν στο σπαθί του Ισλάμ. Προϋπόθεση για την λαφυραγωγία αυτή είναι οι άπιστοι να έχουν αρνηθεί την συνηθισμένη πρόσκληση για παράδοση. Ο Μεχμέτ ορκίστηκε στον αιώνιο Αλλάχ και τον Προφήτη του, στους 4.000 προφήτες που προηγήθηκαν και στις ψυχές του πατέρα του και των παιδιών του ότι οι θησαυροί θα διανεμηθούν δίκαια στους πολεμιστές. Η τύχη της Πόλης ήταν προδιαγεγραμμένη: μήπως δεν αναφερόταν ρητά στην Ισλαμική παράδοση ότι τα δοξασμένα στρατεύματα του Ισλάμ θα καταλάβουν την ‘Κωνσταντινία’ με δόξα και τιμή στον πρίγκιπα που θα τα οδηγήσει; Ο εχθρός ήταν τώρα εξασθενισμένος και ετοιμόρροπος. Τελείωναν τα πυρομαχικά του – έλεγε ο Σουλτάνος. Είχαν τελειώσει και τα τρόφιμα. Και οι Ιταλοί δεν θα πέθαιναν για μια χώρα που δεν τους ανήκει. Οι αξιωματικοί του έπρεπε να δείξουν ανδρεία και με τάξη να ακολουθήσουν τις οδηγίες του. Γιατί την επαύριον θα έστελνε κύματα μετά από κύματα γαζήδων στην επίθεση. Διέταξε τους αξιωματικούς να αναπαυθούν τη νύχτα στις σκηνές τους και παρουσίασε το σχέδιο της επίθεσης στους στρατηγούς του. Αμέσως μετά έφαγε και πήγε για ύπνο.

Και ενώ ο Μεχμέτ κατάστρωνε προσεκτικά το σχέδιο της επίθεσης έξω από τα τείχη, ο Κωνσταντίνος, εξίσου προσεκτικά, διαμοίρασε τα λιγοστά του στρατεύματα στο εσωτερικό τους. Οι ιερείς και τα ιερά σύμβολα της Ορθοδοξίας, τα φυλαχτά της Βασιλεύουσας, οι εικόνες που τελευταία δάκρυζαν όλο και περισσότερο, η ιερά εικόνα της Παναγίας που έπεσε στη λάσπη και δεν σηκώθηκε ποτέ, οι καταιγίδες που ξαφνικά σηκώνονταν από τη θάλασσα, ακόμα και νερά των υπονόμων που έγιναν αίμα. Όλα έδειχναν ότι ο Θεός των Χριστιανών εγκατέλειπε την πόλη που ίσως, περισσότερο και από τη Ρώμη ήταν αφιερωμένη σ’ Αυτόν. Όλοι είδαν με τα μάτια τους λίγες μέρες πριν, μια ξαφνική ομίχλη που έπεσε στην Πόλη και σκέπασε ολόκληρο τον ναό της Αγιά Σοφιάς. Και ενώ η ομίχλη διαλύθηκε γρήγορα, μια λάμψη κάλυψε τον τρούλο του ναού και κινήθηκε προς τον ουρανό. Οι μαρτυρίες των πολιορκημένων έλεγαν για ανεξήγητα φαινόμενα στον ουρανό πάνω από τα Τουρκικά στρατεύματα. Φωτεινά σήματα και σημάδια που ούτε οι Χριστιανοί αλλά ούτε και οι σοφοί του Ισλάμ μπόρεσαν να εξηγήσουν. Στις 23 Μαΐου υπήρχε πανσέληνος αλλά το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τη σκιά της Γης, σε μια από τις πιο θεαματικές εκλείψεις όλων των εποχών. Η ιερή Οθωμανική ημισέληνος έλαμψε στον ουρανό της Πόλης λίγες μέρες πριν την Άλωση.

Την παραμονή της προγραμματισμένης επίθεσης άλλο ένα θαύμα έγινε μέσα στην Αγιά Σοφιά, όπου με εντολές του Κωνσταντίνου μήνες τώρα η λειτουργία γινόταν στα λατινικά (για εξευμενισμό των Λατίνων, μήπως και στείλουν καμιά βοήθεια), από Λατίνους κληρικούς, όπου οι Έλληνες με βαριά καρδιά παρακολουθούσαν. Το βράδυ, όταν ο Αυτοκράτορας είχε ευχαριστήσει τους παρόντες Ιταλούς και είχε υπενθυμίσει στους Έλληνες το καθήκον τους στον Αυτοκράτορα, στην Οικογένεια, την Πίστη και την πατρίδα, έγινε πανηγυρική λειτουργία με όλους παρόντες: Ορθόδοξους Έλληνες, Καταλανούς, σχισματικούς επίσκοπους, ουνίτες καρδινάλιους, Καθολικούς και Ορθόδοξους ιερείς και όλους όσους δεν ήταν στα τείχη. Παρών και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Όποιος ήθελε πήρε τη Θεία Μετάληψη από όποιον ήθελε να την δώσει και εξομολογήθηκε σε όποιον ήταν διαθέσιμος.

Δυστυχώς, η αυτοσχέδια και συναισθηματική αυτή ένωση των Χριστιανικών εκκλησιών δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τη μοίρα της Πόλης. Τρεις ώρες πριν χαράξει, τρεις πασάδες με 50.000 άνδρες ο καθένας επιτέθηκαν κατά των τειχών και της λεπτής γραμμής υπερασπιστών τους. Όλες οι καμπάνες των εκκλησιών ήχησαν. Ακόμα και καλόγριες ήλθαν στα τείχη με πέτρες και νερό για τους στρατιώτες. Όσοι δεν μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια στα τείχη συνωστίσθηκαν και πάλι στην Αγιά Σοφιά προσευχόμενοι για την εκπλήρωση της προφητείας που έλεγε ότι αν και οι βέβηλοι θα έμπαιναν στην Πόλη, μόλις έφταναν στην Αγία Τράπεζα, ένας άγγελος θα τους έστελνε πίσω στην Ανατολία.
Ο Μεχμέτ έριξε πρώτους στη μάχη του ατάκτους του. Ορδές από Τούρκους, Σλάβους, Ούγγρους, Κούρδους, Γερμανούς, ακόμα και Ιταλούς και Έλληνες σκλάβους. Με μαστίγια και απειλές οδηγήθηκαν προς τα τείχη. Ξοπίσω τους ακολουθούσαν οι γενίτσαροι, έτοιμοι να σφάξουν όποιον δεν προχωρούσε. Για δύο ολόκληρες ώρες ακολούθησαν τις οδηγίες του Σουλτάνου που ήταν να κουράσουν τους αμυνόμενους, πριν επιτεθούν τα τακτικά στρατεύματα των Οθωμανών της ανατολής που ο κάθε άνδρας τους ήθελε να είναι ο πρώτος που θα πέρναγε τα τείχη και θα είχε πρώτος την εύνοια του Αλλάχ και τα πρώτα λάφυρα. Όλοι τους όμως χρησιμοποιήθηκαν για να προετοιμάσουν την τελική επίθεση, μια που ούτε με τις σκάλες – που οι Βυζαντινοί εύκολα μπατάριζαν – ούτε με τις τρύπες στα τείχη – που οι Βυζαντινοί αμέσως διόρθωναν – δεν κατάφεραν να μπουν στην Πόλη.

Η τιμή αυτή ανήκε στους γενίτσαρους. Επιτέθηκαν τρέχοντας αλλά με απόλυτη τάξη και συντεταγμένοι, με φωνές που ακούγονταν σε όλο τον Βόσπορο. Ο Μεχμέτ ήταν μαζί τους μέχρι την τάφρο. Από κει τους παρότρυνε να συνεχίσουν, η μια γραμμή επίθεσης μετά την άλλη, να ετοιμάσουν την αναρρίχηση στο τείχος. Ο γενναίος Γενουέζος Τζιουστινιάνι – για τον οποίον ο Μεχμέτ είχε πει «τι δεν θα ‘δινα να έχω αυτόν τον άνθρωπο στο στράτευμά μου;» - ήταν από τους πρώτους που λαβώθηκε. Αυτός ο περήφανος και πανέξυπνος πολεμιστής, χτυπημένος με βόλι Οθωμανού στο στήθος, συνέχιζε να πολεμάει, παρά τις προτροπές του Αυτοκράτορα – που έτρεξε στο πλευρό του - να αποσυρθεί και να μεταφερθεί στο πλοίο του. Οι Γενουέζοι βλέποντας τον ήρωά τους να χάνεται έχασαν το ηθικό τους και σταμάτησαν να πολεμούν. Σε λίγο ο Τζουστινιάνι έπεφτε νεκρός στις πολεμίστρες. Το σώμα του κατρακυλούσε στα εξωτερικά τείχη και έπεφτε στη τάφρο. Ο Μεχμέτ δεν έχασε την ευκαιρία. Άρπαξε το κουφάρι στα χέρια του και απευθυνόμενος στους γενίτσαρους φώναξε: «Η Πόλη είναι δική μας». Οι γενίτσαροι με αποφασιστικότητα και φανατισμένοι από τις φωνές του Σουλτάνου συνωστίστηκαν πάνω στα τείχη.

Τα εξωτερικά τείχη χάθηκαν. Οι περισσότεροι Έλληνες πολεμιστές παγιδεύτηκαν στο κενό ανάμεσα στα εξωτερικά και εσωτερικά τείχη και αποδεκατίστηκαν από τους γενίτσαρους – που ήταν πια από πάνω τους. Οι γενίτσαροι είχαν ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνουν τα εσωτερικά τείχη, όταν ξαφνικά αντίκρισαν την Οθωμανική σημαία να κυματίζει σ’ έναν πύργο στο βόρειο μέρος των τειχών. Γιατί η μοίρα έφερε μια μικρή κερκόπορτα να παραμείνει ανοικτή μετά από μια μικρή έξοδο πολεμιστών το προηγούμενο βράδυ. Και διαμέσου αυτής της αφύλακτης μικρής τρύπας, καμιά πενηνταριά Τούρκοι πέρασαν τα τείχη και βρέθηκαν μέσα στην Πόλη. Έγιναν αμέσως αντιληπτοί και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας με μια ομάδα πολεμιστών τους κυνήγησαν στα σοκάκια κοντά στα τείχη. Τίποτα όμως δεν μπορούσε πια να γίνει. Οι γενίτσαροι, από τις πολεμίστρες πια των τειχών, χτύπαγαν τους πολιορκημένους. Ο Αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, περιστοιχιζόμενος από μια μικρή ομάδα Καταλανών ευγενών πολεμούσε ακόμα. Οι συνοδοί του έπεσαν μέχρις ενός. Ο Αυτοκράτορας πολέμησε σώμα με σώμα με τους Οθωμανούς. Κάποια στιγμή, υποχωρώντας, βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα. Ήταν μια από τις πόρτες των τειχών. Την άνοιξε, μπήκε μέσα και κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Ο Μεχμέτ μπήκε στην Πόλη το απόγευμα της πρώτης μέρας και κάλεσε τους Οθωμανούς να σταματήσουν το πλιάτσικο, αψηφώντας τους ορισμούς του Ισλαμικού νόμου. Ίσως να ήταν η πενία της Πόλης, αλλά κανείς από τους πολεμιστές δε φάνηκε να αντιδρά. Ό,τι υπήρχε το είχαν ήδη πάρει σε μέσα μια ή δυο ώρες. Στο πλατύσκαλο της Αγιά Σοφιάς κατέβηκε από το άλογό του και σε ένδειξη ταπεινότητας τίναξε λίγη σκόνη από το τουρμπάνι του. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Αγιά Σοφιάς, ακόμα και σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει το ίχνος του χεριού του Πορθητή, καθώς αυτός στηρίχτηκε σε μια κολόνα, προσπαθώντας να περάσει πάνω από τα πτώματα των σφαγμένων, για να θαυμάσει το μοναδικό οικοδόμημα. Όλοι έπεσαν θύματα στα γιαταγάνια των Οθωμανών. Ιερείς, Πατρίκιοι και Πληβείοι. Έλληνες και Λατίνοι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ένα θαύμα εξαφάνισε τον ιερέα που λειτουργούσε εκείνη τη στιγμή, κι’ έτσι δεν χύθηκε αίμα πάνω στην Αγία Τράπεζα. Σε κάποια στιγμή ο Μεχμέτ βλέποντας ένα γενίτσαρο να ξύνει το χρυσό από τον τοίχο του ναού, έτρεξε και του είπε: «Πρόσεχε, το χρυσάφι είναι δικό σου αλλά το κτίριο δικό μου». Και έσπευσε στο Παλάτι των Βλαχερνών, όπου ο Κωνσταντίνος είχε περάσει την τελευταία νύχτα, αφού είχε μεταλάβει και πριν ορμήσει στη μάχη για την άμυνα της Πόλης. Ο Μεχμέτ πέρασε μερικές στιγμές τριγυρίζοντας στα δώματα και τους διαδρόμους του παλατιού, αναφωνώντας τους στοίχους του Πέρση ποιητή: «Μια κουκουβάγια κράζει στα ερείπια του Παλατιού στο Βόσπορο, μια αράχνη φτιάχνει τον ιστό της στα ανάκτορα του Καίσαρα».

Η πρώτη επίσκεψη του Μεχμέτ του 2ου στην Αγιά Σοφιά το απόγευμα της 29ης Μαΐου 1453, αμέσως μετά την είσοδό του στην Πόλη από την Πύλη της Αδριανουπόλεως, που τώρα ονομάζεται Έντιρνε Καπί, οι παρευρισκόμενοι Οθωμανοί τον αποθέωσαν ονομάζοντας τον Φατίχ (η Φετίχ), δηλαδή Πορθητή. Ήταν μόλις είκοσι-ενός ετών και ήταν Σουλτάνος για δυο χρόνια μόνο. Τώρα όμως είχε κυριεύσει τη σημαντικότερη πόλη της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ. Μια πλάκα στο Έντιρνε Καπί θυμίζει την θριαμβευτική είσοδο του Πορθητή στη Πόλη. Η σκηνή περιγράφεται από τον Εβλίγια Τσελέμπι: «Ο Σουλτάνος, κρατώντας στα χέρια του το σπαθί του και φορώντας την μεγαλοπρεπή του στολή με το μεγάλο τουρμπάνι, τις γαλάζιες μπότες στα πόδια, μπήκε στην πόλη μπροστά από εβδομήντα ή ογδόντα χιλιάδες ήρωες Μουσουλμάνους και όλοι μαζί φώναζαν ‘Ας δοξάσουμε το Θεό. Είμαστε οι Πορθητές της Κωνσταντινούπολης’»

Η μεγάλη εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς ονομάστηκε αμέσως Αγιά Σοφιά Τζαμί Καμπίρ, το Μεγάλο Τζαμί της Αγιάς Σοφιάς. Προστέθηκε ένας μιναρές για το μουεζίνη να καλεί τους πιστούς σε προσευχή και ορισμένα απαραίτητα εσωτερικά μερεμέτια, όπως η προσθήκη ενός μικρού άμβωνα και η εσοχή στον τοίχο που δείχνει την κατεύθυνση της Μέκκας. Αφού έγιναν αυτά, ο Πορθητής παρακολούθησε την Παρασκευή 1η Ιουνίου 1453 τη μεσημεριανή προσευχή, συνοδευόμενος από τους δυο προσωπικούς του ιερωμένους, τον Ακσέμ-σεττίν και τον Καρασέμ-σεττίν.

Κανείς σχεδόν δε γλίτωσε τη σφαγή. Ακόμα και ο Λουκάς Νοταράς, ο υψηλότερος Βυζαντινός αξιωματούχος που κρατήθηκε αιχμάλωτος προοριζόμενος για κάποιο Οθωμανικό αξίωμα – λίγο πριν την άλωση είχε δηλώσει ότι ‘Καλύτερα το τουρμπάνι του Σουλτάνου από τη Μίτρα του Πάπα’ – αποκεφαλίστηκε μαζί με την οικογένειά του γιατί αρνήθηκε να παραδώσει τον μικρό του γιο στους γενίτσαρους. Στην αρχή ο Μεχμέτ απογοητεύτηκε εντελώς από την κατάσταση της Πόλης. Ερειπωμένα, υγρά και σκοτεινά κτίρια, κατεστραμμένα τα πάντα, τα χωράφια και τα μποστάνια χέρσα και έρημα. Και έδωσε εντολή να συνεχιστούν ολοταχώς οι εργασίες για το νέο μεγαλόπρεπο παλάτι του στο Έντιρνε.

Ο Πορθητής ενθάρρυνε την επιστροφή των Ελλήνων που είχαν φύγει από την Πόλη πριν την Άλωση. Επίσης ζήτησε από όσους Μουσουλμάνους θέλανε να εποικήσουν στην Πόλη, δίνοντάς τους γη και οικοδομήματα στα λιμάνια και τις παραλίες. Επίσης όλοι οι νέοι κάτοικοι της Πόλης, με ειδικό φετβά, δεν θα φορολογούνταν για πέντε χρόνια. Και ήλθαν, Μουσουλμάνοι, Έλληνες, Εβραίοι. Οι περισσότεροι Έλληνες επέστρεψαν στα δικά τους σπίτια, οι άλλοι πήραν νέα οικόπεδα και σπίτια από τους Οθωμανούς.

Από τους νέους κατοίκους της Πόλης, οι Μουσουλμάνοι έχτισαν τζαμιά ή μετέτρεψαν εκκλησίες σε τζαμιά, όπως έκανε ο Πορθητής στην Αγιά Σοφιά. Ένας αριθμός από τα πρώτα αυτά τζαμιά υπάρχουν ακόμα στην Πόλη, στην περιοχή ανάμεσα στις γέφυρες Ατατούρκ και Γαλατά, στο Χρυσό Κέρας. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ανασκευαστεί σε νεώτερες εποχές, αλλά διακρίνεται ακόμα η Χριστιανική τους προέλευση. Το παλαιότερο είναι το Γιαβούζ Ερσινάν Τζαμί, χτισμένο από τον Γιαβούζ Ερσινάν το 1455. Ο Ερσινάν ήταν σημαιοφόρος στο στρατό του Πορθητή και πρόγονος του Εβλίγια Τσελέμπι, ο οποίος γεννήθηκε στο σπίτι του Ερσινάν, δίπλα ακριβώς από το τζαμί. Ο τάφος του ιδρυτή του τζαμιού βρίσκεται σε ένα μικρό νεκροταφείο στο οποίο βρίσκεται και ο τάφος του περίφημου τελάλη του Πορθητή, του Χορόζ Ντεντέ ή Παππού Κόκορα, που με τη δυνατή του φωνή ξύπναγε κάθε πρωί το στράτευμα.

Όταν έγινε η Άλωση, δεν υπήρχε Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Γρηγόριος ο 3ος ήταν στη Ρώμη. Όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός της Άλωσης και η ζωή άρχισε σιγά-σιγά να επανέρχεται στην Πόλη, οι Ορθόδοξοι κληρικοί της Πόλης πήραν την άδεια από το Σουλτάνο να επιλέξουν έναν αρχιερέα ο οποίος είχε την έγκρισή του. Νέος Πατριάρχης ήταν ο μοναχός Γεννάδιος, ο τέως Γεώργιος Σχολάριος1. Η επιλογή του είχε σίγουρα σχέση με την έντονη αντίδρασή του στην επερχόμενη ένωση των δύο Χριστιανικών εκκλησιών, την οποία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έβλεπε απαραίτητη για την διάσωση του Βυζαντίου2. Ο Γεννάδιος ανέλαβε τη θέση του Πατριάρχη στη 1η Ιανουαρίου 1454, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου της Ηρακλείας. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής παρέδωσε στο Γεννάδιο ένα χρυσό σκήπτρο, σύμβολο της εξουσίας του και τον συνόδευσε ο ίδιος στην είσοδο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, η οποία είχε ορισθεί σαν έδρα του Πατριαρχείου. Ο Πορθητής έβγαλε φιρμάνι σύμφωνα με το οποίο «κανείς ποτέ δεν μπορούσε να φορολογήσει ή να ενοχλήσει τον Πατριάρχη και τους επισκόπους του». Αργότερα, το Πατριαρχείο μεταφέρθηκε στην εκκλησία της Παμμακάριστου και μετά σε διάφορες άλλες εκκλησίες, μέχρι να καταλήξει στη σημερινή του θέση, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, το Τουρκικό Φενέρ, που είναι η Ελληνική συνοικία της Πόλης.

Λίγο μετά την Άλωση, ο Μεχμέτ ο Πορθητής έκτισε μέσα στην Πόλη, στην περιοχή της Χρυσής Πύλης, έναν πύργο, γνωστόν με το όνομα Γεντί-Κουλέ, Το Επταπύργιο, στο οποίο ο Σουλτάνος έμενε όταν ήταν στην Πόλη. Εντέλει, στα τέλη του 1453 ο Μεχμέτ μετέφερε την Αυλή του από το Έντιρνε στην Κωνσταντινούπολη, καθιστώντας την έτσι και τυπικά πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε έχτισε ένα παλάτι στην περιοχή του Τρίτου Λόφου τον οποίον ο Κριτόβουλος χαρακτήρισε σαν την καλύτερη τοποθεσία της Πόλης. Έμεινε γνωστό σαν το Εσκί Σαράι, το Παλιό Παλάτι, γιατί έξι χρόνια αργότερα ο Πορθητής αποφάσισε να χτίσει το περίφημο Τοπ Καπί, στον Πρώτο Λόφο, του οποίου το πιο παλιό οικοδόμημα είναι το Τσινιλί Κιόσκ, το Περίπτερο με τα Πλακάκια, χτισμένο το 1472.
Οι Οθωμανοί ήταν δεινοί αρχιτέκτονες. Όλα όμως τα οικοδομήματα που έχτισαν είχαν χρηστική αξία – τα περισσότερα θρησκευτικά ή φιλανθρωπικά. Δέκα χρόνια μετά την Άλωση, ο Μεχμέτ ο Πορθητής απεφάσισε να χτίσει ένα μεγάλο θρησκευτικό συγκρότημα στον Τέταρτο Λόφο. Για το λόγο αυτό κατεδάφισε την παλιά εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Το τζαμί είναι γνωστό με το όνομα Φατίχ Τζαμί. Επίσης ενθάρρυνε τους Βεζίρηδές του να χτίσουν τζαμιά. Το πρώτο από αυτά ήταν το Μαχμούτ Πασά Τζαμί, στον Δεύτερο Λόφο, χτισμένο από τον Ελληνικής καταγωγής Μαχμούτ Πασά. Μέσα στο Φατίχ Τζαμί υπάρχουν 32 οικήματα τεχνικών, τέσσερις αποθήκες. Περιελάμβανε επίσης ένα Τσαρσί Σαράτσ-χανέ, ένα εργαστήριο σαγματοποιίας το οποίο έφθασε να απασχολεί 142 τεχνίτες, πολλοί από αυτούς γενίτσαροι. Δυστυχώς η αγορά αυτή έχει τώρα εξαφανιστεί, το όνομά της όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Ένα άλλο κομμάτι του Φατίχ Τζαμιού ήταν το Ατ Παζάρ, το Παζάρι των Αλόγων, η περιοχή του οποίου υπάρχει ακόμα, με το ίδιο όνομα, αν και έχουν να πουληθούν άλογα εγώ από την εποχή των Οθωμανών.

Ο Πορθητής ίδρυσε επίσης το γνωστό Καπαλί Καρσί, τη Στεγασμένη Αγορά, μια τεράστια έκταση στον Τρίτο Λόφο. Γύρω από το Καπαλί Καρσί είναι αραδιασμένα τα μεγάλα χάνια, ή Καραβάν-Σαράγια, στα οποία έμεναν οι έμποροι που ταξίδευαν στην Πόλη και είχαν θέσεις-μαγαζιά για να πουλάνε τα εμπορεύματά τους. Μερικά από τα μικρά αυτά μαγαζιά υπάρχουν ακόμα και σήμερα μέσα στο λαβύρινθο του παζαριού. Εδώ ήτανε η εμπορική καρδιά της Πόλης από την εποχή του Μεχμέτ του Πορθητή μέχρι σήμερα. Ο δρόμος που περνάει μέσα από το Καπαλί Καρσί ονομάζεται Ουζούν Καρσί Καντεζί, Λεωφόρος της Μακράς Αγοράς, και είναι ο ίδιος δρόμος που στα Βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Μακρό Έμβολο.
Η πρώτη διπλωματική συνθήκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη έχει ημερομηνία 18 Απριλίου 1454, με την υπογραφή του Πορθητή. Η συνθήκη αυτή δίνει στους Βενετούς το δικαίωμα να κάνουν εμπορικές συναλλαγές στην Πόλη πληρώνοντας 2% φόρο. Η συνθήκη δίνει επίσης στους Βενετούς το δικαίωμα να διατηρούν στην Πόλη εμπορική αντιπροσωπεία με δικαίωμα ετεροδικίας και έναν Μπαΐλο, εμπορικό και διπλωματικό αντιπρόσωπο του Δόγη, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται μπροστά στο Σουλτάνο. Η κατοικία του μπαΐλου, το Palazzo di Venezia, χτίστηκε στο Πέρα, στους λόφους πάνω από το Γαλατά. Εκπρόσωποι άλλων Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχτισαν εκεί τις κατοικίες τους και τις επίσημες πρεσβείες των κρατών τους, όλες κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου που τότε έφερε το όνομα Grande Rue de Pera και σήμερα λέγεται Ιστικάλ Καντεζί.
Μια από τις πρώτες εκστρατείες του Μεχμέτ του Πορθητή ήταν προς την Πελοπόννησο την οποία κατέλαβε το 1458. Οι αδελφοί Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγος που εξακολουθούσαν ηγούνται του Δεσποτάτου του Μιστρά παραδόθηκαν το 1460. Ο Θωμάς απέδρασε στην Κέρκυρα και μετά στην Ιταλία όπου πέθανε το Μάιο του 1465. Ο Δημήτριος παραδόθηκε στο Μεχμέτ και τον ακολούθησε στο Έντιρνε. Του δόθηκε η άδεια να μείνει στο Διδυμότειχο μέχρι το θάνατό του το 1470. Στο μεταξύ το μοναδικό άλλο έρεισμα του Βυζαντίου, η Τραπεζούντα, είχε πέσει στους Οθωμανούς το 1461. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, ο Δαυίδ Κομνηνός, φυλακίστηκε στο Έντιρνε μαζί με την οικογένειά του. Το 1463, ο Μεχμέτ ο Πορθητής διέταξε την εκτέλεση του Δαυίδ και των γιων του, τερματίζοντας έτσι τη δυναστεία τους.

Η πρώτη καταγραφή του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, μαζί με τον Γαλατά, έγινε το 1477, με εντολή του Μεχμέτ του Πορθητή. Η καταγραφή αφορούσε μόνο τους πολίτες και όχι τις οικογένειες των στρατιωτικών που απασχολούνταν στο σαράι. Μετρήθηκαν όλες οι οικογένειες και εντάχθηκαν σε θρησκευτικές και εθνικές κατηγορίες. Μετρήθηκαν 9.486 οικογένειες Μουσουλμάνων Τούρκων, 4.127 Ελλήνων, 1.687 Εβραίων, 434 Αρμενίων, 267 Γενουέζων, 332 άλλων Ευρωπαίων. Ο συνολικός πληθυσμός της Πόλης υπολογίζεται σε ογδόντα ως εκατό χιλιάδες ψυχές – διπλάσιος περίπου από τον πληθυσμό της πριν την Άλωση. Το 88% του πληθυσμού ζούσε εντός των τειχών της Πόλης και το 12% στο Γαλατά. Δεν μετρήθηκε ο πληθυσμός στα χωριά του Βοσπόρου και στα Ασιατικά παράλια της Πόλης. Το 77% του πληθυσμού μέσα στην Πόλη ήταν Μουσουλμάνοι. Ακριβώς το αντίθετο ήταν στο Γαλατά. Από 1687 οικογένειες Ελλήνων που απογράφηκαν, οι 74 ήταν Μουσουλμανικού Θρησκεύματος και καταγράφτηκαν σαν Έλληνες με τη θέλησή τους. Καταγράφηκαν επίσης 31 οικογένειες τσιγγάνων που έμεναν στις παρυφές της πόλης, στον Έκτο Λόφο εντός των τειχών του Θεοδοσίου, σε ένα Μαχαλά (Γειτονιά) με το όνομα Σουλουκουλέ. Η συνοικία αυτή έχει και σήμερα το ίδιο όνομα και κατοικείται από τους ίδιους ανθρώπους. Μόνο που σήμερα ο πληθυσμός της, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες εκδίωξής του, είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες, χωρίς να υπολογίζονται οι αρκούδες που χορεύουν.

Ο Πορθητής πέρασε όλο το 1479 στο νέο του παλάτι στο Τοπ Καπί Σαράι που τελείωσε τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Το καλοκαίρι του 1479, ο Σουλτάνος έστειλε μήνυμα στον Δόγη της Βενετίας Giovanni Mocenigo με το οποίο τον καλούσε να παραβρεθεί στην τελετή περιτομής ενός από τα εγγόνια του. Ο Δόγης, με ευγένεια, αρνήθηκε την πρόσκληση. Ο Σουλτάνος ζήτησε επίσης από το Δόγη να του στείλει «έναν καλό ζωγράφο». Η Σύγκλητος της Γαληνοτάτης επέλεξε τον Gentile Bellini, ο οποίος έφτασε στην Πόλη το Σεπτέμβριο του 1481. Ο Bellini ζωγράφισε το περίφημο πορτραίτο του Μεχμέτ του Πορθητή, το οποίο σήμερα εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου3.

Παρά την κακή του υγεία, ο Μεχμέτ εκπόνησε δύο σημαντικές εκστρατείες το 1480. Η πρώτη στη Ρόδο, όπου ο Καπουτάν Μεσίχ Πασάς δεν μπόρεσε να διώξει τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου και η δεύτερη, υπό την ηγεσία του Γκεντίκ Αχμέτ Πασά, ο οποίος κατέλαβε το Οτράντο της Ιταλίας. Οι Οθωμανοί κράτησαν το Οτράντο μόνο για μερικούς μήνες, μια που ο θάνατος του Μεχμέτ προκάλεσε την διαμάχη των δύο γιων του για τη διαδοχή. Ο ένας εξ αυτών, ο Βαγιαζήτ, ο μελλοντικός Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο 2ος, ανακάλεσε τον Αχμέτ γιατί τον χρειαζόταν να υπερισχύσει του αδελφού του και πρωτότοκου γιου του Μεχμέτ, του Τσεμ.
Ο Πορθητής άρχισε προετοιμασίες για μια νέα εκστρατεία στην Αίγυπτο, στις αρχές του 1481. Η εκστρατεία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, μια και την πρώτη μέρα πορείας στην Ανατολία, στις 3 Μαΐου 1481, η αρρώστια του τελικά τον νίκησε. Πέθανε την επόμενη μέρα «στην εικοστή δεύτερη ώρα», σύμφωνα με την περιγραφή ενός Ιταλού χρονικογράφου.
Ο θάνατος του Μεχμέτ του Πορθητή κρατήθηκε μυστικός για δέκα-επτά μέρες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στο γιο του Βαγιαζήτ να επιστρέψει στην Ιστανμπούλ και να ανακηρυχθεί Σουλτάνος. Ο Βαγιαζήτ ο 2ος ζώστηκε το σπαθί του Οσμάν στο Εγιούπ και αμέσως μετά κήδεψε τον πατέρα του στο προαύλιο του τζαμιού του. Έκτοτε έγινε έθιμο να για κάθε νέο Σουλτάνο να επισκέπτεται τον τάφο του Πορθητή αμέσως μετά το ζώσιμο του σπαθιού στο Εγιούπ – έθιμο που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τάφος του Μεχμέτ του Πορθητή έγινε μνημείο θρησκευτικής λατρείας και μέχρι και σήμερα είναι συνηθισμένος προορισμός θρησκευτικών προσκυνητών.
Δίπλα από τον τάφο του Πορθητή υπάρχει ο τάφος της γυναίκας του Γκιουλμπαχάρ, μητέρας του Βαγιαζήτ του 2ου. Υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν κόρη του «βασιλιά της Γαλλίας», ο οποίος την έστειλε δώρο για να παντρευτεί τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο Δραγάτση και αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς όταν πολιορκούσαν την Πόλη. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η Γκιουλμπαχάρ, αν και ήταν σύζυγος του Σουλτάνου, ποτέ δεν αποδέχθηκε το Ισλάμ και πέθανε σαν Χριστιανή. Ο Εβλίγια Τσελέμπι ενισχύει το μύθο λέγοντας:
«Εγώ ο ίδιος συχνά έχω παρατηρήσει ότι στις πρωινές προσευχές, οι αναγνώστες που τραγουδούσαν μαθήματα από το Κοράνι, όλοι γύρναγαν την πλάτη τους στη σωρό αυτής της Κυρίας η οποία ήταν αμφίβολο αν έφυγε στην Πίστη του Ισλάμ. Επίσης είδα συχνά Φράγκους να έρχονται κρυφά δίνοντας λίγα ασπέρια στο φύλακα του τάφου της για να τους τον ανοίξουν, μια και η πύλη παραμένει πάντα κλειστή».
Ο μύθος αυτός επαναλαμβάνεται στις ιστορήσεις του Ιταλού ταξιδιώτη Cornelio Magni ο οποίος αναφέρει ότι ο φύλακας των τάφων στο τζαμί του Βαγιαζήτ του είπε ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν Χριστιανή Πριγκίπισσα που πέθανε στην πίστη της. «Όταν ρώτησα», λέει ο Magni, «γιατί ακόμα και τα παράθυρα του μαυσωλείου παραμένουν ερμητικά κλειστά πήρα την απάντηση ότι ‘το μνήμα αυτής που έζησε στο σκοτάδι της απιστίας δεν του πρέπει ούτε μια αχτίδα φωτός’».
Ένα από τα έργα του Μεχμέτ του Πορθητή που επιβίωσαν μέχρι των ημερών μας είναι οι περίφημοι ‘Στροβιλιζόμενοι Δερβίσηδες’ των οποίων ο τεκές (το μοναστήρι) Μεβλεβί-χανέ (το κτίριο των Μεβλεβί), είναι το αρχαιότερο στην Πόλη4, στην οποία υπήρχαν πάνω από τριακόσιοι τεκέδες και ο αριθμός των δερβίσηδων ήταν ανάλογος με αυτόν των μοναχών στην εποχή του Βυζαντίου. Οι δερβίσηδες επεδίωκαν με τον μυστικισμό και τον διαλογισμό την άμεση επαφή με το Θεό. Μερικοί από τους τεκέδες χρησιμοποιούσαν και άλλες μεθόδους, όπως τη μουσική και το χορό των περίφημων ‘Στροβιλιζόμενων Δερβίσηδων’, για τους οποίους ο Εβλίγια Τσελέμπι γράφει:
«Ο Μεχλεβί-τεκέ στο Μπεσίκτας, είναι μόνο ενός ορόφου. Το δωμάτιο που χορεύουν και τραγουδούν οι δερβίσηδες βλέπει προς την θάλασσα. Τα κελιά τους είναι ξύλινα και μικρά με πολλά παράθυρα. Ο Σεΐχης τους Χασάν Ντεντέ, που ήταν σε ηλικία πάνω από 110 ετών όταν πέθανε, συνήθιζε να χορεύει ανεβασμένος στην καρέκλα από την οποία δεν έπεφτε ποτέ, παρόλο που ήταν σε μεγάλη έκσταση. Κατά το χορό και μέσα στην έκστασή του ερμήνευε στοίχους από το Μεσνεβί (ποίημα του μυστικιστή Μεβλανά από τον δέκατο-τρίτο αιώνα. Ο διάδοχός του Νιζέν Ντερβίς Γιουσούφ Τσελεμπί έπεφτε μερικές φορές από την καρέκλα και χτυπούσε, αλλά όταν τραγουδούσε, η φωνή του ήταν τόσο εμπνευσμένη που το ακροατήριο έμενε άναυδο. Όλοι οι εραστές του θείου συγκεντρώνονταν γύρω του και τραγούδαγαν μαζί του .Ήταν ένας πραγματικός πρίγκιπας του διαλογισμού με τη μουσική και το τραγούδι».
1 Ο Γεώργιος Σχολάριος ήταν στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Αποχώρησε το 1450 διαφωνώντας με την πρόθεση του Κωνσταντίνου να ενώσει τις δύο Χριστιανικές εκκλησίες υπό την εξουσία του Πάπα. Ο Σχολάριος πήρε το όνομα Γεννάδιος και έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο 3ος προσπάθησε να υποστηρίξει την πολιτική του Αυτοκράτορα για την ένωση των εκκλησιών και ταυτόχρονα να διατηρήσει την ενότητα της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Γεννάδιος όμως τον αντέκρουσε με τέτοια δύναμη, που ο Γρηγόριος ο 3ος, το 1451 έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε για όλη του τη ζωή δίπλα στον Πάπα παίρνοντας το αξίωμα του καρδιναλίου.

2 Μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης στους Οθωμανούς στις 29 Μαϊου 1430, κατά την οποία 7.000 από τους κατοίκους της πόλης χάθηκαν σκλάβοι, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ζήτησε τη βοήθεια της Δύσης και πρότεινε στον Πάπα Μαρτίνο τον 5ο την επανένωση των δυο εκκλησιών. Η πρόταση του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου έγινε δεκτή και το 1438 ο Πάπας Ευγένιος ο 5ος προήδρευσε στη Φερράρα της συνόδου ένωσης των δυο εκκλησιών, η οποία τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στη Φλωρεντία. Η αντιπροσωπεία των Βυζαντινών αποτελούταν από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη τον 8ο και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ τον 2ο. Η ένωση των εκκλησιών, υπό την αιγίδα του Πάπα, τελικά αποφασίστηκε την Κυριακή 5 Ιουλίου 1439. Ο Πάπας Ευγένιος με εγκύκλιό του στους πρίγκιπες της Γερμανίας και τους βασιλιάδες της Γαλλίας, τους καλούσε σε νέα Σταυροφορία για να σωθεί το Βυζάντιο και ο Αυτοκράτοράς του που ήταν τώρα καθολικός.
3 Το φυλλάδιο της Πινακοθήκης αναφέρει, εσφαλμένα, ότι δεν είναι σίγουρο αν το έργο είναι το αυθεντικό ή κάποιο αντίγραφό του. Παρόλο ότι υπάρχει απόλυτη ομοφωνία των ειδικών ότι το έργο είναι του Bellini. Η επιμονή των ανθρώπων της Πινακοθήκης ίσως οφείλεται στο φόβο τους ότι κάποτε θα πρέπει να το επιστρέψουν στην πατρίδα του.
4 Όλα τα παλιά, μεγάλα τζαμιά στην Ιστανμπούλ περιείχαν οικοδομήματα για Δερβίσηδες, οι οποίοι ήταν τόσο πολυάριθμοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσοι και οι μοναχοί στο Βυζάντιο. Στην Πόλη μόνο, τα τζαμιά αυτά ήταν, μόνο στην Ιστανμπούλ, τουλάχιστον τριακόσια.