Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

05. Άλωση Και Πορθητής

“Οι Οθωμανοί είναι απλώς εχθροί μας
Αλλά οι σχισματικοί Έλληνες είναι χειρότεροι από εχθροί μας
Οι Οθωμανοί μας μισούν λιγότερο γιατί μας φοβούνται λιγότερο
Αλλά οι Έλληνες μας φοβούνται και μας μισούν με όλη τους την ψυχή”
Πετράρχης

«Οι Πιστοί θα φτάσουν, οπωσδήποτε, στην επιτυχία»
Κοράνι, 23-1

«Νικήθηκαν Οι Ρωμιοί»

«Σε μια γη πολύ κοντινή. Αλλά αυτοί και μετά την ήττα τους σύντομα θα ξανανικήσουν»
Κοράνι, 30-1,2


Οι Οθωμανοί πήραν την Πόλη από τους Έλληνες το 1453. Για πάνω από έναν αιώνα επέκτειναν την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, τις Παραδουνάβιες περιοχές της Ευρώπης, την Αυστροουγγαρία, αλλά και την Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολία. Με την άλωση του Ελλησπόντου έλυσαν το πρόβλημα μεταγωγής των στρατευμάτων τους από την Ασία προς την Ευρώπη. Πριν από την κυριαρχία τους στον Ελλήσποντο και τις πόλεις που τον αποτελούν, οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν πλοία Γενουέζων και Ενετών (που για τον σκοπό αυτό είχαν δημιουργήσει αποικίες στον Ελλήσποντο). Ακόμα και Βυζαντινοί χρησιμοποιήθηκαν για την μεταφορά Οθωμανικών στρατευμάτων στη Θράκη. Οι αμοιβές ήταν καλές. Αλλά για την άλωση της Πόλης, οι Τούρκοι χρειάστηκε να καταλάβουν τον Ελλήσποντο και τις πόλεις του. Πριν από αυτό, η Πόλη ήταν περιστοιχισμένη σε ένα όστρακο Οθωμανικής κυριαρχίας, έτσι ώστε η ίδια η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν απαραίτητη για την προέλαση τους στα Βαλκάνια. Και είναι γνωστό ότι οι Οθωμανοί απέφευγαν κάθε περιττή σύγκρουση.

Το 1452 ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 2ος πρότεινε την πολιορκία της Πόλης. Το ρίσκο γι’ αυτόν ήταν μεγάλο. Ο νεαρός Σουλτάνος δεν ήταν καθόλου δημοφιλής. Απόπειρες άλωσης της Πόλης είχαν ήδη αποτύχει στο παρελθόν, κυρίως λόγω των απόρθητων τειχών της και γιατί η Πόλη ήταν περιστοιχισμένη από θάλασσα. Οι γαζήδες (Οθωμανοί πεζικάριοι που περιήρχοντο όλη την αυτοκρατορία) δεν πίστευαν στην εύκολη επιτυχία του σχεδίου. Η Πόλη με τη χιλιετή ιστορία της, τις παραδόσεις και τα αθάνατα μνημεία δεν ήταν ό,τι χρειάζονταν οι άξεστοι Οθωμανοί νομάδες. Από την άλλη πλευρά, ο Μεγάλος Βεζίρης Τσαντιρλί Χαλίλ υπενθύμιζε συνεχώς στο Σουλτάνο τις φιλικές σχέσεις του πατέρα του με τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Ο Χαλίλ είχε αποκτήσει το προσωνύμιο ‘Ρουμ’ (δηλαδή ο Ρωμιός, ο Έλληνας) και φήμες τον έφεραν να έχει στενές σχέσεις με το Βυζάντιο. Ανεξάρτητα όμως με το αν ήταν πληρωμένος πράκτορας των Βυζαντινών, ο Χαλίλ είχε Ελληνική μόρφωση, μιλούσε και έγραφε άπταιστα Ελληνικά και ήταν λάτρης της Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς με τι θα τον δωροδοκούσαν οι Βυζαντινοί, τη στιγμή που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έτρωγαν ποντίκια. Πάντως, μετά την άλωση της Πόλης, ο Χαλίλ αποκεφαλίστηκε, όμως αυτή ήταν η μοίρα των περισσοτέρων βεζίρηδων.

Ο Μεχμέτ ο 2ος έλεγε στο ντιβάνι του (στη σύσκεψη των βεζίρηδων και άλλων συμβούλων του) ότι η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πια πόλη αλλά ένα όνομα. Μια περίφραξη από κήπους και αμπελώνες, παλιές και άχρηστες οικίες, άδεια τείχη, τα περισσότερα ερειπωμένα. Ο χρόνος ζωής της Κωνσταντινούπολης ήταν μετρημένος και δανεικός. Από τις εξήντα εκκλησίες που υπήρχαν την εποχή της ακμής της, ελάχιστες λειτουργούσαν ακόμα. Ο μεγαλοπρεπής ναός της του Θεού Σοφίας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παρά την περήφανη πενία του, το Βυζάντιο ζούσε μια καλλιτεχνική και φιλοσοφική αναγέννηση, πρωτοφανή για την κατάσταση που βρισκόταν. Οι βιβλιοθήκες του ήταν μοναδικές. Όμως, οι σπουδαιότεροι διανοητές διέφευγαν στην Ιταλία, μαζί με όλους τους άλλους: Λίγο πριν την πολιορκία των Οθωμανών, οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα – των μοναχών συμπεριλαμβανομένων – ήταν 4.983 άνδρες – αριθμός τόσο αξιολύπητος που ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να τον κρατήσει μυστικό. Και το αποτέλεσμα της μάχης, εκ των υστέρων τουλάχιστον, ήταν σίγουρο.

Ο Μεχμέτ φαίνεται να διαισθάνθηκε τη δύναμη της Πόλης. Προέβλεψε ότι ίσως ξεσηκώσει «όλη τη Δύση εναντίον μας, από τον ωκεανό και τη Μασσαλία, μέχρι τη Βαλτική και από τους κατοίκους των Πυρηνέων μέχρι τους Κέλτες και το Ρήνο». Αυτό βέβαια δε συνέβη. Όμως οι Βυζαντινοί, την ενδέκατη ώρα, βρήκαν τη δύναμη να αντισταθούν ηρωικά. Πολέμησαν για την Πόλη όπως δεν είχαν πολεμήσει ποτέ για την Αυτοκρατορία.

Οι Βυζαντινοί, εκτός από την ένοπλη αντίσταση στους Οθωμανούς, προσπάθησαν να γλιτώσουν την Πόλη και με άλλους τρόπους. Υπενθύμισαν στους Τούρκους τη συνθήκη φιλίας που είχαν με τον Αυτοκράτορα. Εις μάτην. Ο Μεχμέτ στις 15 Απριλίου 1452 έκτισε ένα στρατηγικό πύργο στις ακτές του Βοσπόρου, σε Βυζαντινό έδαφος και παρά τις Ελληνικές διαμαρτυρίες. Αγνόησε τους Έλληνες όταν αυτοί του έστειλαν υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία με βαρύτιμα δώρα. Αγνόησε και το ότι οι Βυζαντινοί φυλάκισαν όσους Τούρκους μπόρεσαν να βρουν μέσα στην Πόλη. Όπως αγνόησε και το ότι λίγες μέρες μετά τους άφησαν ελεύθερους. Όταν τελείωσε η κατασκευή του πύργου, στις 31 Αυγούστου 1452, (τον οποίο σχεδίασε ο ίδιος και επέβλεψε την κατασκευή του) ο Μεχμέτ μελέτησε από την κορυφή του προσεκτικά την αμυντική διάταξη των τειχών της Πόλης. Ο πύργος που ονομάστηκε Ρούμελι Χισάρ, (αυτός που συντομεύει το πέρασμα των στενών) δέσποζε στο Βόσπορο, στη στεριά και τη θάλασσα.
Η πρώτη επιχειρησιακή χρήση του πύργου έγινε όταν οι Οθωμανοί βύθισαν ένα πλοίο που αρνήθηκε να σταματήσει στις εντολές τους. Ήταν μια Ενετική γαλέρα. Η Βενετία ήταν η μεγαλύτερη και πιο κραταιά ναυτική δύναμη του κόσμου. Το μήνυμα του Σουλτάνου προς τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν σαφές. Το πλήρωμα της γαλέρας αποκεφαλίσθηκε, αλλά ο καπετάνιος, ο Αντόνιο Ρίτσι, ανασκολοπίστηκε και το πτώμα αφέθηκε εκτεθειμένο στο δρόμο προς το Έντιρνε. Και ενώ το πτώμα του Ρίτσι σάπιζε στη βροχή, οι Βυζαντινοί έκαναν την τελευταία απέλπιδα προσπάθειά τους προς τη Δύση.

Η Βενετία, η Γένουα, η Ραγκούσα, είχαν ισχυρότατες εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα συμφέροντα τους δεν τους επέτρεπαν να αναμειχθούν. Εξάλλου ήταν πολύ απασχολημένες με τις μεταξύ τους διαμάχες. Η Βενετία έδωσε εντολή στο στόλο της στο Λεβάντε (την Ανατολή) να προστατεύσει τους Χριστιανούς χωρίς να υπάρξει καμιά πρόκληση προς τους Οθωμανούς. Η Ποντεστά (το συμβούλιο διοίκησης της αποικίας) της Γένουας στο Πέραν πήρε εντολή να αποφύγει κάθε σύγκρουση με τους Τούρκους. Η κυβέρνηση της Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) έκανε γνωστό ότι θα συμμετείχε σε μια χριστιανική συμμαχία αλλά μόνη της δεν θα έκανε τίποτα. Μόνο ο βασιλιάς της Νάπολης – με τις πολλές φιλοδοξίες και σχέδια για το μέλλον της Ελληνικής χερσονήσου – έστειλε δέκα πλοία στο Αιγαίο τα οποία έπλεαν στην περιοχή για μερικούς μήνες και επέστρεψαν στη βάση τους. Ο Πάπας της Ρώμης φέρεται να προσπάθησε να πείσει τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν ο τελευταίος πήγε στη Ρώμη για τη στέψη του, να εκδώσει τελεσίγραφο προς τον Σουλτάνο. Το μόνο όμως τελεσίγραφο που εκδόθηκε ήταν αυτό του Μεχμέτ προς τους υπερασπιστές της Πόλης στις 5 Μαΐου 1453 να του την παραδώσουν αμέσως.

Τουλάχιστον 300.000 ήταν ο αριθμός των Οθωμανών που πολιόρκησαν την Πόλη. Ο Μεχμέτ έριξε το σύνολο σχεδόν του στρατού στη μάχη. Για μήνες, οι Οθωμανοί σιδηρουργοί κατασκεύαζαν κράνη, πανοπλίες, δόρατα, σπαθιά, βέλη. Μηχανικοί κατασκεύαζαν βαλλιστικές και πολιορκητικές μηχανές. Όλες οι άδειες των ανδρών ανακλήθηκαν. Στρατολογήθηκαν άνδρες από όλες τις περιοχές μέχρι τα πέρατα της Αυτοκρατορίας. Εμπροσθοφυλακή και πιο αποφασισμένοι στην όλοι εκστρατεία – και αυτοί που μπήκαν πράγματι πρώτοι στα τείχη – ήταν ένα σώμα Σέρβων, των πιο άγριων πολεμιστών της Αυτοκρατορίας. Και βέβαια 12.000 γενίτσαροι ήταν γύρω από τον Σουλτάνο. Ο Οθωμανικός στόλος έπλεε στο Βόσπορο. Με λίγα καινούργια και πολλά παλιά και ανασκευασμένα πλοία, ο στόλος των Οθωμανών ήταν άλλη μια έκπληξη για τους Βυζαντινούς: κανείς ποτέ δεν είχε δει όλα αυτά τα πλοία συγκεντρωμένα. Και ενώ η ναυτική δεινότητα των Οθωμανών ήταν γνωστή και περιορισμένη, ο αριθμός και μόνο των πλοίων εντυπωσίαζε.

Μπροστά από τη σκηνή του Σουλτάνου έβλεπε κανείς, για πρώτη φορά σε πεδίο μάχης, μια τεράστια μηχανή. Η ύπαρξη της μηχανής αυτής και μόνο θα μπορούσε να κρίνει την τύχη της μάχης. Ήταν μια μεγάλη καινοτομία στις πολεμικές τέχνες του Μεσαίωνα. Το καλοκαίρι του 1452 ένας οπλοποιός από την Τρανσυλβανία ονόματι Ουρπμάν παρουσιάστηκε στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα και του προσέφερε ένα καινούργιο και κατά την άποψή του αποφασιστικό κανόνι. Δυστυχώς ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να του δώσει τα χρήματα που ζητούσε, αλλά ούτε και τα απαραίτητα υλικά. Έτσι ο Ουρμπάν πέρασε στη δούλεψη του Σουλτάνου. Αυτός του πρόσφερε την τετραπλάσια αμοιβή από αυτή που ζητούσε και του παρέσχε κάθε βοήθεια. Μέσα σε τρεις μήνες ο Τρανσυλβανός παρέδωσε το κανόνι στον Σουλτάνο. Αυτό τοποθετήθηκε στον πύργο Ρούμελι Χισάρ και ήταν αυτό που βύθισε το Βενετσιάνικο πλοίο. Το τερατώδες κανόνι που παραδόθηκε στο Έντινε είχε μήκος 8,5 μέτρων. Τα χάλκινα τοιχώματα της κάνης του είχαν διάμετρο 20,5 εκατοστών και το βλήμα που εκτόξευε ζύγιζε 12 τόνους. Το κάθε βλήμα χρειάζονταν τριάντα βόδια για τη μεταφορά του. Κατά τη δοκιμαστική χρήση του κανονιού, οι κάτοικοι του Έντιρνε ειδοποιήθηκαν ότι δεν πρέπει να φοβηθούν από τον μεγάλο θόρυβο. Το βλήμα εκτοξεύτηκε στα 1800 μέτρα και κατά την πρόσκρουσή του στο έδαφος δημιούργησε κρατήρα βάθους 15 μέτρων. Διακόσιοι άνδρες χρειάστηκαν να ενισχύσουν τις γέφυρες για τη μεταφορά του κανονιού μπροστά στα τείχη της Πόλης. Για τη μεταφορά του επιστρατεύτηκαν εβδομήντα βόδια. Το κανόνι άρχισε να λειτουργεί κανονικά στις 7 Φεβρουαρίου του 1453 και στράφηκε προς τα τείχη της Πόλης.
Οι Βυζαντινοί στο μεταξύ διάνοιγαν τάφρους, επισκεύαζαν τα τείχη και μάζευαν όλα τα διαθέσιμα όπλα. Ακόμα και οι ξένοι, οι λίγοι που είχαν απομείνει, στην Πόλη ενώθηκαν με τους υπερασπιστές: η παροικία των Καταλανών υπό τις οδηγίες του προξένου τους, δεκαπέντε περίπου Γερμανοί υπό την ηγεσία ενός αποκαλούμενου Γιοχάνες Γκραντ. Ακόμα και τρεις οικογένειες Τούρκων που ζούσαν στην Πόλη τέθηκαν στην υπηρεσία των αμυνομένων (ένας από αυτούς με το όνομα Ορχάν ήταν θείος του Σουλτάνου Μεχμέτ). Οι Βενετοί της πόλης έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, παρά τις οδηγίες του Δόγη τους, ‘για το όνομα του Θεού και την τιμή των Χριστιανών’, όπως ένας εξ αυτών είπε στον Αυτοκράτορα. Οι Γενουέζοι είχαν φύγει λίγο νωρίτερα, ενώ μεμονωμένοι υπήκοοι της Γένουας έφθαναν στην Πόλη να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, με αποκορύφωμα τον Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγγο, γόνο γνωστής Γενουέζικης οικογένειας, που κατέφθασε τον Ιανουάριο με 700 πολεμιστές και ο αυτοκράτορας τον έχρησε Ιππότη της Λήμνου και του ανέθεσε την διοίκηση της ανατολικής πλευράς των τειχών της Βασιλεύουσας. Οι Γενουέζοι πολεμιστές έπεσαν μέχρις ενός μετά την Άλωση και ο αρχηγός τους Λόγγο αποκεφαλίστηκε από τους Οθωμανούς. Ήταν ο πρώτος από την μακρά λίστα φιλελλήνων που ακολούθησαν τα επόμενα 500 χρόνια και κατά καιρούς βοήθησαν αποφασιστικά το γένος των Ρωμιών. Προς τιμή του, η σύγχρονη πόλη των Αθηνών ονόμασε ένα μικρό δρομάκι στην περιοχή των Εξαρχείων στο κέντρο της πόλης.

Υπήρχαν χερσαία αλλά και θαλάσσια τείχη. Η Κωνσταντινούπολη έμοιαζε με κεφάλι σκύλου, που κοιτάει ανατολικά σε μια τριγωνική χερσόνησο. Η μύτη του σκύλου καταλήγει στο Χρυσό Κέρας, τον Κεράτιο Κόλπο των Βυζαντινών. Στο λαιμό δέχεται τα χάδια της Θάλασσας Του Μαρμαρά. Και τα χερσαία τείχη, χτισμένα από τον Θεοδόσιο, σαν τεράστιο χαλαρό κολάρο, αρχίζουν από τα αφτιά και καταλήγουν στο στήθος. Τα θαλάσσια τείχη ήταν εξαιρετικά ισχυρά. Στη ακτή του Μαρμαρά, ξεκινούσαν απότομα από τη θάλασσα, με πολλές αλλά καλά απομονωμένες πόρτες και προστάτευαν τα δυο λιμάνια με τα κάστρα τους. Τα τείχη του Χρυσού Κέρατος προστάτευαν με χοντρές και πυκνές αλυσίδες τις εισόδους των λιμανιών. Οι χοντρές αλυσίδες, που περίμεναν το τέρας του Ουρμπάν να τις καταστρέψει, προστάτευαν κι’ αυτές τα λιμάνια και τα καράβια τους, που ήταν επίσης γεμάτα κανόνια.

Τα τείχη, η αλυσίδα αλλά και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα απομάκρυναν σημαντικά την πιθανότητα επίθεσης από τη θάλασσα. Αλλά και τα ογκώδη χερσαία τείχη έκαναν την επίθεση από τη στεριά επίσης σχεδόν αδύνατη. Μόνο στο βορειοδυτικό μέρος της Πόλης, στο προάστιο των Βλαχερνών, στα αφτιά της κεφαλής του σκύλου, τα τείχη ήταν αδύνατον να υπάρχουν, αλλά εδώ το βραχώδες και απόκρημνο έδαφος, αλλά και η ύπαρξη του βασιλικού παλατιού με τα δικά του αμυντικά συστήματα, έσωζε την κατάσταση.

Αν το περίτεχνο αυτό σύστημα τειχών είχε κάποια αδυναμία, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν η περιοχή της κοιλάδας του Λύκου. Εκεί το έδαφος έπεφτε απότομα κατά σαράντα περίπου μέτρα, σε ένα μικρό χείμαρρο, που κατέληγε στην Πόλη κάτω από τα τείχη. Και εδώ είχε στηθεί η σκηνή του Σουλτάνου και είχαν συγκεντρωθεί οι γενίτσαροι. Επίσης προς το σημείο αυτό των τειχών στόχευε και το μεγάλο κανόνι. Ο Αυτοκράτορας είχε δώσει εντολή να παραταχθούν κατά μήκος των τειχών οι Γενουέζοι και Βενετσιάνοι υπερασπιστές, ντυμένοι με τις μεγάλες στολές τους. Για να υπενθυμίζουν στον Σουλτάνο ότι την Πόλη υπερασπίζονταν και υπήκοοι των δυτικών, τους οποίους θα έπρεπε να επίσης να πολεμήσει.
Οι Οθωμανοί, από τη μεριά τους, είχαν παραταχθεί σε όλο το μήκος των τειχών. Η έμφαση φαίνεται να ήταν, εκτός από την κοιλάδα του Λύκου, στη Θάλασσα του Μαρμαρά, όπου ο έχων το γενικό πρόσταγμα, ο Βούλγαρος Μπαλτόγλου, είχε εντολή να μην αφήσει ούτε κουνούπι να περάσει στο Βόσπορο και να είναι έτοιμος να μπει στο λιμάνι, σπάζοντας τις αλυσίδες αν χρειαστεί.

Στις 6 Απριλίου αντήχησαν για πρώτη φορά τα κανόνια. Ο θόρυβος έκανε τις γυναίκες να λιποθυμήσουν. Ένα μικρό μέρος του τείχους έπεσε. Οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έπεσαν επίσης δύο μικρά κάστρα με τους Έλληνες υπερασπιστές τους. Μερικοί πολεμιστής παραδόθηκαν ενώ άλλοι πολέμησαν μέχρι τέλους. Όλοι πάντως ανασκολοπίστηκαν, για παραδειγματισμό των υπερασπιστών της Πόλης. Έπεσε επίσης ένα μικρό νησάκι στη θάλασσα του Μαρμαρά με τους υπερασπιστές του. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού συγκεντρώθηκαν και στάλθηκαν να πουληθούν σκλάβοι, με διαταγή του Μπαλτόγλου.

Τα μεγάλα κανόνια του Μεχμέτ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επτά φορές την ημέρα. Κάθε φορά που έριχναν οβίδα σχεδόν διαλύονταν στη λάσπη και χρειάζονταν συνεχείς επισκευές. Επί έξι εβδομάδες έριχναν συνεχώς οβίδες. Ο στόλος των χριστιανών, με τα Ελληνικά και τα βενετσιάνικα πλοία, είχε στην ουσία ακινητοποιήσει τα πλοία του Μπαλτόγλου στο Χρυσό Κέρας, αλλά τα μεγάλα κανόνια των Οθωμανών έκαναν τη διαφορά. Στο Πέραν, το μεγάλο κανόνι βύθισε μια γαλέρα με μια και μόνη βολή. Μετά από αυτό τα χριστιανικά πλοία ανοίχτηκαν στο Βόσπορο για να μη βυθιστούν.

Οι υπερασπιστές δούλευαν ακατάπαυστα όλο το εικοσιτετράωρο. Στρατιώτες, πολίτες, γυναίκες επισκεύαζαν τις ζημιές στα εξωτερικά τείχη, γεμίζοντας τις τρύπες με χώμα και μπάζα, χρησιμοποιώντας βαρέλια για επάλξεις. Έντυναν επίσης τα εξωτερικά τοιχώματα με μπάλες μαλλιού για να περιορισθούν οι επιπτώσεις των κανονιοβολισμών. Μια πρώτη βραδινή επίθεση των γενιτσάρων με τους καλύτερους τοξότες και ακοντιοφόρους, αποκρούστηκε αποτελεσματικά από τους αμυνόμενους οι οποίοι δεν είχαν ούτε μια απώλεια. Τόσο καλή ήταν η πανοπλία τους.

Μια νηοπομπή από τρεις παπικές γαλέρες, νοικιασμένες από τη Γένουα με Ελληνικό πλήρωμα, γεμάτες καλαμπόκι από τη Σικελία για τους κατοίκους της Πόλης, εκμεταλλευόμενη τους ευνοϊκούς ανέμους και την απασχόληση των Τούρκων στο Χρυσό Κέρας, πέρασε από το Βόσπορο και έφτασε σχεδόν μέχρι την Πόλη από τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ταυτόχρονα με τους αμυνόμενους, η νηοπομπή έγινε αντιληπτή και από του Τούρκους. Αμέσως ξεκίνησε η εμπλοκή. Μέχρι το απόγευμα, τα τρία χριστιανικά πλοία κέρδιζαν σαφές πλεονέκτημα απέναντι σε ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο. Με τα ψηλά τους τοιχώματα έσπρωχναν και παραμέριζαν τα χαμηλά Τουρκικά πλοία. Ακολουθώντας πλήρως τον δυνατό άνεμο έφτασαν σχεδόν μέχρι το στόμιο του Κέρατος. Και ξαφνικά, συνηθισμένο φαινόμενο στο Βόσπορο, ο άνεμος έπεσε εντελώς. Τα πανιά τους κρεμάστηκαν. Ένα από τα ρεύματα του Βοσπόρου άρχισε να τα παρασύρει σιγά αλλά σταθερά μακριά από τα τείχη της Πόλης, προς το Πέραν, εκεί που ο ίδιος ο Σουλτάνος – πότε καβάλα στ’ άλογό του, πότε φωνάζοντας στους γενίτσαρους – τα περίμενε.

Η μάχη όμως συνεχιζόταν. Οι Γενουέζικες γαλέρες με τα Ελληνικά πληρώματα, με περισσότερα από δέκα Τουρκικά πλοία αγκιστρωμένα στα τοιχώματά τους, έδειχναν αποφασισμένα να τα πυρπολήσουν. Ο κίνδυνος για ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο ήταν μεγάλος. Τα Οθωμανικά πλοία ήταν τόσα πολλά που με δυσκολία μπορούσαν να περάσουν τα Στενά. Η πανοπλία των γαλέρων και η ναυτική ικανότητα των πληρωμάτων ήταν αναμφισβήτητη. Και είχαν και το περίφημο υγρό πυρ. Το υπερόπλο αυτό ήταν κάτι σαν το σημερινό Ναπάλμ. Όπου έπεφτε τα έκαιγε όλα. Ο ίδιος ο Μπαλτόγλου ανέλαβε τη ναυαρχία. Τα χριστιανικά πλοία με τα τουρκικά που παρέσυραν έφτιαχναν ένα είδος απόρθητου κάστρου. Σκαρφαλωμένοι στις πολεμίστρες, οι υπερασπιστές της Πόλης τους εμψύχωναν. Με τη δύση του ήλιου, ο άνεμος ανέβηκε πάλι. Οι τρεις γαλέρες με τα προσκολλημένα Τουρκικά πλοία άνοιξαν πανιά για τις ακτές του Χρυσού Κέρατος. Εκεί τσακίστηκαν όλα μαζί στις πέτρες και τα βράχια. Τα Τούρκικα πληρώματα πήδηξαν στη θάλασσα και πολύ λίγοι σώθηκαν. Οι υπερασπιστές της Πόλης γκρέμισαν ένα μέρος των τειχών, έσωσαν τους ναυαγούς τους και μάζεψαν όσο καλαμπόκι μπόρεσαν. Τα Οθωμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο του ναυαγίου. Ο Σουλτάνος και οι γενίτσαροί του, που θα μπορούσαν πιθανόν να φθάσουν στην περιοχή με τα άλογά τους και τον ελαφρύ οπλισμό τους, για κακή τους τύχη ήταν στην άλλη μεριά των τειχών. Μέχρι να φθάσουν, οι Βυζαντινοί είχαν μπει πίσω στα τείχη και είχαν επισκευάσει την τρύπα.

Ένας από τους βεζίρηδες διαμήνυσε στον Σουλτάνο ότι η ταπείνωση της ήττας του Οθωμανικού στόλου είχε μεγάλο αντίκτυπο στο κύρος του ίδιου στο στράτευμα. Πολλοί θα άρχιζαν να αναρωτιούνται αν έχει τη δύναμη να οδηγήσει τους Οθωμανούς στη νίκη. Η αντίδραση του Σουλτάνου ήταν άμεση. Ο Μπαλτόγλου κατηγορήθηκε δημόσια, ενώπιον του στρατεύματος, για προδοσία, δειλία και εγκατάλειψη θέσεων ενώπιον του εχθρού. Σώθηκε από την κρεμάλα μόνο από τις μαρτυρίες των αξιωματικών του ότι πολέμησε με αυτοθυσία μέχρι τέλους. Τυφλώθηκε και εξορίστηκε. Πέθανε στην αφάνεια λίγους μήνες μετά.
Μετά την ήττα του στόλου, ο Μεχμέτ αποφάσισε να δώσει έμφαση στις χερσαίες επιχειρήσεις. Έδωσε εντολή να φτιαχτεί αμέσως χερσαία πρόσβαση γύρω από τα τείχη. Σε ελάχιστες μέρες οι Οθωμανοί, με σχεδιασμό και επίβλεψη του ίδιου του Σουλτάνου – που ήταν εξάλλου γνωστός για τις αρχιτεκτονικές του ικανότητες – έχτισαν δρόμο γύρω από τα τείχη και από τη βόρεια πλευρά της Πόλης. Επίσης διέταξε να απομονωθούν οι ακτές στις παροικίες των Ενετών και Γενουέζων στο Πέραν. Τα δύο αυτά σχέδια ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της πολιορκίας.

Μέσα σε μια νύχτα οι Οθωμανοί έχτισαν δύο υπόγεια τούνελ κάτω από τα τείχη. Τα τούνελ έφτιαξαν Σέρβοι που μαζεύτηκαν επίτηδες από τα χρυσωρυχεία του Μπρουντό. Ο Γιοχάνες Γκραντ όμως κατάλαβε το σχέδιο και άφησε τους Σέρβους να συνεχίσουν το έργο της διάνοιξης, για να τους πνίξει πλημμυρίζοντάς τους στη συνέχεια. Διέσωσε μερικούς από αυτούς για να αποκαλύψουν τα σχέδια των Οθωμανών για άλλα παρόμοια τούνελ. Οι Σέρβοι, βασανίστηκαν και κρεμάστηκαν ανάποδα από την εξωτερική πλευρά των τειχών για παραδειγματισμό των συμπατριωτών τους.

Μέσα στη δίνη αυτή της πολιορκίας, η ναυτοσύνη των Βυζαντινών και η αποφασιστικότητά τους παρά λίγο να στρέψει την πλάστιγγα κατά των Οθωμανών. Μια μικρή έστω βοήθεια από τη Δύση και οι Οθωμανοί ίσως – προς το παρόν τουλάχιστον – να είχαν αποκρουσθεί. Ένα ακόμα από τα πολλά περιστατικά της στιγμής δείχνει την υπεροχή των αμυνομένων στη θάλασσα: Μετά την νίλα του Μπαλτόγλου, ένα μικρό βυζαντινό μπριγκαντίνι, καμουφλαρισμένο για Τούρκικο, πέρασε ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο και με εντολή του Αυτοκράτορα έφθασε στη Χίο να ζητήσει βοήθεια από τους Γενουέζους και Ενετούς κατακτητές του νησιού. Αυτοί την αρνήθηκαν επικαλούμενοι τις εντολές των κυβερνήσεων τους. Το πλήρωμα του μικρού πλοίου αποφάσισε να επιστρέψει στην Πόλη για να πληροφορήσει τον Αυτοκράτορα. Το κατάφεραν και αυτό. Οι Οθωμανοί δεν κατάλαβαν τίποτα. Ο Κωνσταντίνος τους ευχαρίστησε κλαίγοντας.

Ο Μεχμέτ όμως δεν μπορούσε να ξέρει την εξέλιξη αυτή. Υπήρχαν μάλιστα φήμες που έφεραν τον στόλο των Ενετών στο λιμάνι της Χίου, έτοιμο να επιχειρήσει κατά των Τούρκων. Και ενώ η πολιορκία έμπαινε στην έβδομη εβδομάδα, υπήρχαν ανησυχητικά μηνύματα και από τις παραδουνάβιες περιοχές. Μια πρεσβεία από την Ουγγαρία πληροφόρησε τον Σουλτάνο ότι η συνθήκη του με τον Ουγγρικό βασιλικό οίκο έπρεπε να θεωρείτε λήξασα, μετά την αλλαγή προσώπων εκεί. Ταυτόχρονα, και ενώ η δημοτικότητα του Σουλτάνου έπεφτε συνέχεια, η κατάσταση στους πολιορκημένους ήταν απελπιστική. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας έφθασε σε σημείο να λιποθυμήσει ενώπιον των υπηκόων του. Ο Μεχμέτ όμως δεν ήξερε τις δυσκολίες τους και τον απασχολούσαν δικές του σκοτούρες. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που του υπενθύμιζαν τις απόψεις του Χαλίλ του Έλληνα λίγους μήνες πριν.

Στις 25 Μαΐου ο Μεχμέτ προσέφερε να άρει την πολιορκία της Πόλης αν οι Βυζαντινοί συμφωνούσαν να του δίνουν σαν λύτρα 100.000 βυζαντινάτα ετησίως, ή, αν προτιμούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την Πόλη, με ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν μόνοι τους, με εγγυήσεις του Οθωμανικού στρατού. Για τον Αυτοκράτορα, το ποσόν των 100.000 βυζαντινάτων ήταν υπέρογκο και οι εγγυήσεις για την ασφάλεια των πολιορκημένων φάνηκαν ανεπαρκείς. Ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι ήταν διατεθειμένος να δώσει ό,τι είχε στην κατοχή του στο Σουλτάνο. Προφανώς η μόνη του περιουσία ήταν η Πόλη και ο Σουλτάνος εύστοχα του απήντησε πως αυτή, η Πόλη ήταν το μόνο που μπορούσε να του προσφέρει. Του απάντησε επίσης ότι τώρα πια η μοίρα των πολιορκημένων ήταν στα χέρια τους, και έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην παράδοση και το θάνατο ή τον εξισλαμισμό και την εξορία.
Ακόμα και τώρα όμως, η κατάσταση στο διβάνι δεν ήταν ξεκάθαρη. Στις 27 Μαΐου, στο συμβούλιο των βεζίρηδων, ο Μέγας Βεζίρης Χαλίλ Πασάς έφερε πάλι στην επιφάνεια την άποψή του για άμεση λύση της πολιορκίας εκφράζοντας τον φόβο του για ήττα των Οθωμανών και ταπείνωση του νεαρού Σουλτάνου. Οι αντίπαλοι του Χαλίλ στο συμβούλιο συσπειρώθηκαν γύρω από τον επίσης νεαρό Ζαγανό Πασά, οποίος με την προτροπή νεαρών μπέηδων και αγάδων πίεζε για την τελική επίθεση κατά της Πόλης. Ο Μεχμέτ, του οποίου η προτίμηση ήταν με τον Ζαγανό, τον διέταξε να πάει έξω στο στράτευμα και να βολιδοσκοπήσει τις απόψεις των υπηκόων του. Λίγα λεπτά της ώρας κράτησε αυτό το γκάλοπ. Οι επευφημίες των Οθωμανών έξω από τη σκηνή του, έδειξαν σε όλους τις προτιμήσεις του στρατεύματος.

Δύο νύχτες οι Τούρκοι με φως από δάδες δούλευαν να γεμίσουν τις τάφρους μπροστά από τα τείχη της Πόλης, υπό τους ήχους τρομπετών, αυλών και πολεμικών ιαχών. Η Δευτέρα, 28 Μαΐου αφιερώθηκε σε προσευχές και προετοιμασίες, ενώ ο Σουλτάνος επισκεπτόταν τους άνδρες και τους ενεθάρρυνε. Υπήρξαν διαβεβαιώσεις για τριήμερη λαφυραγωγία της Πόλης, όπως καθορίζει το Κοράνι για άλωση πόλεων απίστων που αντιστάθηκαν στο σπαθί του Ισλάμ. Προϋπόθεση για την λαφυραγωγία αυτή είναι οι άπιστοι να έχουν αρνηθεί την συνηθισμένη πρόσκληση για παράδοση. Ο Μεχμέτ ορκίστηκε στον αιώνιο Αλλάχ και τον Προφήτη του, στους 4.000 προφήτες που προηγήθηκαν και στις ψυχές του πατέρα του και των παιδιών του ότι οι θησαυροί θα διανεμηθούν δίκαια στους πολεμιστές. Η τύχη της Πόλης ήταν προδιαγεγραμμένη: μήπως δεν αναφερόταν ρητά στην Ισλαμική παράδοση ότι τα δοξασμένα στρατεύματα του Ισλάμ θα καταλάβουν την ‘Κωνσταντινία’ με δόξα και τιμή στον πρίγκιπα που θα τα οδηγήσει; Ο εχθρός ήταν τώρα εξασθενισμένος και ετοιμόρροπος. Τελείωναν τα πυρομαχικά του – έλεγε ο Σουλτάνος. Είχαν τελειώσει και τα τρόφιμα. Και οι Ιταλοί δεν θα πέθαιναν για μια χώρα που δεν τους ανήκει. Οι αξιωματικοί του έπρεπε να δείξουν ανδρεία και με τάξη να ακολουθήσουν τις οδηγίες του. Γιατί την επαύριον θα έστελνε κύματα μετά από κύματα γαζήδων στην επίθεση. Διέταξε τους αξιωματικούς να αναπαυθούν τη νύχτα στις σκηνές τους και παρουσίασε το σχέδιο της επίθεσης στους στρατηγούς του. Αμέσως μετά έφαγε και πήγε για ύπνο.

Και ενώ ο Μεχμέτ κατάστρωνε προσεκτικά το σχέδιο της επίθεσης έξω από τα τείχη, ο Κωνσταντίνος, εξίσου προσεκτικά, διαμοίρασε τα λιγοστά του στρατεύματα στο εσωτερικό τους. Οι ιερείς και τα ιερά σύμβολα της Ορθοδοξίας, τα φυλαχτά της Βασιλεύουσας, οι εικόνες που τελευταία δάκρυζαν όλο και περισσότερο, η ιερά εικόνα της Παναγίας που έπεσε στη λάσπη και δεν σηκώθηκε ποτέ, οι καταιγίδες που ξαφνικά σηκώνονταν από τη θάλασσα, ακόμα και νερά των υπονόμων που έγιναν αίμα. Όλα έδειχναν ότι ο Θεός των Χριστιανών εγκατέλειπε την πόλη που ίσως, περισσότερο και από τη Ρώμη ήταν αφιερωμένη σ’ Αυτόν. Όλοι είδαν με τα μάτια τους λίγες μέρες πριν, μια ξαφνική ομίχλη που έπεσε στην Πόλη και σκέπασε ολόκληρο τον ναό της Αγιά Σοφιάς. Και ενώ η ομίχλη διαλύθηκε γρήγορα, μια λάμψη κάλυψε τον τρούλο του ναού και κινήθηκε προς τον ουρανό. Οι μαρτυρίες των πολιορκημένων έλεγαν για ανεξήγητα φαινόμενα στον ουρανό πάνω από τα Τουρκικά στρατεύματα. Φωτεινά σήματα και σημάδια που ούτε οι Χριστιανοί αλλά ούτε και οι σοφοί του Ισλάμ μπόρεσαν να εξηγήσουν. Στις 23 Μαΐου υπήρχε πανσέληνος αλλά το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τη σκιά της Γης, σε μια από τις πιο θεαματικές εκλείψεις όλων των εποχών. Η ιερή Οθωμανική ημισέληνος έλαμψε στον ουρανό της Πόλης λίγες μέρες πριν την Άλωση.

Την παραμονή της προγραμματισμένης επίθεσης άλλο ένα θαύμα έγινε μέσα στην Αγιά Σοφιά, όπου με εντολές του Κωνσταντίνου μήνες τώρα η λειτουργία γινόταν στα λατινικά (για εξευμενισμό των Λατίνων, μήπως και στείλουν καμιά βοήθεια), από Λατίνους κληρικούς, όπου οι Έλληνες με βαριά καρδιά παρακολουθούσαν. Το βράδυ, όταν ο Αυτοκράτορας είχε ευχαριστήσει τους παρόντες Ιταλούς και είχε υπενθυμίσει στους Έλληνες το καθήκον τους στον Αυτοκράτορα, στην Οικογένεια, την Πίστη και την πατρίδα, έγινε πανηγυρική λειτουργία με όλους παρόντες: Ορθόδοξους Έλληνες, Καταλανούς, σχισματικούς επίσκοπους, ουνίτες καρδινάλιους, Καθολικούς και Ορθόδοξους ιερείς και όλους όσους δεν ήταν στα τείχη. Παρών και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Όποιος ήθελε πήρε τη Θεία Μετάληψη από όποιον ήθελε να την δώσει και εξομολογήθηκε σε όποιον ήταν διαθέσιμος.

Δυστυχώς, η αυτοσχέδια και συναισθηματική αυτή ένωση των Χριστιανικών εκκλησιών δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τη μοίρα της Πόλης. Τρεις ώρες πριν χαράξει, τρεις πασάδες με 50.000 άνδρες ο καθένας επιτέθηκαν κατά των τειχών και της λεπτής γραμμής υπερασπιστών τους. Όλες οι καμπάνες των εκκλησιών ήχησαν. Ακόμα και καλόγριες ήλθαν στα τείχη με πέτρες και νερό για τους στρατιώτες. Όσοι δεν μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια στα τείχη συνωστίσθηκαν και πάλι στην Αγιά Σοφιά προσευχόμενοι για την εκπλήρωση της προφητείας που έλεγε ότι αν και οι βέβηλοι θα έμπαιναν στην Πόλη, μόλις έφταναν στην Αγία Τράπεζα, ένας άγγελος θα τους έστελνε πίσω στην Ανατολία.
Ο Μεχμέτ έριξε πρώτους στη μάχη του ατάκτους του. Ορδές από Τούρκους, Σλάβους, Ούγγρους, Κούρδους, Γερμανούς, ακόμα και Ιταλούς και Έλληνες σκλάβους. Με μαστίγια και απειλές οδηγήθηκαν προς τα τείχη. Ξοπίσω τους ακολουθούσαν οι γενίτσαροι, έτοιμοι να σφάξουν όποιον δεν προχωρούσε. Για δύο ολόκληρες ώρες ακολούθησαν τις οδηγίες του Σουλτάνου που ήταν να κουράσουν τους αμυνόμενους, πριν επιτεθούν τα τακτικά στρατεύματα των Οθωμανών της ανατολής που ο κάθε άνδρας τους ήθελε να είναι ο πρώτος που θα πέρναγε τα τείχη και θα είχε πρώτος την εύνοια του Αλλάχ και τα πρώτα λάφυρα. Όλοι τους όμως χρησιμοποιήθηκαν για να προετοιμάσουν την τελική επίθεση, μια που ούτε με τις σκάλες – που οι Βυζαντινοί εύκολα μπατάριζαν – ούτε με τις τρύπες στα τείχη – που οι Βυζαντινοί αμέσως διόρθωναν – δεν κατάφεραν να μπουν στην Πόλη.

Η τιμή αυτή ανήκε στους γενίτσαρους. Επιτέθηκαν τρέχοντας αλλά με απόλυτη τάξη και συντεταγμένοι, με φωνές που ακούγονταν σε όλο τον Βόσπορο. Ο Μεχμέτ ήταν μαζί τους μέχρι την τάφρο. Από κει τους παρότρυνε να συνεχίσουν, η μια γραμμή επίθεσης μετά την άλλη, να ετοιμάσουν την αναρρίχηση στο τείχος. Ο γενναίος Γενουέζος Τζιουστινιάνι – για τον οποίον ο Μεχμέτ είχε πει «τι δεν θα ‘δινα να έχω αυτόν τον άνθρωπο στο στράτευμά μου;» - ήταν από τους πρώτους που λαβώθηκε. Αυτός ο περήφανος και πανέξυπνος πολεμιστής, χτυπημένος με βόλι Οθωμανού στο στήθος, συνέχιζε να πολεμάει, παρά τις προτροπές του Αυτοκράτορα – που έτρεξε στο πλευρό του - να αποσυρθεί και να μεταφερθεί στο πλοίο του. Οι Γενουέζοι βλέποντας τον ήρωά τους να χάνεται έχασαν το ηθικό τους και σταμάτησαν να πολεμούν. Σε λίγο ο Τζουστινιάνι έπεφτε νεκρός στις πολεμίστρες. Το σώμα του κατρακυλούσε στα εξωτερικά τείχη και έπεφτε στη τάφρο. Ο Μεχμέτ δεν έχασε την ευκαιρία. Άρπαξε το κουφάρι στα χέρια του και απευθυνόμενος στους γενίτσαρους φώναξε: «Η Πόλη είναι δική μας». Οι γενίτσαροι με αποφασιστικότητα και φανατισμένοι από τις φωνές του Σουλτάνου συνωστίστηκαν πάνω στα τείχη.

Τα εξωτερικά τείχη χάθηκαν. Οι περισσότεροι Έλληνες πολεμιστές παγιδεύτηκαν στο κενό ανάμεσα στα εξωτερικά και εσωτερικά τείχη και αποδεκατίστηκαν από τους γενίτσαρους – που ήταν πια από πάνω τους. Οι γενίτσαροι είχαν ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνουν τα εσωτερικά τείχη, όταν ξαφνικά αντίκρισαν την Οθωμανική σημαία να κυματίζει σ’ έναν πύργο στο βόρειο μέρος των τειχών. Γιατί η μοίρα έφερε μια μικρή κερκόπορτα να παραμείνει ανοικτή μετά από μια μικρή έξοδο πολεμιστών το προηγούμενο βράδυ. Και διαμέσου αυτής της αφύλακτης μικρής τρύπας, καμιά πενηνταριά Τούρκοι πέρασαν τα τείχη και βρέθηκαν μέσα στην Πόλη. Έγιναν αμέσως αντιληπτοί και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας με μια ομάδα πολεμιστών τους κυνήγησαν στα σοκάκια κοντά στα τείχη. Τίποτα όμως δεν μπορούσε πια να γίνει. Οι γενίτσαροι, από τις πολεμίστρες πια των τειχών, χτύπαγαν τους πολιορκημένους. Ο Αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, περιστοιχιζόμενος από μια μικρή ομάδα Καταλανών ευγενών πολεμούσε ακόμα. Οι συνοδοί του έπεσαν μέχρις ενός. Ο Αυτοκράτορας πολέμησε σώμα με σώμα με τους Οθωμανούς. Κάποια στιγμή, υποχωρώντας, βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα. Ήταν μια από τις πόρτες των τειχών. Την άνοιξε, μπήκε μέσα και κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Ο Μεχμέτ μπήκε στην Πόλη το απόγευμα της πρώτης μέρας και κάλεσε τους Οθωμανούς να σταματήσουν το πλιάτσικο, αψηφώντας τους ορισμούς του Ισλαμικού νόμου. Ίσως να ήταν η πενία της Πόλης, αλλά κανείς από τους πολεμιστές δε φάνηκε να αντιδρά. Ό,τι υπήρχε το είχαν ήδη πάρει σε μέσα μια ή δυο ώρες. Στο πλατύσκαλο της Αγιά Σοφιάς κατέβηκε από το άλογό του και σε ένδειξη ταπεινότητας τίναξε λίγη σκόνη από το τουρμπάνι του. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Αγιά Σοφιάς, ακόμα και σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει το ίχνος του χεριού του Πορθητή, καθώς αυτός στηρίχτηκε σε μια κολόνα, προσπαθώντας να περάσει πάνω από τα πτώματα των σφαγμένων, για να θαυμάσει το μοναδικό οικοδόμημα. Όλοι έπεσαν θύματα στα γιαταγάνια των Οθωμανών. Ιερείς, Πατρίκιοι και Πληβείοι. Έλληνες και Λατίνοι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ένα θαύμα εξαφάνισε τον ιερέα που λειτουργούσε εκείνη τη στιγμή, κι’ έτσι δεν χύθηκε αίμα πάνω στην Αγία Τράπεζα. Σε κάποια στιγμή ο Μεχμέτ βλέποντας ένα γενίτσαρο να ξύνει το χρυσό από τον τοίχο του ναού, έτρεξε και του είπε: «Πρόσεχε, το χρυσάφι είναι δικό σου αλλά το κτίριο δικό μου». Και έσπευσε στο Παλάτι των Βλαχερνών, όπου ο Κωνσταντίνος είχε περάσει την τελευταία νύχτα, αφού είχε μεταλάβει και πριν ορμήσει στη μάχη για την άμυνα της Πόλης. Ο Μεχμέτ πέρασε μερικές στιγμές τριγυρίζοντας στα δώματα και τους διαδρόμους του παλατιού, αναφωνώντας τους στοίχους του Πέρση ποιητή: «Μια κουκουβάγια κράζει στα ερείπια του Παλατιού στο Βόσπορο, μια αράχνη φτιάχνει τον ιστό της στα ανάκτορα του Καίσαρα».

Η πρώτη επίσκεψη του Μεχμέτ του 2ου στην Αγιά Σοφιά το απόγευμα της 29ης Μαΐου 1453, αμέσως μετά την είσοδό του στην Πόλη από την Πύλη της Αδριανουπόλεως, που τώρα ονομάζεται Έντιρνε Καπί, οι παρευρισκόμενοι Οθωμανοί τον αποθέωσαν ονομάζοντας τον Φατίχ (η Φετίχ), δηλαδή Πορθητή. Ήταν μόλις είκοσι-ενός ετών και ήταν Σουλτάνος για δυο χρόνια μόνο. Τώρα όμως είχε κυριεύσει τη σημαντικότερη πόλη της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ. Μια πλάκα στο Έντιρνε Καπί θυμίζει την θριαμβευτική είσοδο του Πορθητή στη Πόλη. Η σκηνή περιγράφεται από τον Εβλίγια Τσελέμπι: «Ο Σουλτάνος, κρατώντας στα χέρια του το σπαθί του και φορώντας την μεγαλοπρεπή του στολή με το μεγάλο τουρμπάνι, τις γαλάζιες μπότες στα πόδια, μπήκε στην πόλη μπροστά από εβδομήντα ή ογδόντα χιλιάδες ήρωες Μουσουλμάνους και όλοι μαζί φώναζαν ‘Ας δοξάσουμε το Θεό. Είμαστε οι Πορθητές της Κωνσταντινούπολης’»

Η μεγάλη εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς ονομάστηκε αμέσως Αγιά Σοφιά Τζαμί Καμπίρ, το Μεγάλο Τζαμί της Αγιάς Σοφιάς. Προστέθηκε ένας μιναρές για το μουεζίνη να καλεί τους πιστούς σε προσευχή και ορισμένα απαραίτητα εσωτερικά μερεμέτια, όπως η προσθήκη ενός μικρού άμβωνα και η εσοχή στον τοίχο που δείχνει την κατεύθυνση της Μέκκας. Αφού έγιναν αυτά, ο Πορθητής παρακολούθησε την Παρασκευή 1η Ιουνίου 1453 τη μεσημεριανή προσευχή, συνοδευόμενος από τους δυο προσωπικούς του ιερωμένους, τον Ακσέμ-σεττίν και τον Καρασέμ-σεττίν.

Κανείς σχεδόν δε γλίτωσε τη σφαγή. Ακόμα και ο Λουκάς Νοταράς, ο υψηλότερος Βυζαντινός αξιωματούχος που κρατήθηκε αιχμάλωτος προοριζόμενος για κάποιο Οθωμανικό αξίωμα – λίγο πριν την άλωση είχε δηλώσει ότι ‘Καλύτερα το τουρμπάνι του Σουλτάνου από τη Μίτρα του Πάπα’ – αποκεφαλίστηκε μαζί με την οικογένειά του γιατί αρνήθηκε να παραδώσει τον μικρό του γιο στους γενίτσαρους. Στην αρχή ο Μεχμέτ απογοητεύτηκε εντελώς από την κατάσταση της Πόλης. Ερειπωμένα, υγρά και σκοτεινά κτίρια, κατεστραμμένα τα πάντα, τα χωράφια και τα μποστάνια χέρσα και έρημα. Και έδωσε εντολή να συνεχιστούν ολοταχώς οι εργασίες για το νέο μεγαλόπρεπο παλάτι του στο Έντιρνε.

Ο Πορθητής ενθάρρυνε την επιστροφή των Ελλήνων που είχαν φύγει από την Πόλη πριν την Άλωση. Επίσης ζήτησε από όσους Μουσουλμάνους θέλανε να εποικήσουν στην Πόλη, δίνοντάς τους γη και οικοδομήματα στα λιμάνια και τις παραλίες. Επίσης όλοι οι νέοι κάτοικοι της Πόλης, με ειδικό φετβά, δεν θα φορολογούνταν για πέντε χρόνια. Και ήλθαν, Μουσουλμάνοι, Έλληνες, Εβραίοι. Οι περισσότεροι Έλληνες επέστρεψαν στα δικά τους σπίτια, οι άλλοι πήραν νέα οικόπεδα και σπίτια από τους Οθωμανούς.

Από τους νέους κατοίκους της Πόλης, οι Μουσουλμάνοι έχτισαν τζαμιά ή μετέτρεψαν εκκλησίες σε τζαμιά, όπως έκανε ο Πορθητής στην Αγιά Σοφιά. Ένας αριθμός από τα πρώτα αυτά τζαμιά υπάρχουν ακόμα στην Πόλη, στην περιοχή ανάμεσα στις γέφυρες Ατατούρκ και Γαλατά, στο Χρυσό Κέρας. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ανασκευαστεί σε νεώτερες εποχές, αλλά διακρίνεται ακόμα η Χριστιανική τους προέλευση. Το παλαιότερο είναι το Γιαβούζ Ερσινάν Τζαμί, χτισμένο από τον Γιαβούζ Ερσινάν το 1455. Ο Ερσινάν ήταν σημαιοφόρος στο στρατό του Πορθητή και πρόγονος του Εβλίγια Τσελέμπι, ο οποίος γεννήθηκε στο σπίτι του Ερσινάν, δίπλα ακριβώς από το τζαμί. Ο τάφος του ιδρυτή του τζαμιού βρίσκεται σε ένα μικρό νεκροταφείο στο οποίο βρίσκεται και ο τάφος του περίφημου τελάλη του Πορθητή, του Χορόζ Ντεντέ ή Παππού Κόκορα, που με τη δυνατή του φωνή ξύπναγε κάθε πρωί το στράτευμα.

Όταν έγινε η Άλωση, δεν υπήρχε Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Γρηγόριος ο 3ος ήταν στη Ρώμη. Όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός της Άλωσης και η ζωή άρχισε σιγά-σιγά να επανέρχεται στην Πόλη, οι Ορθόδοξοι κληρικοί της Πόλης πήραν την άδεια από το Σουλτάνο να επιλέξουν έναν αρχιερέα ο οποίος είχε την έγκρισή του. Νέος Πατριάρχης ήταν ο μοναχός Γεννάδιος, ο τέως Γεώργιος Σχολάριος1. Η επιλογή του είχε σίγουρα σχέση με την έντονη αντίδρασή του στην επερχόμενη ένωση των δύο Χριστιανικών εκκλησιών, την οποία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έβλεπε απαραίτητη για την διάσωση του Βυζαντίου2. Ο Γεννάδιος ανέλαβε τη θέση του Πατριάρχη στη 1η Ιανουαρίου 1454, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου της Ηρακλείας. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής παρέδωσε στο Γεννάδιο ένα χρυσό σκήπτρο, σύμβολο της εξουσίας του και τον συνόδευσε ο ίδιος στην είσοδο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, η οποία είχε ορισθεί σαν έδρα του Πατριαρχείου. Ο Πορθητής έβγαλε φιρμάνι σύμφωνα με το οποίο «κανείς ποτέ δεν μπορούσε να φορολογήσει ή να ενοχλήσει τον Πατριάρχη και τους επισκόπους του». Αργότερα, το Πατριαρχείο μεταφέρθηκε στην εκκλησία της Παμμακάριστου και μετά σε διάφορες άλλες εκκλησίες, μέχρι να καταλήξει στη σημερινή του θέση, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, το Τουρκικό Φενέρ, που είναι η Ελληνική συνοικία της Πόλης.

Λίγο μετά την Άλωση, ο Μεχμέτ ο Πορθητής έκτισε μέσα στην Πόλη, στην περιοχή της Χρυσής Πύλης, έναν πύργο, γνωστόν με το όνομα Γεντί-Κουλέ, Το Επταπύργιο, στο οποίο ο Σουλτάνος έμενε όταν ήταν στην Πόλη. Εντέλει, στα τέλη του 1453 ο Μεχμέτ μετέφερε την Αυλή του από το Έντιρνε στην Κωνσταντινούπολη, καθιστώντας την έτσι και τυπικά πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε έχτισε ένα παλάτι στην περιοχή του Τρίτου Λόφου τον οποίον ο Κριτόβουλος χαρακτήρισε σαν την καλύτερη τοποθεσία της Πόλης. Έμεινε γνωστό σαν το Εσκί Σαράι, το Παλιό Παλάτι, γιατί έξι χρόνια αργότερα ο Πορθητής αποφάσισε να χτίσει το περίφημο Τοπ Καπί, στον Πρώτο Λόφο, του οποίου το πιο παλιό οικοδόμημα είναι το Τσινιλί Κιόσκ, το Περίπτερο με τα Πλακάκια, χτισμένο το 1472.
Οι Οθωμανοί ήταν δεινοί αρχιτέκτονες. Όλα όμως τα οικοδομήματα που έχτισαν είχαν χρηστική αξία – τα περισσότερα θρησκευτικά ή φιλανθρωπικά. Δέκα χρόνια μετά την Άλωση, ο Μεχμέτ ο Πορθητής απεφάσισε να χτίσει ένα μεγάλο θρησκευτικό συγκρότημα στον Τέταρτο Λόφο. Για το λόγο αυτό κατεδάφισε την παλιά εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Το τζαμί είναι γνωστό με το όνομα Φατίχ Τζαμί. Επίσης ενθάρρυνε τους Βεζίρηδές του να χτίσουν τζαμιά. Το πρώτο από αυτά ήταν το Μαχμούτ Πασά Τζαμί, στον Δεύτερο Λόφο, χτισμένο από τον Ελληνικής καταγωγής Μαχμούτ Πασά. Μέσα στο Φατίχ Τζαμί υπάρχουν 32 οικήματα τεχνικών, τέσσερις αποθήκες. Περιελάμβανε επίσης ένα Τσαρσί Σαράτσ-χανέ, ένα εργαστήριο σαγματοποιίας το οποίο έφθασε να απασχολεί 142 τεχνίτες, πολλοί από αυτούς γενίτσαροι. Δυστυχώς η αγορά αυτή έχει τώρα εξαφανιστεί, το όνομά της όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Ένα άλλο κομμάτι του Φατίχ Τζαμιού ήταν το Ατ Παζάρ, το Παζάρι των Αλόγων, η περιοχή του οποίου υπάρχει ακόμα, με το ίδιο όνομα, αν και έχουν να πουληθούν άλογα εγώ από την εποχή των Οθωμανών.

Ο Πορθητής ίδρυσε επίσης το γνωστό Καπαλί Καρσί, τη Στεγασμένη Αγορά, μια τεράστια έκταση στον Τρίτο Λόφο. Γύρω από το Καπαλί Καρσί είναι αραδιασμένα τα μεγάλα χάνια, ή Καραβάν-Σαράγια, στα οποία έμεναν οι έμποροι που ταξίδευαν στην Πόλη και είχαν θέσεις-μαγαζιά για να πουλάνε τα εμπορεύματά τους. Μερικά από τα μικρά αυτά μαγαζιά υπάρχουν ακόμα και σήμερα μέσα στο λαβύρινθο του παζαριού. Εδώ ήτανε η εμπορική καρδιά της Πόλης από την εποχή του Μεχμέτ του Πορθητή μέχρι σήμερα. Ο δρόμος που περνάει μέσα από το Καπαλί Καρσί ονομάζεται Ουζούν Καρσί Καντεζί, Λεωφόρος της Μακράς Αγοράς, και είναι ο ίδιος δρόμος που στα Βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Μακρό Έμβολο.
Η πρώτη διπλωματική συνθήκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη έχει ημερομηνία 18 Απριλίου 1454, με την υπογραφή του Πορθητή. Η συνθήκη αυτή δίνει στους Βενετούς το δικαίωμα να κάνουν εμπορικές συναλλαγές στην Πόλη πληρώνοντας 2% φόρο. Η συνθήκη δίνει επίσης στους Βενετούς το δικαίωμα να διατηρούν στην Πόλη εμπορική αντιπροσωπεία με δικαίωμα ετεροδικίας και έναν Μπαΐλο, εμπορικό και διπλωματικό αντιπρόσωπο του Δόγη, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται μπροστά στο Σουλτάνο. Η κατοικία του μπαΐλου, το Palazzo di Venezia, χτίστηκε στο Πέρα, στους λόφους πάνω από το Γαλατά. Εκπρόσωποι άλλων Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχτισαν εκεί τις κατοικίες τους και τις επίσημες πρεσβείες των κρατών τους, όλες κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου που τότε έφερε το όνομα Grande Rue de Pera και σήμερα λέγεται Ιστικάλ Καντεζί.
Μια από τις πρώτες εκστρατείες του Μεχμέτ του Πορθητή ήταν προς την Πελοπόννησο την οποία κατέλαβε το 1458. Οι αδελφοί Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγος που εξακολουθούσαν ηγούνται του Δεσποτάτου του Μιστρά παραδόθηκαν το 1460. Ο Θωμάς απέδρασε στην Κέρκυρα και μετά στην Ιταλία όπου πέθανε το Μάιο του 1465. Ο Δημήτριος παραδόθηκε στο Μεχμέτ και τον ακολούθησε στο Έντιρνε. Του δόθηκε η άδεια να μείνει στο Διδυμότειχο μέχρι το θάνατό του το 1470. Στο μεταξύ το μοναδικό άλλο έρεισμα του Βυζαντίου, η Τραπεζούντα, είχε πέσει στους Οθωμανούς το 1461. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, ο Δαυίδ Κομνηνός, φυλακίστηκε στο Έντιρνε μαζί με την οικογένειά του. Το 1463, ο Μεχμέτ ο Πορθητής διέταξε την εκτέλεση του Δαυίδ και των γιων του, τερματίζοντας έτσι τη δυναστεία τους.

Η πρώτη καταγραφή του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, μαζί με τον Γαλατά, έγινε το 1477, με εντολή του Μεχμέτ του Πορθητή. Η καταγραφή αφορούσε μόνο τους πολίτες και όχι τις οικογένειες των στρατιωτικών που απασχολούνταν στο σαράι. Μετρήθηκαν όλες οι οικογένειες και εντάχθηκαν σε θρησκευτικές και εθνικές κατηγορίες. Μετρήθηκαν 9.486 οικογένειες Μουσουλμάνων Τούρκων, 4.127 Ελλήνων, 1.687 Εβραίων, 434 Αρμενίων, 267 Γενουέζων, 332 άλλων Ευρωπαίων. Ο συνολικός πληθυσμός της Πόλης υπολογίζεται σε ογδόντα ως εκατό χιλιάδες ψυχές – διπλάσιος περίπου από τον πληθυσμό της πριν την Άλωση. Το 88% του πληθυσμού ζούσε εντός των τειχών της Πόλης και το 12% στο Γαλατά. Δεν μετρήθηκε ο πληθυσμός στα χωριά του Βοσπόρου και στα Ασιατικά παράλια της Πόλης. Το 77% του πληθυσμού μέσα στην Πόλη ήταν Μουσουλμάνοι. Ακριβώς το αντίθετο ήταν στο Γαλατά. Από 1687 οικογένειες Ελλήνων που απογράφηκαν, οι 74 ήταν Μουσουλμανικού Θρησκεύματος και καταγράφτηκαν σαν Έλληνες με τη θέλησή τους. Καταγράφηκαν επίσης 31 οικογένειες τσιγγάνων που έμεναν στις παρυφές της πόλης, στον Έκτο Λόφο εντός των τειχών του Θεοδοσίου, σε ένα Μαχαλά (Γειτονιά) με το όνομα Σουλουκουλέ. Η συνοικία αυτή έχει και σήμερα το ίδιο όνομα και κατοικείται από τους ίδιους ανθρώπους. Μόνο που σήμερα ο πληθυσμός της, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες εκδίωξής του, είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες, χωρίς να υπολογίζονται οι αρκούδες που χορεύουν.

Ο Πορθητής πέρασε όλο το 1479 στο νέο του παλάτι στο Τοπ Καπί Σαράι που τελείωσε τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Το καλοκαίρι του 1479, ο Σουλτάνος έστειλε μήνυμα στον Δόγη της Βενετίας Giovanni Mocenigo με το οποίο τον καλούσε να παραβρεθεί στην τελετή περιτομής ενός από τα εγγόνια του. Ο Δόγης, με ευγένεια, αρνήθηκε την πρόσκληση. Ο Σουλτάνος ζήτησε επίσης από το Δόγη να του στείλει «έναν καλό ζωγράφο». Η Σύγκλητος της Γαληνοτάτης επέλεξε τον Gentile Bellini, ο οποίος έφτασε στην Πόλη το Σεπτέμβριο του 1481. Ο Bellini ζωγράφισε το περίφημο πορτραίτο του Μεχμέτ του Πορθητή, το οποίο σήμερα εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου3.

Παρά την κακή του υγεία, ο Μεχμέτ εκπόνησε δύο σημαντικές εκστρατείες το 1480. Η πρώτη στη Ρόδο, όπου ο Καπουτάν Μεσίχ Πασάς δεν μπόρεσε να διώξει τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου και η δεύτερη, υπό την ηγεσία του Γκεντίκ Αχμέτ Πασά, ο οποίος κατέλαβε το Οτράντο της Ιταλίας. Οι Οθωμανοί κράτησαν το Οτράντο μόνο για μερικούς μήνες, μια που ο θάνατος του Μεχμέτ προκάλεσε την διαμάχη των δύο γιων του για τη διαδοχή. Ο ένας εξ αυτών, ο Βαγιαζήτ, ο μελλοντικός Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο 2ος, ανακάλεσε τον Αχμέτ γιατί τον χρειαζόταν να υπερισχύσει του αδελφού του και πρωτότοκου γιου του Μεχμέτ, του Τσεμ.
Ο Πορθητής άρχισε προετοιμασίες για μια νέα εκστρατεία στην Αίγυπτο, στις αρχές του 1481. Η εκστρατεία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, μια και την πρώτη μέρα πορείας στην Ανατολία, στις 3 Μαΐου 1481, η αρρώστια του τελικά τον νίκησε. Πέθανε την επόμενη μέρα «στην εικοστή δεύτερη ώρα», σύμφωνα με την περιγραφή ενός Ιταλού χρονικογράφου.
Ο θάνατος του Μεχμέτ του Πορθητή κρατήθηκε μυστικός για δέκα-επτά μέρες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στο γιο του Βαγιαζήτ να επιστρέψει στην Ιστανμπούλ και να ανακηρυχθεί Σουλτάνος. Ο Βαγιαζήτ ο 2ος ζώστηκε το σπαθί του Οσμάν στο Εγιούπ και αμέσως μετά κήδεψε τον πατέρα του στο προαύλιο του τζαμιού του. Έκτοτε έγινε έθιμο να για κάθε νέο Σουλτάνο να επισκέπτεται τον τάφο του Πορθητή αμέσως μετά το ζώσιμο του σπαθιού στο Εγιούπ – έθιμο που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τάφος του Μεχμέτ του Πορθητή έγινε μνημείο θρησκευτικής λατρείας και μέχρι και σήμερα είναι συνηθισμένος προορισμός θρησκευτικών προσκυνητών.
Δίπλα από τον τάφο του Πορθητή υπάρχει ο τάφος της γυναίκας του Γκιουλμπαχάρ, μητέρας του Βαγιαζήτ του 2ου. Υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν κόρη του «βασιλιά της Γαλλίας», ο οποίος την έστειλε δώρο για να παντρευτεί τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο Δραγάτση και αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς όταν πολιορκούσαν την Πόλη. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η Γκιουλμπαχάρ, αν και ήταν σύζυγος του Σουλτάνου, ποτέ δεν αποδέχθηκε το Ισλάμ και πέθανε σαν Χριστιανή. Ο Εβλίγια Τσελέμπι ενισχύει το μύθο λέγοντας:
«Εγώ ο ίδιος συχνά έχω παρατηρήσει ότι στις πρωινές προσευχές, οι αναγνώστες που τραγουδούσαν μαθήματα από το Κοράνι, όλοι γύρναγαν την πλάτη τους στη σωρό αυτής της Κυρίας η οποία ήταν αμφίβολο αν έφυγε στην Πίστη του Ισλάμ. Επίσης είδα συχνά Φράγκους να έρχονται κρυφά δίνοντας λίγα ασπέρια στο φύλακα του τάφου της για να τους τον ανοίξουν, μια και η πύλη παραμένει πάντα κλειστή».
Ο μύθος αυτός επαναλαμβάνεται στις ιστορήσεις του Ιταλού ταξιδιώτη Cornelio Magni ο οποίος αναφέρει ότι ο φύλακας των τάφων στο τζαμί του Βαγιαζήτ του είπε ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν Χριστιανή Πριγκίπισσα που πέθανε στην πίστη της. «Όταν ρώτησα», λέει ο Magni, «γιατί ακόμα και τα παράθυρα του μαυσωλείου παραμένουν ερμητικά κλειστά πήρα την απάντηση ότι ‘το μνήμα αυτής που έζησε στο σκοτάδι της απιστίας δεν του πρέπει ούτε μια αχτίδα φωτός’».
Ένα από τα έργα του Μεχμέτ του Πορθητή που επιβίωσαν μέχρι των ημερών μας είναι οι περίφημοι ‘Στροβιλιζόμενοι Δερβίσηδες’ των οποίων ο τεκές (το μοναστήρι) Μεβλεβί-χανέ (το κτίριο των Μεβλεβί), είναι το αρχαιότερο στην Πόλη4, στην οποία υπήρχαν πάνω από τριακόσιοι τεκέδες και ο αριθμός των δερβίσηδων ήταν ανάλογος με αυτόν των μοναχών στην εποχή του Βυζαντίου. Οι δερβίσηδες επεδίωκαν με τον μυστικισμό και τον διαλογισμό την άμεση επαφή με το Θεό. Μερικοί από τους τεκέδες χρησιμοποιούσαν και άλλες μεθόδους, όπως τη μουσική και το χορό των περίφημων ‘Στροβιλιζόμενων Δερβίσηδων’, για τους οποίους ο Εβλίγια Τσελέμπι γράφει:
«Ο Μεχλεβί-τεκέ στο Μπεσίκτας, είναι μόνο ενός ορόφου. Το δωμάτιο που χορεύουν και τραγουδούν οι δερβίσηδες βλέπει προς την θάλασσα. Τα κελιά τους είναι ξύλινα και μικρά με πολλά παράθυρα. Ο Σεΐχης τους Χασάν Ντεντέ, που ήταν σε ηλικία πάνω από 110 ετών όταν πέθανε, συνήθιζε να χορεύει ανεβασμένος στην καρέκλα από την οποία δεν έπεφτε ποτέ, παρόλο που ήταν σε μεγάλη έκσταση. Κατά το χορό και μέσα στην έκστασή του ερμήνευε στοίχους από το Μεσνεβί (ποίημα του μυστικιστή Μεβλανά από τον δέκατο-τρίτο αιώνα. Ο διάδοχός του Νιζέν Ντερβίς Γιουσούφ Τσελεμπί έπεφτε μερικές φορές από την καρέκλα και χτυπούσε, αλλά όταν τραγουδούσε, η φωνή του ήταν τόσο εμπνευσμένη που το ακροατήριο έμενε άναυδο. Όλοι οι εραστές του θείου συγκεντρώνονταν γύρω του και τραγούδαγαν μαζί του .Ήταν ένας πραγματικός πρίγκιπας του διαλογισμού με τη μουσική και το τραγούδι».
1 Ο Γεώργιος Σχολάριος ήταν στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Αποχώρησε το 1450 διαφωνώντας με την πρόθεση του Κωνσταντίνου να ενώσει τις δύο Χριστιανικές εκκλησίες υπό την εξουσία του Πάπα. Ο Σχολάριος πήρε το όνομα Γεννάδιος και έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο 3ος προσπάθησε να υποστηρίξει την πολιτική του Αυτοκράτορα για την ένωση των εκκλησιών και ταυτόχρονα να διατηρήσει την ενότητα της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Γεννάδιος όμως τον αντέκρουσε με τέτοια δύναμη, που ο Γρηγόριος ο 3ος, το 1451 έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε για όλη του τη ζωή δίπλα στον Πάπα παίρνοντας το αξίωμα του καρδιναλίου.

2 Μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης στους Οθωμανούς στις 29 Μαϊου 1430, κατά την οποία 7.000 από τους κατοίκους της πόλης χάθηκαν σκλάβοι, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ζήτησε τη βοήθεια της Δύσης και πρότεινε στον Πάπα Μαρτίνο τον 5ο την επανένωση των δυο εκκλησιών. Η πρόταση του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου έγινε δεκτή και το 1438 ο Πάπας Ευγένιος ο 5ος προήδρευσε στη Φερράρα της συνόδου ένωσης των δυο εκκλησιών, η οποία τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στη Φλωρεντία. Η αντιπροσωπεία των Βυζαντινών αποτελούταν από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη τον 8ο και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ τον 2ο. Η ένωση των εκκλησιών, υπό την αιγίδα του Πάπα, τελικά αποφασίστηκε την Κυριακή 5 Ιουλίου 1439. Ο Πάπας Ευγένιος με εγκύκλιό του στους πρίγκιπες της Γερμανίας και τους βασιλιάδες της Γαλλίας, τους καλούσε σε νέα Σταυροφορία για να σωθεί το Βυζάντιο και ο Αυτοκράτοράς του που ήταν τώρα καθολικός.
3 Το φυλλάδιο της Πινακοθήκης αναφέρει, εσφαλμένα, ότι δεν είναι σίγουρο αν το έργο είναι το αυθεντικό ή κάποιο αντίγραφό του. Παρόλο ότι υπάρχει απόλυτη ομοφωνία των ειδικών ότι το έργο είναι του Bellini. Η επιμονή των ανθρώπων της Πινακοθήκης ίσως οφείλεται στο φόβο τους ότι κάποτε θα πρέπει να το επιστρέψουν στην πατρίδα του.
4 Όλα τα παλιά, μεγάλα τζαμιά στην Ιστανμπούλ περιείχαν οικοδομήματα για Δερβίσηδες, οι οποίοι ήταν τόσο πολυάριθμοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσοι και οι μοναχοί στο Βυζάντιο. Στην Πόλη μόνο, τα τζαμιά αυτά ήταν, μόνο στην Ιστανμπούλ, τουλάχιστον τριακόσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: