Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

15. Ρυθμοί

«Επί πλέον καλώ για μάρτυρα τις θέσεις των άστρων»
Κοράνι, 56-75


Ο Οθωμανός δεν γεννιόταν αλλά γινόταν μέσα από αυτοκρατορικές σχολές, μαθαίνοντας υπακοή και μια γλώσσα τόσο αποκλειστική που κανένας δεν μίλαγε, μια γλώσσα που μπορούσε να εκφράσει με κομψότητα κάθε μικρή έννοια, κάθε σκιά έμφασης σε μια μόνο λέξη, η οποία όμως δεν είχε λέξη για την έννοια ‘ενδιαφέρον’. Διασκεδαστικό, εκπληκτικό, χρήσιμο, σημαντικό – τις έννοιες αυτές τις αναγνώριζαν, όχι όμως γκρίζες ζώνες σκέψης. Όπως κόσμος ανάμεσα στον Ουρανό και τη Γη, έτσι και ο ορατός κόσμος ήταν χωρισμένος ανάμεσα στον ‘Κόσμο της Ειρήνης’ Νταρ Ουλ Ισλάμ και τον ‘Κόσμο του Πολέμου’, Νταρ Ουλ Χαρμπ. Ο ‘Άρχοντας των Οριζόντων’, ‘Κυρίαρχος του Κόσμου’ ήταν επίσης ‘Σουλτάνος των Δύο Ηπείρων, Αυτοκράτορας της Μαύρης Θάλασσας και της Λευκής, Σκιά του Θεού σ’ αυτό τον Κόσμο και στον Άλλον, ο Εκλεκτός του Θεού στους Δυο Ορίζοντες’.

Ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης, οι δυο αυτές φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, αγαπημένες του κοινού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στους επιγόνους της, είναι στην ουσία η πεμπτουσία της εφαρμογής των νόμων στην Αυτοκρατορία. Οποιοσδήποτε μπορούσε να παρουσιαστεί στο Μουλά, που ήξερε καλά τον Ισλαμικό νόμο, και να παρουσιάσει μια υποθετική υπόθεση που αφορούσε δυο υποθετικά πρόσωπα, ας πούμε τον Χασάν και τον Χουσεΐν. Όπως ακριβώς στον Καραγκιόζη. Η απάντηση του Μουλά, ο φετβάς, ήταν ένα Ναι ή ένα Όχι και με την ισχύ του φετβά, ο διάδικος μπορούσε να καταφύγει στα δικαστήρια ή όχι. Κατά τη διάρκεια του Περσικού πολέμου, κάποιος ρώτησε τον Μέγα Μουφτή της Κωνσταντινούπολης αν ο θάνατος ενός και μόνο αιρετικού είχε την ίδια αξία με τον θάνατο εβδομήντα Χριστιανών. Ύστερα από υπολογισμούς, ο Μουφτής απάντησε Ναι. Άρα οι Οθωμανοί πολεμιστές στον Περσικό πόλεμο ήταν εβδομήντα φορές ιερότεροι από τους πολεμιστές στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, δικαιούνταν εβδομήντα φορές περισσότερη αμοιβή, επίγεια και ουράνια. Η Οθωμανική ποίηση γραφόταν σε δίστιχα. Το Οθωμανικό σπίτι ήταν χωρισμένο στο χαρέμι (ιδιωτικό χώρο) και το σελαμλίκι (χώρος για τους επισκέπτες). Οι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ή ραγιάδες (κοπάδι), ή υπηρέτες του κράτους και δούλοι του Σουλτάνου. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Οθωμανοί είχαν σαφείς διακρίσεις ανάμεσα στο Μουσουλμανικό κατεστημένο και στους μη-Μουσουλμάνους υπάλληλους της διοίκησης – όσο υψηλές θέσεις κι αν κατείχαν οι δεύτεροι.

Η διαδρομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μια σειρά αντικρουόμενων γεγονότων, επιρροής των γενίτσαρων και των Φράγκων, σκληρότητας και ανοχής, μάχης και ειρήνης, όπως ακριβώς ο Καραγκιόζης περνάει από τη μιζέρια στην ευδαιμονία και πάλι στην ανέχεια, όχι από τις αποφάσεις του Πασά, που εφαρμόζει τη νομοτέλεια της κυριαρχίας του, αλλά από τη μοίρα και το γραμμένο του, το κισμέτ. Ο Δημήτρης Καντεμίρ1, που έγραψε την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το δέκατο όγδοο αιώνα, φαντάστηκε μια παραβολή, μια αψίδα που πήδαγε από νίκη σε ήττα. Κάθε καμπύλη στην αρχή της περιέχει το σπόρο του τέλους της, κάθε κορυφή την επερχόμενη πτώση, κάθε θρίαμβος την αναπόφευκτη ήττα.

Η καμπυλωτή και χαριτωμένη αυτή γραμμή όχι μόνο διαφαίνεται σε όλη την Οθωμανική ιστορία, αλλά διακρίνει και κάθε περιοχή της ζωής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένας Γερμανός πρεσβευτής στην Μεγάλη Πύλη το δέκατο έκτο αιώνα έπεσε θύμα της ομορφιάς των Μουσουλμάνων γυναικών της Αυτοκρατορίας, οι οποίες κρύβοντας το πρόσωπό τους – και κάθε ατέλεια που μπορεί να είχε – τόνιζαν τις καμπύλες του σώματός τους, χωρίς να τις αποκαλύπτουν, αφήνοντας στη φαντασία τα υπόλοιπα. Οι καμπύλες και οι στρογγυλές επιφάνειες ήταν τα χαρακτηριστικά των Οθωμανών. Ένας Πασάς με υπερηφάνεια αναφέρει: «μέσα από την καμπύλη του γιαταγανιού μας εκτοξεύονται οι εχθροί μας στην άβυσσο της ήττας». Τα μουστάκια των Οθωμανών ήταν καμπυλωτά, τα σπαθιά τους επίσης. Το σύμβολο της πίστης τους το καμπυλωτό μισοφέγγαρο. Τα τζαμιά και τα λουτρά τους ήταν κυκλικά και θολωτά. Και κάθε γυναίκα – ή κάθε δούλα – προκαλούσε το σήκωμα, το αψίδωμα, των φρυδιών κάθε άνδρα όταν περπατούσε με χάρη στο δρόμο, ακόμα περισσότερο αν κουνιόταν και λυγιόταν, σαν χήνα, όπως συναινώντας έλεγαν οι Έλληνες και οι Σέρβοι2. Λέγεται ότι οι Οθωμανοί χτίστες ποτέ δεν χρησιμοποίησαν αλφάδι.

Οι Κινέζοι, από τον τέταρτο αιώνα, αναφέρονταν στους Τούρκους σαν «οι άνθρωποι που κινούνται γύρω από τα σύνορά μας». Για χίλια ολόκληρα χρόνια μετακινούνταν συνέχεια, με το ένστικτο των νομάδων – η συγκρατημένη συμπεριφορά ήταν η μόνη εγγύηση ιδιωτικής ζωής. Μέχρι το τέλος οι Οθωμανοί έμειναν αμετανόητα μυστικοπαθείς, συγκρατημένοι και διακριτικοί. Αν και η αυτοκρατορία που δημιούργησαν θεωρήθηκε απελπιστικά δυσκίνητη, στις λεπτομέρειές της ήταν σε διαρκή και αέναη κινητικότητα, πάντα σε καμπύλες και πάντοτε με διακριτικότητα και αριστοκρατική ευγένεια. Οι γενίτσαροι, οι φοβεροί πολεμιστές της με τα λευκά, στρογγυλά τους καπέλα, τα καμπυλωτά μουστάκια, τα αιμοσταγή τους γιαταγάνια ήταν ουσιαστικά – έξω από τον πόλεμο - οι πιο ευγενικοί άνθρωποι. Ο μυστικός κώδικας τιμής δεν τους επέτρεπε να προσβάλουν κανέναν. Ούτε ήξερε κανείς την προσωπική τους ζωή. Ούτε καν έγινε ποτέ σαφές αν οι γενίτσαροι είχαν προσωπική ζωή. Πολλοί Δυτικοί επισκέπτες στην Πόλη αναφέρουν ότι μόλις ένα γενίτσαρος τους συναντούσε έσπευδε να τους χαρίσει ένα λουλούδι. Μια κίτρινη τουλίπα κατά προτίμηση.

Οι Οθωμανοί, σαν όλους τους αριστοκράτες, ζούσαν πέρα και πάνω από τις οικονομικές τους δυνατότητες. Η μόνη οικονομία που έκαναν ήταν στις κινήσεις τους. Επαληθεύοντας για άλλη μια φορά τον Eliot που λέει ότι οι νομάδες όταν φτάσουν στον προορισμό τους δεν γυρεύουν να χορέψουν αλλά να ξεκουραστούν. Οι Τούρκοι ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί οι έμποροι από τη Δύση περπάταγαν πάνω-κάτω συζητώντας και ένας από τους καλύτερους Μεγάλους Βεζίρηδες, ο Φαζίλ Αχμέτ Κοπρουλού, ο οποίος είχε τη συνήθεια να περπατάει μιλώντας στο ντιβάνι, έμεινε γι’ αυτό στην Οθωμανική ιστορία και όχι για την σπουδαίες διοικητικές του ικανότητες. Η κυρία A. J. Harvey που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τις γυναίκες της Αυτοκρατορίας, βρήκε ότι οι Οθωμανές γελούσαν με τη συνήθεια των Δυτικών να σηκώνουν συνέχεια το καπέλο τους. Στο βιβλίο της Τουρκικά Χαρέμια που εκδόθηκε το 1871 αναφέρει ότι μια από πιο χαριτωμένες κατάρες των γυναικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν: «Μακάρι η ψυχή σου να βρει στον άλλο κόσμο την ησυχία που βρίσκει το καπέλο στο κεφάλι του Γκιαούρη». Και όταν ο Οθωμανός πρεσβευτής στην Γαλλική Αυλή παρουσιάστηκε στο παιδί που ήταν βασιλιάς Λουδοβίκος ο 13ος, παρουσία και του πολυμήχανου καρδινάλιου Ρισελιέ ο οποίος προέτρεψε το παιδί να τρέξει πάνω-κάτω για ευχαριστήσει τον υψηλό ξένο, ο πρεσβευτής έχασε τα λόγια του και έμεινε άναυδος από την έκπληξη: «Πώς είναι δυνατόν να τρέχει ο μονάρχης;». Ευτυχώς συνήλθε γρήγορα και με διπλωματικό τρόπο απέπεμψε το περιστατικό δοξάζοντας τον Αλλάχ.

Οι Οθωμανοί μισούσαν – σαν τους Αρχαίους Έλληνες Γεωμέτρες – τις ευθείες γραμμές, τις οξείες γωνίες, τις κόγχες και τους άχρηστους χώρους. Παρά την αναμφισβήτητη ανδρεία τους στο πεδίο των μαχών, στο σπίτι φοβόντουσαν τις σκοτεινές γωνίες: εκεί πίστευαν ότι συγκεντρώνονται ξωτικά και κακά πνεύματα, όπως συγκεντρώνονται στα στάσιμα νερά (το σίδερο πάντως τα έδιωχνε και ακόμα η λέξη για το σίδερο, Τιμούρ είχε αποτέλεσμα αν την έλεγες φωναχτά σε μια σκοτεινή γωνιά). Έφτιαχναν τους καναπέδες τους χαμηλούς και προσαρμοσμένους στο σχήμα του δωματίου, ή σκέπαζαν τις γωνίες τους με ντουλάπια. Αν υπήρχαν πράγματι γωνιές, τότε προτιμούσαν να τις κόβουν και να τις κάνουν πόρτες. Για αιώνες, το κέντρο ισχύος της Αυτοκρατορίας ήταν το Ντιβάνι, όπου οι Βεζίρηδες κάθονταν σταυροπόδι και αποφάσιζαν για καμιά ντουζίνα σοβαρές υποθέσεις ταυτόχρονα, με μεγάλη ευχέρεια. Το Ντιβάνι ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος κυκλικό, με χαμηλούς καναπέδες. Και όταν ακόμα, τον δέκατο ένατο αιώνα, ο κανόνας σε όλες τις κρατικές υπηρεσίες ήταν τα δυτικά έπιπλα, πολλοί πασάδες εξακολουθούσαν να κάθονται σταυροπόδι στους χαμηλούς καναπέδες, αφήνοντας τις καρέκλες και τα γραφεία για τους υπαλλήλους τους, ακόμα και για τους υπηρέτες τους3.

Οι Οθωμανοί δεν αρέσκονταν να βλέπουν όλα τα υπάρχοντά τους παρατεταγμένα γύρω τους. Προτιμούσαν να τα έχουν σε σακούλες, κρεμασμένα σε γάντζους, μακριά από τα βέβηλα μάτια των ξένων4. Οτιδήποτε ήταν πολύ επίπεδο ή πολύ ευθύ έφερε τη μυρωδιά του θανάτου, τη σφραγίδα της τελικής ακινησίας. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν ακόμα και τις άμεσες ερωτήσεις αδιάκριτες. Όταν κάποτε ο Οθωμανός πρεσβευτής σε μια δυτική πρωτεύουσα, ρωτήθηκε «πώς κάνουν έρωτα οι Οθωμανοί», απάντησε φυσικότατα: «Εμείς δεν κάνουμε έρωτα, τον αγοράζουμε έτοιμο». Απέφευγαν με κάθε τρόπο τα άμεσα κομπλιμέντα γιατί θεωρούσαν ότι φέρνουν ‘το κακό μάτι’. Πες κάτι καλό για κάτι και αν έχεις το κακό μάτι, συχνά ο ιδιοκτήτης του το χάνει, ή θα του φέρει κακοτυχία. Για τους Οθωμανούς ιδιαίτερη απέχθεια είχαν τα παγερά, γαλανά μάτια των Φράγκων. Κατά τη Λαίδη Mary Wortley Montagu, «μπορείς να πεις ότι θέλεις, να στείλεις επιστολές πάθους, φιλίας ή ευγένειας, ή ακόμα και ειδήσεις να μεταφέρεις χωρίς να βουτήξεις τη πέννα σου στο μελάνι. Κάθε χρώμα, κάθε λουλούδι, κάθε βότανο, κάθε φρούτο, κάθε βότσαλο, κάθε φτερό, έχει το στόχο του και το συμβολισμό του»5.
«Δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον, τα πάντα απλώς εξελίσσονται», έγραψε ο Οθωμανός μυστικιστής Μπεντρεντίν. Οι Οθωμανοί ζούσαν για τη στιγμή. Αν ήθελαν, μπορούσαν στις κηδείες να κάνουν και τα άλογα να κλαίνε. Οι τεράστιοι κήποι στο σαράι ήταν γεμάτοι λουλούδια και λαχανικά τα οποία πουλάγανε στα παζάρια για να χρηματοδοτήσουν το συσσίτιο του Σουλτάνου στους άπορους – και σε όσους απλώς σύχναζαν στο σαράι. Οι Οθωμανοί ανακάλυψαν τον εμβολιασμό. Μετά από μια σφαγή σε μια Ιταλική πόλη κοντά στο Οτράντο, αφαίρεσαν από τη χολή όλων των κατοίκων τις πέτρες για τις οποίες πίστευαν ότι γιάτρευαν την ουρική αρθρίτιδα. Τα δωμάτια που κατοικούσαν οι ταξιδιώτες στα χάνια ήταν μικρά και άβολα. Τα άλογά τους όμως έμεναν σε άνετους και καλοδιατηρημένους στάβλους. Εντύπωση προκαλούσε στους ταξιδιώτες από τη Δύση ότι ακόμα και στα καλλίτερα Οθωμανικά σπίτια τα δωμάτια των αφεντικών χρησιμοποιούνταν για όλες τις χρήσεις: «Κάθεσαι στο δωμάτιο, όταν πεινάς σου φέρνουν ένα τραπεζάκι με φαΐ και όταν νυστάζεις σου στρώνουν χαλιά στη γωνία για να κοιμηθείς», λέει ο Eliot. Βαθιά μέσα στο κέντρο του σαραγιού βρίσκονταν κάτι πολύ μικρά δωμάτια. Μερικοί ερευνητές τα θεωρούσαν αποθήκες. Ήταν τα δωμάτια των νάνων του σαραγιού.

Οι Οθωμανοί, αν υπήρχε ανάγκη, όπως να ξεφύγουν από μια επιδημία πανούκλας, μπορούσαν να κατασκευάσουν μια γέφυρα σε χρόνο ρεκόρ, να ζήσουν όλο το χειμώνα σε σκηνές στα πιο χιονισμένα βουνά, να περπατούν μια βδομάδα με μια χούφτα ρύζι, ή να ανασύρουν από ένα σωρό έγγραφα αυτά με τις πληροφορίες και τα νούμερα που χρειάζονταν. Όταν έβρισκαν καλούς – και συμφέροντες – νόμους, τους ενοποιούσαν στο Οθωμανικό και το Ισλαμικό δίκαιο, χωρίς ενδοιασμούς και φανφάρες: Ο αρχηγός των αστυνομικών δυνάμεων στη Χίο πληρώνονταν με τα τέλη που εισέπραττε από τις πόρνες του νησιού, σύμφωνα με ένα νόμο που είχαν εφαρμόσει οι Γενουέζοι. Το πρακτικό και οργανωτικό τους ταλέντο παρέμεινε και μετά την παρακμή της Αυτοκρατορίας τους και πρέπει να ευθύνεται για την μακροζωία της. Μετά τον πόλεμο της Κριμαίας, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη εκδιώχθηκε και φεύγοντας πήρε μαζί του όλα τα υπάρχοντα στην πρεσβεία του, τα οποία όμως ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σουλτάνος έστειλε στην Τσαρίνα ειδική αντιπροσωπεία με καταγεγραμμένα όλα τα είδη που είχε πάρει από τις υπηρεσίες του Σαραγιού, έπιπλα, χαλιά, σέλλες, χαλινάρια, ακόμα και σκεύη κουζίνας και μαχαιροπήρουνα, αλλά και μετρητά. Όλα γραμμένα αναλυτικά σε ειδικό χαρτί και ανεξίτηλο μελάνι, με την υπογραφή του πρεσβευτή σαν απόδειξη. Η μεθοδικότητα των Οθωμανών ήταν ίσως ανώτερη και από αυτή του Αγγλικού στρατού τον 19ο αιώνα, όπως τουλάχιστον παραδέχονται οι ίδιοι οι Άγγλοι: το 1890, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, υπουργός αποικιών, ανέφερε στους υπαλλήλους του στην Ινδία την Οθωμανική Αυτοκρατορία σαν παράδειγμα αποτελεσματικότητας.

Σε όλο το εύρος της Αυτοκρατορίας είχαν κατασκευασθεί υπέροχες γέφυρες, όπως η Γέφυρα στο Γιουγκοσλαβικό Μόσταρ – που για τετρακόσια χρόνια συνέδεε τους Μουσουλμάνους με τους Χριστιανούς, για να καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ το 1998. Ή η γέφυρα στο Σκουτάρι της Αλβανίας, η οποία χτίστηκε σε μια εβδομάδα, ή το περίφημο γεφύρι της Άρτας που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν», έως ότου, κατά το μύθο, μια γυναίκα χτίστηκε στη βάση της. Ορισμένες γέφυρες ήταν στρατιωτικές, όπως στο Γκιούργκιου στο Δούναβη, ή η μεγάλη ξύλινη γέφυρα στο Όσιγιεκ στον πόταμό Σάββα στη Γιουγκοσλαβία, η οποία είχε μήκος επτά χιλιομέτρων και στηριζόταν σε μια σειρά πυργίσκων – ή κύρια είσοδος του Οθωμανικού στρατού προς την Ουγγαρία στις εκστρατείες στο Δούναβη. Άλλες γέφυρες ήταν για να διευκολύνουν τους εμπορευόμενους, όπως η γέφυρα στη Βούδα και η γέφυρα στο Βακ, για τη διάβαση κοπαδιών. Στο Μοναστήρι υπήρχαν αμέτρητες γέφυρες, μερικές είχαν στη βάση τους πολλά μαγαζιά, «σαν σκεπαστά παζάρια». Ο πιο ξακουστός αρχιτέκτονας των Οθωμανών, ο Σινάν έκτισε πάμπολλα τζαμιά και γέφυρες. Σ’ αυτόν αποδίδεται και το γεφύρι της Άρτας. Ο προστάτης του, Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής παραλίγο να πνιγεί μια μέρα ενώ κυνήγαγε στους βάλτους της ακτής του Μαρμαρά το 1563. Ο Σινάν αμέσως έκτισε τέσσαρες ολόκληρες γέφυρες συνδέοντας ισάριθμα νησιά στον κόλπο του Βπουγιούκτσεκμικ, αρκετά φαρδιές να περνούν ταυτόχρονα δυο άμαξες Υπήρχαν γέφυρες που δεν οδηγούσαν πουθενά, όπως οι περίφημες γέφυρες του Τοπ Καπί, από τη μεριά της Πόλης, που χρησιμεύουν για να διευκολύνουν το κτίσμα στο ανώμαλο και απότομο έδαφος. Οι Οθωμανοί έκτιζαν γέφυρες για να διευκολύνουν επιστρώσεις οδών οι οποίες χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, σε όλα τα Βαλκάνια.

Στο απόγειο της Αυτοκρατορίας, το 1526, ο Μέγας Βεζίρης Ιμπραήμ ζήτησε από τους μηχανικούς του να κτίσουν μια γέφυρα στον ποταμό Σάββα. Αυτοί είπαν ότι χρειάζονταν τρεις μήνες. Ο Ιμπραήμ την έκτισε μόνος του σε τέσσαρες ημέρες. Ο ίδιος έκτισε μια πλωτή γέφυρα στο Δούναβη στη Βούδα, με βάση τις καμπάνες των εκκλησιών της πόλης. Μερικά χρόνια αργότερα, τον ίδιο αιώνα, μια γέφυρα κατέρρευσε ενώ περνούσε ο Πασάς της Βοσνίας, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα, δίνοντας στους παρευρισκόμενους Αυστριακούς την ευκαιρία να διακωμωδήσουν την αποτελεσματικότητα της Αυτοκρατορίας, γεγονός που ενόχλησε την Πύλη τόσο πολύ που κήρυξε τον πόλεμο στους Αυστριακούς. Αυτοί έσπευσαν να δικαιολογήσουν τη στάση τους προσφέροντας λουλούδια στο Σουλτάνο και έτσι απεφεύχθη ο πόλεμος. Αργότερα, με την παρακμή της Αυτοκρατορίας, παρήκμασε ανάλογα και η ικανότητα των μαστόρων και αρχιτεκτόνων της να χτίζουν ασφαλείς γέφυρες, μέχρι να φτάσει ο καιρός όπου κάποιος ταξιδιώτης από μια πόλη πηγαίνοντας σε άλλη, να προειδοποιείται να αποφύγει ένα δρόμο γιατί είχε πολλές γέφυρες.

Οι Οθωμανοί δεν ενόχλησαν τον κόσμο αφήνοντάς του βαρύγδουπα μνημεία προς δόξα της Αυτοκρατορίας τους. Αυτό το γεγονός ίσως είναι που τους κάνει να φαίνονται τόσο απόμακροι, σαν η αυτοκρατορία τους να ήκμασε πριν από πολλούς αιώνες, σε άλλες ηπείρους. Η αδιαφορία των Οθωμανών για μνημεία και αγάλματα είναι παροιμιώδης: Η Μπεσμά Σουλτάνα έχτισε το Γενί Βαλιντέχ Τζαμί στο Αξερέη στο οποίο θα στεγάζονταν χάνι, πτωχοκομείο και νοσοκομείο. Το σχέδιο προέβλεπε δυο μιναρέδες. Πριν όμως τελειώσει το τζαμί, τελείωσαν τα χρήματά της. Και όταν ο γιος της Σουλτάνος Μουράτ ο 4ος προσφέρθηκε να της δώσει τα χρήματα που χρειάζονταν, αυτή του είπε, ενώπιον του Μπαϊλου6: «όχι, ένας μιναρές αρκεί για να καλεί τους πιστούς στην προσευχή. Ο δεύτερος απλώς θα με δόξαζε. Οι φτωχοί χρειάζονται τα χρήματα περισσότερο. Να μου τα δώσεις στο όνομα του Αλλάχ του Μεγαλοδύναμου για να δώσεις χαρά σε όσους δεν έχουν». Ο ερευνητής θα ψάξει εις μάτην να βρει σε όλη την Αυτοκρατορία τα χαρακτηριστικά εκείνα μνημεία όλων των ιμπεριαλιστών ανά τους αιώνες: αγάλματα, αψίδες7, οβελίσκους, ακόμα και μεγαλοπρεπή οικήματα, παλάτια, βίλες, λατιφούντια ένδοξων ή μη αξιωματούχων. Οι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη κατοικούσαν ανάμεσα στους υπόλοιπους κατοίκους της Πόλης σε σπίτια που σε τίποτα δε διέφεραν από τα τριγύρω. Ενώ στην επαρχία τα σπίτια των αξιωματούχων, τα Κονάκια, συνήθως κατοικίες των Πασάδων, ήταν απλώς σύνολα από παράγκες στις οποίες εκτός από κατοικίες του Πασά στεγάζονταν και οι άνδρες της φρουράς του με τα άλογα και τα όπλα τους. Τα κονάκια σε καμιά περίπτωση δεν είναι πολυτελή ή μεγαλοπρεπή. Ήταν απλά ξύλινα, ευρύχωρα στρατόπεδα8. Ούτε καν το μεγάλο παλάτι του Σουλτάνου, το Τοπ Καπί δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μέγαρο. Είναι μια σειρά – μεγάλη είναι αλήθεια – από τέντες και παράγκες.

Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από όλα αυτά ότι επρόκειτο για μια πολύ ταπεινή αυτοκρατορία, αφού πράγματι υπήρχε μια εγκράτεια, ένα τακτ στη συμπεριφορά της όσον αφορά στην υστεροφημία της. Αυτό όμως, όπως όλα τα φαινόμενα, δεν είναι πάντα αλήθεια. Όσο κι αν θαυμάζοντας κανείς από μακριά τις πόλεις της Αυτοκρατορίας εντυπωσιάζεται μόνο από τους μιναρέδες τους, μια πιο κοντινή ματιά αποκαλύπτει ότι όλες, ιδιαίτερα η Ιστανμπούλ, είναι γεμάτες από πανέμορφα ξύλινα σπίτια, που ενώ μοιάζουν μεταξύ τους, είναι όλα διαφορετικά. Με την προσεκτική ματιά φαίνεται ότι σε κάθε ένα από τα σπίτια αυτά, τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και ο κτίστης είχαν κάτι να πουν, κάτι διαφορετικό, διακριτικό και απλό, όχι πομπώδες αλλά αισθητικά ενδιαφέρον9. Πολλά από τα σπουδαία κτίρια της Πόλης κάηκαν στις αναρίθμητες πυρκαγιές που την ταλάνισαν. Ο Γάλλος Baron de Toot, που είχε μια σχολή σκοποβολής στην Πόλη το δέκατο όγδοο αιώνα, αναφέρει: «όταν ρωτάς κάποιον την ηλικία του, σου αναφέρει την πυρκαγιά που έγινε τη χρονιά που γεννήθηκε». Ο Thackeray που υπήρξε μάρτυρας δεκαπέντε πυρκαγιών στο Πέραν μέσα σε ένα μήνα, αναφέρει ότι καμιά από αυτές δεν διήρκεσε αρκετά για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Σουλτάνου.

Τα μάτια των ταξιδευτών πέφτανε από μακριά στους μιναρέδες των Οθωμανικών πόλεων. Λέγεται ότι οι μιναρέδες του Σεράγεβο φαίνονταν από τη πόλη Μποσάνσκι Νόβι, στη βόρεια-δυτική άκρη της Βοσνίας, εκατό χιλιόμετρα μακριά. Στο Έγκερ, στη βόρεια Ουγγαρία στέκεται σαν μοναδικό μολύβι ο βορειότερος μιναρές στην Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι τη σύγχρονη εποχή, περιστοιχισμένος από τα σχολεία του, τις κουζίνες σούπας του, το τζαμί του, σε μια κατά τα άλλα αδιάφορη σκονισμένη και παγερή, ενίοτε χιονισμένη, πλατεία. Στην Αυλώνα της Αλβανίας σώθηκε σαν από θαύμα ο πιο κομψός ίσως μιναρές της Αυτοκρατορίας, χαμηλός και τέλειος σε αναλογίες. Ο μιναρές και τα θαυμάσια κτίρια που τον περιστοιχίζουν επέζησε στα δύσκολα χρόνια της σοσιαλιστικής λαίλαπας σαν μουσείο – τι ειρωνεία - αντικειμένων δεισιδαιμονίας. Στα Τίρανα, μια πόλη που ίδρυσαν οι Οθωμανοί, ο μιναρές του τζαμιού του Σουλτάνου Αχμέτ, σε μια άκρη της Πλατείας του Προέδρου, φαντάζει σαν μια πολύχρωμη παπαρούνα, σαν παρτέρι με λουλούδια. στα άχρωμα και μονολιθικά μεγαθήρια που τον περιβάλλουν, ο θαλασσής πύργος του με τα κόκκινα μπαλκόνια του θυμίζει κάτι από το Βόσπορο. Ίσως και γι’ αυτό να τον άφησε ο Χότζα. Πάντως για πολλά χρόνια ο γέρος Ιμάμης που ζούσε στις δόξες του παρελθόντος του δεν μπορούσε να εκφωνήσει το μελωδικό του κάλεσμα και το μόνο που έμενε ήταν να ανέβει σιγά-σιγά τα σκαλιά του και να ψιθυρίσει στ’ αυτιά σου, έτσι, για να σου δείξει πώς γινόταν.

Λέγεται από ορισμένους ότι τα τζαμιά των Οθωμανών ήταν απλά αντίγραφα της Αγια Σοφιάς που την είχε κτίσει ο Ιουστινιανός χίλια χρόνια πριν. Οι Οθωμανοί όμως ζητούσαν το φως. Η προτίμηση για αφαιρετική αισθητική και σκέψη που οι Οθωμανοί έφεραν στις Ευρωπαϊκές περιοχές της Αυτοκρατορίας ακολούθησε τον παλιό δρόμο του μονοθεϊσμού, της πνευματικής Χριστιανοσύνης, του θεωρητικού Ισλάμ. Οι Οθωμανοί ήταν οπαδοί όλων των θεωρητικών διαδικασιών: αριθμών και αλφαβήτων, γεωμετρίας και άλγεβρας. απαξίωσης των σαρκικών ηδονών, Πλατωνικών ιδεωδών. Το Ισλάμ προσάρτησε το έργο των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, μαθηματικών και τις έκανε δικές του. Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα ήρθε στην Ευρώπη από μια μακρά παράκαμψη μέσω του Ισλάμ.

Το Οθωμανικό τζαμί δεν είχε τίποτα από το σκοτεινό διάκοσμο της Χριστιανικής εκκλησίας. Ο θόλος ήταν πιο ανοικτός και κάλυπτε όλο το οικοδόμημα, δίνοντας την εντύπωση ότι προσπαθεί να το σηκώσει προς τα πάνω και όχι το αντίθετο. Ο Karoly Kos φρονεί ότι το Οθωμανικό τζαμί θυμίζει περισσότερο το κυκλικό αντίσκηνο του νομάδα ενώ η Χριστιανική εκκλησία αντανακλά την κατακόμβη. Μερικοί ιστορικοί πάνε ακόμα πιο πέρα λέγοντας ότι το άδειο από έπιπλα και κάθε αντικείμενο τζαμί θυμίζει τις απέραντες κενές εκτάσεις της ερήμου της Αραβίας.

Η τέχνη κατασκευής των παραθύρων του τζαμιού από κομμάτια πολύχρωμων υάλινων κρυστάλλων είναι αποκλειστικό προνόμιο των Οθωμανικών τζαμιών για αρκετούς αιώνες. Όχι απλά αφήνουν το φως να μπει αλλά χρωματίζουν το εσωτερικό χώρο. Γιατί τα παράθυρα δεν είναι μικρές διακοπές στο πέτρινο μονολιθικό σκελετό, αλλά αποτελούν το ήμισυ περίπου του τοίχου.

Οι Οθωμανοί γεννήθηκαν για να μετακινούνται και το γεγονός αυτό τους είχε κάνει πολεμιστές: στα σύνορα της Αυτοκρατορίας, η μετακίνηση μοιραία σημαίνει πόλεμο. Δέχονταν μοιρολατρικά το θάνατο και την απογοήτευση, όπως ακριβώς δέχονταν απόλυτα και τους περιορισμούς τους. Η συνηθισμένη απόκριση ενός Πασά στον αγγελιαφόρο του Σουλτάνου που διέταζε τον αποκεφαλισμό του δεν ήταν ποτέ αναξιοπρεπής. Ήταν αίσθημα έκπληξης και μοιραίας αποδοχής. Ο μελλοθάνατος βοηθούσε συνήθως ο ίδιος στην άμεση εκτέλεση της ποινής. Οι Σουλτάνοι επισκέπτονταν συνέχεια τα σύνορα της Αυτοκρατορίας, το στράτευμα με την πανοπλία του ταξίδευε συνέχεια στον Δούναβη ή τον Ευφράτη. Οι Οθωμανοί ποτέ δεν αρνήθηκαν επικοινωνία με τους λαούς έξω από τα σύνορά τους, αν μη τι άλλο για να μάθουν καλύτερα τις συνήθειές τους και να τους καταλάβουν ευκολότερα. Οι Χριστιανοί ήταν εκείνοι που απέφευγαν κάθε επαφή. Τελικά η Δύση επιχείρησε να αποκλείσει εντελώς τα σύνορά της με τους Οθωμανούς, δημιουργώντας τα περίφημα Militargrenze (στρατιωτικά σύνορα), με πύργους, κάστρα και χαρακώματα και με τους σταθμούς καραντίνας τους οποίους ο Murray αποκαλεί «φυλακές με την πιθανότητα να κολήσης την πανούκλα».

Οι Οθωμανοί είχαν μια έμφυτη κλίση στην τελετουργία και την ηθοποιία. Η θέση τους απαιτούσε συνεχή επιβεβαίωση. Ολόκληρη η κοινωνία τους λειτουργούσε με την προϋπόθεση της συνεχούς αποκάλυψης. Δώρα προσφέρονταν σε κάθε συνάντηση και προσευχές λέγονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα από τους πιστούς, προς δημόσια επιβεβαίωση της πίστης τους.
1 Ο Δημήτρης Καντεμίρ (1673-1723) ανήκε στην Ελληνική αριστοκρατία των Πριγκιπάτων. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ήρθε από τη Μολδαβία στην Κωνσταντινούπολη και για είκοσι-δύο χρόνια διασκέδαζε την υψηλή κοινωνία της Πόλης στο παλάτι του στο Φετίγιε ή στην έπαυλή του στο Ορτάκοϋ, στο Βόσπορο. Το 1710 διορίστηκε Βοϊβόδας της Μολδαβίας. Ονειρεύτηκε την εκδίωξη των Οθωμανών από την Κωνσταντινούπολη με τη βοήθεια του Τσάρου. Τα όνειρά του έσβησαν μετά την ήττα του Τσάρου Πέτρου του Μεγάλου στο Pruth το 1711. Διέφυγε από την οργή των Οθωμανών κρυμμένος στην άμαξα του Τσάρου. Οι Ρώσοι του προσέφεραν άνετη διαμονή, παρέχοντας του την επικυριαρχία πενήντα χωριών με 50.000 κολίγους και τον διόρισαν Σύμβουλο της Αυτοκρατορίας. Εξέφρασε τη νοσταλγία του για την Πόλη στο βιβλίο του Η Ιστορία των Τούρκων, το οποίο θεωρείται κλασσικό σημείο αναφοράς στο θέμα, μέχρι το έργο του von Hammer το δέκατο-ένατο αιώνα. Στο βιβλίο του, ο Καντεμίρ περιγράφει και δικαιολογεί την προδοσία του προς το Οθωμανικό κράτος. Αυτό φαίνεται από την πληθώρα σημειώσεων οι οποίες αυξάνονται στη ροή των ιστορικών δεδομένων και εκφράζουν προσωπικές του θέσεις, ιδέες και διευκρινήσεις. Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αγγλία από τον γιο του Καντεμίρ που ήταν πρεσβευτής της Ρωσίας στο Λονδίνο. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες της εποχής: Ο Βολτέρος το εκθειάζει, η Γερμανική έκδοση είναι αφιερωμένη στη Μαρία-Θηρεσία, ο Gibbon αναφέρεται συνεχώς σ’ αυτό και Βύρωνας το χρησιμοποίησε εκτενώς.


2 Οι Οθωμανοί, πιστοί στις επιταγές του Ισλάμ, ποτέ δεν απευθύνονταν σε γυναίκες δημόσια. Πολύ περισσότερο ποτέ δεν τις ‘πείραζαν’. Η γυναίκα στο Ισλάμ χαίρει ιδιαίτερης μεταχείρισης από την κοινωνία. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται. Ακόμα και η επαφή με τα μάτια με μια άγνωστη γυναίκα θεωρείται προσβολή.
3 Το 1909, ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 5ος ο Ρεζάτ, εξέδωσε Κανούν που υποχρέωνε όλους τους Πασάδες της Αυτοκρατορίας να προμηθευθούν και να χρησιμοποιούν έπιπλα δυτικού τύπου σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες του Βιλαετιού τους. Οι περισσότεροι τον αγνόησαν. Ο Αλή Πασάς Τεπελενλή λέγεται ότι κράτησε το χαρτί με το φιρμάνι του Σουλτάνου για να γελάει σε ώρες λύπης.
4 Οι Γερμανοί ονομάζουν τους Τούρκους Sackenleute, ανθρώπους της σακούλας.
5 Η γλώσσα των λουλουδιών έγινε της μόδας στη Δύση χάρη στους Οθωμανούς και στο βιβλίο της Λαίδης Mary.
6 Ο εκάστοτε πρεσβευτής της Βενετίας στη Μεγάλη Πύλη ονομάζονταν Bailo.
7 Οι περίφημες αψίδες στις πύλες του Έντιρνε και του Βόσπορου που στήνονταν για να δηλώσουν την πορεία του Οθωμανικού στρατού προς το Δούναβη ή προς την Ανατολία, ήταν αλογοουρές που αποσύρονταν όταν τελείωνε η διέλευση του στρατεύματος.
8 Μια εξαίρεση σ’ αυτό το κανόνα είναι το παλάτι που έχτισε ο Μέγας Βεζίρης Ιμπραήμ στην Πόλη. Έξω από της πύλες του είχε τοποθετήσει δυο αγάλματα κλεμμένα από τη Βούδα, ένα του Απόλλωνα και ένα της Άρτεμης. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι πρόκειται για τον βασιλιά και τη βασίλισσα της Ουγγαρίας.
9 Ο ποιητής Ναμπί λέει για την Πόλη σ’ ένα από τα καλύτερά του ποιήματα: «γιατί είναι τόσο ωραία στην όψη της / η θάλασσα την αγκάλιασε σφικτά. Όποιος γνώρισε τα κάλλη της και γεύτηκε την ομορφιά της / δεν μπορεί ποτέ να την ξεχάσει. Αν δεν ήταν οι καταραμένες αρρώστιες που την τυραννούν / ποιος θα έφευγε από την αγκαλιά της;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: