Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

01 Εισαγωγή

«Πριν γεννηθώ υπήρχε ατέλειωτος χρόνος
Μετά το θάνατό μου ο χρόνος θα είναι άπειρος
Δεν το είχα σκεφτεί:
Έζησα στο φως ανάμεσα σε δυο αιωνιότητες σκότους»
Ορχάν Παμούκ, ‘Με λένε Κόκκινο’


Στις απαρχές του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα λίγα πράγματα παραμένουν τόσο απρόσιτα στους Έλληνες όσο η ιστορία τους. Ακόμα λιγότερα είναι τα στοιχεία που μπορεί κανείς να βρει για το άμεσο παρελθόν μας. Και ενώ το απώτερο παρελθόν των Ελλήνων – οι Αρχαίοι Έλληνες και ο πολιτισμός τους – είναι πιο προσβάσιμο για το μέσο Νεοέλληνα, κυρίως λόγω του έργου ξένων συγγραφέων τα τελευταία τριακόσια χρόνια, η περίοδος του Βυζαντίου και – κυρίως – η Οθωμανική περίοδος παραμένουν νεφελώδεις. Όλοι όμως οι Έλληνες που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, έχουμε προγόνους που έζησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλες οι περιοχές της σημερινής Ελλάδας υπήρξαν κομμάτια της, από 368 μέχρι 650 χρόνια.

Για τη Βυζαντινή περίοδο της ιστορίας μας μπορεί κανείς να βρει πηγές και έργα σημαντικά. Για τη φυσική προέκτασή της, την Οθωμανική περίοδο, οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Μια από αυτές είναι το γεγονός ότι οι δύο αυτές περίοδοι της ιστορίας μας αποτέλεσαν αντικείμενα εθνικιστικής εκμετάλλευσης από Έλληνες και Τούρκους επιτήδειους, αντίστοιχα. Στην Ελλάδα, ελάχιστες οι προσπάθειες αντικειμενικής – επιστημονικής θα έλεγε κανείς – αντιμετώπισης του θέματος. Ανάμεσα τους τα βιβλία της Ελληνο-Αμερικανίδας Έλενας Φραγκάκη-Syrett, της Ελένης Γκάρα και του Λευτέρη Σταυριανού. Τα δυο πρώτα είναι επιστημονικές πραγματείες, σχετικά πρόσφατες, αλλά απευθύνονται περισσότερο σε ερευνητές και επιστήμονες. Το έργο του Σταυριανού – εκδόθηκε το 1958 – είναι μεν πληρέστατο, αλλά θύμα της εποχής του.

Οι Τουρκικές πηγές είναι βέβαια περισσότερες και πληρέστερες. Η γειτονική χώρα έχει σημαντικούς και θαυμάσιους Οθωμανιστές, αρκετοί από τους οποίους κατέληξαν καθηγητές σε Πανεπιστήμια της Δύσης. Εδώ όμως ο κίνδυνος είναι να παρασυρθεί κανείς από τις εθνικιστικές σκοπιμότητες. Στη βιβλιογραφία αυτού του βιβλίου υπάρχουν όλα τα – κατά τη γνώμη μου – αντικειμενικά έργα από τη διεθνή βιβλιογραφία. Οι Τούρκοι, λίγο ή πολύ, θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και νόμιμους εκτελεστές της διαθήκης της. Το σύγχρονο Τουρκικό κράτος είναι κύημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν η τελευταία έπνεε τα λοίσθια. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι οι θανατολόγοι ιατροί στο προσκέφαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και άσπονδοι φίλοι της – οι Αψβούργοι, οι Τσάροι της Ρωσίας και οι Άγγλοι – κράτησαν την ασθενή ζωντανή για εκατόν τόσα χρόνια με τεχνητά μέσα για δυο λόγους. Ο ένας ήταν ότι δε μπορούσαν να συμφωνήσουν για το διαμελισμό της κληρονομιάς. Ο άλλος, ότι περίμεναν τη γέννηση. Όπως και να έχει το θέμα, η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Αυτοκρατορίας υπογράφτηκε μαζί με αυτή της γέννησης του Νέου Τουρκικού Κράτους στις 24 Ιουλίου 1923 στη Λοζάννη. Η συνθήκη της Λοζάννης καθόριζε τα σύνορα της Τουρκικής Δημοκρατίας – εκτός από την επαρχία Χατάυ, η οποία προσαρτήθηκε μετά από δημοψήφισμα το 1939. Στη Λοζάννη υπογράφηκε μια ακόμα συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμού μειονοτήτων. 1,3 εκατομμύρια Έλληνες και μισό εκατομμύριο Τούρκοι ξεριζώθηκαν. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης και οι Έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου.

Ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης από τους συμμάχους έληξε στις 2 Οκτωβρίου του 1923 όταν τα τελευταία αγήματα του Αγγλικού στόλου εγκατέλειψαν την Πόλη από την αποβάθρα του Ντολμά-Μπαχτσέ. Τέσσαρες μέρες μετά, μια μονάδα του Τουρκικού Εθνικού Στρατού εισήλθε στην Πόλη. Στις 13 Οκτωβρίου η Τουρκική Εθνοσυνέλευση καθόριζε με νόμο την Άγκυρα σαν πρωτεύουσα της Τουρκίας. Στις 29 Οκτωβρίου η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε το νέο Σύνταγμα της Τουρκικής Δημοκρατίας και εξέλεξε τον Κεμάλ Ατατούρκ πρώτο πρόεδρο της χώρας.

Στις 3 Μαρτίου του 1924 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση πέρασε ένα νόμο που καταργούσε το Χαλιφάτο, διαρρηγνύοντας έτσι τον τελευταίο δεσμό της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος νόμος ανέτρεπε τον τελευταίο Σουλτάνο-Χαλίφη της Αυτοκρατορίας, τον Αμπντούλ-Μεσίτ ο οποίος κρατούσε το θρόνο από το 1922. Ο ίδιος και οι απόγονοί του εξορίστηκαν δια παντός από τα όρια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Έτσι έληξε η κυριαρχία του οίκου του Οσμάν που ανέβηκε στο θρόνο της Αυτοκρατορίας το 1300 και έδωσε 36 από τους 37 Σουλτάνους της μέχρι το 19221. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ Χαϋντάρ Μπέης πήγε στο σαράι του Ντολμά-Μπαχτσέ και ανακοίνωσε στον Αμπντούλ-Μεσίτ την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης λέγοντάς του ότι έπρεπε να φύγει πριν το πρωί της επόμενης μέρας με την οικογένειά του. Σε λίγο, μια ομάδα κλειστών αυτοκινήτων μετέφερε την οικογένεια του τελευταίου Σουλτάνου στο σταθμό Σιρκετσί της Πόλης για να επιβιβαστούν στο Σεμπλόν Εξπρές για το Παρίσι. Η πριγκίπισσα Μουσμπάχ, μια από τις τρεις κόρες του Σουλτάνου περιγράφει τη σκηνή:
«Ήταν μια νύχτα πολύ κρύα. Έβρεχε συνέχεια. Στο σταθμό είδαμε ότι τα πάντα ελέγχονταν από στρατιώτες και αστυνομικούς. Όχι στρατιώτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά της Τουρκίας. Άχρηστα μέτρα ασφάλειας, μια που η απάθεια όλων για την εκδίωξη του Οίκου του Οσμάν από την Τουρκία ήταν έκδηλη… Στην πλατφόρμα ο Σουλτάνος σταμάτησε λίγο κοιτάζοντας πίσω του. Ο Ακίλ Εφέντη, ο τελευταίος Μέγας Βεζίρης μας, έβαλε το χέρι στον ώμο του πατέρα μου λέγοντας ‘πάμε Υψηλότατε. Όλα τελείωσαν’»

Δεν γύρισαν ποτέ. Ο Αμπντούλ-Μεσίτ πέθανε στο Παρίσι στις 23 Αυγούστου του 1944 και τάφηκε στη Μεδίνα. Το λείψανο του τελευταίου Οθωμανού Σουλτάνου βρίσκεται σε ξένο έδαφος, μακριά από την Ιστανμπούλ, όπου οι Οσμανλήδες βασίλευσαν 470 χρόνια. Και η μεγάλη, πομπώδης είσοδος των Οθωμανών στην Πόλη, που σημάδεψε την Ευρωπαϊκή ιστορία, τελείωσε άδοξα σε αντίθεση με την είσοδο στην Κωνσταντινίγια (όπως έλεγαν οι Οθωμανοί την Κωνσταντινούπολη) του Μεχμέτ του Πορθητή Ελ-Φετίχ, το απόγευμα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453.

Αυτό το βιβλίο αναφέρεται σε ανθρώπους που δεν υπάρχουν. Το όνομα ‘Οθωμανός’ δεν προσδιορίζει ούτε περιοχές ούτε ανθρώπους. Κανείς πια δεν μιλά τη γλώσσα τους. Λίγοι μόνο ερευνητές σε σύγχρονα Πανεπιστήμια αρχίζουν να καταλαβαίνουν τη λογοτεχνία τους.
Για εξακόσια χρόνια όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε, μεγάλωσε, αναπτύχθηκε και διαλύθηκε. Ξεκίνησε από ένα μικρό μπεϊλίκι στις παρυφές των λόφων της Ανατολίας στις αρχές του 14ου αιώνα, για να υποτάξει το κραταιό Βυζάντιο – ή τουλάχιστον ότι είχε απομείνει από αυτό – όλη τη χερσόνησο των Βαλκανίων από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τα Πριγκιπάτα της Βλαχίας και της Μολδαβίας βόρεια του Δούναβη. Πήρε όλη την Ανατολία. Υπέταξε όλους τους λαούς της περιοχής, ακόμα και τους άγριους Τατάρους της Κριμαίας. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ολοκλήρωσε τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας. Το 1517 κατέκλυσε την καρδιά του Ισλάμ: Τη Συρία, την Αραβία και την Αίγυπτο, μαζί με τις Ιερές Πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Οι Οθωμανοί έλεγχαν για 500 χρόνια τους πανάρχαιους δρόμους που μετέφεραν πολιτισμό από την Ανατολή στη Δύση, τη Μέση Ανατολή. Η αυτοκρατορία τους εκτεινόταν από το Δούναβη στο Νείλο και από την Αδριατική στον Ευφράτη.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε Ισλαμική, πολεμόχαρη, πολιτισμένη και ανεκτική. Όσοι ζούσαν πέρα από τα σύνορά της, σε χώρες γνωστές στο Ισλάμ σαν Νταρ Ουλ-Χαρμπ, (Ο κόσμος ή η στέγη του πολέμου), την έτρεμαν ή την σέβονταν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Για τους υπηκόους της ήταν το Νταρ Ουλ-Ισλάμ, ο κόσμος της ειρήνης. Τόσο ευνομούμενη και λειτουργική, ένα θαύμα ανθρώπινης διάνοιας, που ο μύθος ήθελε θεϊκές δυνάμεις – διαβολικές για μερικούς – να συμμετέχουν στη δημιουργία της.

Στις αρχές του δέκατου-έβδομου αιώνα, το θαύμα αυτό κρατικής υπόστασης άρχισε να δείχνει σημεία κατάρρευσης. Η σημασία της Μεσογείου στο διεθνές εμπόριο ιδεών και αγαθών πέρναγε σιγά-σιγά σε δεύτερη μοίρα. Η εξάπλωση του Ισλάμ είχε ήδη αναχαιτισθεί. Ο δρόμος για την Άπω Ανατολή, τα χρυσάφια και τα μπαχαρικά της, δεν πέρναγε πια από τους αμμόλοφους της Σαχάρας ή τα μονοπάτια της Μέσης Ανατολής. Οι μεγάλοι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι, με τον περίπλου της Αφρικής, άνοιξαν νέους ορίζοντες. Τα σκλαβοπάζαρα της δύσμοιρης Αφρικής ήταν ήδη πιο σημαντικά από την ύπαρξη της γηραιάς και δύσμορφης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και κυρίως, νέες πολλά υποσχόμενες αγορές άνοιγαν πέρα από τον Ατλαντικό. Στον κόσμο των Οθωμανών, οι μάχες είχαν ήδη κερδηθεί και τα οπλικά επιχειρήματα ήταν ξεπερασμένα. Η μοίρα είχε ήδη γραφτεί και οι ίδιοι οι Οθωμανοί ζούσαν ακόμα περισσότερο στο παρελθόν και στις περασμένες τους δόξες. Όχι πως οι ίδιοι οι Οθωμανοί δεν ήξεραν τη μοίρα τους: Τα πρώτα σχέδια για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ έγιναν από αρχιτέκτονες στη Μεγάλη Πύλη.

Και όμως, άλλα διακόσια χρόνια πέρασαν μέχρι την αναπόφευκτη συντριβή. Παρά τη σήψη στην κεφαλή της αυτοκρατορίας και την αναταραχή στις ρίζες της. Παρά τις ηρωικές εξεγέρσεις των πολυεθνικών της υπηκόων. Και κυρίως, παρά τις προσπάθειες των ‘γιατρών’ για μια σύντομη και αξιοπρεπή ευθανασία, ο εσχατόγερος ασθενής δεν έλεγε να αποδημήσει, επέζησε και αυτών των δεινότερων θανατολόγων του: του τσάρου της Ρωσίας και του οίκου των Αψβούργων κατά τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο αντιπρόσωπος του βασιλιά της Αγγλίας στη Μεγάλη Πύλη, Sir Thomas Roe, έγραφε στην κυβέρνησή του το 1621: «Είναι σαν το σώμα ενός γέρου, γεμάτο αρρώστιες και κακίες που μένουν όταν περάσει η δύναμη της νεότητας». Οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν τη Βοσνία το 1878. Και μέχρι το 1882 ο Σουλτάνος – τεχνικά τουλάχιστον – ήταν ο Κύριος της Αιγύπτου. Η Αλβανία ήταν από τις πιο δύσκολες περιοχές που υπέταξε η Αυτοκρατορία τον δέκατο-πέμπτο αιώνα. Οι Αλβανοί όμως έστελναν κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1909.

Η αυτοκρατορία ήταν βέβαια Ισλαμική. Αν και πολλοί από τους υπηκόους της δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Η ίδια η αυτοκρατορία δεν έκανε καμιά προσπάθεια εξισλαμισμού των απίστων υπηκόων της. Ήλεγχε τις εμπορικές οδούς ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, αλλά δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπόριο. Κατά γενική παραδοχή ήταν Τουρκική αυτοκρατορία, αλλά οι περισσότεροι από τους αξιωματούχους της ήταν Έλληνες. Διέθετε την πιο αποτελεσματική – μέχρι τότε – πολεμική μηχανή, αλλά οι περισσότεροι – και καλύτεροι – μαχητές της ήταν Σλάβοι. Ακολουθούσε τη Βυζαντινή τελετουργία, την Περσική νομενκλατούρα. Τα πλούτη της ήταν στην Αίγυπτο και η γραφή της Αραβική. Οι Οθωμανοί δεν ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στις Τέχνες, αλλά ένας από τους Μεγάλους Βεζίρηδες της Πύλης έκτισε περισσότερες εκκλησίες από τον Ιουστινιανό. Οι Οθωμανοί δεν υπήρξαν ποτέ φανατικοί της θρησκείας. Σαν Σουνίτες Μουσουλμάνοι ακολουθούσαν την Χανεφί, μετριοπαθή σχολή ερμηνείας του Κορανίου. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής διάβαζε ακατάπαυστα την βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γενικά, το παρελθόν δεν ενδιέφερε πολύ τους Σουλτάνους. Ο διάδοχος του Μεχμέτ του Πορθητή όμως, ο Σελίμ ο Σκληρός, ζήτησε να επισκεφθεί την Αθήνα, όπου πέρασε δύο μερόνυχτα θαυμάζοντας την Ακρόπολη. Ο Μεσαιωνικός κόσμος της Λατινικής Ευρώπης περιφρόνησε τους Οθωμανούς. Πάντως ο Ιβάν Ο Τρομερός θεωρούσε τον Μεχμέτ τον Πορθητή σαν πρότυπό του και οι Ενετοί – γνωστοί για την περιέργειά τους – εμφανώς θαύμαζαν τον τρόπο διακυβέρνησης των Οθωμανών, σε σημείο που ο πολύς Μοροζίνι πρότεινε στη Γαληνοτάτη να εφαρμόσει την «αρμονία» και απόλυτη αναλογικότητα της Οθωμανικής διακυβέρνησης.

Η Αυτοκρατορία, όχι απλώς επέζησε του μεγαλείου της, αλλά άφησε στους μεταγενέστερους συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που πιθανόν να μην είχαν διασωθεί αλλιώς. Η Ελληνική Ορθοδοξία, αν και πριν από την επικράτηση των Οθωμανών ήταν η επικρατούσα θρησκεία – εκτός από τη Βαλκανική – και σε όλη την Νότιο Ιταλία, στις υπερδουνάβιες περιοχές της Ουγγαρίας και σε άλλες Ευρωπαϊκές περιοχές, επιβίωσε μόνο στις περιοχές της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το ίδιο, αν όχι εντονότερο, το θέμα με τη Γλώσσα των Ελλήνων. Η Ελληνική, γλώσσα πολιτισμού, η δεύτερη γλώσσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επέζησε μόνο στις περιοχές της Αυτοκρατορίας.

Οι καλύτεροι ναυτικοί στην Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες, οι πιο διορατικοί έμποροι ήταν Αρμένιοι. Οι πιο αποτελεσματικοί της στρατιωτικοί, οι γενίτσαροι, ήταν Βαλκάνιοι, οι πιο ισχυροί αξιωματούχοι της ήταν Φαναριώτες – δηλαδή Έλληνες. Οι πιο πλούσιοι πολίτες της ήταν Αιγύπτιοι, και οι πιο μορφωμένοι Άραβες. Η Αυτοκρατορία έζησε τόσους αιώνες χωρίς να έχει την νησιωτική απομόνωση της Αγγλίας, την μονο-πολιτισμική συνοχή της Γαλλίας ή την θρησκευτική περιφρούρηση της Ιεράς Εξέτασης της Ισπανίας.

Ο τσάρος Αλέξανδρος – μετά τον πόλεμο της Κριμαίας, το 1856 – αποκάλεσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ‘Ο Ευρωπαίος Ασθενής’ και οι Βικτοριανοί πολιτικοί της Αγγλίας αναφέρονταν σ’ αυτήν, απρόσωπα, σαν ‘Το Ανατολικό Ζήτημα’. Λύση ήταν για τις Μεγάλες Δυνάμεις η επιβολή του διαμελισμού της ασθενούς, έτσι ώστε τίποτα να μην θυμίζει τη γηραιά κυρία που τόσοι πολλοί φοβούνταν. Ένα είδος ανακύκλωσης. Όμως κάτι απέμεινε από αυτήν. Αν και άυλο, ακαθόριστο, ασαφές το άρωμα των πεντακοσίων χρόνων υπάρχει ακόμα παντού γύρω μας.


Το βιβλίο αυτό δεν είναι ιστορικό με τη στενή έννοια του όρου, αφού ο συγγραφέας του δεν είναι ιστορικός. Είναι μια αφήγηση ιστορικών γεγονότων με την ακρίβεια της ιστορικής αλήθειας και τον έρωτα της ιστορικής έρευνας. Βασίστηκα όσο μπορούσα περισσότερο σε πρωτογενείς πηγές, χωρίς να αποφύγω ή να περιφρονήσω τις υπάρχουσες δουλειές. Ευτυχώς οι πρωτογενείς πηγές είναι πολλές και ανεξάντλητες. Οι Οθωμανοί υπήρξαν μεθοδικότατοι και παραδειγματικοί γραφειοκράτες. Τίποτα δεν έμεινε χωρίς να καταγραφεί. Αλλά και οι ξένες πηγές είναι πολύτιμες. Τα αρχεία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας (Archivio di Stato), του Οίκου των Αψβούργων στη Βιέννη, των Ολλανδών εμπόρων στο Άμστερνταμ είναι πολύτιμα και εν πολλοίς ανεξερεύνητα. Όμως η χρυσή πηγή για κάθε μελετητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι τα Αρχεία του Τουρκικού κράτους, και οι αφηγήσεις Τούρκων και Ελλήνων ιστορικών της εποχής. Ανεκτίμητη πηγή για το βιβλίο αυτό υπήρξε η αφήγηση του Εβλίγια Τσελέμπι, του Δημήτρη Καντεμίρ και του Κριτόβουλου.
Τα εδάφια του Ιερού Κορανίου που αναφέρονται στο βιβλίο είναι από την έκδοση: «Το Ιερό Κοράνι και μετάφραση των εννοιών του στην Ελληνική Γλώσσα», Συγκρότημα του Βασιλιά Φάχντ για την εκτύπωση του Ιερού Κορανίου, Μεδίνα, Σαουδική Αραβία


1 Ο τελευταίος Σουλτάνος του οίκου του Οσμάν ήταν ο Μεχμέτ ο 6ος ο Βαχιντενίν που ήταν άκληρος και έμεινε στο θρόνο από το 1918. Τον διδέχθηκε ο χαλίφης (αντιβασιλέας) Αμπντούλ-Μεσίτ

Δεν υπάρχουν σχόλια: