Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

19. Ένα Ευτυχές Γεγονός

«Ούτε υπάρχει καμιά ενοχή γι’ αυτούς που ήρθαν σε σένα ζητώντας να τους μεταφέρεις, τους είπες ‘Δε βρίσκω σε τι πάνω να σας μεταφέρω’, κι επέστρεψαν με δάκρυα στα μάτια απ’ τη λύπη γιατί δεν έβρισκαν τα μέσα που θα τους επέτρεπαν να ξοδέψουν για τον πόλεμο»
Κοράνι, 9-92


Στις 7 Απριλίου του 1789, δεκαπέντε χρόνια μετά την καταστροφική συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή που επέτρεψε στους Ρώσους να παίζουν σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Σουλτάνος Αμπντούλ-Χαμίντ ο 1ος πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Σελίμ, ο οποίος είχε περάσει όλη του τη ζωή στο κλουβί. Εκεί όμως του είχαν επιτρέψει να πάρει σημαντική μόρφωση. Η μουσική που έγραψε ο Σελίμ στο κλουβί θεωρείται αριστουργηματική. Μαζί του στο κλουβί ήταν τα δυο νεαρότερα αδέρφια του, ο Μουσταφά και ο Μαχμούτ που πήραν επίσης καλή μόρφωση και έγιναν στη συνέχεια Σουλτάνοι με το όνομα Μουσταφά ο 4ος και Μαχμούτ ο 2ος αντίστοιχα. Ο Σελίμ δεν έτρεφε αυταπάτες για το μέλλον της Αυτοκρατορίας.

Στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα η στρατιωτική ισχύς της Αυτοκρατορίας είχε εξατμισθεί εντελώς. Η ύπαρξή της οφειλόταν αποκλειστικά στην αδυναμία των Μεγάλων Δυνάμεων να συμφωνήσουν στο μοίρασμα των περιοχών που κάλυπτε. Το 1807 ο Τσάρος Αλέξανδρος και ο Ναπολέων συναντήθηκαν και αποφάσισαν να διαμοιράσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ τους. Δεν συμφώνησαν στο θέμα της Κωνσταντινούπολης. Το πρόβλημα ήταν ότι οι Ρώσοι την ήθελαν πρωτεύουσα μιας υπό ανασύσταση Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι ήθελαν οπωσδήποτε τον έλεγχο των Δαρδανελίων. Η προφορική έστω συμφωνία ανάμεσα στους δυο ηγέτες δεν ίσχυσε ποτέ: μέσα σε λίγα χρόνια οι Γάλλοι θα έκαιγαν τη Μόσχα ενώ τα Ρωσικά κανόνια φιλοδοξούσαν να καταστρέψουν το Παρίσι. Στο μεταξύ «οι Οθωμανοί ολοκλήρωναν τον τέταρτο αιώνα κυριαρχίας τους στην Κωνσταντινούπολη».

Σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια Ευρωπαϊκών πολέμων και εκστρατειών η Αυτοκρατορία προχωρούσε σε περίεργες, περιστασιακές συμμαχίες: πότε με τους Ρώσους, πότε με τους Γάλλους. Το 1798 ο Ρωσο-Οθωμανικός στόλος πήγε στην Ιταλία να βοηθήσει τους εχθρούς της Γαλλίας. Βρέθηκαν έτσι Ρώσοι, Οθωμανοί και ο Πάπας στο ίδιο στρατόπεδο. Το 1805 Οθωμανικά στρατεύματα βοήθησαν τον Αγγλικό στρατό να καταλάβει τη Συρία. Το 1810 στη Σερβία, οι Οθωμανοί συμμάχησαν με τους ραγιάδες για να καταπνίξουν το κίνημα των γενιτσάρων. Το 1826 οι Οθωμανοί κάλεσαν τους ήδη επαναστατημένους Αιγυπτίους να καταπνίξουν την Ελληνική Επανάσταση στο Μοριά.

Ο Σελίμ έγραφε αναφορές και εκθέσεις για την κατάσταση της Αυτοκρατορίας και ξανάρχισε την αλληλογραφία με το βασιλιά των Γάλλων. Προσπάθειες ανασυγκρότησης έγιναν πολλές. Το 1731 ο Γάλλος στρατηγός Κόμης Bonneval έφτασε στην Πόλη για να ιδρύσει ένα σύγχρονο σώμα πυροβολικού. Το 1773 άρχισε να λειτουργεί ανωτάτη σχολή πολέμου για τους ανώτερους αξιωματικούς στην οποία πρωτεύουσα θέση είχε η διδασκαλία των Μαθηματικών, υπό την αιγίδα ενός ακόμα Γάλλου αξιωματικού, του Βαρόνου de Tott. Ένας Σκοτσέζος τυχοδιώκτης ονόματι Campbell γνωστός στους Τούρκους σαν Ινγκλίζ Μουσταφά ανέλαβε να διοργανώσει το μηχανικό σώμα του στρατού. Ο νέος στρατός ονομάστηκε Στράτευμα της Νέας Τάξης.

Ο Σουλτάνος, που δεν ήταν ούτε χαζός ούτε φοβητσιάρης προσπάθησε να ξεφύγει από το τέλμα αλλά το στρατιωτικό κατεστημένο με τη βοήθεια των Ουλεμάδων αντέδρασε. Στις 20 Ιουνίου του 1807 στο Έντιρνε ο στρατός της Νέας Τάξης διαλύθηκε και οι άνδρες του τέθηκαν υπό τις διαταγές του στασιαστή Αλεμντάρ Μουσταφά Πασά. Ένα χρόνο αργότερα τα υπολείμματα των γενιτσάρων με τους Ουλεμάδες και τους μαθητές των θρησκευτικών σχολών σκότωσαν δέκα επτά τέως αξιωματικούς του στρατού της Νέας Τάξης και άφησαν τα κεφάλια τους σε στύλους έξω από το Σαράι για να τα βλέπει ο Σουλτάνος. Στις 29 Μαΐου του 1807 ο Μέγας Μουφτής, ανταποκρινόμενος στο αίτημα των στασιαστών εξέδωσε φετβά στον οποίο κήρυττε τον Σουλτάνο έκπτωτο. Ο άτυχος Σελίμ επέστρεψε στο κλουβί. Τον αντικατέστησε ο Μουσταφά ο 4ος που ήταν ήδη πνευματικά άρρωστος. Για άλλη μια φορά οι γενίτσαροι, πιστοί στην ιστορία τους, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Πόλης δολοφονώντας όλους όσους έβρισκαν να φορούν τις στολές της Νέας Τάξης – και λεηλατώντας με μανία.
Ο Αλεμντάρ Μουσταφά Πασάς, ο οποίος είχε περάσει δυο χρόνια κοντά στο στράτευμα της Νέας Τάξης στο Δούναβη, είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για τη σκοπιμότητα του πραξικοπήματος και κατάλαβε ότι οι αναμορφωτικές θέσεις του Σελίμ ήταν προτιμότερες, αν επρόκειτο για την επιβίωση της Αυτοκρατορίας. Την 1 Ιουλίου του 1808 οδήγησε το στρατό του στην Πόλη και στις 7 Ιουλίου πολιόρκησε το Σαράι απαιτώντας την επανόρθωση του Σελίμ. Ο Σουλτάνος Μουσταφά είχε αρκετό μυαλό να καταλάβει ότι η μόνη πιθανότητά του ήταν να μείνει αυτός ο μοναδικός αρσενικός απόγονος της δυναστείας του Οσμάν. Έβαλε τους ανθρώπους του να δολοφονήσουν τον Σελίμ. Η δολοφονία έγινε από τον Μαύρο Ευνούχο και τους άνδρες του στο διαμέρισμα της μητέρας του Σελίμ. Όταν ο Αλεμντάρ μπήκε με βία στο σαράι ψάχνοντας τον Σελίμ, βρήκε τον Μουσταφά ο οποίος με ψυχρότητα και κυνισμό είπε στους ανθρώπους του να δείξουν στο Σερασκέρη το σώμα του Σελίμ. Ο Μουσταφά πίστευε ότι και ο αδερφός του Μαχμούτ είχε δολοφονηθεί. Μόλις όμως οι στρατιώτες του Αλεμντάρ συνέλαβαν τον Μουσταφά, ο νεαρός Μαχμούτ βγήκε από την κρυψώνα του. Ο Μέγας Μουφτής πείστηκε να εκδώσει φετβά ο οποίος καθαιρούσε τον Μουσταφά και ανακήρυττε Σουλτάνο τον Μαχμούτ, ηλικίας είκοσι-τριών ετών τότε.

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο 2ος που ανέβηκε στο θρόνο το 1808 με αυτόν τον ανορθόδοξο και περιπετειώδη τρόπο παρέμεινε σ’ αυτόν για είκοσι-ένα χρόνια και η ιστορία τον γνωρίζει σαν Μεταρρυθμιστή και Μέγα. Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια ο Μαχμούτ κατάφερε να αντιμετωπίσει το σκάνδαλο των γενιτσάρων. Με μεθοδικότητα και χωρίς φανφάρες διόριζε πιστούς σε αυτόν αξιωματικούς. Ο Αγάς των γενιτσάρων, που ήταν υποστηρικτής του, είχε εξασφαλίσει μια πιστή στο Σουλτάνο μονάδα από 10.000 άνδρες έτοιμους να τον υπερασπισθούν με κάθε μέσον. Οι άνδρες αυτοί είχαν εκπαιδευθεί σύμφωνα με δυτικά πρότυπα, είχαν πάρει αξιόλογη στρατιωτική και γενική παιδεία και είχαν πεισθεί για την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων που προωθούσε το σαράι. Στο μεταξύ ο Μαχμούτ κατάφερε να συντρίψει τη δύναμη των παραδοσιακών πολέμαρχων των Βαλκανίων και της Ανατολίας που με λύσσα αγωνίζονταν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και να συγκρατήσουν την Αυτοκρατορία στο τέλμα του δέκατου-έβδομου αιώνα. Σαν απόδειξη και απειλή προς όλους, ο Μαχμούτ κάρφωσε γύρω από το σαράι τα κεφάλια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και των γιων του.

Ο Αλεμντάρ, ελευθερωτής του Μαχμούτ και Μεγάλος Βεζίρης του δεν άντεξε για πολύ: τον Νοέμβριο του 1809, πέντε μήνες μετά τη δραματική του είσοδο στην Πόλη, έπεσε θύμα της οργής των γενιτσάρων. Είχε προσπαθήσει – με την προτροπή του Μαχμούτ – να επαναφέρει τις ανανεωτικές αλλαγές του Σελίμ στο στράτευμα. Ίδρυσε έναν νέο, μοντέρνο στρατό, ονομαζόμενο Σεγκμπανί Τσεντίτ. Οι γενίτσαροι έβαλαν εκρηκτικά στο στρατηγείο του ανατινάζοντας τον ίδιο και εκατόν είκοσι από τους επιτελείς του. Προσπάθησαν να εισβάλουν και στο Τοπ Καπί αλλά συγκρατήθηκαν από τους Σεγκμπανί Τσεντίτ και το ναυτικό που είχε αγκυροβολήσει στο Χρυσό Κέρας και έκανε γνωστό τις προθέσεις του να βομβαρδίσει τους γενίτσαρους, αν χρειαζόταν. Οι γενίτσαροι όμως, υποστηριζόμενοι από τον όχλο, πολιόρκησαν το σαράι και έκοψαν την παροχή νερού. Ο Μαχμούτ αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο στραγγάλισε τον Μουσταφά, μένοντας έτσι μόνος αρσενικός απόγονος των Οσμάν. Τελικά οι γενίτσαροι, με προτροπή των Ουλεμάδων, επέτρεψαν στο Μαχμούτ να διατηρήσει το θρόνο με αντάλλαγμα την διάλυση του Σεγκμπανί Τσεντίτ. Παρά τις διαβεβαιώσεις τους ότι οι άνδρες του Σεγκμπανί Τσεντίτ θα έμεναν ελεύθεροι, τους πετσόκοψαν όλους όσους βρέθηκαν στο σαράι και όλους τους αξιωματούχους που τους υποστήριζαν.

Οι Ουλεμάδες υποστήριζαν ανεπιφύλακτα τους γενίτσαρους προτιμώντας την συντηρητική αναρχία που πρέσβευαν από την ανανέωση και τον μετασχηματισμό της Αυτοκρατορίας. Μέχρι το 1826 όμως, οι γενίτσαροι είχαν καταφέρει να χάσουν και αυτό το πλεονέκτημα: όχι μόνο οι Ουλεμάδες αλλά και οι απλοί άνθρωποι της πρωτεύουσας ήταν πια εναντίον τους. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, είχαν λεηλατήσει τα εμπορικά καταστήματα, είχαν εκβιάσει τους πολίτες, είχαν επιβάλλει σε όλους να τους πληρώνουν προστασία – και ότι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν απλώς το άρπαζαν. Δε σεβάστηκαν τίποτα. Έβαλαν τους Χριστιανούς να πληρώνουν ειδικούς φόρους για να εορτάσουν το Πάσχα τους. Τραγούδαγαν και χόρευαν άσεμνα τραγούδια όταν οι πιστοί προσεύχονταν στα τζαμιά τις Παρασκευές. Λήστεψαν τον Καδή της Ιστανμπούλ. Λεηλάτησαν όλα τα χωριά στις γύρω περιοχές. Το κυριότερο όμως, στάθηκαν ανίκανοι να κατανικήσουν τους ραγιάδες, ιδιαίτερα τους Έλληνες που είχαν ήδη ξεσηκωθεί.

Ο μεγάλος αγώνας των Ελλήνων κορυφώθηκε στο Μεσολόγγι το 1826. Ήταν το αποτέλεσμα σαράντα χρόνων κακοδιαχείρισης και εγκληματικής μεταχείρισης των ραγιάδων. Οι Σέρβοι, υπό την ηγεσία του Καρά-Γιώργη, είχαν εξεγερθεί από το 1804, αλλά η δική τους εξέγερση είχε – τουλάχιστον στην αρχή – την υποστήριξη των ίδιων των Οθωμανών γιατί στρεφόταν κατά των γενιτσάρων οι οποίοι είχαν φτιάξει μια ιδιότυπη χούντα που ήλεγχε την Σερβία. Η ιδέα ξεσηκωμού των ραγιάδων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το τελευταίο τέταρτου του δέκατου όγδοου αιώνα κέρδιζε έδαφος ανάμεσα στους λάτρεις της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, αλλά και ανάμεσα στους Φιλέλληνες και τους ίδιους τους Έλληνες. Πρώτιστα όμως η ιδέα αυτή καλλιεργήθηκε στη Ρωσία όπου η τσαρική αυλή από καιρό εποφθαλμιούσε μια Ορθόδοξη Αυτοκρατορία υπό τη Ρωσική κυριαρχία, ακόμα και μια αναβίωση του Βυζαντίου με έδρα την Κωνσταντινούπολη – πάντα υπό την αιγίδα της Ρωσικής Αρκούδας. Η Αικατερίνη η Μεγάλη έφθασε στο σημείο να βάλει το γιο της Κωνσταντίνο να μάθει Ελληνικά και να τον προορίζει για Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, μόλις τον ζητούσαν οι Έλληνες. Πάντως, το 1771 η Ρωσική προσπάθεια να προκαλέσει τον ξεσηκωμό των Ελλήνων έπεσε στο κενό, ανάμεσα σε κατηγορίες των δυο πλευρών: για τους Ρώσους οι Έλληνες δεν πολέμησαν, για τους Έλληνες οι Ρώσοι δεν τους υποστήριξαν. Οι Ρώσοι απλώς έσφαξαν μεγάλο αριθμό Μουσουλμάνων της Αυτοκρατορίας και έφυγαν αφήνοντας τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Αλβανούς άτακτους που είχαν αναλάβει την εργολαβία των Οθωμανών.

Οι Ναπολεόνιοι πόλεμοι, κατά τους οποίους οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να συνάψουν περίεργες και αλλοπρόσαλλες συμμαχίες, συνέπεσαν με την στρατιωτική παρακμή της Αυτοκρατορίας τους, πράγμα που δεν άφησαν ανεκμετάλλευτο οι άσπονδοι φίλοι της. Η Αίγυπτος δέχθηκε εισβολή των Γάλλων το 1798 και όταν ο Μωχάμετ Αλή έδιωξε τους Γάλλους, παρουσιάστηκαν οι Άγγλοι να τους αντικαταστήσουν. Οι Γάλλοι κατέλαβαν επίσης ένα μέρος των Δαλματικών ακτών. Τα νησιά του Ιονίου έπεσαν στα χέρια των Άγγλων. Οι Ρώσοι κατέλαβαν τα πριγκιπάτα της Μολδοβλαχίας και έδωσαν βοήθεια στους Σέρβους οι οποίοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους με την ειρήνη του 1812. Οι Βούλγαροι άρχισαν επίσης να ζητούν την ανεξαρτησία τους. Ακόμα και ανύπαρκτες εθνότητες, όπως οι λεγόμενοι Μακεδόνες ζητούσαν ανεξαρτησία, υποκινούμενοι από την τρομοκρατική Βουλγαρική οργάνωση IMRO, της οποίας ο ηγέτης Γαβρίλος Πριντσίπ πυροβόλησε στο Σεράγεβο το 1914 δίνοντας αφορμή για τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Οθωμανικής Αρχής ήταν η άρνησή της να δεχθεί τις ούτως ή άλλως λεπτές διαχωριστικές γραμμές των εθνικών ταυτοτήτων των υπηκόων της. Το Οθωμανικό σύστημα δεν αναγνώριζε καμιά εθνική διαφορά στους υπηκόους του. Η γλώσσα ήταν μια πολύ αβέβαιη ένδειξη εθνικής ταυτότητας. Στην Κορυτσά για παράδειγμα, πολλοί Ελληνόφωνοι καθόριζαν τους εαυτούς τους Αλβανούς, ενώ άλλοι που μιλούσαν Αλβανικά ή Βλάχικα έλεγαν ότι ήταν Έλληνες. Στην Ελλάδα, πολλοί αυτόχθονες, απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων μίλαγαν κυρίως Τουρκικά. Ενώ πολλοί Τούρκοι μίλαγαν τέλεια την Ελληνική. Τα Ελληνικά ήταν η δεύτερη γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων μιλούσαν κυρίως Τουρκικά και Ελληνικά. Έτσι έβλεπες Βούλγαρους και Αλβανούς να μιλούν Ελληνικά καλύτερα από τους κατοίκους του Μοριά. Ούτε και οι φορεσιές ήταν ενδεικτικές των εθνοτήτων. Στην Ελλάδα, μετά την ανεξαρτησία, εθνική στολή θεωρήθηκε η φουστανέλα τη λεβεντιά της οποίας ο Βύρωνας είχε θαυμάσει στους κατοίκους της ορεινής Αλβανίας. Οι Οθωμανοί πίστευαν ότι ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να γίνει ότι ήθελε. Η εθνική ταυτότητα του καθενός ήταν προσωπική του επιλογή χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Έτσι κι’ αλλιώς ο καθένας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αλλάξει την εθνική του καταγωγή χωρίς κανένας να είναι σε θέση να τον εμποδίσει ή να τον μεταπείσει. Και όπως εύστοχα είπε ένας παρατηρητής από τη Δύση, «έρχεται κανείς να πιστέψει ότι όταν τρεις Βαλκάνιοι συναντούνται, οι δυο ενώνονται ενάντια στον τρίτο και ο τρίτος καλεί εξωτερική βοήθεια».

Ο εθνικισμός στα Βαλκάνια ήταν πάντοτε μια τόσο επιδερμική και πρόσκαιρη υπόθεση, όσο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατάφερε να ανατρέψει. Μόλις τα εθνικά κράτη απέκτησαν υπόσταση, οι αρχές πάνω στις οποίες κάθε ένα από αυτά τα κράτη βάσισαν την ανεξαρτησία τους μετατρέπονταν ανάλογα με τις εδαφικές τους διεκδικήσεις. Όλοι δανείζονταν επιχειρήματα από τον πολύχρωμο καλάθι της ιστορίας, της θρησκείας, της μικροαστικής νοοτροπίας περί ιδιοκτησίας. Όλοι επικαλούνταν την τιμή τους, και τη δόξα της ιστορίας τους. Και όλοι έπεσαν θύματα της βούλησης των ξένων δυνάμεων να ελέγχουν την περιοχή ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Αυτά εξάλλου τα συμφέροντα ήταν που επέβαλλαν τον τόσο επίπονο διαμελισμό των Οθωμανών. Και μέσα σ’ αυτή την αναμπουμπούλα, οι λαοί των Βαλκανίων έπεσαν στα δίχτυα διαφόρων επιτηδείων οι περισσότεροι από τους οποίους ή δεν είχαν την διανοητική ικανότητα να καταλάβουν την πραγματικότητα ή υπηρετούσαν άλλες σκοπιμότητες. Και βρέθηκαν να κουμαντάρουν τους λαούς, ψευτονταήδες στρατιωτικοί, ανίκανοι Οθωμανοί, μεσαιωνικοί Πασάδες, φιλόδοξοι καθηγητές της φιλοσοφίας και αδίστακτοι τύραννοι. Και οι πιο εκτιμούμενες ιδιότητες των ηγεσιών έγιναν η πλεονεξία, η απελπισία, και ο γελοίος νεανικός ηρωισμός – αυτό που στην Ελλάδα ονομάζουμε τραμπούκους. Η πιο επικίνδυνη όμως ιδιότητα των ηγεσιών των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια μετά τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η ευκολία με την οποία δέχονταν τις παρεμβάσεις των ξένων, όταν οι ίδιοι δεν τις επιζητούσαν. Έτσι, όπως είχε προβλέψει ο Urquhart, οι απλοί ραγιάδες των Οθωμανών βρέθηκαν να καταπιέζονται όχι από τους φοροεισπράκτορες αλλά από τους νόμους των χωρών τους και τους νέους αφεντάδες τους που είχαν λιγότερους ενδοιασμούς από τους παλιούς. Η Βαλκανική κατακλύστηκε από ορδές Ευρωπαίων αριστοκρατών – κυρίως Γερμανών – που ανέλαβαν να ηγηθούν λαών που δεν μπορούσαν να τους αντέξουν οικονομικά και των οποίων τη γλώσσα δεν κατάλαβαν ποτέ.

Πρώτος βέβαια κάλεσε ξένη βοήθεια ο Σουλτάνος Μαχμούτ. Τον δέκατο ένατο αιώνα, η Αίγυπτος ήταν μόνο κατ’ όνομα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ηγέτης της ήταν ο πονηρός Αλβανός Μωχάμετ Άλι που διοικούσε τη χώρα με βασιλικό στυλ. Όλα όμως είχαν αλλάξει και γύρω στα 1820 η Αίγυπτος ήταν η πιο σημαντική χώρα της περιοχής. Το 1801 ο Άλι είχε εκδιώξει τους Γάλλους, πέντε χρόνια μετά έδιωξε και τους Βρετανούς. Το 1811 κατόρθωσε να ενώσει τους Αιγυπτίους ηγέτες των Μαμελούκων κατά των φονταμεταλιστών Αράβων της Ουαχάμπ. Οι Ουλεμάδες ήταν ευχαριστημένοι: μισούσαν τους άπιστους, δεν εμπιστεύονταν τους Μαμελούκους και απεχθάνονταν την κυριαρχία των Ουαχαμπιτών στους Ιερούς Τόπους του Ισλάμ. Ο Μωχάμεντ Άλι προχώρησε όμως ακόμα περισσότερο και εκτόπισε την Οθωμανική Αρχή από την Αίγυπτο, με πολύ λίγη αντίσταση από την Κωνσταντινούπολη. Με τους οικονομικούς πόρους της πλούσιας χώρας, ο Άλι προχώρησε σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκσυγχρόνισαν την Αίγυπτο. Ο στρατός όμως στην Αίγυπτο, με υπολείμματα της Οθωμανικής φρουράς, αντέδρασε στις μεταρρυθμίσεις και ανάγκασε τον Άλι το 1823 να στραφεί προς τους χωρικούς Φελάχους που τελικά επεκράτησαν. Ο Μωχάμετ Άλι δημιούργησε έναν αξιόμαχο εθνικό στρατό που χρησιμοποίησαν και οι Οθωμανοί για να καταπνίξουν την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το 1825, ο γιος του Άλι, Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάστηκε στη Μεθώνη με 10.000 μαχητές, ιππείς και κανόνια – παρά τις προγνώσεις των Ελλήνων ναυτικών ότι δεν θα τα κατάφερνε – και τον Απρίλιο του 1826 εκτόπισε τους Έλληνες μαχητές πέρα από τη διώρυγα της Κορίνθου, αφήνοντας εκτεθειμένους τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου
Ο Μαχμούτ πίστευε ότι το πρόβλημα με την Ελληνική Επανάσταση είχε τελειώσει και έστρεψε την προσοχή του στους Αιγυπτίους υποτελείς του προσπαθώντας να τους επαναφέρει στην τάξη, αλλά και να δημιουργήσει ένα στράτευμα τόσο αποτελεσματικό όσο το δικό τους. Τον Μάιο του 1826, σε μια σημαντική συνάντηση του Μεγάλου Βεζίρη με επιφανείς νομομαθείς της Αυτοκρατορίας, ανώτατους αξιωματικούς του στρατού, τον Σεΐχ-Ουλ-Ισλάμ και τον Μεγάλο Μουφτή, αποφασίστηκαν μεγάλες αλλαγές στο σώμα των γενιτσάρων. Μετά τη συνάντηση ο Μέγας Βεζίρης – παλιός στρατιώτης και γενίτσαρος ο ίδιος – δημόσια κατηγόρησε τους γενίτσαρους ότι δεν ανταποκρίνονται πια στα στρατιωτικά τους καθήκοντα, ότι έχουν χάσει την πίστη τους και ότι όποιος δεν συμμορφωθεί με τις επικείμενες αποφάσεις του Σουλτάνου θα υποστεί τις γνωστές συνέπειες. Ο Αγάς των γενιτσάρων, παρών στη δημόσια ανάγνωση του κειμένου αυτού και ύστερα από μικρή σιωπή επικρότησε το περιεχόμενό του και το υπέγραψε. Οι Ουλεμάδες στο μεταξύ σώπασαν επίσης. Ο Σουλτάνος ζήτησε να παρελάσουν οι γενίτσαροι μπροστά του ντυμένοι με δυτικές στολές και με δυτική διάταξη. Τρεις μέρες πριν από την προθεσμία που έθεσε, στις 15 Ιουνίου 1826, οι γενίτσαροι άρχισαν να δείχνουν τα πρώτα σημάδια ανυπακοής. Έστειλαν αντιπροσωπεία στο Μεγάλο Βεζίρη εξηγώντας του ότι δεν θα δεχόντουσαν τις συνήθειες των απίστων και ζητούσαν το κεφάλι των υπευθύνων του νέου αυτού φετβά. Ο Μέγας Βεζίρης απάντησε ξερά ότι ο Αλλάχ να τους λυπηθεί και τους έδιωξε.

Την επόμενη μέρα οι γενίτσαροι πήγαν να πάρουν τα όπλα τους για να στραφούν κατά του παλατιού – παλιά τους τέχνη κόσκινο. Ο πονηρός Βεζίρης είχε βάλει τους ανθρώπους του να αφαιρέσουν τα όπλα των γενιτσάρων από τα οπλοστάσια. Τέτοια προσβολή δεν είχαν φανταστεί ότι θα πάθαιναν. Την οργή τους όμως πρόλαβε ο φόβος τους. Έστειλαν αντιπροσωπεία μετάνοιας στον Σουλτάνο. Αυτός είχε ήδη βγάλει τη σημαία του Προφήτη από το μπαούλα και την ανέμιζε στο σαράι. Αυτό σήμαινε πόλεμο και ο Σουλτάνος έτοιμος για πόλεμο δεν μπορούσε να δεχθεί κανέναν. Με τους ουλεμάδες στο πλευρό του, ο Σουλτάνος διέταξε να εξαφανιστεί το στρατόπεδο των γενίτσαρων στο Ατμαϊντάν. Κάηκαν όλα μέχρι το έδαφος και μαζί όσοι γενίτσαροι ήταν μέσα. Αρκετοί όμως διέφυγαν στα σοκάκια και τις γειτονιές της Πόλης. Πιστοί στον Σουλτάνο στρατιώτες γύριζαν τη Πόλη βρίσκοντας και εκτελώντας επί τόπου όσους γενίτσαρους αναγνώριζαν. Την πρώτη μέρα έχασαν τη ζωή τους πάνω από 10.000 από αυτούς. Την επόμενη μέρα και μέσα στους καπνούς των ερειπίων του στρατοπέδου τους, οι γενίτσαροι κηρύχθηκαν παράνομοι. Με φιρμάνι που διαβάστηκε στην μεσημεριανή προσευχή στα τζαμιά και τοιχοκολλήθηκε στις εκκλησίες σε όλη την Αυτοκρατορία, και στάλθηκε σε όλους του Μπέηδες, Πασάδες, Αγάδες και κυβερνήτες της, οι γενίτσαροι εξαφανίζονταν, το όνομά τους δεν έπρεπε να αναφέρετε ποτέ πια και όποιος από αυτούς παρουσιαζόταν έπρεπε να δολοφονείται επί τόπου.

Όλα όσα θύμιζαν τους γενίτσαρους εξαφανίστηκαν αμέσως, καμιά χιλιάδα άτομα εκτελέστηκαν σε όλη την Αυτοκρατορία, αλλά οι περισσότεροι από τους 30.000 γενίτσαρους επέζησαν κάνοντας άλλες δουλείες και διατηρώντας χαμηλό προφίλ. Το 1830, ο Βρετανός βρήκε δυο τέως γενίτσαρους σε κάποιο τρελοκομείο στη Θεσσαλονίκη, η οποίοι παραδέχτηκαν την παλιά τους ιδιότητα. Επίσης στη Δαμασκό αναφέρεται το 1835 ένας τέως γενίτσαρος ο οποίος είχε καταφέρει να έχει το μεγαλύτερο ξυλουργείο στην πόλη.
Για την υποστήριξή τους, οι Ουλεμάδες απέκτησαν ένα νέο μεγάλο τζαμί, το Τζαμί της Θείας Νίκης. Ο Σεΐχ-Ουλ-Ισλάμ έλαβε το παλάτι που χρησιμοποιούσαν οι γενίτσαροι για αρχηγείο. Και οι Μπεκταζί Ντερβίσηδες, που είχαν υποστηρίξει τους γενίτσαρους, διαλύθηκαν επίσημα, αλλά όχι ουσιαστικά. Οι ιστορικοί τεκέδες που συγκεντρώνονταν οι Δερβίσηδες διαλύθηκαν και οι χώροι που χρησιμοποιούσαν μετατράπηκαν σε τζαμιά. Οι ίδιοι οι Δερβίσηδες εκδιώχθηκαν από την Πόλη ή πήγαν σε άλλες, ετερόδοξες οργανώσεις.

Ένα όμως από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της διάλυσης των γενιτσάρων πρέπει να θεωρείται αυτό που οι ιστορικοί της Δύσης ονόμασαν «Το Ευτυχές Γεγονός», δηλαδή η δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους. Η εισβολή στην Πελοπόννησο των Αιγυπτιακών στρατευμάτων υπό τον Ιμπραήμ Πασά, με την προτροπή των Οθωμανών, αλλά και η ηρωική αντίσταση και θυσία στο Μεσολόγγι, ανάγκασαν επιτέλους τις Μεγάλες Δυνάμεις να αντιδράσουν. Ο Σουλτάνος, στερούμενος τώρα ακόμα και σκιώδους στρατεύματος, έχανε και το Ναυτικό του: στο Ναβαρίνο στις 20 Οκτωβρίου του 1827. Μετά από αυτό, οι προαιώνιοι και άσπονδοι φίλοι των Οθωμανών προχώρησαν σε προσαρτήσεις εδαφών της. Ιδιαίτερα οι Ρώσοι κατέλαβαν τα περισσότερα: την Ανατολική Ανατολία και τη Θράκη: τον Αύγουστο του 1830 κατέλαβαν το Έντιρνε. Το Βασίλειο της Ελλάδος ανακηρύχθηκε το 1833.
Η προώθηση των Ρωσικών δυνάμεων στη Θράκη έθεσε μια νέα διάσταση στο Ανατολικό Ζήτημα. Η Ρωσία επιζητούσε ανέκαθεν την έξοδό της στη Μεσόγειο, κάτι που θα της έδινε τη δυνατότητα να διατηρεί ναυτικές δυνάμεις σε θερμά ύδατα, δηλαδή σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Την προοπτική αυτή όμως δεν ευνοούσε κανείς άλλος. Η Αυστρία ήθελε να προστατεύσει την κυριαρχία της στη Βοσνία και την Ουγγαρία, και ζητούσε την προέκταση των συνόρων της σε όλο το μήκος του Δούναβη και νότια προς τη Σερβία. Οι Γάλλοι διατηρούσαν ακέραιες τις ελπίδες τους για την Ανατολική Μεσόγειο, που τις βάσιζαν τόσο στις άριστες εμπορικές τους σχέσεις με την παραπαίουσα Αυτοκρατορία, όσο και στα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει στη Βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο. Οι Βρετανοί δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την προέλαση των Γάλλων, φοβούμενοι ότι θα τους εμποδίζουν στο δρόμο προς την Ινδία. Και οι δυο αυτές Μεγάλες Δυνάμεις επεδίωκαν τη δημιουργία μικρών κρατών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που θα ήταν εύκολο να τα επηρεάζουν. Το Ελληνικό κράτος, αποτελούμενο από την Πελοπόννησο και τη Στερεά, ήταν μια τέτοια χώρα επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως ήταν όλα τα υπόλοιπα υπό σχηματισμό Βαλκανικά κράτη, αλλά και η Αίγυπτος. Τα κράτη αυτά είχαν σχεδιαστεί να είναι μικρά, ανήμπορα, αλλά αρκετά Δυτικοποιημένα ώστε να παρέχουν οικονομικές αγορές στους εμπορευόμενους Δυτικούς. Μετά την νικηφόρο επέλαση των Ρώσων στη Μολδοβλαχία και στη Θράκη, οι δυο εχθροί, Γάλλοι και Βρετανοί ενώθηκαν να σταματήσουν την ίδρυση Ρωσική ηγεμονία στα Βαλκάνια. Στην συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε το 1830, η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της, η Σερβία, η Μολδαβία και η Βλαχία την αυτονομία τους.
Ο Μωχάμετ Άλι από την Αίγυπτο, σαν αμοιβή για της υπηρεσίες που προσέφερε στην Πύλη ζήτησε μεγάλα ανταλλάγματα που ο Σουλτάνος δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει, αλλά και ανήμπορος να αρνηθεί. Ο Άλι, εκτός από τον εκσυγχρονισμό του Αιγυπτιακού στρατού, αναδιοργάνωσε και εκμοντέρνισε τη δημόσια διοίκηση, ενθάρρυνε τη δημιουργία σύγχρονης βιομηχανίας και δήμευσε τα εδάφη των Μαμελούκων τα οποία στη συνέχεια διαμοίρασε στους ακτήμονες χωρικούς, τους Φελάχους, τους οποίους βοήθησε στην δημιουργία γόνιμων εδαφών στη κοιλάδα του Νείλου και στις οάσεις. Ο Άλι άνοιξε την Αιγυπτιακή κοινωνία στα Δυτικά πρότυπα, έδωσε υποτροφίες σε Αιγυπτίους νέους να σπουδάσουν στην Ευρώπη και δημιούργησε ένα νέο σύγχρονο σύστημα εκπαίδευσης. Η επιτυχία του αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για τον Σουλτάνο Μαχμούτ. Ορισμένοι Δυτικοί παρατηρητές λένε ότι οι δυο ηγέτες είχαν μπει σε μια κούρσα εκσυγχρονισμού των χωρών τους. Δυστυχώς όμως μόνο η Αίγυπτος ταίριαζε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων.

Ο Αιγυπτιακός στρατός υπό τον Ιμπραήμ, γιο του Μωχάμετ Άλι, πήρε τη Συρία και την Παλαιστίνη το καλοκαίρι του 1832 και πλησίασε στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές του 1833 για να αναγκάσει τον Μαχμούτ να δεχθεί τους όρους του Άλι. Ο Σουλτάνος στράφηκε στη μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να σταματήσει τους Αιγυπτίους: τη Ρωσία. Τα Ρωσικά στρατεύματα κατάλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1833, για να προστατεύσουν το Σουλτάνο. Ο Ιμπραήμ αρκέστηκε σε μια συνθήκη ειρήνης που άφησε αυτόν και τον πατέρα του κυρίαρχους στη Μέση Ανατολή. Οι Ρώσοι επέβαλαν μια συνθήκη ειρήνης σύμφωνα με την οποία ο Βόσπορος θα έκλεινε για πολεμικά πλοία ξένων χωρών, κάτι προκάλεσε αγανάκτηση στους Αγγλογάλλους. Όλα αυτά τα επεισόδια πυροδότησαν αντιδράσεις που θα ταλάνιζαν την Αυτοκρατορία για τις υπόλοιπες μέρες της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: