Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

03. Τα Βαλκάνια

«Κανένας λαός δεν μπορεί να επισπεύσει το ορισμένο τέρμα του κι ούτε να το καθυστερήσει»
Κοράνι, 23-43


Από το 1320 μέχρι το 1390, οι Οθωμανοί, σαν κύμα εξαπλώθηκαν πάνω στα ρηχά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την Προύσα, τη Νίκαια και τα Δαρδανέλια, στην Ευρώπη, στην κοιλάδα του Έβρου, στη Βάρνα, στη Μαύρη Θάλασσα, μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου. Και από την είσοδο των βορείων Βαλκανίων, το Νις προς τις όχθες του Δούναβη, του ποταμού που ορίζει την Κεντρική Ευρώπη. Η εισβολή ήταν τόσο ταχεία και ξαφνική, που η ιστορία δεν κατάφερε να την καταγράψει επακριβώς: Τίποτα δε μπορεί να προσδιορισθεί χρονικά πριν από τις 15 Ιουνίου 1389, όταν οι Οθωμανοί νίκησαν τους Σέρβους στο Κοσσυφοπέδιο.

Η νότιο-ανατολική Ευρώπη, λίκνο της Βυζαντινής Ορθοδοξίας, αναζητούσε σχεδόν τον κατακτητή. Για πάνω από χίλια χρόνια, το Βυζάντιο επικρατούσε στο μισό περίπου γνωστό κόσμο. Το μείγμα αυτό Χριστιανικής θρησκείας, Ρωμαϊκού νόμου και Ελληνικού Πολιτισμού κυριάρχησε από τη Ραβέννα μέχρι τον Ευφράτη. Το Βυζάντιο έφτιαξε τα Βαλκάνια: Πατρίδα των Βουλγάρων, των Μαγυάρων, των Σέρβων. Τους τοποθέτησε εκεί κοντά στους γηγενείς Έλληνες και Ιλλυρίους, τους επέβαλε την Ορθοδοξία, τους δίδαξε γραφή και ανάγνωση. Και όταν χρειάστηκε τους κατατρόπωσε.

Το 1054, η περιρρέουσα εχθρότητα ανάμεσα στον Πάπα της Ρώμης και τον Αυτοκράτορα της Ανατολής έφερε το περιώνυμο Σχίσμα που διατηρείται επί των ημερών μας. Ο χρόνος εμπέδωσε τις δογματικές, ιστορικές, κοινωνικές διαφορές των δύο κόσμων. Η Βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, η Πόλη, η μεγαλύτερη πόλη της εποχής, το κάστρο της Χριστιανοσύνης έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων του Πάπα το 1204, την ημέρα του Πάσχα. Στην πραγματικότητα, οι Σταυροφόροι δεν παρεξέκλυναν της πορείας τους προς τους Άγιους Τόπους. Η Σταυροφορία ήταν πρόφαση για την προτιθέμενη βεβήλωση. Οι απεσταλμένοι του Πάπα, μεθυσμένοι από κρασί και Χριστιανικό αίμα, έβαλαν στον Πατριαρχικό Θρόνο μια πόρνη και χόρευαν γύρω της. Όλα καταστράφηκαν: Χίλια χρόνια πίστης και πολιτισμού στα χέρια βέβηλων βαρβάρων παπιστών. Ιερά λείψανα πετάχτηκαν στη θάλασσα του Μαρμαρά. Πολύτιμες εικόνες στην πυρά. Χρυσά διαδήματα και διαμαντένια κοσμήματα, χρυσοποίκιλτα λάβαρα και αγάλματα στάλθηκαν να κοσμούν βάρβαρους και βρωμερούς βασιλιάδες και μαρκήσιους στη Γαλλία και τη Φλωρεντία. Όλα χάθηκαν. Κομμάτια από τους οδόντες των Αποστόλων, οι αλυσίδες του Αγίου Πέτρου, τα καρφιά του Τίμιου Σταυρού. Υπολείμματα του Τίμιου Ξύλου κάηκαν. Ανυπολόγιστος αριθμός βιβλίων κάηκαν επίσης.

Εκτός από τον ανεκτίμητο θησαυρό, οι Σταυροφόροι, εν πίστη αδελφοί των Βυζαντινών, κατέλυσαν δια παντός τον νόμο και την τάξη στην Αυτοκρατορία. Μαζί με τους δύο μυθικούς χάλκινους ίππους που κοσμούσαν τον Ιππόδρομο της Πόλης, και τώρα – χίλια χρόνια κλεμμένοι – βρίσκονται στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία τόσο παράταιροι στον υγρό αέρα της Γαληνοτάτης, εξαφανίστηκε και το κύρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Για εξήντα ολόκληρα χρόνια, η Κωνσταντινούπολη έγινε πόλη των Λατίνων. Ένα μέρος της Αυτοκρατορικής Οικογένειας, οι Κομνηνοί, διέφυγαν στην Τραπεζούντα στις ακτές του Εύξεινου Πόντου όπου παρέμειναν για αιώνες, προστατευόμενοι από τους περίφημους πύργους. Ένα άλλο κομμάτι, οι Παλαιολόγοι, κατέφυγαν στη Νίκαια από όπου το 1267 επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη για να τη βρουν ερειπωμένη, πόλη φράγκων αφεντικών, Ενετών μεσαζόντων και Γενουέζων εμπόρων. Οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι της Πόλης, ορθόδοξοι και Ελληνόγλωσσοι, εξακολουθούσαν να έχουν τους αυτοκράτορές τους, όμως ο πλούτος – και μαζί του ο πολιτισμός – είχαν χαθεί για πάντα. Το χρυσό επίστρωμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε φύγει για πάντα και μαζί του κάθε ελπίδα διάσωσης. Μετά από αυτό, η Κωνσταντινούπολη ήταν απλώς σταθμός στις εμπορικές οδούς των Ιταλικών πόλεων προς τις προσοδοφόρες αγορές της Μαύρης Θάλασσας.

Αυτή ήταν η θλιβερή κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εν όψει της επιδρομής των Οθωμανών. Η Προύσα έπεσε το 1327, μετά από δεκαετή πολιορκία που αποδεκάτισε τον πληθυσμό. Η Νίκαια – η πόλη της Οικουμενικής Συνόδου το 1325 - παραδόθηκε το 1329. Το 1344, η νότια ακτή του Μαρμαρά ήταν στα χέρια του Ορχάν, γιου του Οσμάν. Οι Έλληνες του Ελλησπόντου, υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στους Οθωμανούς. Σε αρκετές περιπτώσεις προσλάμβαναν Τούρκους μισθοφόρους για τις εμφύλιες διαμάχες τους. Ένας από αυτούς, ο Καντακουζηνός, προσέφυγε στους Οθωμανούς του Οσμάν για βοήθεια. Τίποτα πια δεν μπορούσε να σταματήσει τους Οθωμανούς. Το 1354 πέρασαν στην Ευρωπαϊκή πλευρά των Στενών και κατέλαβαν την Καλλίπολη. Και εδώ βοήθησε η θεία δίκη: Στις 4 Μαρτίου 1356 έγινε ένας τρομερός σεισμός. Το κάστρο της Καλλίπολης, όπου Έλληνες μαχητές προστάτευαν την Ανατολική Θράκη, έπεσε σαν χάρτινος Πύργος. Στο εξής οι Φράγκοι και τα καράβια τους θα έκαναν χρυσές δουλειές μεταφέροντας τους Οθωμανούς από τη μια μεριά του Βοσπόρου στην άλλη.

Ένα ατέλειωτο κοπάδι από άνδρες, γυναίκες, πρόβατα, παιδιά, άλογα και σκηνές άρχισαν να κατακλύζουν τη Θράκη. Ατέλειωτες ορδές Τούρκων καβαλάρηδων – των περίφημων Σπαχήδων – βρήκαν το δρόμο προς τη Βαλκανική και την Ευρώπη, ανακαλύπτοντας έναν Παράδεισο βοσκοτόπων με δροσερά νερά, πράσινα και σκιερά λιβάδια. Όταν ο Οθωμανικός στρατός εγκατέλειψε την περιοχή για νέες κατακτήσεις στη Μικρά Ασία, οι Τούρκοι μπέηδες είχαν ήδη εγκαταστήσει τα φέουδά τους στη Θράκη. Δερβίσηδες έστησαν τα καταλύματα τους. Τούρκοι χωρικοί απένειμαν στους εαυτούς τους αγροτικές εκτάσεις. Στη διάρκεια μιας γενιάς η Θράκη έγινε Τουρκική αποικία. Η πρωτεύουσά της, η αρχαία Ελληνική Ανδριανούπολις – έπεσε το 1362 και έγινε το Τουρκικό Έντιρνε.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες που ακολούθησαν, εν όψει του Τουρκικού κινδύνου προσπάθησαν να αποσπάσουν την βοήθεια της Δύσης, ακόμα και με αντάλλαγμα την πίστη τους. Οι δυτικοί άρχοντες όμως ποτέ δεν ήταν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν. Και οι Πάπες της Ρώμης στην ουσία προτίμησαν τους Οθωμανούς από τους αιρετικούς. Ο ίδιος ο Καντακουζηνός, Αυτοκράτορας τώρα Ιωάννης ο 5ος, επισκέφτηκε το Λουδοβίκο το Μεγάλο στη Βούδα το 1366, σε μια απεγνωσμένη και μάταιη προσπάθεια να παρακαλέσει την αρωγή του. Οι Βούλγαροι τον απήγαγαν κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Τον κράτησαν όμηρο μέχρι να λάβουν τα λύτρα που ζήτησαν, τα οποία η οικογένειά του δανείστηκε από τον Δόγη της Βενετίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αυτοκράτορας θέλησε να επισκεφθεί δυτικές πρωτεύουσες για να κερδίσει κάποιες συμπάθειες και βοήθειες. Οι Βενετοί τον φυλάκισαν για χρέη.

Οι Οθωμανοί δεν ήταν οι μόνοι που εποφθαλμιούσαν την ετοιμόρροπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Διάφοροι πολέμαρχοι των βαρβάρων: Σλάβων, Βουλγάρων, Τατάρων, Κοζάκων είχαν την ίδια επιδίωξη. Χάνοι, Κράλοι, Τσάροι, Βοϊβόδες, Δεσπότες, που δεν ήθελαν ή δε μπορούσαν να αποδεχθούν την Ελληνική επικράτηση στο Βυζάντιο, περίμεναν την πτώση του. Οι περιοχές που είχαν στην κυριαρχία τους ήταν τόσο διαφορετικές όσο και οι τίτλοι τους: Από ανοχύρωτα κρατίδια μέχρι οργανωμένες βαρβαρικές ορδές. Και όλοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. Λίγο πριν φθάσουν οι Τούρκοι, ο Στέφανος Ντούσαν «Κράλος της Μεγάλης Σερβίας, Αυτοκράτορας της Ρωμυλίας, Τσάρος της Χριστιανικής Μακεδονίας» έσπευσε να ιδρύσει το κράτος του στους άξονες Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ), Βελιγράδι, Θεσσαλονίκη, Αδριανούπολη. Εκβιάζοντας τους χωρικούς, μάζεψε στρατό και εκστράτευσε κατά της Πόλης για να την κατακτήσει. Δυστυχώς γι’ αυτόν, τα σχέδιά του αποδείχτηκαν τόσο εφήμερα όσο και ο τίτλος του: Το 1356 δολοφονήθηκε και η ‘Μεγάλη Σερβία’ που ονειρεύτηκε διαλύθηκε αυθωρί και παραχρήμα σε πολλά μικρά κρατίδια και έξι πριγκιπάτα. Οι Οθωμανοί, μετά την είσοδό τους στην κοιλάδα του Έβρου, κατέλαβαν το Νις (την Ελληνική Ναϊσό) το 1387. Εν συνεχεία, το 1389 στο Κοσσυφοπέδιο, οι Οθωμανοί κατανίκησαν το στρατό των Σέρβων πριγκίπων και η Σερβία μετατράπηκε σε υποτελές κρατίδιο της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι την ολοκληρωτική της εξαφάνιση το 1448.

Εξίσου άδοξα έληξαν τα σχέδια των Βουλγάρων για αναβίωση του νομαδικού τους βασιλείου του ενδέκατου αιώνα, πάνω στις επικείμενες στάχτες του Βυζαντίου. Ακόμα και Ορθόδοξοι μοναχοί πήραν τα όπλα και νόμισαν ότι θα φθάσουν στη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί, χωρίς διακρίσεις, με το γιαταγάνι και τη σιγουριά της μοίρας, συνέτριψαν τους πάντες: Φιλόσοφους, Βασιλιάδες, Πρίγκιπες, Ιππότες Οι μόνοι πραγματικά ανταγωνιστές τους στη περιοχή ήταν οι Ούγγροι. Αυτό που είπε ένας μοναχός από τα Σκόπια (Τουρκικό Ουσκούμπ) «Με το δίκιο τους οι ζωντανοί θα ζηλεύουν τη μοίρα των νεκρών» έγινε πραγματικότητα.

Μερικά από τα μοιραία λάθη των Βυζαντινών, αλλά και των τοπικών πολέμαρχων ήταν το γεγονός ότι υποτίμησαν την αποφασιστικότητα των Οθωμανών. Δεν κατάλαβαν τα τεράστια αποθέματα ανθρώπινου υλικού που αντλούσαν πέρα από τον Ελλήσποντο. Νόμισαν ότι με ραδιουργίες και δηλώσεις υποτέλειας θα επιβίωναν και αυτή τη λαίλαπα. Αλλά το σπουδαιότερο σφάλμα τους ήταν ότι δεν κατάλαβαν ότι οι Οθωμανοί αντλούσαν τη δύναμή τους από την απάθεια των χωρικών που υποδούλωναν – αν όχι από τη συμπαράστασή τους.
Όταν οι Βυζαντινοί ζήτησαν, ευγενικά και ταπεινά, από τον Οθωμανό πρίγκιπα Σουλεϊμάν να τους επιστραφεί η Καλλίπολη, ο Σουλεϊμάν τους δέχτηκε με τιμές και εξίσου ευγενικά τους είπε ότι λυπάται αλλά το Ισλάμ δεν γνωρίζει υποχώρηση. Η αυτοπεποίθηση των Οθωμανών ήταν κολλητική: Οι κάτοικοι των περιοχών που κατελάμβαναν τους συναντούσαν αυτοβούλως και τους παράδιναν κάστρα και πολιτείες. Ένοπλοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζητούσαν να καταταγούν στον Οθωμανικό στρατό. Στην Αθήνα του 1393, ο Λατίνος δούκας της πόλης κατηγόρησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της περιοχής ότι προετοιμάζει την Τουρκική εισβολή. Στη Θεσσαλονίκη του 1374, ο Μανουήλ, γιος του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, προσπάθησε μάταια να προκαλέσει αντιτουρκική υστερία στους πολίτες. Αυτοί τον εκδίωξαν. Αλλά ούτε ο πατέρας του τον δέχθηκε εντός των τειχών της Πόλης – φοβούμενος τη μήνη των Οθωμανών που τον είχαν ήδη προειδοποιήσει. Κι’ έτσι ο καημένος ο Μανουήλ κατέφυγε στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Και τους υπηρέτησε πιστά μέχρι το θάνατό του το1394.

Η ίδια η παρουσία του Οθωμανικού μετώπου είχε καταλυτικό αποτέλεσμα στους πληθυσμούς των Βαλκανίων. Όταν πλησίαζαν οι Οθωμανοί, ο πληθυσμός ή περνούσε στις Οθωμανικές γραμμές ή έφευγε με τα υπάρχοντά του. Έτσι τα εδάφη περνούσαν στους Οθωμανούς σχεδόν με χημική διαπίδυση. Πολλές από τις μεγάλες νίκες τους ήταν ανακλαστικές και η προέλασή τους φαινόταν αναπόφευκτη. Ποτέ δεν επέλεξαν μια σκληρή αναμέτρηση αλλά και ούτε αγνόησαν οποιαδήποτε πρόκληση. Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου ήταν αποτέλεσμα εξέγερσης των Σέρβων. Εξήντα χρόνια μετά, το 1448, η μάχη επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά κατά Σέρβων και Ούγγρων. Οι Σέρβοι παραβίασαν μια συνθήκη ειρήνης που είχαν συνάψει με τους Οθωμανούς και προέλαυναν στο Έντιρνε. Η σημασία της νίκης των Οθωμανών στο Κοσσυφοπέδιο το 1448, όπως και αυτή το 1389, ήταν τεράστια.

Οι ίδιοι οι Οθωμανοί πίστευαν ότι η προέλασή τους από την Ανατολή προς την Δύση ήταν θέληση Θεού και τίποτα δεν μπορούσε να την ανακόψει. Η άποψη αυτή ήταν τόσο πειστική, που και αυτός ο Λούθηρος φάνηκε να την υιοθετεί όταν αναρωτήθηκε αν πρέπει να αντισταθούν οι Χριστιανοί της Διαμαρτυρίας.

Οι Οθωμανοί ποτέ δεν απορροφήθηκαν από τους λαούς που κυρίευαν. Οι Χριστιανοί των Βαλκανίων δεν είχαν τίποτα να τους διδάξουν, μια που οι συνήθειές τους ήταν πολύ διαφορετικές και απόλυτα εμπεδωμένες, η θρησκεία τους έκανε πολύ περήφανους, η οργάνωσή τους πολύ προχωρημένη – και η ταχύτητα με την οποία προσαρτούσαν τα εδάφη αστραπιαία. Όσο για τον αρχηγό τους, τον Σουλτάνο, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα: οι βεζίρηδες, οι αγάδες, οι μπέηδες, οι απλοί πολίτες της αυτοκρατορίας του – και βέβαια οι γενίτσαροι – τον τιμούσαν ανεπιφύλακτα. Αν και το Ισλάμ δεν αναγνωρίζει αγίους ή οσίους, οι Σουλτάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το επόμενο καλύτερο: αυτοί που εξάπλωναν την πίστη στα πέρατα της Γης. Ο Οσμάν αναφερόταν στις προσευχές της Παρασκευής – υπέρτατη τιμή. Οι απόγονοί του γίνονταν ένα με το στρατό τους, έτρωγαν με τους άνδρες τους, ετοίμαζαν μόνοι τους και εξόπλιζαν τα άλογά τους και ντυνόντουσαν τόσο απλά, που ακόμα και στα μέσα του 15ου αιώνα, ένας ξένος που παραβρέθηκε στην κηδεία της μητέρας του Μουράτ του 2ου δεν αναγνώρισε το Σουλτάνο και χρειάστηκε να του τον δείξουν. Ο Μουράτ που ήταν γιος του Ορχάν, έβαλε να μεταφράσουν την ιστορία των Τουρκμάνων από την Περσική και κάθε βράδυ του διάβαζαν ένα κομμάτι – αφού ο ίδιος ήταν αγράμματος.

Το Ισλάμ είναι η μόνη από τις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες που δεν έχει κληρικούς ή ιερείς. Έχει όμως τους Ουλεμάδες: σοφούς μελετητές και ερμηνευτές του Κορανίου. Οι Ουλεμάδες δεν είχαν καμιά επίσημη ιδιότητα στη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Σπάνια γίνονταν δεκτοί από τον ‘Μεγάλο Κύριο’ (όπως αποκαλούσαν τον Σουλτάνο οι Ενετοί, Il Grand Signore). Η παρουσία τους δημιουργούσε πάντα, μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας επιφυλάξεις. Ήταν μορφωμένοι, μιλούσαν, διάβαζαν και έγραφαν την Αραβική (αρκετοί και την Περσική και την Ελληνική). Είχαν το δικαίωμα να κτίζουν τα τζαμιά τους και τους Μεντρέσες τους (ιερές σχολές του Κορανίου) όπου ήθελαν, στις νέο-αποκτούμενες περιοχές. Είχαν όμως και δύο σημαντικές αποστολές, κατευθείαν από το Σουλτάνο: Βεβαίωναν ότι ο Στρατός της αυτοκρατορίας τηρούσε τον Ισλαμικό νόμο και ότι το ένα πέμπτο των λαφύρων που περιέρχονταν στα χέρια του κατέληγε στον ίδιο τον Σουλτάνο. Από τα μέσα του 15ου αιώνα οι Ουλεμάδες έγιναν στην ουσία ταμίες της αυτοκρατορίας.

Κανένα αξίωμα δεν ήταν κληρονομικό. Τίποτα, ούτε η περιουσία που αποκτιόταν στη διάρκειά τους, δεν μεταβιβαζόταν στους απογόνους του αξιωματούχου. Οι Δυτικοί ποτέ δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την καταλυτική σημασία αυτής της συνήθειας για την συνοχή και την επιτυχία των Οθωμανών. Όλοι οι υπήκοοι του Σουλτάνου, από τους ραγιάδες (=κοπάδι, δηλαδή τους άπιστους) μέχρι τους πιστούς δερβίσηδες είχαν πάντα την πιθανότητα να αποκτήσουν ένα σημαντικό αξίωμα στην αυτοκρατορία. Όπως και οι βεζίρηδες, οι αγάδες, οι μπέηδες κινδύνευαν πάντα να χάσουν το αξίωμά τους – στην καλύτερη περίπτωση – ή και το κεφάλι τους. Και πράγματι αυτό συνέβη πάμπολλες φορές. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο 2ος είχε μερικές φορές τη συνήθεια να ντύνεται αχθοφόρος και να αναμειγνύεται τα βράδια στα καπηλειά της Πόλης με τους υπηκόους του. Σε μια τέτοια έξοδό του γνώρισε και εκτίμησε την ευφράδεια και την οξυδέρκεια ενός νεαρού. Την επόμενη μέρα τον κάλεσε στο Σαράι και τον έχρισε βεζίρη. Ο νεαρός Αχμέτ Κοπρουλού υπηρέτησε τη Μεγάλη Πύλη 18 χρόνια, έγινε Μεγάλος Βεζίρης και ένας από τους δεινότερους διπλωμάτες μιας, κατά πολλούς, σημαντικότατης διπλωματικής σχολής. Το 1630, ο μπέης (διοικητής, κατά κάποιο τρόπο) των Αθηνών, ο Χατζή Αλή είχε καταντήσει μάστιγα για την πόλη. Φυλάκιζε και τιμωρούσε όποιους ήθελε, πλούτιζε δημεύοντας περιουσίες πολιτών και εξόριζε ή αποκεφάλιζε όποιον του αντιστεκόταν. Μια ομάδα Αθηναίων, Τούρκων και Ελλήνων, πήγαν στην Πόλη και ζήτησαν ακρόαση από το Σουλτάνο. Αυτός, αφού τους άκουσε και πείστηκε από τα γεγονότα που του εξέθεσαν, διόρισε επιτόπου μπέη των Αθηνών έναν Έλληνα, μέλος της αντιπροσωπείας, το Δημήτρη Παλαιολόγο. Ο Χατζή Αλή εξορίστηκε στην Κω όπου και πέθανε.

Οι ραγιάδες, απλοί πολίτες της αυτοκρατορίας, χριστιανοί και χωρικοί οι περισσότεροι, ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν το 10% της παραγωγής τους σαν φόρο στην αυτοκρατορία και να δουλεύουν τρεις μέρες το χρόνο για το Σουλτάνο. Πέρα από αυτό δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν – τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα όταν η Οθωμανική διοίκηση περιήλθε σε αποσύνθεση – για λόγους που θα δούμε παρακάτω. Την ίδια περίοδο, οι χωρικοί στη Δύση βρίσκονταν σε απελπιστικά δεινότερη μοίρα και σε πολύ περισσότερους κινδύνους, από τις επιδρομές ορδών ημετέρων ή και ξένων στρατευμάτων μέχρι τους απεσταλμένους της Ιεράς Εξέτασης.

Το μόνο κληρονομικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αυτό του Σουλτάνου. Από το 1300 μέχρι το 1890 όλοι οι Σουλτάνοι προέρχονταν από την ίδια οικογενειακή γραμμή του Οσμάν. Η μοναδικότητα αυτή του ανώτατου αξιώματος της αυτοκρατορίας δημιούργησε πολλά και σημαντικά προβλήματα και τελικά οδήγησε στην παρακμή και την πτώση της. Μετά το Κοσσυφοπέδιο, οι Οθωμανοί έγιναν κύριοι όλων των Βαλκανίων από το Βελιγράδι μέχρι τη Βάρνα και από το Νις μέχρι τις όχθες του Δούναβη. Το 1389, ο Σέρβος Μίλος Όμπραβιτς, δραγουμάνος στην υπηρεσία του Μουράτ, μαχαίρωσε και σκότωσε στην αυτοκρατορική σκηνή τον Σουλτάνο σε μια εκστρατεία έξω από τη Νικόπολη. Οι δύο γιοι του Σουλτάνου κυνήγησαν και σκότωσαν τον δολοφόνο. Ένας από αυτούς, ο Βαγιαζήτ, μόλις επέστρεψαν στο στρατόπεδο, σκότωσε τον αδελφό του και ανακηρύχθηκε αμέσως Σουλτάνος. Έκτοτε όλοι σχεδόν οι αρσενικοί απόγονοι των Σουλτάνων, μόλις αποκτούσαν το αξίωμα – το οποίο δικαιούταν ο πρωτότοκος γιος – συνήθιζαν να θανατώνουν τους αδελφούς τους, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος εκθρόνισής τους. Σε περίπτωση που ο Σουλτάνος πέθαινε άκληρος, το αξίωμα έπαιρνε ο κοντινότερος εξάδελφος.

Ούτε τα στρατιωτικά αξιώματα ήταν κληρονομικά. Από το 1365, όταν ο Μουράτ ο 1ος δημιούργησε το σώμα των γενίτσαρων, τους jeni ceri (νέο στράτευμα), κανείς από αυτούς δεν μεταβίβασε το αξίωμά του ή την περιουσία του στους απογόνους του ή στην οικογένειά του. Οι γενίτσαροι απολάμβαναν όλα τα υλικά αγαθά κατά τη διάρκεια της φυσικής τους ζωής – όχι μόνο της επαγγελματικής τους – αλλά με το θάνατό τους όλα περιέρχονταν στο κράτος. Μέχρι το 1580 εξάλλου, οι γενίτσαροι δεν είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν και να δημιουργήσουν οικογένεια. Αλλά για τους γενίτσαρους, το στρατιωτικό αυτό θαύμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα αργότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: