Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

21. Αυστριακοί και Ρὠσοι

«Δεν είναι δυνατό να ισούται ο τυφλός μ’ εκείνον που βλέπει»
Κοράνι, 35-19

Το 1643 οι Οθωμανοί ξαναπήραν από τους Πέρσες τη Βαγδάτη. Το 1660 οι Μεγάλοι Βεζίρηδες Κοπρουλού επί τέλους εξολόθρευσαν τη δύναμη των Βενετών στο Λεβάντε και ξαναπήραν την Ουκρανία. Το 1711 ο Μέγας Πέτρος της Ρωσίας αναγκάστηκε να σταματήσει στον ποταμό Pruth και ζήτησε μια απελπισμένη ειρήνη. Ακόμα και μέχρι το 1730, οι Αυστριακοί, που έλπιζαν να πετύχουν την υποχώρηση των Οθωμανών όπως την είχε πετύχει ο πρίγκιπας Ευγένιος είκοσι χρόνια πριν, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το Βελιγράδι. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τις συνδυασμένες τους προσπάθειες, οι Οθωμανοί θα έβγαιναν από το λήθαργο και τη σύγχυση που τους είχε κυριεύσει και θα ξανάβρισκαν την παλιά τους δόξα.

Όμως, οι ανηφόρες που έπρεπε να σκαρφαλώσουν οι Οθωμανοί ήταν όλο και πιο απότομες. Το 1674 έχασαν την πρώτη τους χερσαία μάχη στον St. Gotthard. Ακολούθησε η συντριπτική ήττα στη Βιέννη το 1683. Και μια σειρά από ήττες που κατέληξαν στην ταπεινωτική συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699. Και η όχι λιγότερο ταπεινωτική συνθήκη του Πασσάροβιτς το 1718. Η αναπόφευκτη άνοδος της Ρωσικής δύναμης τον δέκατο όγδοο αιώνα και η ακούραστη αντίσταση της Περσίας. Η Αυτοκρατορία προσπάθησε να ανανήψει από τα χτυπήματα αυτά με μια πλειάδα υποχωρήσεων: στη διπλωματία, σε ασφαλέστερες περιοχές, σε νοσταλγικές φαντασιώσεις, ή στο εγωισμό της. Οι Οθωμανοί προσπάθησαν στην αρχή να υποτιμήσουν την κατάσταση. Όταν αυτό δεν ήταν πια δυνατό, θέλησαν να αναβαθμίσουν τις παλιές στρατιωτικές τους μεθόδους. Όταν αυτό απέτυχε, βρέθηκαν να αγωνίζονται να αναστρέψουν τη διάλυση της Αυτοκρατορίας.

Η συνθήκη του Βελιγραδίου το 1739 και τις συνθήκες της Περσίας το 1748, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκε να απολαμβάνει μισό αιώνα πρωτοφανούς ειρήνης. Όταν οι Οθωμανοί επέλεξαν να διασπάσουν αυτή την ειρήνη με ένα νέο κύκλο πολέμων κατά της Ρωσίας το 1784, ηττήθηκαν παταγωδώς και απέδειξαν ότι οι προσδοκίες τους ήταν στην ουσία φαντασιώσεις, αλλά και ότι ελάχιστα χρησιμοποίησαν αυτό το διάλειμμα. Στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, οι Ρώσοι είχαν φθάσει στο Έντιρνε. Ο Ναπολέοντας πήρε την Αίγυπτο το 1800. Από δω και πέρα, η ύπαρξη της Αυτοκρατορίας πρέπει να αποδοθεί στην ικανότητα των διπλωματών της και την υστεροβουλία των εχθρών της.

Μερικοί υποστηρίζουν ότι οι αιτίες της Οθωμανικής παρακμής πρέπει να αναζητηθούν στην περιφέρεια, η οποία δεν έδινε πια στην Αυτοκρατορία νέο αίμα. Άλλοι κατηγορούν τη συμπεριφορά του παλατιού. Ιστορικοί της παλιάς σχολής παρατήρησαν ότι το πολεμικό αίμα των πρώτων Σουλτάνων διαλύθηκε, σταγόνα-σταγόνα, από τις ξένες δούλες στα χαρέμια. Από το 1911 ο καθηγητής Libyer υπολόγισε την κατάπτωση και διακήρυξε ότι ο Οθωμανός Σουλτάνος είχε μόλις ένα μέρος στο εκατομμύριο Τουρκικό αίμα. Ένας άλλος, υπολογίζοντας και τις Τουρκάλες οδαλίσκες, τον διόρθωσε στο ένα μέρος στα δέκα-έξι χιλιάδες. Άλλοι πάλι υποδείκνυαν την εισροή νεαρών Μουσουλμάνων στην τάξη των σκλάβων του Σουλτάνου. Μερικοί αποδίδουν την φθορά της Αυτοκρατορίας όχι στη διαμάχη της με τους Δυτικούς, αλλά στην αιώνια μάχη της με τη Σιιτική Περσία. Οι Δυτικοί ιστορικοί τείνουν να θεωρούν υπεύθυνες τις διεθνείς καπιταλιστικές δυνάμεις – το κεφάλαιό τους και τη δύναμή τους – και ισχυρίζονται ότι η Δύση μετέτρεψε την Αυτοκρατορία σε περιφερειακό παραγωγό πρώτων υλών. Οι Τούρκοι ιστορικοί επαναπατρίζουν τις αιτίες: δείχνουν ότι το εμπόριο με τη Δύση είχε αμελητέα επίδραση στην Αυτοκρατορία μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα. Όμως, οι ειδικοί στα στρατιωτικά, παίρνοντας την τελευταία Οθωμανική πολιορκία στη Βιέννη σαν παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι η Αυστρία και η Ρωσία άρχιζαν να μαθαίνουν αυτά που οι Οθωμανοί άρχιζαν να ξεχνούν.

Οι πόλεμοι έδιναν αφορμή να αυξηθούν οι φόροι, το ένα τέταρτο των οποίων ξοδευόταν για το Σουλτάνο και το παλάτι του. Οι πόλεμοι όμως έπαιρναν και τους γενίτσαρους και τους σπαχήδες από τους δρόμους. Οι πόλεμοι έφερναν την Οθωμανικοί Αυτοκρατορία στα πεδία των μαχών. Άναβαν πάλι για λίγο την παλιά φλόγα και έβαζαν πάλι σε λειτουργία τους παλιούς μηχανισμούς. Η έκβαση της μάχης δεν είχε και μεγάλη σημασία: στο τέλος της ημέρας οι Οθωμανοί τιμούσαν το στρατό τους ανεξάρτητα αν είχε νικήσει.

Τόσο η Αυστρία όσο και η Ρωσία ωφελήθηκαν από το ότι άργησαν να προσέλθουν στην αυτοκρατορική γιορτή: μπόρεσαν στο μεταξύ να αναβαθμίσουν τη δομή της στρατιωτικής τους διάταξης, τους τρόπους φορολογίας των πολιτών τους και την τεχνολογία τους για να ανταποκριθούν το σύγχρονο τρόπο πολέμου. Κατά τη διάρκεια του Τριαντακονταετούς Πολέμου στην Κεντρική Ευρώπη, είχε αποδειχθεί ή ανωτερότητα των μεγάλων μονάδων πεζικού, με υποστήριξη πυροβολικού, απέναντι στις επιθέσεις του ιππικού του Μεσαίωνα. Η τεχνικές αυτές είχαν εισαχθεί από τη Γαλλία και την Ιταλία. Απαιτούσαν όμως μεγαλύτερες προσπάθειες από τις κεντρικές κρατικές εξουσίες γιατί, ενώ οι ιππότες του Μεσαίωνα είχαν οι ίδιοι την ευθύνη του οπλισμού και των ανδρών τους, ο νέος στρατός απαιτούσε τεράστιες οικονομικές και οργανωτικές προσπάθειες, για την εκγύμναση των ανδρών, τους μισθούς τους και τις προμήθειες. Επίσης έπρεπε να υπάρχει ένα αρκετά αποτελεσματικό σύστημα συλλογής φόρων. Και αστυνόμευσης. Για να αρμέξουν την ύπαιθρο κάποιος έπρεπε να την κρατάει γερά.

Οι Ρώσοι αποδείχτηκαν άσοι σ’ αυτό. Με την προφανώς αστείρευτη πηγή ανθρώπινου υλικού που διέθεταν, γρήγορα έμαθαν να τιθασεύουν και να φορολογούν τις νέες περιοχές που κυρίευαν. Επειδή οι περιοχές που κυρίευαν είχαν μικρό πληθυσμό, οι φόροι που επέβαλλαν ήταν πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς που αντλούσαν οι Αυστριακοί στη πυκνοκατοικημένη κεντρική Ευρώπη, ή από αυτούς που τόλμησαν ποτέ να επιβάλουν οι Οθωμανοί στα Βαλκάνια. Επίσης οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί έφερναν με ευκολία νέους κατοίκους στις νέες περιοχές, πράγμα που οι Οθωμανοί, με τις ορδές των σπαχήδων και των γενιτσάρων να ελέγχουν τα νέα τιμάρια, δεν κατάφερναν να κάνουν. Σχετικά λίγοι Οθωμανοί ή και Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στις παραδουνάβιες περιοχές. Ακόμα και στα σχετικά ήσυχα μετόπισθεν, στα Βαλκάνια, μετά τον αρχικό τους ενθουσιασμό, λίγοι Οθωμανοί ήταν διατεθειμένοι να εποικήσουν, αφήνοντας την σιγουριά της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας. Οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί υποχρέωναν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού τους να εγκατασταθούν στις νέες περιοχές. Οι Οθωμανοί άφηναν τον εποικισμό στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Οι μηχανισμοί υποστήριξης που οι ίδιοι οι Οθωμανοί είχαν εφεύρει σε παλαιότερες εποχές, φάνταζαν τώρα εξαιρετικά παρωχημένοι. Οι οπλουργοί τεχνίτες και οι κατασκευαστές όπλων στην Κωνσταντινούπολη φαίνονταν ανίκανοι να παράγουν υλικά και όπλα στην ποσότητα που απαιτούσε η σύγχρονη πολεμική τεχνική. Το φορολογικό τους σύστημα ήταν και αυτό αρκετά περιορισμένο και τίποτα δεν τους είχε προετοιμάσει για το τεράστιο έργο μαζικής χρηματοδότησης που απαιτούσε ο σύγχρονος πόλεμος ή την αναγκαιότητα προετοιμασίας ενός σύγχρονου στρατού. Οι Οθωμανοί, συνήθως, δεν έκαναν εμπόριο. Αυτό το έκαναν οι μειονότητές τους, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι, οι οποίες όμως τώρα όχι απλώς δεν υποστήριζαν την Αυτοκρατορία, αλλά και είχαν κάθε λόγο να τη δουν να διαλύεται1.
Μετά τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, οι Αυστριακοί είχαν έναν χαρισματικό ηγέτη, τον πρίγκιπα Ευγένιο της Σαβοΐας, που εφάρμοσε στον Αυστριακό στρατό πειθαρχία, αδιάβλητη διοίκηση και αξιοκρατία. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι Αυστριακοί κατάφεραν να νικήσουν πολλές φορές τους Οθωμανούς με στρατεύματα των οποίων ο αριθμός ήταν μικρότερος από πριν2. Υπό τον Ευγένιο, οι Αυστριακοί πήραν το Βελιγράδι και τη Νις. Το 1697 νίκησαν τον

Οθωμανικό στρατό του οποίου διοικητής ήταν ο ίδιος ο Σουλτάνος Μουσταφά ο 4ος, στ Ζέντα της Ουγγαρίας. Και όταν ο πόλεμος άρχισε ξανά, η συνθήκη του Πασσάροβιτς έφερνε τους Αψβούργους κύριους της ίδιας της Σερβίας. Προς στιγμή φάνηκε ότι οι Αυστριακοί θα έδιωχναν τους Οθωμανούς πίσω στην Ασία. Αλλά «η υπερηφάνεια άπλωσε το πέπλο της απροσεξίας πάνω στον οφθαλμό της διορατικότητας» όπως έγραψε κάποτε ένας Οθωμανός ιστορικός. Η ιδιοφυΐα και η τόλμη του Ευγένιου εντυπωσίασε τόσο πολύ τους αξιωματικούς του, που όταν ο ίδιος πέθανε, και είχαν αυτοί την αρχηγία, προσπάθησαν μοιραία να μιμηθούν την τόλμη του χωρίς να έχουν την ιδιοφυΐα του. Προσπάθησαν να επαναλάβουν την ιστορία χωρίς τον Ευγένιο στις εκστρατείες του 1734-6 και βρέθηκαν να χάνουν πίσω στους Οθωμανούς ότι είχε αυτός κερδίσει. Οι στρατοί των Οθωμανών, χωρίς να έχουν πια μεγάλους στρατηγούς και χωρίς να υπερέχουν σε οπλικά συστήματα τους συνέτριψαν. Η συμφωνία του Βελιγραδίου το 1739 ανέτρεψε όλες τις επιτυχίες των Αυστριακών στο Πασσάροβιτς και η Σερβία επεστράφη στην Αυτοκρατορία.

Το πνεύμα της νίκης φάνηκε να μετακινείται αποφασιστικά προς τους Ρώσους. Οι Τσάροι φάνηκαν να διαμορφώνουν τώρα μια σχεδόν επιστημονικά ακριβή μέθοδο κυριαρχίας τους πάνω στις μεγάλες στέπες που εκτείνονται νότια του Μόσκοβα και μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί ήταν σαν να θέλουν να αγκαλιάσουν με τα δυο τους χέρια την «Τουρκική Λίμνη». Όταν το 1774 οι Ρώσοι επέβαλαν στους Οθωμανούς την άκρως ταπεινωτική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί, ο Αυστριακός δικέφαλος αετός φάνηκε να κοιτάει αβέβαιος πότε στη Δύση, πότε στην Ανατολή. Και μέσα στη δίνη της αβεβαιότητάς τους, οι Αυστριακοί κατέληξαν να είναι φτωχοί συγγενείς των Ρώσων. Τουλάχιστον στο πεδίο των μαχών. Ο Αυστριακός στρατός υπέστη μια από τις πιο οδυνηρές του ήττες το 1788 όταν η διαταγή να σταματήσουν για μια νύχτα – HALT στα γερμανικά – εκλήφθη κατά λάθος σαν ΑΛΛΑΧ. Οι στρατιώτες νόμισαν ότι τους αιφνιδίασαν οι Τούρκοι και πανικοβλήθηκαν. Οι οδηγοί των κανονιών ζόρισαν τα άλογα να τρέξουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και οι άνδρες του πεζικού άρχισαν να πυροβολούν στα τυφλά προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν ξημέρωσε, χωρίς να υπάρχει ίχνος εχθρικού στρατού, δέκα χιλιάδες Αυστριακοί ήταν νεκροί στο χιόνι.
Η ορμή της νίκης των Ρώσων δεν ήρθε καθόλου γρήγορα. Στην αρχή του δέκατου όγδοου αιώνα οι Ρώσοι απλώς παρενοχλούσαν τους Οθωμανούς στα μέτωπα της Κριμαίας, όπου η συνθήκη του Κάρλοβιτς τους είχε δώσει ένα μικρό έρεισμα. Όπως ανέφερε ο Χάνος των Τατάρων προς τον Σουλτάνο, «οι Ρώσοι παρενοχλούν τους ραγιάδες μου αλλά όχι εμένα.

Αλλά ούτε αυτό πρέπει να μείνει ατιμώρητο. Γιατί όπως και συ Πατισάχ, η δύναμή μου είναι τα κοπάδια μου και οι ραγιάδες μου. Σε καλώ λοιπόν να τους δώσουμε μαζί ένα σκληρό μάθημα». Συνεπώς, το 1710 ο Μέγας Μουφτής έβγαλε φετβά που δικαιολογούσε πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στρατολογήθηκαν τριάντα χιλιάδες γενίτσαροι. Ο Καπουτάν Πασάς ετοίμασε το στόλο και ο Ρώσος πρεσβευτής φυλακίστηκε στο επταπύργιο, σαν αφορμή να αρχίσει ο πόλεμος.

Ο Πέτρος ο Μέγας της Ρωσίας εξασφάλισε την είσοδο των στρατευμάτων του στα Οθωμανικά εδάφη αγοράζοντας την εύνοια των χοσποδάρων (ηγετών) της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Οι περιοχές αυτές ήταν στην Οθωμανική κυριαρχία, αν και διατηρούσαν την αυτονομία τους, αλλά οι ηγέτες τους ήταν υποτελείς στους Οθωμανούς. Ο πρίγκιπας Βράνκοβιτς της Μολδαβίας έπαιζε σε δύο ταμπλό και όταν οι στρατός του Πέτρου είχε διασχίσει τον ποταμό Prut, ξεκινώντας την κατοχή του πριγκιπάτου, ο τσάρος δεν βρήκε τα προσυμφωνημένα εφόδια. Ο στρατός του ήταν πεινασμένος και άρρωστος. Χρειάστηκε να καταλάβει αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών των Οθωμανών, νοτιότερα. Ο Σουλτάνος που είχε εκμεταλλευθεί τη δωδεκαετή ειρήνη που ακολούθησε τη συμφωνία του Κάρλοβιτς για να αναδιοργανώσει τον Οθωμανικό στρατό, δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια. Ενώ ο Πέτρος όδευε προς νότο από τη δεξιά μεριά του ποταμού, πιστεύοντας ο Μέγας Βεζίρης και ο στρατός του ήταν ακόμα στην Κωνσταντινούπολη, ο Οθωμανικός στρατός τον έφθασε από την αριστερή όχθη. Και δέκα χιλιάδες άγριοι Τατάροι τον ακολουθούσαν. Ο Ρωσικός στρατός αποδεκατίστηκε.

Στις 21 Ιουλίου του 1711, ο Πέτρος υπέγραψε μια συνθήκη στην οποία ομολογούσε ότι στο εξής θα παρέμενε εντός των συνόρων της κυριαρχίας του, θα αποσυρόταν από την Αζοφική θάλασσα, που ήταν το έρεισμά του στη Μαύρη Θάλασσα. Και ενώ παρέμενε στο έλεος των Τούρκων και του Μεγάλου Βεζίρη, ο Ρωσικός στρατός πήρε την άδεια να οπισθοχωρήσει με πολύ επιεικείς όρους. Ο ίδιος ο Πέτρος ποτέ όσο ζούσε δεν τόλμησε ξανά να εμπλακεί σε πόλεμο με τους Οθωμανούς3. Οι διάδοχοί του όμως το έκαναν. Το 1774 η κατάσταση αντιστράφηκε και οι Ρώσοι έφτασαν μέχρι τα περάσματα των Βαλκανίων. Ο Μέγας Βεζίρης, ανακαλύπτοντας ότι είχε μόλις οκτώ χιλιάδες άνδρες να υπερασπιστεί το πέρασμα Σούμλα στη Βουλγαρία, ζήτησε ειρήνη. Ο Ρώσος στρατηγός Ρομανζόφ καθυστέρησε για τέσσαρες μέρες να βάλει την υπογραφή του στη συνθήκη, για να πέσει η ημέρα της υπογραφής με την ημέρα υπογραφής της συνθήκης στον Pruth, ξεπλένοντας έτσι τη ντροπή της ήττας του Πέτρου, εξήντα τρία χρόνια πριν.

Η συνθήκη αυτή, γνωστή σαν συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί υπογράφηκε στις 21 Ιουλίου του 1774 και ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που αναγκάστηκε να υπογράψει ο Πέτρος το 1711. Ήταν μάλλον πιο κοντά στη συνθήκη του Κάρλοβιτς του 1699, όταν οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν από τους Αυστριακούς να παραδώσουν όλα τα εδάφη της Κεντρικής Ευρώπης που κατείχαν. Τώρα οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί οι Τατάροι της Κριμαίας αποκόπτονταν και ανεξαρτητοποιούνταν από το Σουλτάνο: καταφανώς ένδειξη ότι θα τους απορροφούσε σύντομα η Ρωσική Αυτοκρατορία. Γεγονός που πραγματοποιήθηκε δέκα χρόνια μετά. Τα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Βλαχίας παρέμεναν στην Πύλη, αλλά η Ρωσία τα εκπροσωπούσε στο εξωτερικό. Τα Ρωσικά εμπορικά πλοία μπορούσαν να περάσουν ελεύθερα το Βόσπορο. Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη μπορούσε να υπερασπίζεται τους Ορθόδοξους Χριστιανούς υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Και ο Τσάρος ανακηρυσσόταν ο τελικός υπέρτατος προστάτης όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το 1674, στο St. Gotthard, οι Οθωμανοί είχαν υποστεί την πρώτη τους ήττα σε ανοιχτή μάχη. Και ο Μέγας Βεζίρης Καρά Μουσταφά – πολύ πριν χάσει το κεφάλι του – φέρεται να είχε αναφωνήσει (βλέποντας τους επερχόμενους Γάλλους ιππείς με τα ξυρισμένα πρόσωπα και τις πουδραρισμένες περούκες): «Ποιες είναι αυτές οι κοπέλες»; Τις ιαχές των Γάλλων όμως (Allons, allons, tue tue) οι Οθωμανοί δεν ξέχασαν ποτέ. Και ενώ ο στρατηγός των Ρώσων Σουβάροφ, τώρα, το 1774, είχε μάθει στους άνδρες του να χρησιμοποιούν το νέο όπλο της εποχής, την ξιφολόγχη, οι Οθωμανοί δεν την χρησιμοποίησαν ποτέ – γιατί το θεωρούσαν απάνθρωπο. Με αυτήν την ξιφολόγχη όμως τα Ρωσικά στρατεύματα το 1791 κατέλαβαν την πόλη Ισμαήλ στην Κριμαία και κατακρεούργησαν, σπίτι-σπίτι, σαράντα χιλιάδες Τούρκους Μουσουλμάνους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Να μπλοφάριζε άραγε ο Σουβάροφ, όταν αργότερα έλεγε σε έναν Άγγλο ταξιδιώτη ότι μετά τη μεγάλη σφαγή της Ισμαήλ πήγε στη σκηνή του και έκλαψε; Μάλλον. Γιατί όταν ειδοποίησε την Τσαρίνα για την επιτυχία του Ρωσικού στρατού, αυτή έκανε ένα μεγάλο χορό. Και πρώτος που χόρεψε ήταν ο Σουβάροφ.


1 Στην εποχή της ακμής της, η Αυτοκρατορία ενθάρρυνε τις μειονότητες αυτές να ασχοληθούν με το εμπόριο. Έτσι οι ίδιοι οι Οθωμανοί μπορούσαν να αφιερωθούν σ’ αυτά που ήξεραν καλύτερα: τον πόλεμο και τη διαχείριση της εξουσίας.
2 Οι άνδρες του Αυστριακού στρατού ενθαρρύνονταν να πιουν αλκοόλ πριν τις μάχες με τους Οθωμανούς. Μπορούσαν έτσι να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις τρομακτικές ορδές των γενιτσάρων
3 Το 1718, ο στρατηγός Γκολύτσιν, ευνοούμενος της Τσαρίνας Αικατερίνης, ξεκίνησε με στρατό ενός εκατομμυρίου ανδρών από τη Μόσχα για να πετάξει τους Τούρκους στη θάλασσα. Χωρίς όμως τα απαιτούμενα εφόδια, τετρακόσιες χιλιάδες άνδρες πέθαναν από πείνα πριν βγουν από το Ρωσικό έδαφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: