Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

07. Το Κέντρο

«Και δεν επιβαρύνουμε καμιά ψυχή με φορτίο μεγαλύτερο από εκείνο που μπορεί να σηκώσει»
Κοράνι, 23-62


Όταν ήταν παιδί, ο Μεχμέτ δεν ήταν πολύ επιμελής. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για τον κάνουν να μάθει όσα έμαθε. Στα δώδεκά του χρόνια ονομάστηκε άρχοντας της Ρωμυλίας, ενώ ο πατέρας του ο Μουράτ εκστράτευσε κατά των Καραμανών που ενοχλούσαν τα νώτα του. Στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, το 1494, μια εξέγερση χριστιανών και μουσουλμάνων στη Βάρνα της Βουλγαρίας ενόχλησε σοβαρά την Ευρωπαϊκή εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο νεαρός Μεχμέτ, τον οποίον οι γενίτσαροι δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ο Μουράτ επέστρεψε εσπευσμένα στη Θράκη, έλυσε το πρόβλημα και αναγκάστηκε από τους γενίτσαρους να εξορίσει τον Μεχμέτ στην Ανατολία. Με τον θάνατο του Μουράτ το χειμώνα του 1451 – την πρωτοχρονιά του 855 κατά το Ισλαμικό ημερολόγιο – ο Μεχμέτ όρμησε στο άλογό του και φωνάζοντας ‘όποιος με αγαπάει να με ακολουθήσει’ έφθασε στο στρατόπεδο των Οθωμανών, δολοφόνησε τον ετεροθαλή αδελφό του που είχε προτεραιότητα στη διαδοχή και ανακηρύχθηκε Σουλτάνος, υπό τις ιαχές λίγων οπαδών του. Οι γενίτσαροι του Μουράτ δεν έκρυβαν την αντιπάθειά τους και ο Μεχμέτ, τις πρώτες μέρες αναγκάστηκε να εκδώσει φιρμάνι – για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία των Οθωμανών – απειλώντας ότι όποιος γενίτσαρος δεν έδειχνε στο Σουλτάνο τον απαραίτητο σεβασμό θα έχανε επί τόπου το κεφάλι του. Και για σιγουριά αποκεφάλισε τους επικεφαλής τους. Δολοφονήθηκαν επίσης αμέσως πέντε από τους δεκατρείς βεζίρηδες. Ο Μέγας Βεζίρης Χαλίλ διασώθηκε γιατί έσπευσε να δηλώσει υποταγή στον Μεχμέτ – αλλά και γιατί κανείς δεν ήξερε τις υποθέσεις του κράτους καλύτερα από αυτόν.

Όλα αυτά άλλαξαν μετά την Άλωση. Όλοι – οι Βενετοί, οι Γενουέζοι, οι Ραγκουσανοί – έσπευσαν να συγχαρούν τον Πορθητή και υποσχέθηκαν να αυξήσουν τα λίτρα της υποτέλειας που ήδη πλήρωναν σ’ αυτόν. Και οι ιππότες της Ρόδου έσπευσαν να στείλουν τα συγχαρητήριά τους, αν και διευκρίνισαν ότι δε μπόρεσαν να αυξήσουν τα λύτρα που πλήρωναν χωρίς την έγκριση του Πάπα. Ο Μεχμέτ εκμεταλλεύθηκε την Άλωση και για να αυξήσει το κύρος στον κόσμο του Ισλάμ. Έστειλε το υποτιθέμενο κεφάλι του Κωνσταντίνου σε περιοδεία στις μεγάλες πόλεις του Ισλάμ.

Παρά την κατάντια της, η Πόλη θεωρούταν η πρώτη πόλη στον κόσμο. Ατέλειωτες ορδές Χριστιανικών στρατών είχαν δώσει τη ζωή τους για την καταλάβουν: Σταυροφόροι, ζηλωτές, φιλόδοξοι Σέρβοι ηγεμόνες, βάρβαροι Βούλγαροι χάνοι που μετέτρεπαν τα κρανία των εχθρών τους σε κρασοπότηρα, είχαν χαθεί μπροστά στα τείχη της. Στα χίλια χρόνια της ζωής της, η Κωνσταντινούπολη είχε υποστεί είκοσι εννέα επιδρομές και είχε αποκρούσει τις είκοσι μία. Πολλοί ηγεμόνες της Λατινικής Δύσης, από τον Βασιλιά της Νεάπολης μέχρι τον Κάρολο τον 2ο της Ανζούης ονειρεύονταν να την αλώσουν. Άλλοι με τα όπλα, άλλοι με τις διαπλοκές και άλλοι με τη βοήθεια του Θεού τους.

Μια ιδιομορφία, θα έλεγε κανείς της γεωγραφίας αλλά και τα τερτίπια της διπλωματίας, τη διατηρούσαν για πολλούς αιώνες στο κέντρο των εξελίξεων. Οι Βυζαντινοί την αποκαλούσαν ‘Ομφαλόν της Γης’. Οι Βενετοί, όταν την άλωσαν προσωρινά το 1204, είχαν για ένα διάστημα εκφράσει την επιθυμία να μεταφέρουν εκεί την Βενετία,. Πάντως, η ίδια η πατρίδα τους στις εκβολές του Βενέτου ήταν τόσο γεμάτη με κλεμμένα έργα τέχνης από την Κωνσταντινούπολη, που τελικά συνέβη το αντίθετο: η Κωνσταντινούπολη είχε μεταφερθεί στη Βενετία. Το 1503 – πενήντα χρόνια μετά την Άλωση – ο Andrea Gritti, που είχε θητεύσει διπλωμάτης της Βενετίας στη Μεγάλη Πύλη και αργότερα έγινε Δόγης της – έγραφε ότι «το μοναδικό της κλίμα, οι δυο θάλασσες που την περιβάλλουν και την προστατεύουν από παντού, η ομορφιά των περιοχών της Θράκης που την αγγίζουν, την κάνουν να θεωρείται η πιο προνομιούχος πόλη όχι μόνο στην Ασία αλλά και σε όλο τον κόσμο». Ο Γάλλος περιηγητής Busbecq, έναν αιώνα αργότερα έλεγε: «φαίνεται ότι η τοποθεσία αυτή της Πόλης προορίζεται από τη φύση σαν πρωτεύουσα του κόσμου». Ένας άλλος Βενετός, o Benedetto Ramberti, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό βλέποντας την ομορφιά της: «η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι μόνο πέρα από κάθε περιγραφή, αλλά και σχεδόν αδύνατον να την καταλάβει κανείς με τη σκέψη, λόγω της ομορφιάς της». Ο δε Ρωμαίος ταξιδιώτης della Valle που την επισκέφτηκε το δέκατο έβδομο αιώνα περιέγραψε τα κλιμακωτά της κτίρια με τις τεράστιες μαρκίζες τους και τις σκιές τους, τις μεγάλες βεράντες, τα κάτασπρα σπίτια με τα πράσινα κυπαρίσσια τους «ένα τόσο εντυπωσιακό θέαμα, που δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο τόσο όμορφη». Ακόμα περισσότερο από τους επισκέπτες της Δύσης ύμνησαν την Πόλη οι ποιητές της Ανατολής. Ο Πέρσης ποιητής Ναμπί γράφει: «η ομορφιά της τόσο σπάνια / που και η θάλασσα την αγκαλιάζει». Ο Τούρκος ιστορικός Τουρσούν Μπέη: «Τι πόλη! Με ένα γρόσι βρίσκεσαι από την Ευρώπη στη Ασία».

Πράγματι, η Ασία ήλθε στην Ευρώπη: Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Αλλά και η Ευρώπη ήλθε στη Ασία: οι Οθωμανές γυναίκες της Πόλης μπορούσαν να κυκλοφορούν φορώντας το κλασσικό Βυζαντινό πέπλο αντί του παραδοσιακού ισλαμικού καλύμματος. Οι φιλοδοξίες του Μεχμέτ του Πορθητή αποκρυσταλλώθηκαν στη νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η Αγία Σοφία μετετράπη σε τζαμί. Μετά την Άλωση, ο Μεχμέτ κατέλαβε όλες τις Ελληνόφωνες περιοχές. Από την Τραπεζούντα μέχρι την Πελοπόννησο, κατέλυσε την εξουσία όλων των δεσποτών του Βυζαντίου, φίλων και εχθρών. Ο Κριτόβουλος, άρχοντας της Ίμβρου, από τους λίγους Έλληνες του Βυζαντίου που παρέμειναν στη θέση τους, κάλεσε τους Έλληνες, παρά τις τραγικές απώλειες, να διατηρήσουν την ενότητά τους και να αποδεχθούν την νέα εξουσία του Σουλτάνου. Προηγουμένως είχε ζητήσει τη βοήθεια του Πάπα, χωρίς όμως ανταπόκριση. Ο Κριτόβουλος, που έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του Πορθητή, έγραψε την ιστορία της εποχής του, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί μια από τις πιο αξιόπιστες πηγές μας. Ο Γεώργιος Αμουριτζής από την Τραπεζούντα διαπραγματεύθηκε με τους Οθωμανούς την παράδοση της πόλης. Οι άρχοντες της πόλης εξορίστηκαν με τις οικογένειές τους στην Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι άνδρες της Τραπεζούντας πουλήθηκαν σκλάβοι. Οι περισσότεροι από αυτούς γύρισαν σύντομα στις οικογένειες τους, οι υπόλοιποι πέρασαν στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Το 1465 θανατώθηκαν οι Κομνηνοί στο Επταπύργιο. Η αυτοκράτειρα Ελένη έθαψε με τα χέρια της όλους τους άνδρες της οικογενείας της και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Οι αδελφοί του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, οι Παλαιολόγοι δεσπότες της Πελοποννήσου Θωμάς και Δημήτριος, πρόδωσαν μόνοι τους τον αγώνα τους με την απιστία και τον καιροσκοπισμό τους. Αντιστάθηκαν στο Μεχμέτ προκαλώντας τον σε πόλεμο όταν τους ζήτησε ειρήνη και ζητώντας ειρήνη όταν ο Μεχμέτ τους κήρυξε τον πόλεμο. Έτσι, ο Μεχμέτ το 1460 διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και αποτελείωσε τους Παλαιολόγους καταλαμβάνοντας την μία μετά την άλλη τις Πελοποννησιακές πόλεις. Ο Θωμάς Παλαιολόγος διέφυγε με την οικογένειά του στην Ρώμη όπου και πέθανε λίγο μετά. Η τύχη των δυο γιων του δεν ήταν καλύτερη. Ο ένας παντρεύτηκε μια Ρωμαία και πέθανε πάμπτωχος επαίτης στη Ρώμη. Ό άλλος επέστρεψε μάλλον άδοξα στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέθανε σαν συνταξιούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού κατά πάσα πιθανότητα είχε προηγουμένως ασπασθεί το Ισλάμ. Ο θείος του Δημήτριος, τελευταίος των Παλαιολόγων, πέθανε στο Έντιρνε το 1470, όπου έζησε με την ανοχή τουλάχιστον του Σουλτάνου. Μόνο η θυγατέρα του Θωμά, η Ζωή Παλαιολόγου, διέφυγε στη Ρωσία όπου παντρεύτηκε τον Μεγάλο Δούκα Ιβάν τον 3ο το 1472. Μαζί της μετέφερε τις Καισαροπαπικές διεκδικήσεις των Παλαιολόγων από το Δεσποτάτο του Μιστρά αλλά και το Δικέφαλο Αετό του Βυζαντίου.

Το 1456 ο Μεχμέτ με τους βετεράνους του της Άλωσης εκστράτευσαν στον Δούναβη. Στόχος τους ήταν ένα νησάκι στις εκβολές του ποταμού Σάβα, κλειδί στις κυριαρχικές του βλέψεις στην Κεντρική Ευρώπη, που οι Οθωμανοί ονόμασαν ‘Νταρ-Νε-Τζιχάντ’, σημείο του ιερού πολέμου και το οποίο σήμερα είναι γνωστό σε μας σαν Βελιγράδι, η Λευκή Πόλη. Μόλις ο ήρωας των Ούγγρων Γιάνος Χουνιάντι έμαθε ότι ο Σουλτάνος πλησιάζει, οχυρώθηκε στο κάστρο του Βελιγραδίου, αφού προηγουμένως φρόντισε να ξεφορτωθεί όσους κατοίκους του δεν συμφωνούσαν με τα σχέδιά του και όσους φοβόταν ότι θα συνεργάζονταν με τους Οθωμανούς και αφού έβαλε τα πτώματά τους σαν φυσικά φράγματα γύρω από τα τείχη του κάστρου του. Οι γενίτσαροι του Μεχμέτ όμως δεν πτοήθηκαν και στις 13 Αυγούστου του 1456 διάβηκαν το κάστρο διά πυρός και σιδήρου. Οι Ούγγροι υπερασπιστές φάνηκαν να μην προβάλουν ουσιαστική αντίσταση. Περίμεναν όμως τους γενίτσαρους κρυμμένοι στα οχυρά και στα χαλάσματα του κάστρου. Την τελευταία στιγμή όρμησαν στο σώμα των γενιτσάρων και πετσόκοψαν όσους μπόρεσαν. Οι Οθωμανοί, για πρώτη φορά σε πολλές μάχες, οπισθοχώρησαν άτακτα, παρά τις άγριες φωνές των αγάδων. Ο Σουλτάνος, φοβούμενος την καταστροφή και διαβλέποντας μια ταπεινωτική ήττα αποκεφάλισε με το ίδιο του το σπαθί τους στρατηγούς του, ανέλαβε ο ίδιος αστραπιαία την διοίκηση του στρατού του, διέταξε τους αγάδες να ανασυγκροτήσουν τους γενίτσαρους και να πάρουν το κάστρο. Ούτε οι φωνές των αγάδων ούτε τα τύμπανα του Σουλτάνου ούτε καν οι ιερές σάλπιγγες του ιερού σώματος μπόρεσαν να πείσουν τους γενίτσαρους να ξαναεπιτεθούν.

Για τους Ούγγρους, η μάχη στο Βελιγράδι αποτέλεσε εξαγνισμό για τις ταπεινωτικές ήττες στη Βάρνα και στη Νικόπολη. Ο Μεχμέτ πέθανε είκοσι μέρες μετά την άρση της πολιορκίας. Άφησε πίσω του ένα μύθο. Οι Τουρκάλες μητέρες για πολλούς αιώνες θα νανούριζαν τα μωρά τους υποσχόμενες ότι ο Μεχμέτ ο Πορθητής δεν πέθανε και θα τα οδηγούσε πίσω στην Ευρώπη. Στον τάφο του στην Άλμπα Ιουλία της Τρανσυλβανίας, ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατό του, στήθηκε μνημείο που μέχρι σήμερα παραμένει ιερός τόπος προσκυνήματος για τους Τούρκους.
Ο Μεχμέτ απέτυχε να πάρει το Βελιγράδι και απέτυχε να πάρει τη Ρόδο. Πήρε όμως όλη τη Μαύρη Θάλασσα, και βέβαια άλωσε την Πόλη. Έδιωξε όλους τους Λατίνους από τις αποικίες τους στο Βόσπορο. Κατέλαβε τη μια μετά την άλλη τις αποικίες των Ενετών και των Γενουέζων κατά μήκος του Ελλησπόντου. Το 1475, μετά τις σαρωτικές νίκες του Σουλτάνου, χίλιοι πεντακόσιοι νεαροί Γενουέζοι ευγενείς προσχώρησαν στις τάξεις των γενιτσάρων και στο Ισλάμ. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ο Σουλτάνος ξεκούρασε το στρατό του και τον εαυτό του, διαβάζοντας τα γραπτά του κλασσικού Έλληνα γεωγράφου Πτολεμαίου του οποίου οι απόψεις περί στρατοκρατορίας στην ανατολική Μεσόγειο συνέπιπταν με τις δικές του.

Οι Ιταλοί, παρά την ουδετερότητά τους στις εκστρατείες του Μεχμέτ κατά του Ανατολικού Βασιλείου των Αιρετικών – όπως αποκαλούσαν το Βυζάντιο – και παρά την υποτέλεια που του υποσχέθηκαν στο Αιγαίο, ακόμα και παρά τις λεκτικές επικλήσεις στη γενναιότητά του, δεν γλίτωσαν και αυτοί τη μήνη του Σουλτάνου. Το 1480, ο στρατηγός του Μεχμέτ, ο Αχμέτ ο Δύσμορφος, Μέγας Βεζίρης της Μεγάλης Πύλης και θριαμβευτής της Κριμαίας, αποβιβάστηκε χωρίς καμιά αντίσταση στις νότιες ακτές της Ιταλίας. Κατέλαβε το Οτράντο – που όλοι θεωρούσαν σαν το κλειδί της κυριαρχίας στη Νότια Ιταλία. Σφάζοντας όσους βρέθηκαν στο δρόμο του προχωρούσε ακάθεκτος προς την Ιταλική ενδοχώρα, αναγκάζοντας τους κατοίκους των χωριών που συναντούσε να παρακολουθούν από τους γύρω λόφους τα σπίτια τους να καίγονται και τους Οθωμανούς μπέηδες να εγκαθίστανται στις περιουσίες τους. Όλα έδειχναν ότι η ιστορία της Θράκης θα επαναλαμβάνονταν. ‘Όπως και εκεί, τα συμφέροντα της περιοχής δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητες των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Γαληνοτάτη είχε το μυαλό της στο Αιγαίο και την Κρήτη και η Γένουα ήταν πολύ μακριά. Ο Πάπας ήταν απασχολημένος με τις πολιτικές και ηθικές δολοπλοκίες του. Αυτό που σταμάτησε τον Αχμέτ ήταν ο θάνατος του Μεχμέτ.

Από την αρχή της κυριαρχίας του οίκου των Οσμάν, οι Σουλτάνοι διόριζαν δυο αρχές για τη διοίκηση των περιοχών της Αυτοκρατορίας: τον Μπέη που προερχόταν από την τάξη των στρατιωτικών και αντιπροσώπευε την εκτελεστική εξουσία του Σουλτάνου και τον Κατή που προερχόταν από τους Ουλεμάδες και αντιπροσώπευε την νομική εξουσία του Σουλτάνου. Ο Μπέης δεν μπορούσε να επιβάλει καμιά ποινή χωρίς την έγκριση του κατή και ο κατής δεν μπορούσε να εκτελέσει καμιά από τις αποφάσεις του χωρίς τον Μπέη. Ο κατής, εφαρμόζοντας τη Σαρία (τον νόμο του Ισλάμ) και τον Κανούν (τους νόμους του Σουλτάνου) ήταν εντελώς ανεξάρτητος από τον Μπέη. Έπαιρνε τις διαταγές του κατευθείαν από το Σουλτάνο. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν τη διαίρεση αυτή των εξουσιών στις επαρχίες σαν ουσιαστική προϋπόθεση για μια δίκαιη διακυβέρνηση. Οι Μπέηδες των παραμεθορίων περιοχών, οι οποίοι βρίσκονταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα, ονομάζονταν Σαντζάκ Μπέηδες και είχαν την υποχρέωση να προσαρμόσουν τις νέο-αποκτούμενες περιοχές στην Οθωμανική πραγματικότητα. Οι Σαντζάκ Μπέηδες είχαν προφανώς αυξημένες εξουσίες για όσο χρόνο οι περιοχές τους ήταν παραμεθόριες. Το συντονισμό των των Σαντζάκ Μπέηδων είχαν οι Μπεηλέρ-Μπέηδες που ήταν πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης και του αμέσου περιβάλλοντος του Σουλτάνου. Ο Μουράτ ο 1ος που δημιούργησε τους Μπεηλέρ-Μπέηδες το 1361, διόρισε στη θέση αυτή το αγαπημένο του δάσκαλο Σαχίν. Αργότερα, το 1363, ο ίδιος Σουλτάνος δημιούργησε τον Μπεηλέρ-Μπέη της Ασίας, με πρώτο τον γιο του Βαγιαζήτ και έδρα την Κιουτάχεια. Ο Βαγιαζήτ, το 1393 δημιούργησε ένα ακόμα μπεηλέρ-μπεηλίκι στην Ασία, με έδρα την Αντιόχεια της Συρίας. Η έδρα του Μπεηλέρ-Μπέη της Ρωμυλίας (Ευρώπης) ήταν η Θεσσαλονίκη και κατά καιρούς το Βελιγράδι. Τα τρία αυτά Μπεηλέρ-μπεηλίκια ήταν η ραχοκοκαλιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η εγκατάσταση της Οθωμανικής διοίκησης στις νέες Ευρωπαϊκές περιοχές που προσαρτιόντουσαν ήταν σταδιακή. Ανάμεσα στις περιοχές που είχαν ήδη οργανωθεί σε Σαντζάκ και τα μέτωπα του Ιερού Πολέμου υπήρχε μια αποστρατικοποιημένη ζώνη που ήταν είτε μια υποτελής στους Οθωμανούς περιοχή, είτε μια περιοχή που δεν ανήκε σε κανέναν. Οι Μπέηδες και οι Σαντζάκ Μπέηδες των παραμεθόριων περιοχών είχαν μεγαλύτερη ελευθερία από τους άλλους και ήταν συνήθως μέλη παλιών Οθωμανικών οικογενειών. Οι σπαχήδες των περιοχών αυτών είχαν επίσης μεγαλύτερη ισχύ, επιλέγονταν ανάμεσα στους καλύτερους και αναφέρονταν στους Σαντζάκ Μπέηδες τους οποίους ακολουθούσαν μαζί με τα σύνορα. Οι Σαντζάκ Μπέηδες ήταν πάντα ετοιμοπόλεμοι και οι Μπεηλάρ-Μπέηδες ήταν στρατιωτικοί διοικητές εμπολέμων περιοχών.

Μετά τον δέκατο-πέμπτο αιώνα, όταν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας διευρύνονταν συνεχώς και προς όλες τις κατευθύνσεις, η κυβέρνηση αναγκαζόταν να διορίζει πολλούς νέους Σαντζάκ Μπέηδες, για τον έλεγχο των οποίων διόρισε νέους Μπεηλέρ-Μπέηδες. Για να δημιουργηθούν νέα Μπεηλέρ-Μπεηλίκια, χρειαζόταν πολύς χρόνος και παίρνονταν υπόψη πολλά στρατιωτικά θέματα. Για παράδειγμα, η περιοχή της Βοσνίας χρειάστηκε δέκα-επτά χρόνια (από το 1463 μέχρι το 1480) για να γίνει μπεηλέρ-μπεηλίκι και να εξελιχθεί σε ζώνη στρατιωτικής πίεσης κατά των Αυστριακών. Το μπεηλέρ-μπεηλίκι του Οζού δημιουργήθηκε στα τέλη του δέκατου-έκτου αιώνα από τους σαντζάκ μπέηδες της Μαύρης Θάλασσας για να σταματήσουν την προέλαση των Κοζάκων. Το 1520 υπήρχαν σε όλη την Αυτοκρατορία μόνο έξι μπεηλέρ μπεηλίκια. Στα τέλη της βασιλείας του Σουλεϊμάν, το 1566, είχαν γίνει δέκα-έξι.
Το 1533, δημιουργήθηκε το Μπεηλέρ Μπεηλίκι της Αλγερίας και ανατέθηκε στον Χαϋρεντίν Μπαρμπαρόσα ο οποίος προσπάθησε να ενώσει όλες τις ναυτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας κατά του Καρόλου του 5ου. Ο Μπαρμπαρόσα, που είχε ο ίδιος καταλάβει την Αλγερία και όλες της ακτές της βόρειας Αφρικής (εξ’ ου και η Ελληνική ονομασία Μπαρμπαριά), ονομάστηκε Καπουτάν-ι-Ντέρυα (Ναύαρχος όλου του Στόλου). Δέκα-τρεις Σαντζάκ Μπέηδες της βόρειας Αφρικής και των νησιών της Μεσογείου έφτιαξαν ένα νέο μπεηλέρ-μπεηλίκι υπό τον Μπαρμπαρόσα. Μετά το 1590 τα μπεηλέρ-μπεηλίκια μετονομάστηκαν Εγιαλέτ και η έκτασή τους περιορίστηκε. Στα 1622 υπήρχαν τριάντα-δύο εγιαλέτ.

Η συνήθης δομή της Οθωμανικής διοίκησης, με τους τιμαριούχους, τους ραγιάδες και τους άλλους φορολογούμενους δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στα μπεηλέρ μπεηλίκια και τα Εγιαλέτ. Ούτε μπορούσε να εφαρμοσθεί ο Ισλαμικός νόμος. Στις περιοχές αυτές ο Σουλτάνος διόριζε έναν κατή, μια μονάδα γενιτσάρων και έναν Ντεφτερντάρ (υπεύθυνο δημοσίων εσόδων) αλλά η αρμοδιότητές τους ήταν υπό την εποπτεία των Σαντζάκ και Μπεηλέρ Μπέηδων. Ο Σαντζάκ-Μπέης είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων, αψηφώντας ακόμα και τα δικαιώματα των πολιτών της Αυτοκρατορίας, τα οποία σε κανονικές συνθήκες εγγυούταν ο Σουλτάνος και η διοίκηση. Μόνο όταν οι περιοχές αυτές εντάσσονταν πλήρως στη Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχιζαν να εφαρμόζονται οι νόμοι της. Ορισμένες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Βοσνία την οποία οι Αψβούργοι και οι Αυστριακοί εποφθαλμιούσαν συνεχώς, παρέμειναν μπεηλέρ μπεηλίκια σε όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας. Εδώ η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Οθωμανοί Μουσουλμάνοι με ιδιαίτερα προνόμια και υποχρεώσεις. Δεν υπήρχαν ραγιάδες και φορολογούμενοι, γεγονός που η κεντρική διοίκηση μόνο από υπέρτατη ανάγκη ανέχονταν.

Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι χωρικοί έπρεπε κάθε χρόνο να δίνουν στους φεουδάρχες μια συγκεκριμένη ποσότητα των προϊόντων τους. Ο κάθε χωρικός έπρεπε επίσης να δουλέψει χωρίς αμοιβή στα κτήματα του φεουδάρχη με τα δικά του κάρα και αραμπάδες. Το σύστημα αυτό βρήκαν οι Οθωμανοί όταν κατέλαβαν τα Βαλκάνια. Μετέτρεψαν τα φέουδα σε τιμάρια και μείωσαν – συνήθως δραστικά – το φόρο και την προσωπική εργασία των χωρικών. Άφησαν απείρακτα τα μεγάλα φέουδα των χριστιανών (τα οποία φορολόγησαν με ειδικούς φόρους) και τα μοναστηριακά κτήματα τα οποία μετέτρεψαν σε Βακούφια (εδάφη κοινωφελών και ιερών οργανώσεων). Αργότερα μερικά από τα μοναστηριακά κτήματα μετατράπηκαν επίσης σε τιμάρια. Το σύστημα των τιμαρίων ήταν χαρακτηριστικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Κατά την κλασσική περίοδο της Αυτοκρατορίας οι τιμαριούχοι σπαχήδες (Σιπαχί, καβαλάρηδες) σχημάτιζαν το μεγαλύτερο μέρος του Οθωμανικού στρατού. Οι σπαχήδες είχαν κλασσικό οπλισμό, ενώ οι γενίτσαροι είχαν πυροβόλα όπλα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, στα 1475, όταν οι ιππείς καπι-κουλού (μισθοδοτούμενοι στρατιωτικοί) αριθμούσαν περίπου τρεις χιλιάδες και οι γενίτσαροι έξι χιλιάδες, οι σπαχήδες αριθμούσαν είκοσι-δύο χιλιάδες τιμαριούχοι στη Ρωμυλία και δέκα-επτά χιλιάδες στην Ανατολία. Έναν αιώνα αργότερα, κατά τη βασιλεία του Σουλεϊμάν του 1ου υπολογίζεται ότι υπήρχαν έξι χιλιάδες καπι-κουλού, δώδεκα χιλιάδες γενίτσαροι και σαράντα χιλιάδες σπαχήδες.

Για να εφαρμόσει το σύστημα των τιμαρίων και για να το ελέγχει κεντρικά, η κυβέρνηση έπρεπε να καθορίσει με κάθε λεπτομέρεια τις πηγές εσόδων στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας και να καταγράψει τη συνεισφορά των πηγών αυτών. Αμέσως μετά την κατάληψη μιας περιοχής – και στη συνέχεια κάθε είκοσι ως τριάντα χρόνια, ή μέχρι την άνοδο στο θρόνο ενός νέου Σουλτάνου – ένας απεσταλμένος του Σουλτάνου, ονομαζόμενος ιλ-γιαζιτσιζί, κατέγραφε όλες τις φορολογήσιμες πηγές μιας περιοχής. Παρουσίαζε έναν αναλυτικότατο κατάλογο με τα ονόματα όλων των επί κεφαλής οικογενειών σε κάθε χωριό και πόλη, με τον αριθμό των προσώπων που ζούσαν στην οικογένεια καθώς και την έκταση των κτημάτων που κατείχε. Κάτω από τη λίστα των οικογενειών κάθε χωριού, ο γιαζιτσιζί σημείωνε το συνολικό ύψος των χρημάτων που έπρεπε να συγκεντρωθούν από το χωριό αυτό. Υπολόγιζε επίσης το φόρο χωραφιών (τσιφτ-ρεσμί ή ισπεντσέ) που πλήρωναν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι και εκτιμούσε τους περιστασιακούς φόρους που θα μπορούσαν να εισπραχθούν, όπως πρόστιμα και φόροι γάμων. Με βάσει τους υπολογισμούς αυτούς καθορίζονταν οι φόροι για το Σουλτάνο (το Κεντρικό Ταμείο της Αυτοκρατορίας), τους βεζίρηδες και τους μπέηδες. Ότι απέμενε κατέληγε στους σπαχήδες, τους και τους ζεαμέτ (αστυνομικούς) τιμαριούχους της κάθε περιοχής. Οι ζεαμέτ είχαν κανονικό μισθό (συνήθως 1000 ακτσέδες το χρόνο) αλλά αν περίσσευαν χρήματα από τους φόρους της περιοχής τα μοιραζόντουσαν.

Οι κατάλογοι έφταναν στο Σουλτάνο και τον Μέγα Βεζίρη (για να καταρτήσουν τον κρατικό προϋπολογισμό) και στον Μπέη (και κατά περίπτωση στον Μπεηλέρ-Μπέη) της περιοχής, για να φροντίσει την είσπραξη. Αν κατά την εκτέλεση της εισπρακτικής διαδικασίας κάποιος από τους ενδιαφερόμενους (ειδικά οι υπόχρεοι) αμφισβητούσαν την νομιμότητα ή την ίδια τη διαδικασία, μπορούσε να καταφύγει στον κατή της περιοχής ο οποίος αποφάσιζε με βάσει τους καταλόγους και τις μαρτυρίες.

Επιφανειακά, το σύστημα των τιμαρίων ομοιάζει με το μεσαιωνικό φεουδαρχικό σύστημα. Υπήρχαν όμως σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο. Για να εφαρμόσει το σύστημα των τιμαρίων, το κράτος έπρεπε να εξασφαλίσει το δικό του απόλυτο έλεγχο στους υπηκόους του χωρίς τη μεσολάβηση ευγενών ή άλλων φεουδαρχών, όπως συνέβαινε στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Οι Οθωμανοί, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων προηγουμένων Μουσουλμανικών κρατών, ανακήρυξαν όλα τα εδάφη της Αυτοκρατορίας σαν μιρί – Σουλτανικά εδάφη που ανήκουν στο κράτος και όλοι οι ιδιοκτήτες τους απλά τα χρησιμοποιούσαν προσωρινά. Υπήρχαν δυο εξαιρέσεις: τα μουλκ – εδάφη που είχαν δοθεί σε ιδιώτες από το Σουλτάνο με έγραφα – και τα βακίφ (βακούφια) τα οποία είχαν δοθεί σε κοινωφελείς και θρησκευτικούς οργανισμούς.

Με τη λογική αυτή, όλες οι γεωργικές εκτάσεις ανήκαν στο κράτος. Οι χωρικοί που τα κατείχαν είχαν το κληρονομικό δικαίωμα της χρησικυρίας τους. Και ενώ η κατοχή των εδαφών πέρναγε από τον πατέρα – ή τη μητέρα – στα παιδιά, κανείς δεν μπορούσε να τα πουλήσει, να τα δωρίσει ή να τα μεταβιβάσει χωρίς τη ρητή έγκριση του ίδιου του Σουλτάνου. Αυτό δεν ήταν πολύ δύσκολο να γίνει και διάφοροι άνθρωποι με επιρροή κατάφερναν σχετικά εύκολα να ‘αγοράσουν’ τέτοιες εκτάσεις από χωρικούς που ήθελαν να ‘πουλήσουν’. Οι Οθωμανοί πάντως, και ιδιαίτερα οι λεγόμενοι ‘επαγγελματίες Οθωμανοί’, δηλαδή αυτοί που κατ’ επάγγελμα ασχολούνταν με τα διοικητικά ή τα στρατιωτικά της Αυτοκρατορίας, ποτέ δεν προσπαθούσαν να αποκτήσουν τέτοια γεωργικά εδάφη. Η γεωργική ενασχόληση δεν ταίριαζε στους Οθωμανούς και η κατοχή ακίνητης περιουσίας δεν τους αφορούσε. Εξάλλου οι Οθωμανοί δε μπορούσαν να κληρονομήσουν τίποτα και μετά το θάνατό τους όλα τα υπάρχοντά – και τα αξιώματά τους – περνούσαν στο κράτος, ακόμα και τα σπίτια που έμεναν. Όπως και στο Βυζάντιο αλλά και σε άλλες μεσαιωνικές κοινωνίες, ο αγώνας για την απόκτηση ακίνητης περιουσίας ήταν από τις κυριότερες αιτίες κοινωνικών αναταραχών. Όταν ο κρατικός μηχανισμός εξασθενούσε, αυξάνονταν δυσανάλογα οι ιδιωτικές εκτάσεις και τα βακούφια. Όταν η κεντρική εξουσία είχε κύρος και δύναμη, ο μονάρχης ακύρωνε όλες τις πράξεις ιδιοποίησης γεωργικών εκτάσεων. Ο Βαγιαζήτ ο 1ος και ιδιαίτερα ο Μεχμέτ ο Πορθητής ακύρωσαν μεγάλο αριθμό ιδιωτικοποιήσεων και βακουφίων.

Όταν ο Μεχμέτ ο Πορθητής αναθεώρησε όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας στην Αυτοκρατορία, γύρω στα 1470, καθόρισε με νόμο την αρχή ότι όλα τα βακούφια που είχαν ιδρυθεί με Σουλτανικές αποφάσεις και δεν εξυπηρετούσαν πια τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκαν, θα έπρεπε να αποδοθούν πίσω στο κράτος. Με τον τρόπο αυτό, πάνω από είκοσι χιλιάδες χωριά έγιναν εκτάσεις μιρί (κρατικές). Ο λόγος αυτής της μεταρρύθμισης ήταν να αποδοθούν οι φόροι από τις περιοχές αυτές στους τιμαριούχους – που όλο και αυξάνονταν – και στο κράτος – που σχεδίαζε νέες στρατιωτικές εκστρατείες. Όσες μεγάλες εκτάσεις απέμειναν στην κατοχή μεγάλων γαιοκτημόνων, σε Χριστιανικά χέρια (στην Ευρώπη) ή σε Μουσουλμανικά χέρια (στην Ασία) υποχρέωναν τους ιδιοκτήτες τους σε σοβαρές παραχωρήσεις προς την κεντρική εξουσία. Οι ιδιοκτήτες των εκτάσεων αυτών υποχρεώθηκαν να πληρώνουν μεγάλους φόρους και να παρέχουν στο Οθωμανικό στράτευμα έναν αριθμό ένοπλων ανδρών. Κρατικοποιήθηκαν επίσης πολλά βακούφια Μουσουλμανικών και Χριστιανικών μοναστηριών, των οποίων οι περιουσίες είχαν γιγαντωθεί. Οι ντερβίσηδες και οι χριστιανοί μοναχοί ξεσηκώθηκαν κατά του Πορθητή, αλλά η λαϊκή βάση του Σουλτάνου ήταν τόσο μεγάλη – και οι ευχαριστημένοι γενίτσαροι το βεβαίωναν – που ο Σουλτάνος δεν φοβόταν τίποτα. Κατά τη βασιλεία του διαδόχου του Πορθητή, του Βαγιαζήτ του 2ου, οι αντιδράσεις κατά των μεταρρυθμίσεων του Πορθητή αυξήθηκαν και τα περισσότερα βακούφια επεστράφησαν στους προκατόχους τους. Ο Σελίμ ο 1ος και ο Σουλεϊμάν ο 1ος, των οποίων οι στρατιωτικές φιλοδοξίες ήταν μεγάλες, επανέφεραν την πολιτική του Πορθητή.
Το 1528, το 87% περίπου της γεωργικής γης ήταν μιρί. Με την αύξηση των σπαχήδων αυξήθηκε και η μιρί, σε βάρος των οικογενειών που είχαν στην ιδιοκτησία τους γεωργικές ή άλλες εκτάσεις αλλά και των Ουλεμάδων. Το κράτος ήταν αναγκασμένο να βρίσκει συνεχώς νέες εκτάσεις τις οποίες να δίνει τιμάρια στους σπαχήδες του. Στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα η Οθωμανική διοίκηση άρχισε να χάνει τον έλεγχο των εδαφών μιρί. Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, το γεγονός αυτό στάθηκε η βασική αιτία της παρακμής της Αυτοκρατορίας.

Τα τιμάρια ήταν απλώς ένα σύστημα πολλαπλής ιδιοκτησίας της γης, κατά το οποίο το κράτος, οι σπαχήδες και οι χωρικοί είχαν ταυτόχρονα δικαιώματα στα ίδια κτήματα. Ο σπαχής που κατείχε το τιμάριο, είχε ορισμένα δικαιώματα πάνω στη γη αυτή και τυπικά ήταν ο ιδιοκτήτης της. Στη πραγματικότητα όμως το μόνο που του παραχωρούσε το κράτος ήταν το δικαίωμα να εισπράττει ένα συγκεκριμένο κρατικό έσοδο από ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης. Αυτό γινόταν για να εξασφαλισθεί το εισόδημά του.

Ο σπαχής εξασκούσε τα δικαιώματά του, τα οποία ήταν: να επιβάλλει τους φορολογικούς νόμους του κράτους, να νοικιάζει (με προπληρωμένο εφάπαξ τίμημα) ελεύθερα εδάφη σε ενδιαφερόμενους χωρικούς οι οποίοι είτε πλήρωναν τους φόρους και γίνονταν ουσιαστικά οι νέοι ιδιοκτήτες της. Οι χωρικοί μεταβίβαζαν στις οικογένειές τους τα δικαιώματά τους πάνω στα εδάφη που καλλιεργούσαν, πράγμα που δεν ίσχυε για το σπαχή, μετά το θάνατο του οποίου το κράτος έδινε το τιμάριο σε άλλον. Αν μια γεωργική έκταση έμενε ανεκμετάλλευτη για τρία χρόνια χωρίς ιδιαίτερο λόγο ο σπαχής μπορούσε να το νοικιάσει σε άλλον. Ο χωρικός δε μπορούσε να αλλάξει τη χρήση της γης χωρίς την έγκριση του κράτους.

Πολλές φορές χωρικοί έβρισκαν νέες εκτάσεις τις οποίες μετέτρεπαν σε γεωργικές. Στις περιπτώσεις αυτές το κράτος παρενέβαινε και καθόριζε τις εκτάσεις αυτές σαν τιμάρια σε κάποιον σπαχή. Αν κάποιος σπαχής επέκτεινε την γεωργική του γη με νέες, μέχρι τότε χέρσες εκτάσεις, τα έσοδα από αυτές παρέμεναν στον ίδιον. Με τον τρόπο αυτό το κράτος ενθάρρυνε την επέκταση της γεωργικής γης.

Για τις προσωπικές του ανάγκες και για τα άλογά του, ο σπαχής έπαιρνε μαζί με το τιμάριο ένα κομμάτι γης, συνήθως γύρω στα τέσσερα ως έξι στρέμματα, το ονομαζόμενο τσιφτ. Ο σπαχής μπορούσε να διατηρεί ένα μικρό αμπέλι ή ένα περιβόλι για τις προσωπικές του ανάγκες. Οι σπαχήδες και οι οικογένειές τους δεν μπορούσαν να πάρουν κτήματα τα οποία ανήκαν σε ραγιάδες και από το δέκατο έκτο αιώνα, οι φάρμες αυτές των σπαχήδων δόθηκαν όλες στους χωρικούς. Οι σπαχήδες έτσι ήταν αναγκασμένοι να νοικιάζουν εκτάσεις για τις κατοικίες τους. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις και μετατράπηκαν σε κρατικούς υπαλλήλους είσπραξης φόρων.

Ο αρχηγός κάθε οικογένειας ραγιάδων είχε το δικαίωμα να κατέχει ένα τσιφτ αρκετό για να ζήσει την οικογένειά του. Μετά το θάνατό του, τα παιδιά του μπορούσαν από κοινού να εκμεταλλεύονται το κτήμα αλλά δε μπορούσαν να το κόψουν σε μικρότερα κομμάτια. Οι κάτοχοι των τσιφτ πλήρωναν στους σπαχήδες ένα ειδικό, μικρό, ετήσιο φόρο από είκοσι-δυο ακτσέδες. Νέες οικογένειες ραγιάδων που αποχωρούσαν από τα πατρικά τσιφτ μπορούσαν να διεκδικήσουν νέα, δικά τους από το κράτος και τους τιμαριούχους σπαχήδες της περιοχής. Τα αιτήματα των νέων οικογενειών των ραγιάδων εξετάζονταν από τον τοπικό κατή ο οποίος και αποφάσιζε για την τύχη των αιτημάτων. Αν οι αιτούντες νέοι οικογενειάρχες μπορούσαν να αποδείξουν ότι θα δούλευαν τη γη, το αίτημά τους γινόταν συνήθως δεκτό. Τα εδάφη για τα νέα τσιφτ λαμβάνονταν από τους σπαχήδες της περιοχής, οι οποίοι έχαναν μεν μικρό κομμάτι γης, αποκτούσαν όμως νέους φορολογήσιμους πολίτες. Στην εποχή της ακμής της Αυτοκρατορίας, όταν η επέκταση των εδαφών ήταν συνεχής και οι πιο ικανοί και νέοι σπαχήδες έφευγαν για τις παραμεθόριες περιοχές όπου τα νέα τιμάρια ήταν μεγαλύτερα, όλες οι νέες οικογένειες ραγιάδων στις περιοχές που η Οθωμανική διοίκηση ήταν σταθερά εγκατεστημένη, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να πάρουν νέα τσιφτ. Μετά όμως τον δέκατο-έβδομο αιώνα, όταν η επέκταση της Αυτοκρατορίας σταμάτησε, τα νέα τσιφτ έγιναν πιο σπάνια και οι σπαχήδες πιο διστακτικοί. Και οι ραγιάδες άρχισαν να δυσανασχετούν και να ξεσηκώνονται.

Για να στηρίξει ακόμα περισσότερο το εισόδημα των σπαχήδων, το κράτος τους είχε δώσει ορισμένα δικαιώματα πάνω στους ραγιάδες. Με την ευρύτερη έννοια, οι ραγιάδες, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, η παραγωγική και φορολογούμενη τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς. Στην πραγματικότητα οι ραγιάδες ήταν γεωργοί, σε αντίθεση με τους κατοίκους των πόλεων, τους αστούς, αλλά και τους νομάδες που ήταν ξεχωριστή τάξη. Μέχρι και τα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα, οι ραγιάδες ήταν το βασικότερο στοιχείο στη γεωργική οικονομία της Αυτοκρατορίας, εφόσον υπήρχε περισσότερη καλλιεργήσιμη γη από ότι προσφερόμενη εργασία. Ο πληθυσμός της υπαίθρου ήταν περιορισμένος και τα γεωργικά εδάφη περίσσευαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τιμαριούχοι σπαχήδες έδιναν μάχη να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους ραγιάδες για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Υπάρχουν περιπτώσεις που σπαχήδες και μπέηδες κατηγορούσαν αλλήλους ότι δωροδόκησαν ραγιάδες να αναλάβουν τα κτήματά τους. Ο σπαχής του οποίου οι ραγιάδες εγκατέλειπαν τη γη του έχανε τα εισοδήματά του. Ο νόμος δεν επέτρεπε στους ραγιάδες να αλλάξουν την θέση τους, αλλά δεν τους απαγόρευε να μετακομίσουν σε άλλα μέρη κάνοντας την ίδια δουλειά. Ο σπαχής του οποίου οι ραγιάδες έφευγαν σε άλλο κτήμα και που δεν μπορούσε να τους μεταπείσει να γυρίσουν, είχε τρία χρόνια περιθώριο να βρει άλλους, αλλιώς έχανε το τιμάριο του και κατέληγε να διεκδικεί ένα τσιφτ για την οικογένειά του. Μπορούσε να υποχρεώσει τους ραγιάδες του να επιστρέψουν στο τιμάριό του μόνο με απόφαση του κατή. Για να το πετύχει αυτό έπρεπε να αποδείξει ότι οι ραγιάδες του χρωστούσαν φόρους ή είχαν κάνει κάποια σοβαρή ζημιά. Αν ο ραγιάς έφευγε από τη γεωργική για να εγκατασταθεί στην πόλη και να ασκήσει ένα άλλο επάγγελμα, έπρεπε να αποζημιώσει το σπαχή με τον λεγόμενο τσιφτ μποζάν αξεζίν – φόρο του αποχωρούντος από τη φάρμα, που αναλογούσε με το φόρο που πλήρωνε τα τελευταί τρία χρόνια. Οι σπαχήδες είχαν κάθε συμφέρον να διατηρούν ευχαριστημένους ραγιάδες, πολλές φορές παραχωρώντας τους ένα μέρος των φόρων που έπρεπε να πληρώσουν.

Οι συνθήκες αυτές φαίνεται να αλλάζουν σταδιακά τον δέκατο-έκτο αιώνα. Ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας αυξήθηκε απότομα και η καλλιεργήσιμες εκτάσεις δεν ακολούθησαν την αύξηση του πληθυσμού. Η απογραφή καλλιεργήσιμων εδαφών που έγινε επί Σουλεϊμάν του 1ου δείχνει σημαντική αύξηση των γεωργικών εκτάσεων από τις προηγούμενες απογραφές. Η αξία της γης και το παραγόμενο από τη γεωργία εισόδημα αυξήθηκε επίσης σημαντικά. Οι νόμοι που ανάγκαζαν τους χωρικούς να παραμείνουν γεωργοί έγιναν πιο ελαστικοί, ενθαρρύνοντας την εσωτερική μετανάστευση προς τις πόλεις. Είναι φανερό ότι είχε επιτευχθεί το όριο των περιοχών που μπορούσαν να καλλιεργηθούν, τουλάχιστον αυτό που επέτρεπε η τεχνολογία της εποχής. Ταυτόχρονα και η επέκταση των συνόρων της Αυτοκρατορίας είχε φτάσει στα όριά της.

Το κράτος αναγκάστηκε να αναθέσει στους σπαχήδες και άλλες αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων και την τήρηση της τάξης στα χωριά. Τα μισά από τα χρήματα που εισπράττονταν από τους κατοίκους μιας περιοχής για παραβιάσεις των νόμων και μικροεγλήματα πήγαιναν στους σπαχήδες της περιοχής και τα άλλα μισά στο μπέη. Η αρμοδιότητα όμως επιβολής αυτών των προστίμων ανήκε στον κατή της περιοχής. Ο σπαχής μπορούσε να συλλάβει τον παραβάτη αλλά δεν μπορούσε να του επιβάλλει πρόστιμο. Ο κατής που ήταν μόνιμος κάτοικος μιας περιοχής και ήξερε τους ανθρώπους και τις οικογένειες – σε αντίθεση με το σπαχή που ήταν κατά βάση πολεμιστής ή αστός – δεν ήταν πάντοτε διατεθειμένος να επιβάλλει πρόστιμα στους ραγιάδες, πολύ περισσότερο όταν τα πρόστιμα αυτά ήταν εξοντωτικά. Το κράτος, για να ωθήσει τους σπαχήδες να παραμείνουν στα τιμάρια τους, τους έδωσε το δικαίωμα να κτίζουν σπίτια με τη βοήθεια των ραγιάδων. Ελάχιστοι όμως από αυτούς παρέμειναν στα χωριά. Οι περισσότεροι, όταν δεν ήταν στον πόλεμο – και τον δέκατο έκτο αιώνα οι πόλεμοι έγιναν πιο σπάνιοι – έμεναν στις πόλεις. Αυτό καθόλου δεν άρεσε στους μπέηδες, τους αγάδες και τους άλλους επαγγελματίες Οθωμανούς, του Σουλτάνου συμπεριλαμβανομένου, ο οποίος το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν μερικές χιλιάδες ενόπλους και κακοπληρωμένους άνδρες να τριγυρνάνε στα σοκάκια των μεγάλων πόλεων.
Οι νόμοι που αφορούσαν τη σχέση ανάμεσα στους ραγιάδες και τους σπαχήδες ήταν σαφείς και άτεγκτοι. Ο παραβάτης ραγιάς πλήρωνε το ανάλογο πρόστιμο – που μπορούσε να φτάσει το σύνολο της γεωργικής του παραγωγής – και ο παραβάτης σπαχής μπορούσε να χάσει το τιμάριο του. Για πολλούς, οι ραγιάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν σε καλύτεροι θέση από τους κολίγους της Δυτικής Ευρώπης στο μεσαίωνα, οι οποίοι δεν είχαν σαφή δικαιώματα και ήταν μονίμως στη διάθεση του γαιοκτήμονα. Πολλοί ταξιδιώτες και παρατηρητές από το εξωτερικό θαύμαζαν το σύστημα καταμερισμού των εργασιών και των ευθυνών ανάμεσα στους ραγιάδες και τους Οθωμανούς, το οποίο – τουλάχιστον μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα – διατηρούσε τάξη και κοινωνική γαλήνη στην Αυτοκρατορία. Οι ραγιάδες δεν ήταν δούλοι κανενός – ή ίδια η λέξη σημαίνει κοπάδι. Ήταν φορολογούμενοι πολίτες οι οποίοι πλήρωναν με τους φόρους τους το δικαίωμά τους να ζουν σε μια ευνομούμενη πολιτεία, χωρίς το φόβο επιδρομών, αυθαιρεσιών και πολέμων. Το δικαίωμα αυτό των ραγιάδων ήταν η υποχρέωση του Οθωμανικού κράτους. Δύο ήταν τα σημαντικά μειονεκτήματα του ραγιά: η κατώτερη κοινωνική του θέση που προέρχονταν από τη θρησκεία του και η υποχρέωσή του – κατά καιρούς και υπό προϋποθέσεις – να πληρώνει το φόρο των αγοριών, το τρομερό ντεβσιρμέ (για το οποίο μιλήσαμε ήδη).

Οι ραγιάδες ήταν κατά κανόνα Χριστιανοί. Οι Μουσουλμάνοι δεν φορολογούνταν. Γι’ αυτό ραγιάδες υπήρχαν μόνο στην Ευρώπη και κυρίως στα Βαλκάνια. Οι Μουσουλμάνοι δεν φορολογούνταν άμεσα όπως οι άλλοι υπήκοοι αλλά πλήρωναν και αυτοί φόρους υπό μορφή τελών. Αρκετές φορές μάλιστα τα τέλη που πλήρωναν οι Μουσουλμάνοι ήταν μεγαλύτερα από αυτά που πλήρωναν οι Χριστιανοί για τις ίδιες κρατικές υπηρεσίες. Οποιαδήποτε επαφή του πολίτη με τις κρατικές αρχές είχε το κόστος της. Για να παντρευτεί κάποιος έπρεπε να πληρώσει (τον δέκατο-πέμπτο αιώνα) 24 ακτσέδες αν ήταν Χριστιανός και 60 αν ήταν Μουσουλμάνος. Ο Χριστιανός που έθετε κάποιο ζήτημα στον κατή για εκδίκαση πλήρωνε 70 ακτσέδες, ο Μουσουλμάνος 52, αν οι διάδικοι ήταν της ίδιας πίστης. Επιδικάσεις υποθέσεων ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους κόστιζαν τα διπλάσια. Οι δικαστικές διαμάχες ανάμεσα σε υπηκόους της ίδιας πίστης που όμως δεν ήταν Μουσουλμάνοι, δεν ήταν απαραίτητο να εκδικαστούν από τον κατή. Οι διάδικοι μπορούσαν να καταφύγουν στις δικές τους θρησκευτικές αρχές, αν συμφωνούσαν και οι δύο. Τα τέλη όμως έπρεπε να πληρωθούν οπωσδήποτε στο κράτος. Υπήρχαν τέλη γέννησης, τέλη καταγραφής στους καταλόγους των κοινοτήτων, τέλη εμπορικών συναλλαγών, τέλη κατοχής αλόγου, όνου και ημιόνου, τέλη χρήσης δημοσίων πηγών, τέλη ταφής – και τέλη μεταφοράς του χαρεμιού σε δημόσιους χώρους, για να αναφέρουμε μερικά μόνο. Από τα πιο δυσβάστακτα τέλη που καλούνταν να πληρώσουν μόνο οι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας που δεν ήταν Μουσουλμάνοι ήταν αυτό της αποδοχής του Ισλάμ. Όποιος Χριστιανός ήθελε να ασπασθεί το Ισλάμ έπρεπε να πληρώσει φόρο περίπου από 500 ως 1000 ακτσέδες (ανάλογα με την περιοχή). Ποσό απαράδεκτα υψηλό που είχε φέρει τους Ουλεμάδες πολλές φορές να παραπονιούνται στο Σουλτάνο, χωρίς όμως επιτυχία. Όταν μάλιστα τον δέκατο έβδομο αιώνα, την εποχή της οικονομικής κρίσης στην Αυτοκρατορία, οι Ουλεμάδες, με προτροπή του Σείχ-ουλ-ισλάμ αποφάσισαν να χρηματοδοτούν οι ίδιοι το φόρο εξισλαμισμού. ο Σουλτάνος Ιμπραήμ διπλασίασε τα τέλη, τα οποία τώρα πλήρωνε και ο Ουλεμάς ενώπιον του οποίου γινόταν η αλλαγή της θρησκείας. Προφανώς ο Σουλτάνος δεν ήθελε Μουσουλμάνους υπηκόους αλλά φορολογούμενους Χριστιανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: