Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

06. Η Αντίδραση

“Κι αν ο ΑΛΛΑΧ το ήθελε θα μπορούσε να τους έκανε ένα και μόνο έθνος. Αλλά βάζει όποιον θέλει στον κύκλο της ευσπλαχνίας Του ”
Κοράνι, 42-8


Το Σάββατο, 9 Ιουνίου 1453, τρία πλοία έμπαιναν στο λιμάνι της Κάντια (το σημερινό Ηράκλειο) της Κρήτης. Τα δύο από αυτά μετέφεραν Κρήτες ναυτικούς, από τους τελευταίους που έφυγαν μετά την Άλωση. Μαζί τους έφεραν τα μαντάτα ότι η Πόλη είχε πέσει πριν από έντεκα ημέρες. Όλο το νησί έπεσε σε απόγνωση. «Ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δε θα υπάρξει πιο απαίσιο γεγονός» έγραψαν οι καλόγεροι στο μοναστήρι του Αγάραθου.

Άλλοι φυγάδες είχαν φτάσει στις αποικίες της Βενετίας, τη Χαλκίδα και τη Μεθώνη μεταφέροντας και εδώ τα κακά νέα. Οι κυβερνήτες των αποικιών έσπευσαν να στείλουν μηνύματα στη Βενετία. Οι μαντατοφόροι έφτασαν εκεί στις 29 Ιουνίου. Η γερουσία συγκλήθηκε εκτάκτως και ο πρόεδρός της διάβασε για τους απογοητευμένους γερουσιαστές τις επιστολές των κυβερνητών προς το Δόγη. Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας ξεκίνησε ειδικός απεσταλμένος του Δόγη για να μεταφέρει το μήνυμα στον πάπα της Ρώμης. Στις 4 Ιουλίου σταμάτησε στην Μπολόνια και ειδοποίησε τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, που το Βατικανό είχε ονομάσει καρδινάλιο της Κωνσταντινούπολης, εν όψει μάλιστα και της ένωσης των εκκλησιών. Τέσσερις μέρες αργότερε ο απεσταλμένος του Δόγη έγινε δεκτός από τον πάπα Νικόλαο τον 5ο. Άλλος απεσταλμένος κατευθυνόταν προς τη Νεάπολη για να ειδοποιήσει το βασιλιά Αλφόνσο της Αραγονίας.

Γρήγορα όλος ο Χριστιανικός κόσμος είχε μάθει ότι η Μεγάλη Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Αντίχριστου. Η έκπληξη και ο τρόμος ήταν πιο έντονα από το γεγονός ότι κανείς στη Δύση δεν το περίμενε. Γνώριζαν οι Δυτικοί ότι η Πόλη κινδύνευε, αλλά βυθισμένοι στις δικές τους ενδο-Χριστιανικές έριδες, δεν είχαν καταλάβει πόσο άμεσος ήταν ο κίνδυνος. Τα οχυρωματικά τείχη της Πόλης ήταν γνωστά και θεωρούνταν άπαρτα. Είχαν επίσης ακούσει ότι πολλοί ευσεβείς και γενναίοι ιππότες είχαν μεταβεί στη Πόλη για να ενισχύσουν την άμυνά της. Ήξεραν επίσης ότι η μεγάλη ναυτική δύναμη της εποχής, η Βενετία, είχε στείλει το στόλο της για να αποκρούσει τους Οθωμανούς. Δεν είχαν ιδέα για το πόσο τρομακτικά μικρός ήταν ο αριθμός όλων των μαχητών σε σχέση με τις ατέλειωτες ορδές των Τούρκων. Ούτε γνώριζαν ότι τα κανόνια τους μπορούσαν να γκρεμίσουν κάθε τείχος και κάθε πέτρινη κατασκευή. Ακόμα και οι ίδιοι οι Βενετοί, με όλες τις πηγές πληροφοριών που διέθεταν, πίστευαν ότι η Πόλη δεν μπορούσε να αλωθεί από κανένα στρατό. Και όσο για τον Βενετσιάνικο στόλο, αυτός είχε λιμενίστηκε στη Χίο περιμένοντας δήθεν πιο ευνοϊκούς ανέμους. Εκεί τον βρήκαν τα νέα της Άλωσης. Ο Βενετός ναύαρχος Loredan μετακίνησε αμέσως τα πλοία του στο πιο ασφαλές λιμάνι της Χαλκίδας. Στη άλλη μεριά του Αιγαίου, περιμένοντας νέες διαταγές.
Τις έλαβε στα μέσα Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου το Collegio, το κυβερνητικό συμβούλιο του Δόγη, συγκλήθηκε σε έκτακτη συνεδρίαση. Είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα στη Βενετία ο Lodovico Diedo, ναύαρχος των βενετσιάνικων πλοίων της Κωνσταντινούπολης, και θα έδινε τη μαρτυρία του αυτόπτη της καταστροφής. Η κυβέρνηση του Δόγη αποφάσισε να ακολουθήσει μια πολύ προσεκτική πολιτική: ενώ εστάλησαν διαταγές στους κυβερνήτες της Κρήτης, της Χαλκίδας και της Ναυπάκτου να ενισχύσουν τις άμυνές τους και να συγκεντρώσουν προμήθειες εν όψει μιας πιθανής Τουρκικής επίθεσης, εστάλη μια επιστολή με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1453, προς τον Loredan λέγοντάς του να ετοιμάσει ένα πλοίο να μεταφέρει τον Bartolomeo Marcello, που ήταν ακόμα μαζί του και ήταν πρεσβευτής της Βενετίας στη Βυζαντινή Αυλή, πίσω στην Πόλη με διαπιστευτήρια να γίνει ο νέος πρεσβευτής στην Αυλή του Σουλτάνου. Μια βδομάδα αργότερα η γερουσία ψήφισε να δοθεί στον Marcello το ποσό των 1.200 δουκάτων για να αγοραστούν δώρα για το Σουλτάνο και την κυβέρνησή του. Στις 17 Ιουνίου ο Marcello πήρε τις αναλυτικές διαταγές του. Έπρεπε να μεταφέρει στο Σουλτάνο ότι η Βενετία δεν επρόκειτο να ακυρώσει την συνθήκη που είχε συνάψει με τον Μουράτ τον 2ο. Έπρεπε να ζητήσει την αποδέσμευση των βενετσιάνικων πλοίων που είχαν συλληφθεί από τους Οθωμανούς στον Κεράτειο, κανένα από τα οποία – έπρεπε να τονίσει ιδιαίτερα – δεν ήταν πολεμικό. Αν ο Σουλτάνος αρνιόταν να ανανεώσει τη συνθήκη με τους ίδιους όρους της παλαιάς, ο πρεσβευτής έπρεπε να γυρίσει αμέσως στη Βενετία. Αν όμως ο Σουλτάνος δεχόταν τη συνθήκη, ο πρεσβευτής θα έμενε και θα επεδίωκε την επιστροφή των Βενετών εμπόρων στην Πόλη, που την είχαν εγκαταλείψει μετά την Άλωση, με τα ίδια προνόμια που είχαν και επί Βυζαντινών. Έπρεπε επίσης να ζητήσει την άμεση αποδέσμευση των Βενετών ομήρων που κρατούσαν οι Οθωμανοί. Τρεις μέρες αργότερα η Γερουσία αποφάσισε ότι όσα χρήματα και προϊόντα είχαν αφήσει οι Έλληνες σε βενετσιάνικα πλοία έπρεπε να κατασχεθούν και να χρησιμοποιηθούν για αποζημιώσεις των Βενετών εμπόρων στους οποίους οι Έλληνες χρωστούσαν χρήματα από εμπορικές συναλλαγές. Το Δημόσιο Ταμείο της Γαληνοτάτης υπολόγισε πάραυτα ότι το κόστος της πτώσης της Πόλης για τη Βενετία και τους πολίτες της θα ήταν διακόσιες χιλιάδες δουκάτα. Άλλα εκατό χιλιάδες δουκάτα υπολόγιζαν ότι έχασαν οι Βενετοί πολίτες των αποικιών. Ο Δόγης, η κυβέρνησή του, η γερουσία του και οι πολίτες τους ξέγραψαν έτσι με μιας τους Βυζαντινούς και τους Έλληνες. Ήταν άραγε πραγματιστές ή απλώς λωποδύτες;

Στη Γένουα ο πανικός ήταν μεγαλύτερος. Οι Γενουέζοι, αποκαμωμένοι από τις πολυετείς διενέξεις τους με τον Αλφόνσο της Αραγονίας, βασιλιά της Νεάπολης, αλλά και τις διαδοχικές επιδρομές των Γάλλων και των Μιλανέζων – που όλοι τους επιδίωκαν την υποδούλωση της Γένουας και τη μετατροπή της σε προτεκτοράτο τους – δεν ήταν σε θέση να στείλουν στρατιωτικές ή ναυτικές δυνάμεις να υποστηρίζουν τις αποικίες τους στο λεβάντε. Στις 17 Ιουνίου έφτασε στη Γένουα η αναφορά του Podesta (κυβερνήτη) του Πέρα, Angello Lomelino, που ιστορούσε όλες τις ενέργειες που έκανε για να γλιτώσει τη Γενουέζικη αυτή αποικία από τους Οθωμανούς και να μην υποστεί τη μοίρα της Πόλης, από την άλλη μεριά του Κεράτειου. Έλεγε πώς είχε ανοίξει τις πύλες της αποικίας στο Ζαγανό Πασά και πώς, για να ευχαριστήσει το Σουλτάνο, είχε πείσει τους Γενουέζους πολίτες του να μην εγκαταλείψουν την πόλη. Αμέσως μετά την Άλωση είχε στείλει δύο ονομαστούς Γενουέζους πολίτες του Πέρα, τον Luciano Spinola και τον Baltassare Maruffo στο Σουλτάνο με εντολές να του εκφράσουν τα συγχαρητήριά τους για την επιτυχία του και να του ζητήσουν να συνεχίσουν τα προνόμια που είχαν από τους Βυζαντινούς. Ο Μεχμέτ, παρόλη την ευφορία των ημερών, τους είχε δεχτεί θυμωμένος. Είχε ενοχληθεί από το γεγονός ότι οι Γενουέζοι είχαν αφήσει τόσα πολλά χριστιανικά πλοία να περάσουν τον Κεράτειο και να φύγουν προς το Αιγαίο. Είχε καταλάβει το διπλό ρόλο που έπαιζαν οι Γενουέζοι και δεν του άρεσε. Την επόμενη μέρα όμως δέχτηκε μια νέα αντιπροσωπεία του Podesta με τους Babilano Pavacini και Marco de’ Franci (και οι δύο Μαχονάδες από τη Χίο, με μεγάλη πείρα στα διπλωματικά τερτίπια των Οθωμανών) με περισσότερη ανοχή. Με εντολή του Μεχμέτ, ο Ζαγανός Πασάς τους εγχείρισε ένα φιρμάνι που πιστοποιούσε ότι η πόλη τους δεν θα καταστρεφόταν. Οι πολίτες τους θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα σπίτια και καταστήματά τους, τις αποθήκες τους και τα πλοία τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους δεν πάθαιναν τίποτα, ούτε τα αγόρια τους θα παίρνονταν στις τάξεις των γενιτσάρων. Οι εκκλησίες τους θα παρέμεναν άθικτες και θα μπορούσαν σ’ αυτές να λειτουργούνται, αλλά δεν έπρεπε να χτυπούν οι καμπάνες τους (που ακούγονταν καθαρά στην άλλη πλευρά του Κεράτειου). Ούτε θα μπορούσαν να χτίσουν καινούργιες. Απαγορεύονταν στους Τούρκους να ζουν στο Πέρα, εκτός από τους επίσημους του Σουλτάνου. Οι Γενουέζοι θα μπορούσαν να μετακινούνται ελεύθερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε ξηρά και θάλασσα. Και υπήκοοι της Γένουας μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα στο Πέρα. Δεν θα πλήρωναν ειδικούς φόρους και δασμούς. Κάθε άνδρας όμως υπήκοος της Γένουας που έμενε στο Πέρα θα πλήρωνε έναν κεφαλικό φόρο. Μπορούσαν να διατηρήσουν τις εμπορικές τους συνήθειες και τους εμπορικούς τους νόμους. Αλλά έπρεπε να υπακούουν στους γενικούς νόμους του Σουλτάνου. Μπορούσαν επίσης να εκλέγουν έναν αρχηγό που θα ήταν υπεύθυνος απέναντι στο Σουλτάνο και τους Οθωμανούς για την τήρηση της συμφωνίας.


Έτσι, το Πέρα απέκτησε το στάτους μιας οποιασδήποτε χριστιανικής πόλης που υποτασσόταν οικειοθελώς στους μαχητές του Ισλάμ. Οι όροι βέβαια της υποδούλωσης θα μπορούσαν να είναι χειρότεροι. Όπως και να ήταν, ο Podesta δεν είχε άλλη επιλογή. Στις 3 Ιουνίου ο Σουλτάνος επισκέφτηκε αυτοπροσώπως το Πέρα. Διέταξε να μαζευτούν όλα τα όπλα των κατοίκων του και επέμενε να καταστραφούν τα οχυρωματικά τείχη των Βυζαντινών που προστάτευαν την πόλη, μεταξύ των οποίων και ο πύργος του Τίμιου Σταυρού, που χρησιμοποιούταν από τους Γενουέζους σαν εκκλησία. Εγκατέστησε έναν Οθωμανό κυβερνήτη της περιοχής και όρισε το ακριβές ποσόν του κεφαλικού φόρου. Ο Lomelino, προφανώς είχε ελπίδες για καλύτερη μεταχείριση. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του και παρέμεινε στη θέση του μέχρι να ορισθεί ο αντικαταστάτης του. Ο Σουλτάνος, ευδιάθετος και χαμογελαστός, του υπενθύμισε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα και απεχώρησε πριν βραδιάσει για το Έντιρνε που ήταν ακόμα το σαράι του.

Για τους Γενουέζους το Πέρα είχε χαθεί. Η στρατηγική του θέση στα Στενά ήταν πια στα χέρια των Τούρκων. Αυτό σήμαινε ότι οι αποικίες τους στη Μαύρη Θάλασσα και στη Κριμαία κινδύνευαν. Εκεί οι Γενουέζοι έκαναν το επικερδές τους εμπόριο με τους Τατάρους. Και οι πολίτες της Γένουας, που είχαν επενδύσει πολλά χρήματα στις αποικίες, θα ζητούσαν – σύμφωνα με το νόμο της Γένουας – αποζημιώσεις από το Δημόσιο Ταμείο, το οποίο φυσικά θα κατέρρεε. Ευτυχώς για τους Γενουέζους, παρουσιάστηκε σαν από μηχανής θεός, μια ιδιωτική εμπορική ένωση, με το όνομα Concilio του Αγίου Γεωργίου, η οποία ανέλαβε τη διοίκηση και τα ρίσκα των μακρινών αποικιών. Πίστευαν ότι θα μπορούσαν ακόμα να βγάλουν κέρδη. Στην πραγματικότητα όμως όλο και λιγότεροι ναυτικοί είχαν τη διάθεση να ταξιδεύσουν στην Προποντίδα και τον Εύξεινο, όλο και λιγότεροι έμποροι ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν κεφάλαια και όλο και λιγότεροι Γενουέζοι πλοιοκτήτες μπορούσαν να πληρώσουν τα υπέρογκα διόδια που απαιτούσαν οι Οθωμανοί. Και οι Γενουέζοι, γνωστοί για τη ναυτοσύνη και το ελεύθερο πνεύμα τους, δεν υπήρξαν αντάξιοι διπλωμάτες των Βενετών. Σε λιγότερα από είκοσι χρόνια, η Γένουα είχε αποχωρήσει ολοσχερώς από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, εγκαταλείποντας τις αποικίες της και αφήνοντας τους διευθυντές του Concilio του Αγίου Γεωργίου να πτωχεύσουν. Και οι Τατάροι δεν έμειναν παραπονεμένοι. Οι νέοι γείτονές τους, οι Οθωμανοί, με τους οποίους είχαν πολλά κοινά σημεία, έγιναν καλύτεροι προστάτες από τους Γενουέζους. Η Γένουα, μέσα σε λίγα χρόνια, έχασε τις αποικίες της στο λεβάντε (με εξαίρεση τη Χίο, που όπως θα δούμε αργότερα, η μοίρα της σφραγίστηκε τραγικά). Έτσι οι σπουδαίοι Γενουέζοι ναυτικοί ζήτησαν προστασία και καταφύγιο σε άλλες, πιο εύρωστες και διορατικές κυβερνήσεις. Και ο Γενουέζος Χριστόφορο Κολόμπο κατέληξε στην Ισπανική Αυλή της Ισαβέλλας και του Φερδινάνδου.

Οι μικρότερες εμπορικές πόλεις της Δύσης, οι οποίες είχαν δοσοληψίες με την Κωνσταντινούπολη προσαρμόστηκαν ευκολότερα. Κυρίως γιατί οι εμπορικοί τους ορίζοντες δεν ήταν τόσο μακρινοί όσο της Βενετίας και της Γένουας. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν η Ανκόνα, η οποία με μικρές αποικίες στα νησιά του Ιονίου και στη δυτική Ελλάδα, έκανε εμπόριο με τους Βυζαντινούς. Οι υπήκοοι της Ανκόνας έχασαν τα λιγότερα, γιατί ο Σουλτάνος γνώριζε και εκτιμούσε ιδιαίτερα τον πρώτο πολίτη τους, τον Angelo Boldoni. Έτσι συνέχισαν – και εν πολλοίς ενίσχυσαν – τις εμπορικές συναλλαγές τους με τους Οθωμανούς. Ακόμα και αν ο Πάπας διαφωνούσε.

Οι Φλωρεντίνοι απέκτησαν επίσης γρήγορα πολύ καλές εμπορικές σχέσεις με τους Οθωμανούς. Από όλους τους Ιταλούς, ήταν οι αγαπημένοι του Σουλτάνου. Για κάποιον μη ιστορικά εξηγήσιμο λόγο, έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον οίκο των Medicci. Οι καταλανοί, που είχαν πολεμήσει γενναία στο πλευρό των Βυζαντινών, σύντομα επέστρεψαν στην Ιστανμπούλ κάνοντας το ίδιο για τους Οθωμανούς. Οι κάτοικοι της Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) ήταν πιο τυχεροί: δεν είχαν προλάβει να κάνουν σπουδαίες επαφές με τους Βυζαντινούς, έτσι ξεκίνησαν με τους Οθωμανούς και τα πήγαν υπέροχα. Παρά το μέγεθός τους, η θέση τους στο εμπόριο με τους Οθωμανούς ήταν σημαντική.

Για πολλούς ευσεβείς χριστιανούς, η ετοιμότητα των εμπορικών πόλεων να συνάψουν εμπορικές και πολιτικές σχέσεις με τους Οθωμανούς – και μάλιστα τόσο σύντομα και τόσο ξεδιάντροπα – θεωρήθηκε προδοσία της πίστης. Ιδιαίτερα η Βενετία έπαιζε καταφανώς διπρόσωπο ρόλο, αφενός προσπαθώντας να διοργανώσει μια νέα σταυροφορία κατά των Οθωμανών και αφετέρου διατηρώντας φιλικότατες σχέσεις με το Σουλτάνο και την Αυτοκρατορία του. Ο πρώτος πρεσβευτής της Βενετίας στη Μεγάλη Πύλη, Marcello, έμεινε στη θέση του τρία ολόκληρα χρόνια, αποκτώντας πολύ καλές σχέσεις με το Σουλτάνο και το Ντιβάνι, γεγονός που επέτρεψε στη Βενετία να διατηρήσει και να επεκτείνει τα προνόμιά της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο διπρόσωπος Δόγης όμως, το 1456 τον ανακάλεσε και τον έστειλε στη φυλακή με τη δικαιολογία ότι ζήτησε από τον κυβερνήτη της Χαλκίδας να ελευθερώσει τρεις Τούρκους κρατούμενους, για να ικανοποιήσει το Σουλτάνο. Ο δυστυχής Marcello, θύμα της διπλωματικής αναγκαιότητας, υποστήριξε ότι όλα έγιναν με την έγκριση του Δόγη. Οι Βενετοί, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από τις ιδιαίτερες σχέσεις με τους Οθωμανούς, έπρεπε να ρίξουν λίγη στάχτη στα μάτια μερικών ανταγωνιστών τους.
Στη Ρώμη τα πράγματα ήταν πιο απλά. Έπρεπε να γίνει μια νέα, δυναμική σταυροφορία με την συμμαχία όλων των Δυτικών, χριστιανικών δυνάμεων. Ο πάπας Νικόλαος, πραγματιστής και γνώστης της κατάστασης, ηγήθηκε της εκστρατείας. Από τη στιγμή που έμαθε τα θλιβερά νέα, άρχισε να γράφει επιστολές ζητώντας βοήθεια. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1453 εξέδωσε εγκύκλιο προς τους πρίγκιπες της Δύσης διακηρύττοντας τη σταυροφορία. Ο κάθε ηγεμόνας κλήθηκε να συνεισφέρει σε αίμα δικό του και των υπηκόων του αλλά και στα έξοδα της εκστρατείας. Οι δύο Έλληνες καρδινάλιοι, ο Ισίδωρος και ο Βησσαρίων, με πάθος υποστήριξαν τον πάπα. Ο ίδιος ο Βησσαρίωνας έγραψε στους Βενετούς, πότε επιπλήττοντάς τους και πότε παρακαλώντας τους, ζητώντας τους να σταματήσουν τους πολέμους μέσα στην Ιταλία και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στον πόλεμο κατά του Αντίχριστου. Ακόμα μεγαλύτερη δραστηριότητα έδειξε ο Λεγάτος του πάπα στη Γερμανία, Αινείας Σύλβιος Πικολομίνι, ο οποίος όλο το 1454 περιήλθε την περιοχή της Γερμανίας ωθώντας τους Γερμανούς πρίγκιπες να δραστηριοποιηθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Με την επιμονή και την ευγλωττία του, πάρθηκαν πολλές αποφάσεις. Τίποτα όμως δεν έγινε. Στην Αυστρο-Ουγγαρία, ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος ο 3ος είχε πλήρη επίγνωση του Τουρκικού κινδύνου. Ήξερε το μέγεθος της απειλής για την Ουγγαρία, στην οποία βασίλευε ο νεαρός ανιψιός του Λάντισλας. Αν έπεφτε η Ουγγαρία, κινδύνευε όλη η Δύση. Σε κοινή επιστολή του προς τον πάπα, μαζί με το Αινεία Σύλβιο έλεγε ότι φοβόταν «το δεύτερο θάνατο του Ομήρου και του Πλάτωνα».

Πάντως σταυροφορία δεν έγινε. Οι πρίγκιπες έσπευσαν να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για την καταστροφή και οι τραγουδοποιοί έφτιαξαν θρήνους για το μεγάλο χαμό των χριστιανών, ο Γάλλος συνθέτης Guillaume Dufay έγραψε μια μουσική σύνθεση για την περίσταση που παίχτηκε σε όλες τις Γαλλικές πόλεις. Κανείς όμως δεν φαινόταν διατεθειμένος να κάνει κάτι. Ο Φρειδερίκος ήταν φτωχός και ανήμπορος απέναντι στους πλούσιους γερμανούς πρίγκιπες. Ο Κάρολος ο 5ος της Γαλλίας ήταν απασχολημένος να αναδομήσει τη χώρα του μετά τους καταστροφικούς πολέμους με την Αγγλία. Οι Τούρκοι ήταν μακριά και τα μεγάλα προβλήματα της Γαλλίας τόσο κοντά. Στην Αγγλία, η οποία υπέφερε ακόμα περισσότερο από τον λεγόμενο εκατονταετή πόλεμο, οι Τούρκοι φαίνονταν ακόμα πιο μακριά. Ο βασιλιάς Ενρίκος ο 7ος είχε μόλις χάσει τα λογικά του. Η χώρα του όδευε προς του χάος του πολέμου των Ρόδων. Ο βασιλιάς Αλφόνσος της Αραγονίας, του οποίου οι Ιταλικές κτίσεις κινδύνευαν περισσότερο από τυχόν επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς δυσμάς, αρκέστηκε στην ενίσχυση των οχυρωματικών του έργων. Εξάλλου ήταν γέρος και σε λίγο θα πέθαινε. Έτσι έμειναν μόνο οι Ούγγροι με το νεαρό Λάντισλας να προσπαθούν να κάνουν κάτι. Και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς το γενναίο στρατηγό του στρατού Hunyadi, ο οποίος όμως ο ίδιος βλέψεις για το θρόνο της Ουγγαρίας.

Ο πάπας εναπόθεσε όλες του τις ελπίδες στον πλουσιότερο πρίγκιπα της Ευρώπης, τον Φίλιππο τον Αγαθό, Δούκα της Βουργουνδίας ο οποίος είχε πολλές φορές στο παρελθόν μιλήσει για την αναγκαιότητα μιας νέας σταυροφορίας. Το Φεβρουάριο του 1454 ο Φίλιππος έδωσε ένα γεύμα στη Λιέγη, στο οποίο παρουσιάστηκε ένας ζωντανός φασιανός στολισμένος με πολύτιμα πετράδια. Το φασιανό κυνηγούσε ένας τεράστιος άνδρας ντυμένος σαρακηνός, απειλώντας το πουλί αλλά και τους καλεσμένους με ένα ψεύτικο γιαταγάνι. Ένας ψεύτικος ελέφαντας, παριστάνοντας τη Δυτική εκκλησία, προσπαθούσε να σώσει το πουλί από τις επιδρομές του άγριου σαρακηνού. Όλοι οι παριστάμενοι ορκίστηκαν να συμμετέχουν στον Ιερό Πόλεμο κατά των Οθωμανών. Η όμορφη όμως παντομίμα έμεινε χωρίς συνέχεια. Ο «Όρκος του Φασιανού», όπως έμεινε γνωστός, δεν εκπληρώθηκε ποτέ.

Έτσι, ενώ η Ευρώπη μοιρολογούσε ακατάπαυστα, ούτε η παπική εγκύκλιος δεν κατάφερε να ξεσηκώσει τους ηγεμόνες της. Ο Νικόλαος ο 5ος πέθανε στις αρχές του 1455. ο διάδοχός του, καταλανός, Καλλίστος ο 3ος, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής στην Ιταλία, όχι μόνο λόγω της καταγωγής του. Εξάλλου ήταν και ετοιμοθάνατος. Πρόφτασε να εξοπλίσει ένα μικρό στόλο και να τον στείλει στο Αιγαίο όπου κατέλαβε τα νησιά Νάξος, Λήμνος και Σαμοθράκη. Καμιά όμως χριστιανική δύναμη δεν δέχτηκε να παραλάβει τα νησιά, έστω και σαν δώρο. Έτσι, ύστερα από μερικούς μήνες, οι Τούρκοι τα ξαναπήραν. Το 1458 ο Καλλίστος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Αινείας Σύλβιος με το όνομα Πίος ο 2ος. Αυτός ήταν ακόμα πιο ενεργητικός. Πιστεύοντας στις υποσχέσεις που είχε αποσπάσει κατά τη θητεία του στη Γερμανία, πίστευε ότι σύντομα θα μπορούσε να ξεκινήσει μια εκστρατεία κατά των Οθωμανών. Πέθανε ξαφνικά το 1464 καθοδόν προς την Ανκόνα. Μέχρι τότε δεν είχε γίνει τίποτα. Και φυσικά ούτε έγινε κάτι μετά.

Όταν επρόκειτο να δράσει, η Δύση παρέμενε αδρανής. Μπορεί πολυμαθείς και Ελληνόφιλοι πάπες σαν τον Αινεία Σύλβιο και ρομαντικοί ιστοριοδίφες σαν τον Oliver de la Marche (που πίστευε ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν ο τελευταίος γνήσιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας) να προσπάθησαν με όλη τους τη δύναμη, οι καλοστεκούμενοι όμως Γερμανοί πρίγκιπες και οι εθνικιστές Γάλλοι βασιλιάδες είχαν άλλα στο μυαλό τους. Οι τελευταίοι μάλιστα, λίγα χρόνια μετά, έγιναν οι καλύτεροι σύμμαχοι των Οθωμανών. Πολλοί ιστορικοί, ιδιαίτερα Έλληνες, επιμένουν να επιρρίπτουν την απάθεια των δυτικών ηγεμόνων στον ίδιο τον παπισμό. Δεν ήταν οι πάπες που πριν λίγα χρόνια κατηγορούσαν τους Έλληνες σαν αιρετικούς, σχισματικούς και εχθρούς της χριστιανικής πίστης; Δεν ήταν οι πάπες που κατηγορούσαν το Βυζάντιο ότι ποτέ δεν θέλησε ουσιαστικά την ένωση των εκκλησιών; Πώς ζητούσαν τώρα από τους Ευρωπαίους να χύσουν το αίμα τους για να τους σώσουν; Δεν ήταν όμως μόνο οι πάπες. Πολλοί σημαντικοί της μεσαιωνικής λογοτεχνίας ήταν καταφανώς μισέλληνες. Με πρώτο τον Βιργίλιο, που θεωρούταν ένα είδος χριστιανικού αποστόλου και προφήτη του Μεσσία. Αυτός δεν είχε ιστορήσει τις φρικαλεότητες των Ελλήνων στην Τροία; Η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν η δίκαια ανταμοιβή τους. Ακόμα και ο καρδινάλιος της Ελλάδας Ισίδωρος – πρώτος στο μίσος κατά των αιρετικών Ορθοδόξων – ονόμαζε τους Τούρκους «Teurci». Δηλαδή Τρώες. Οι Τούρκοι ήταν απόγονοι των Τρώων. Και τώρα εκδικούνταν τους μισητούς Έλληνες για την καταστροφή του πολιτισμού τους. Ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 2ος ο Πορθητής, μελετητής ο ίδιος της ιστορίας, δεν άφησε μια τέτοια ευκαιρία ανεκμετάλλευτη: το 1479, λίγο πριν το θάνατό του, έστειλε μια επιστολή στο βασιλιά της Γαλλίας στην οποία εξέφραζε την απορία του γιατί οι Ιταλοί είχαν τέτοιο ίσος εναντίον του, παρόλο που και αυτοί ήταν απόγονοι μιας φυλής των Τρώων. Η επιστολή αυτή έκανε το γύρω στις Ιταλικές πόλεις λίγο μετά το θάνατο του Μεχμέτ το 1481. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλας αναφέρει ρητά ότι η επιστολή ήταν πλαστή και εξυπηρετούσε τα σχέδια όσων ήθελαν να εκδικηθούν τους Έλληνες για το ένδοξο παρελθόν τους. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής, γελούσε με νόημα όταν του έλεγαν ότι οι Τρώες, οι Teurci και οι Τούρκοι ήταν το ίδιο πράγμα. Όλα όμως έπαιξαν το ρόλο τους και ο Μεχμέτ δεν ήταν τρελός να μην εκμεταλλευθεί κάθε τι που απέτρεπε την ένωση των δυτικών εναντίον του. Η διπλωματική δεινότητα των Οθωμανών και των διαδόχων τους είναι γνωστή. Και ενώ ο Πορθητής έστελνε ευγενικότατα γράμματα στον πάπα και στους δυτικούς βασιλιάδες, ενώ τους διαβεβαίωνε για τα αισθήματά του απέναντί τους, ενώ τιμούσε τους αντιπροσώπους τους και δέχονταν τα δώρα τους, δεν έχανε ευκαιρία να λέει στους Βεζίρηδες, στους γενίτσαρους, στους Πασάδες και στους Ουλεμάδες ότι στόχος του ήταν να μετατρέψει τον Άγιο Πέτρο σε στάβλο για τα άλογά του. Και όπως θα δούμε, παραλίγο να το έκανε.

Οι χριστιανοί της ανατολής δεν μπορούσαν βέβαια να αδιαφορήσουν. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1453, η Αυλή του Σουλτάνου στο Έντιρνε γέμιζε καθημερινά με απεσταλμένους από όλες τις γειτονικές χριστιανικές χώρες. Στις αρχές Αυγούστου παρουσιάστηκαν οι απεσταλμένοι του Γεωργίου Βράνκοβιτς, ηγεμόνα της Σερβίας, κομίζοντες μεγάλα χρηματικά ποσά, όχι μόνο για να κάνουν τα πρέποντα δώρα στο Σουλτάνο και στους βεζίρηδες, αλλά κυρίως για την εξαγορά δούλων χριστιανών κατά προτίμηση Σέρβων. Ακολούθησαν πρεσβείες των αδελφών του μακαρίτη βασιλιά του Βυζαντίου, των Θωμά και Δημητρίου, ηγεμόνων του Μοριά. Από τον Ιωάννη Κομνηνό, Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, από τον Dorino Gattilusi, ηγεμόνα της Λέσβου και της Θάσου και από τον αδελφό του Παλαμίδη, ηγεμόνα της Ένου, από τους Μαχονάδες της Χίου και από τον μεγάλο Μαγίστρο των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου της Ρόδου. Όλοι βρήκαν το Σουλτάνο σε καλά κέφια. Απλώς ζήτησε από κάθε πρίγκιπα να τον αναγνωρίσει σαν τον μεγάλο ηγέτη της μεγαλύτερης δύναμης της περιοχής – και αυξημένη φορολογία. Ο Σέρβος ηγεμόνας έπρεπε να πληρώνει δώδεκα χιλιάδες δουκάτα ετησίως. Οι ηγέτες του Μοριά δέκα χιλιάδες, οι Μαχονάδες της Χίου έξι χιλιάδες, ο ηγεμόνας της Λέσβου τρεις. Ο Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας ξέφυγε με μόλις δύο χιλιάδες δουκάτα ετησίως. Οι πρεσβευτές έπρεπε να του φέρνουν τα χρήματα κάθε χρόνο. Οι μόνοι που αρνήθηκαν τις υποχρεώσεις αυτές ήταν οι ιππότες του Αγίου Ιωάννου της Ρόδου. Είπαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι που τους απαγόρευε ο πάπας. Ο Μεχμέτ δεν θέλησε να χαλάσει τη ωραία ατμόσφαιρα της στιγμής – και δεν αποκεφάλισε τους τυχερούς πρεσβευτές των αλαζόνων ιπποτών. Σημείωσε όμως ότι έπρεπε να τους διδάξει ένα μάθημα. Και σύντομα το έκανε.

Οι πιο τυχεροί από όλους φαίνεται ότι ήταν οι αδελφοί Gattilusi. Παρά το γεγονός ότι τα δυο αδέλφια ήταν μισοί-Έλληνες, είχαν στενή φιλία με τον Τούρκο ναύαρχο και φίλο του Σουλτάνου, Χάμζα Μπέη ο οποίος έπεισε το Σουλτάνο να μην επιμείνει στην είσπραξη των φόρων γιατί οι περιοχές που είχαν ήταν φτωχές. Ο Σουλτάνος όχι μόνο ακκύρωσε το φόρο από τα αδέλφια, αλλά τους έδωσε περισσότερες περιοχές: τη Λήμνο και μέρος της Σαμοθράκης. Επίσης έδωσε τη Ίμβρο (και την εκμετάλλευση των αλατωρυχείων της) στον αγαπημένο του Έλληνα γραμματέα (και δεινό ιστοριογράφο) τον Κριτόβουλο, επίσης χωρίς καμιά υποχρέωση φόρου.

Ο κόσμος των χριστιανών της Ανατολής ανάσανε με ανακούφιση: αν και η Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί, ο Σουλτάνος φαίνεται να ήθελε να αφήσει τα μικρότερα κράτη να ζήσουν εν ειρήνη. Έπρεπε όμως να πληρώσουν πολλά χρήματα. Και τα χρήματα δεν βρίσκονταν εύκολα. Εκτός αυτού, η αυλή του Σουλτάνου άλλαζε γρήγορα και μαζί της οι βουλές του.

Τον Αύγουστο του 1453 ο Βεζίρης Χαλίλ Τσανταρλί, ο επονομαζόμενος Ρωμιός ή Έλληνας, συνελήφθη ξαφνικά και του αφαιρέθηκαν όλες οι εξουσίες. Σε λίγες μέρες θανατώθηκε. Ο Μεχμέτ δεν είχε ξεχάσει το ρόλο του από το 1446 μέχρι και την Άλωση και τις προσπάθειές του να την ματαιώσει. Ο Χαλίλ όμως ήταν ο έμπιστος Βεζίρης του πατέρα του Μεχμέτ, του Μουράτ του 2ου και είχε ισχυρούς δεσμούς με μεγάλες οικογένειες Τούρκων της Ανατολής. Και ο Μεχμέτ δεν μπορούσε να τον αγγίξει πριν ενισχύσει τη θέση του με την Άλωση. Οι συμβουλές του όμως δεν άρεσαν στο σαράι. Ούτε και η υπέρμετρη προτίμησή του στους Έλληνες. Κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία υπέρ τους. Αλλά πάλι, η κατηγορία αυτή έπρεπε να υπάρχει για να δικαιολογηθεί η εκτέλεσή του. Σίγουρα δεχόταν δώρα από τους Βυζαντινούς και μετά από τους Έλληνες της Πόλης. Και σίγουρα προωθούσε με κάθε ευκαιρία τα Ελληνικά συμφέροντα. Αλλά τα δώρα και οι δολοπλοκίες υπέρ κάποιων ήταν ο κανόνας στο σαράι. Μήπως όλοι οι δούλοι του Σουλτάνου, μηδέ των βεζίρηδων εξαιρουμένων, δεν ζητούσαν μπαξίσι από τους επισκέπτες; Μήπως ο ίδιος ο Σουλτάνος δεν έκρινε τους επισκέπτες του ανάλογα με τα δώρα που του φέρνανε; Ίσως ο Χαλίλ, υπηρετώντας τα συμφέροντα των Οθωμανών να ήταν και στο μισθολόγιο των Ελλήνων. Ίσως πάλι να το έκανε από ιδεολογία και πατριωτισμό. Αλλά δεν ήταν ο πρώτος – ούτε ο τελευταίος - με Ελληνικές ρίζες στο Ντιβάνι. Το σίγουρο ήταν ότι δεν υπολόγισε σωστά και έχασε. Μαζί του έφυγαν και όλοι οι υποστηρικτές του στο Ντιβάνι, όλοι τους από την εποχή του Μουράτ. Μεγάλος Βεζίρης και ισχυρός άνδρας ήταν τώρα ο Ζαγανός Πασάς, επίσης Ελληνικής καταγωγής, αλλά φανατικός ζηλωτής του Ισλάμ. Μάζεψε γύρω του όλους τους φανατικούς προσηλυτισμένους, που η μόνη τους ιδιότητα ήταν ή εύνοια του Σουλτάνου. Μόνο τους μέλημα να υπερθεματίσουν το Σουλτάνο σε ό,τι πίστευαν ότι ήθελε. Και να ικανοποιήσουν τις προσταγές της νέας τους Πίστης, όπως αυτές υπαγορεύονταν από τους Ουλεμάδες και τους γενίτσαρους. Όταν θα ερχόταν η ώρα, όλοι τους θα ήταν περισσότερο από έτοιμοι να ζητήσουν την πλήρη εξάλειψη του ανατολικού χριστιανισμού και των πριγκίπων του.
Για το πότε ήρθε εκείνη η ώρα, έφταιγαν περισσότερο οι ίδιοι οι πρίγκιπες παρά ο Σουλτάνος και το Ντιβάνι του. Οι πρώτοι που υπέφεραν τις συνέπειες της πολιτικής τους ήταν οι Σέρβοι. Ο Γεώργιος Βράνκοβιτς ανακήρυξε εαυτόν σωτήρα όλων των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου. Ο δεύτερος, σε μια απλή επίδειξη δύναμης, ζήτησε να του αποδωθούν μερικά εδάφη της Σερβίας, απαραίτητα για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας στο πόλεμο με τους Ούγγρους. Ο Βράνκοβιτς βρέθηκε ανάμεσα σε δύο κακά: από βορρά οι Ούγγροι, από νότο οι Οθωμανοί. Τελικά έχασε τα πάντα εκτός από το Βελιγράδι, που o Μεχμέτ δεν μπόρεσε να πάρει παρενοχλούμενος από τον λαμπρό στρατηγό των Ούγγρων Hunyadi. Ο Hunyadi όμως πέθανε τον Ιούνιο του 1456, την επόμενη μέρα της νίκης των Ούγγρων. Ο νεαρός βασιλιάς τους Λάντισλας δεν ήταν προφανώς αντάξιος του Μεχμέτ. Τον εξαφάνισε σύντομα, όπως θα δούμε παρακάτω. Εξαφάνισε επίσης τον Βράνκοβιτς ο οποίος πέθανε έχοντας χάσει όλα τα Σερβικά εδάφη, εκτός από το Βελιγράδι, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1456. Το Βελιγράδι είχε σωθεί για τους Σέρβους, όχι από την πολεμική τους δεινότητα απέναντι στους Οθωμανούς, αλλά από τις διπλωματικές ικανότητες του Βράνκοβιτς και τις προσπάθειες της αγαπημένης μητριάς του Μεχμέτ, της Μάρας, η οποία ήταν αδελφή του Βράνκοβιτς και αγαπημένη Σουλτάνα του πατέρα του Μεχμέτ, του Μουράτ. Η Μάρα Χακίμ (όπως ήταν γνωστή στο σαράι) ήταν μια κυρία εκπληκτικής ομορφιάς μέχρι τα βαθιά της γεράματα, αλλά και ιδιαίτερης ευφυΐας. Μετά το θάνατο του συζύγου της Μουράτ απέκτησε μεγάλη επιρροή στο σαράι και τον απόλυτο σεβασμό του Μεχμέτ. Πέρναγε τα χρόνια της ανάμεσα στο σαράι στο Έντιρνε και το Βελιγράδι. Όσο ζούσε ο Βράνκοβιτς, η ισορροπία ανάμεσα στο Γολιάθ, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και το Δαβίδ, τους Σέρβους, δεν κινδύνευε. Δυστυχώς, ο διάδοχός του Λάζαρος δεν ήταν αρκετά έξυπνος να συνεχίσει την πολιτική του. Εκστράτευσε κατά των Οθωμανών και έφαγε τα μούτρα του. Και μαζί με τα μούτρα του Λάζαρου χάθηκε και η Σερβία. Το 1459 η Σερβία ήταν παρελθόν. Η γειτονική Βοσνία – στην οποία βασιλιάς ήταν ο επίσης Σέρβος Στέφανος Τομάσεβιτς – αλώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η Βοσνία έμελλε να είναι για τους Οθωμανούς ο προμαχώνας της εκστρατείας τους κατά των Ούγγρων και αργότερα κατά των Αυστριακών και των Αψβούργων. Οι πλούσιοι Βόσνιοι γαιοκτήμονες, έχοντας να επιλέξουν ανάμεσα στους αλαζονικούς Αυστρο-Ούγγρους και τους ανεκτικούς Οθωμανούς προτίμησαν τους δεύτερους. Εξισλαμίστηκαν και πολέμησαν για τη νέα τους πίστη. Οι Οθωμανοί δεν τους ξέχασαν ποτέ.

Στο μεταξύ εξαφανίζονταν και τα τελευταία υπολείμματα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Πρώτες χάθηκαν οι κυριαρχίες των σχεδόν Ελλήνων αδελφών Gattilusi. Τόσο ο Dorino όσο και ο Παλαμίδης πέθαναν το 1455. Ο διάδοχος του πρώτου ήταν βλαξ και του δεύτερου ανίκανος. Αμέλησαν, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αιτία, τις φορολογικές τους υποχρεώσεις προς το Σουλτάνο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον προκαλούσαν λεκτικά. Πίστευαν ότι θα ήταν πολύ απασχολημένος με τους Ούγγρους στην Ευρώπη και τους Καραμανήδες στην Ανατολή για να τους δώσει σημασία. Υπολόγισαν λάθος και πλήρωσαν το λάθος τους: Τα εδάφη τους προσαρτήθηκαν στην Αυτοκρατορία, οι υπήκοοί τους εξανδραπωδήθηκαν, οι ίδιοι και οι διάδοχοί τους στραγγαλίστηκαν και οι γυναίκες τους οδηγήθηκαν στο χαρέμι του Σουλτάνου.
Το Δουκάτο των Αθηνών υποδουλώθηκε το 1456. Ο Φλωρεντίνος Δούκας του Franco εντυπωσίασε το Σουλτάνο με την ομορφιά και τις γνώσεις του και αφέθηκε με την οικογένειά του ηγεμόνας των Θηβών. Οι ελάχιστοι κάτοικοι των Αθηνών, Έλληνες και Τούρκοι (που κατά το Σουλτάνο ζούσαν υποδειγματικά μαζί) αφέθηκαν ήσυχοι. Τον επόμενο χρόνο ο Σουλτάνος έμαθε ότι ο προστατευόμενός του Franco από τη Θήβα συνωμοτούσε εναντίον της Αυτοκρατορίας με τους Φλωρεντίνους και τον πάπα. Το κράτος των Θηβών διαλύθηκε και ο Franco, μαζί με την οικογένειά του, θανατώθηκαν.

Στο Μοριά, όπου οι αδελφοί Δημήτριος και Θωμάς Παλαιολόγος διέκοπταν προσωρινά τις διαμάχες τους μόνο όταν υπήρχε εξωτερικός κίνδυνος, τα νέα για την άλωση της Πόλης ακολούθησε εξέγερση των Αλβανών και Ελλήνων κατοίκων τους. Η εξέγερση υποστηρίχτηκε από τους Βενετούς. Στην απόγνωσή τους, τα δυο αδέλφια κάλεσαν το Σουλτάνο για βοήθεια. Αυτός έστειλε το γηραιό στρατηγό Τουραχάν Μπέη, ο οποιός πέρασε τον Ισθμό και αποκατάστησε την τάξη. Φεύγοντας συμβούλευσε τους Παλαιολόγους να σταματήσουν τις διαμάχες μεταξύ τους και να ζήσουν ειρηνικά στα Δεσποτάτα τους. Αυτοί μόλις έφυγε ο Τουραχάν άρχισαν πάλι τις διαμάχες. Ο Σουλτάνος ειδοποιήθηκε από τους Βενετούς αυτή τη φορά που δεν χώνευαν καθόλου τους Παλαιολόγους. Το 1458, ο ίδιος ο Σουλτάνος διέσχισε τον Ισθμό, πήρε την Κόρινθο και κατέβαινε προς τα κάτω χωρίς αντίσταση. Οι Παλαιολόγοι, κατά τη γνωστή τακτική τους, έσπευσαν να του ζητήσουν ανακωχή. Αυτός δέχτηκε, αλλά τους πήρε τα μισά περίπου εδάφη, μεταξύ των οποίων την Κόρινθο, την Αργολίδα, την Πάτρα και την Καρύτενα, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Θωμά. Τους επέβαλε επίσης βαρύ φόρο. Αναχωρώντας τους προειδοποίησε ότι την επόμενη φορά που θα υποχρεωνόταν να στείλει στρατό στο Μοριά, οι Παλαιολόγοι θα το μετάνιωναν. Φεύγοντας σταμάτησε στην Αθήνα και θαύμασε την πόλη και την ιστορία της.

Σχεδόν δεν είχε προλάβει να φύγει ο Μεχμέτ και οι Παλαιολόγοι άρχισαν πάλι τις έριδες. Ο Δημήτριος επέμενε ότι η μόνη σωτηρία θα ήταν η υποταγή με ευνοϊκούς όρους στους Τούρκους. Ο Θωμάς υποστήριζε ότι έπρεπε να περιμένουν τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο πάπας Πίος ο 2ος στη Μάντουα το 1458. Η βοήθεια έφτασε και αποτελούταν από τριακόσιους μισθοφόρους, οι διακόσιοι πληρωμένοι από τον πάπα και οι εκατό από την κόμισσα Μπιάνκα Μαρία του Μιλάνου. Αυτοί μάλωσαν μεταξύ τους και αποχώρησαν σε ένα μήνα. Ο Δημήτριος κάλεσε πάλι τους Τούρκους και ο Θωμάς τους Βενετούς. Ο Σουλτάνος θορυβημένος από την εμπλοκή της Δύσης στο Μοριά κατέβηκε με μεγάλο στρατό το 1460.Ο Δημήτριος παραδόθηκε στο Μιστρά και έσωσε τον πληθυσμό του. Ο Θωμάς διέφυγε φοβισμένος στην Κέρκυρα και ο πληθυσμός της Πελοποννήσου υπέστη τα γνωστά. Μέχρι το Φθινόπωρο όλος ο Μοριάς ήταν στα χέρια των Τούρκων, με εξαίρεση το κάστρο του Σαλμενικού (που ήταν στα χέρια του Γραΐτσα Παλαιολόγου), της Μεθώνης και της Κορώνης που ήταν στα χέρια των Βενετών και της Μονεμβασιάς που ήταν κτίση του Πάπα υπό Βενετική διοίκηση. Επίσης ο Σουλτάνος δεν διακινδύνευσε πολεμική επιχείρηση στη Μάνη, μάλλον γιατί πίστευε ότι τα άγονα και τραχεία εδάφη της δεν άξιζαν να χυθεί αίμα.

Μετά ήρθε η σειρά της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Ο Ιωάννης ο 4ος ο Μέγας Κομνηνός, τον οποίο ο Φραντζής είχε κατακρίνει για την συμπεριφορά του στο θάνατο του Μουράτ, και ο οποίος είχε εξαγοράσει την ανεξαρτησία της πόλης του το 1453 πληρώνοντας βαρύ χρηματικό τίμημα στο Σουλτάνο, πέθανε το 1458 αφήνοντας δυο κόρες παντρεμένες μακριά και ένα γιο μόλις τεσσάρων ετών. Η λύση της αντιβασιλείας για μεγάλο χρονικό διάστημα θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Έτσι οι κάτοικοι της Τραπεζούντας παρέδωσαν το θρόνο στον αδελφό του Ιωάννη, το Δαβίδ, ο οποίος υπολόγισε ότι ο Σουλτάνος ήταν πολύ απασχολημένος στην Ευρώπη για να ασχοληθεί με την ανατολική Ανατολία. Ήρθε σε επαφή με τη Βενετία και τη Γένουα αλλά και με τον πάπα. Όλοι τους του υποσχέθηκαν βοήθεια. Επίσης ο Δαβίδ απέδιδε μεγάλη σημασία στη μακρά φιλία της οικογενείας του με το γειτονικό ηγέτη των Τουρκομάνων, τον Ουζούμ Χασάν, αρχηγό της φυλής των Λευκών Αμνών. Ο Ουζούμ Χασάν ήταν ένας παμπόνηρος ηγεμόνας που είχε επιβάλει την κυριαρχία του στην Ανατολία αντιτιθέμενος στους Οθωμανούς, αν και ο ίδιος ήταν Οθωμανός. Σύμμαχοί του ήταν οι εμίρηδες της Σινώπης και της Καραμανίας, αμφότεροι εξελληνισμένοι Οθωμανοί, και οι βασιλιάδες της Γεωργίας και της Αμπχαζίας. Η μητέρα του Ουζούμ Χασάν ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος είχε παντρευτεί την αδελφή του Ιωάννου του Μέγα Κομνηνού της Τραπεζούντας. Παρά την στάση του, ο Ουζούμ Χασάν διατηρούσε επαφές με το Σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με έναν τέτοιο σύμμαχο, ο Δαβίδ πίστευε ότι δεν έπρεπε να φοβάται τους Οθωμανούς.

Αλλά και ο Μεχμέτ δεν μπορούσε να αγνοήσει μια τέτοια συμμαχία, όταν μάλιστα έμπαιναν στη μέση οι προαιώνιοι εχθροί του, ο Βενετοί και οι Γενουέζοι. Τον πόλεμο όμως προκάλεσε ο Δαβίδ. Απαίτησε από τον Μεχμέτ την επιστροφή των χρημάτων που ο αδελφός του είχε πληρώσει στον πατέρα του Μεχμέτ μετά την Άλωση. Και διεμήνυσε τις απαιτήσεις του αυτές μέσω των πρεσβευτών του Ουζούμ Χασάν στην Ισταμπούλ, οι οποίοι είχαν και άλλες ξεδιάντροπες απαιτήσεις για τον αφέντη τους. Το 1461 οι αλογοουρές και τα λάβαρα στήθηκαν στο Σκουτάρι και μέγας Οθωμανικός στρατός με επικεφαλής το Μεχμέτ τον Πορθητή εκστράτευσε στην Ανατολία για να τιμωρήσει τους αποστάτες. Ο Οθωμανικός στόλος έφυγε επίσης ανατολικά και συνάντησε το στράτευμα στην Προύσα. Εν όψει του τεράστιου αυτού στρατού οι συμμαχίες κατέρρευσαν. Οι εμίρηδες της Σινώπης και της Καραμανίας, αλλά και ο ίδιος ο Ουζούμ Χασάν θυμήθηκαν το Ισλάμ και έπεσαν στα πόδια του Μεχμέτ που εκτός από Σουλτάνος ήταν και χαλίφης, δηλαδή σκιά του Αλλάχ πάνω στη Γη. Αυτός δεν μπορούσε παρά να δεχθεί τη μεταμέλεια των εν πίστη αδελφών του. Αυτό που έμεινε ήταν ο φουκαράς ο Δαβίδ και η Τραπεζούντα του. Ο Κριτόβουλος – που ήταν παρών στα περιστατικά – αναφέρει ρητά ότι τόσο ο Ουζούμ Χασάν όσο και η Ελληνίδα γυναίκα του Σάρα Χατούν προσπάθησαν να αποτρέψουν την επικείμενη καταστροφή. Η Σάρα Χατούν μάλιστα, για την οποία ένας Βενετός ταξιδιώτης είχε γράψει: «Είναι σε όλους γνωστό ότι καμιά γυναίκα πιο όμορφη από αυτή δεν υπάρχει», σε μια ιδιωτική της συνομιλία με το Σουλτάνο του είχε πει: «Γιατί εφφέντη μου να κουράσεις το στρατό σου με μια τόσο μικρή και ασήμαντη περιοχή σαν την Τραπεζούντα»; Αυτός της απάντησε ότι κρατάει στα χέρια του το Σπαθί του Ισλάμ και είναι ντροπή να μην κουραστεί για την Πίστη.

Στη διάρκεια όλων αυτών, ο Δαβίδ ο Κομνηνός δεν έκανε τίποτα να βοηθήσει την κατάσταση. Ίσως και να πίστευε ότι τα θαυμαστά τείχη της Τραπεζούντας θα έκαναν το θαύμα τους που δεν έκαναν τα τείχη της Πόλης οκτώ χρόνια πριν. Αντί να υποχωρήσει και να ζητήσει έλεος γι’ αυτόν και τον λαό του, κατέλαβε – λίγο πριν την άφιξη του Οθωμανικού στρατού – τον πύργου Κοϋλού Χισάρ, υψίστης σημασίας για την άμυνα της όλης περιοχής. Πράγματι, ο ρεαλιστής και ψύχραιμος Μεχμέτ κατάλαβε τη δυσκολία του εγχειρήματος και κατάστρωσε –όπως συνήθιζε -λεπτομερές στρατηγικό σχέδιο το οποίο περιελάμβανε εκτός από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τη χρήση της πέμπτης φάλαγγας που οι Οθωμανοί διέθεταν στην πόλη. Και εδώ γράφτηκε μια από τις πιο αμφισβητούμενες σελίδες της Ελληνικής ιστορίας της εποχής. Ο Μέγας Βεζίρης του Σουλτάνου, ο Μαχμούτ, Ελληνικής καταγωγής, καταγόταν από την Τραπεζούντα, μέσα στην οποία ζούσε ένας πρώτος του εξάδελφος, ο γνωστός για τη μόρφωσή του Γεώργιος Αμιρουτζής. Ο Αμιρουτζής ήταν υπερασπιστής της ένωσης των εκκλησιών και ο Αυτοκράτορας Ιωάννης τον είχε χρησιμοποιήσει στις επαφές με τους Ιταλούς και τον πάπα. Μεγάλη εκτίμηση έτρεφε στο πρόσωπο του Αμιρουτζή και ο τωρινός Αυτοκράτορας Δαβίδ. Ο Μαχμούτ, προφανώς με την προτροπή του Σουλτάνου, έστειλε στην Τραπεζούντα αντιπροσωπεία των Οθωμανών υπό τον Έλληνα γραμματέα του Θωμά Καταβολενό. Επισήμως, το έργο της αντιπροσωπείας ήταν να πείσει τον Αυτοκράτορα Δαυίδ να παραδώσει την Τραπεζούντα. Ανεπίσημα όμως είχε εντολή να συναντηθεί με τον Αμιρουτζή. Η αντιπροσωπεία εκτέλεσε το επίσημο έργο της και ζήτησε να δει τον Αμιρουτζή για να του δώσει χαιρετίσματα από τον ξάδελφό του Μαχμούτ. Ο Δαβίδ δεν είχε λόγο να μην επιτρέψει μια τέτοια συνάντηση. Ο Κριτόβουλος υποστηρίζει – και άλλες πηγές αφήνουν να εννοηθεί – ότι ο Καταβοληνός εξαγόρασε τον Αμιρουτζή και του υποσχέθηκε εκ μέρους του Σουλτάνου μεγάλες αμοιβές και αξιώματα αν έπειθε τον Αυτοκράτορα να παραδώσει την πόλη. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι ο Αμιρουτζής, εξισλαμίστηκε επί τόπου από έναν Ουλεμά που ήταν μέλος της αντιπροσωπείας των Οθωμανών.

Ο Αυτοκράτορας στην αρχή απέπεμψε την πρόταση του Σουλτάνου και διακήρυξε στο λαό της Τραπεζούντας ότι θα περίμενε τη βοήθεια από τη Δύση και από τη Γεωργία που θα απέκρουαν την πολιορκία των Οθωμανών. Εδώ αρχίζει ο ρόλος του Αμιρουτζή, ο οποίος εξασκώντας όλη την επιρροή του, κατόρθωσε να τον πείσει να παραδώσει την Τραπεζούντα άνευ όρων στους Οθωμανούς. Το αν ο Αμιρουτζής πρόδωσε την πατρίδα του και τους συμπατριώτες του, παρά την πεποίθησή του ότι η διάσωση της πόλης και του πληθυσμού της θα ήταν δυνατή, ή έστω μια υπό τον όρο της διάσωσης των πολιτών παράδοση στους Τούρκους, ή αν πίστευε πράγματι ότι η καλύτερη λύση ήταν η άνευ όρων παράδοση, δεν είναι ιστορικά αποδείξιμο, αλλά ούτε και ανθρώπινα κατανοητό. Δύσκολα πάντως μπορεί να δεχτεί κανείς τη δεύτερη περίπτωση. Οι Έλληνες, αλλά και οι Οθωμανοί ιστορικοί φαίνεται να δέχονται ότι ο Γεώργιος Αμιρουτζής υπήρξε προδότης της πατρίδας του και οι πράξεις του αποτέλεσαν αιτία μεγάλων δεινών για τους Έλληνες του Πόντου. Ένας από αυτούς που διαφωνούν είναι και ο Νικόλαος Β. Τομαδάκης, ο οποίος σε ένα εγχειρίδιό του 1948 με τίτλο «Ετούρκεψεν ο Γεώργιος Αμιρουτρζής» παρουσιάζει – με απόλυτα θαυμαστό τρόπο – τις απόψεις του (βλέπε βιβλιογραφία. Το βιβλίο είναι εξαντλημένο υπάρχουν όμως αντίγραφά του στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Αθηνών). Μετά την πτώση της Τραπεζούντας ο Αμιρουτζής απόλαυσε ευχαρίστως την εύνοια των Τούρκων. Ο εξάδελφός του Μαχμούτ Πασάς τον βοήθησε μέχρι τέλους. Τον έφερε σε επαφή με το Σουλτάνο και αυτός του ανέθεσε την μετάφραση και προσαρμογή στην Οθωμανική γλώσσα της γεωγραφίας του Πτολεμαίου. Ο γιος του Αλέξανδρος έγινε Μουσουλμάνος και ασχολήθηκε με τη μετάφραση των αρχαίων Ελληνικών κειμένων στην Οθωμανική και την Αραβική. Στα γεράματά του, το 1463, ο Γεώργιος Αμιρουτζής ερωτεύτηκε την κόρη του Δούκα των Αθηνών, ο οποίος ζούσε στην Ιστανμπούλ, και θέλησε να την παντρευτεί, ενώ ακόμα ζούσε η γυναίκα του. Ο πατριάρχης Διονύσιος αρνήθηκε να ευλογήσει αυτή τη διγαμία. Ο Αμιρουτζής προσπάθησε μέσω του Σουλτάνου να τον εκδιώξει, χωρίς επιτυχία. Έγινε Μουσουλμάνος και ενώ ήταν έτοιμος να παντρευτεί την αγαπημένη του πέθανε ξαφνικά ενώ έπαιζε ζάρια.

Στις 15 Αυγούστου του 1461, η τελευταία πρωτεύουσα των Ελλήνων αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Η ημέρα ήταν ακριβώς η διακοσιοστή επέτειος ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Μια μέρα, που διακόσια χρόνια πριν έφερνε ελπίδα στους Έλληνες, τώρα σφράγιζε την ήττα τους. Ο Σουλτάνος μπήκε θριαμβευτικά στην Τραπεζούντα με όλη του τη φρουρά και τα λάβαρα της Αυτοκρατορίας και του Προφήτη. Δεν είχε χυθεί σταγόνα Τουρκικό αίμα. Η μοίρα των Κομνηνών ήταν επίσης χαραγμένη. Στην αρχή τους δόθηκε ένα μικρό κτήμα στη Θράκη από το οποίο θα μπορούσαν να ζήσουν δουλεύοντας τη γη. Ένα χρόνο μετά όμως ο Σουλτάνος διέταξε να θανατωθούν όλοι φοβούμενος μια επιστροφή τους στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Οι κάτοικοι της Τραπεζούντας πουλήθηκαν σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Ιστανμπούλ και της Προύσας. Οι νέες γυναίκες κατέληξαν στα χαρέμια του Σουλτάνου και άλλων επιφανών Οθωμανών. Οκτακόσια νέα αγόρια στάλθηκαν στους γενίτσαρους. Την ίδια τύχη είχε και η Κερασούντα, δεύτερη πόλη στο βασίλειο των Κομνηνών στον Εύξεινο. Τον Οκτώβριο ο Μεχμέτ με το στρατό του και όλη του τη μεγαλοπρέπεια επέστρεφε θριαμβευτής στη Κωνσταντινούπολη έχοντας εξαφανίσει κάθε πρόβλημα στην Ανατολία

Και ενώ οι θρήνοι των Ποντίων έκλαιγαν τη χαμένη πατρίδα, οι μπαλάντες των Οθωμανών δόξαζαν τον Αλλάχ και τον Σουλτάνο φωνάζοντας και οι δύο: «Η Ρωμιοσύνη πέθανε, η Ρωμιοσύνη πάει». Υπήρχαν βέβαια ακόμα μερικοί Έλληνες ελεύθεροι στα νησιά του Αιγαίου στην Κύπρο και στη Μάνη. Οι περισσότεροι όμως ζούσαν κάτω από έναν άλλο ζυγό, ίσως πιο ειδεχθή, αυτόν των Φράγκων και των Παπιστών. Η Δυτική Ευρώπη, με τον παραδοσιακό της φθόνο για τον Βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της ηγέτες να αποκαλούν τους Βυζαντινούς σχισματικούς και αιρετικούς, αλλά και με έντονες τύψεις για την αδιαφορία της απέναντι στο δράμα τους, επέλεξε να ξεχάσει το Βυζάντιο. Αναγνωρίζει ίσως το χρέος της απέναντι στους Έλληνες, αλλά μόνο στους Έλληνες της κλασσικής εποχής. Οι Φιλέλληνες που ήρθαν να βοηθήσουν τους Έλληνες στον αγώνα τους για ανεξαρτησία, μιλούσαν για το Θεμιστοκλή και τον Περικλή. Ποτέ όμως για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί Έλληνες της διανόησης ακολούθησαν το παράδειγμά τους, με πρώτο τον κακόβουλο Κοραή, τον μαθητή του Βολτέρου και Γίββονος, για τους οποίους το Βυζάντιο ήταν ένα άσχημο διάλειμμα – και η Οθωμανική περίοδος ανύπαρκτη. Γιαυτό η ονομαζόμενη Ελληνική Επανάσταση δεν κατέληξε ποτέ στην απελευθέρωση των Ελλήνων, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού, αξιολύπητου κρατιδίου-βασιλείου. Οι Έλληνες όμως ξέρουν καλύτερα. Είναι πάντα ελεύθεροι υποδουλώνοντας τους κατακτητές τους. Οι θρήνοι για την πτώση της Πόλης που έπεσε πληρώνοντας τις αμαρτίες της, αλλά πολεμώντας μέχρι τέλους, έδωσαν στους Έλληνες το κουράγιο να ζήσουν και να επιβιώσουν σε όλη τη γη, σε όλες τις εποχές. Ακόμα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την οποία με ή χωρίς τη θέλησή τους διαμόρφωσαν και επομένως δεν μπορεί παρά να διεκδικούν τη διαδοχή της.

Γρήγορα όλος ο Ορθόδοξος κόσμος των Βαλκανίων πέρασαν στα χέρια των Τούρκων. Όσο ζούσε ο Σκαντάρμπεης οι Αλβανοί διατήρησαν την ανεξαρτησία τους. Μετά το θάνατό του τον Ιανουάριο του 1468, η Αλβανία κατακτήθηκε αμέσως. Και η Βενετία έχασε τα λιμάνια της στις Αλβανικές ακτές. Μερικοί μόνο ορεσίβιοι στη βόρεια Αλβανία κράτησαν τους Τούρκους μακριά. Αυτοί σε λίγο δημιούργησαν το πριγκιπάτο του Μαυροβουνίου, το οποίο αν και κατά καιρούς κατακτήθηκε από τους Βενετούς και τους Τούρκους, ουσιαστικά ποτέ δεν έχασε ποτέ την αυτοτέλειά του. Από την άλλη πλευρά του Δούναβη, οι πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας είχαν ήδη από το 1391 δηλώσει υποταγή στους Τούρκους – για να την αποσύρουν κάθε φορά που πλησίαζε ο Ουγγρικός στρατός. Στη Βλαχία, από το 1456 μέχρι το 1462, ο πρίγκιπας Βλάντ, γνωστός με το ψευδώνυμο Παλουκωτής από τον τρόπο που μεταχειριζόταν όσους διαφωνούσαν μαζί του, περιφρόνησε το Σουλτάνο και έφτασε στο σημείο να ανασκολοπίσει (δηλαδή να παλουκώσει) τους απεσταλμένους του. Ο Οθωμανικός στρατός κυρίευσε κατέλαβε εύκολα τη χώρα του όπου έγινε ευχαρίστως δεκτός από τους κατοίκους. Οι κάτοικοι γλίτωσαν τις ζωές και τις περιουσίες τους αλλά όχι και τον οίκο του ηγεμόνα τους. Στο εξής την κυβερνητική διαχείριση στη Βλαχία, η οποία μαζί με τη γειτονική Μολδαβία αποτέλεσε το Βιλαέτι της Μολδοβλαχίας, Έλληνες Φαναριώτες που διορίζονταν από το Σουλτάνο.

Υπήρχε όμως μια Ορθόδοξη δύναμη στις οποίας τη γη ο Σουλτάνος δεν πάτησε ποτέ. Και ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέκυπτε όλο και περισσότερο στη Οθωμανική κυριαρχία, οι Ρώσοι όλο και περισσότερο ξέφευγαν από το ζυγό των Τατάρων που τους είχαν υπό το πέλμα τους για αιώνες. Η διάδοση της Ορθοδοξίας στη Ρωσία υπήρξε το σπουδαιότερο επίτευγμα των Βυζαντινών. Τώρα όμως η θυγατέρα είχε γίνει πιο δυνατή από τη μάνα. Το γεγονός αυτό ήξεραν καλά οι Ρώσοι. Ήδη από το 1390, ο Πατριάρχης Αντώνιος της Κωνσταντινουπόλεως χρειάστηκε να απευθύνει επιστολή προς τον Μέγα Πρίγκιπα Βασίλειο τον 1ο του Μόσκοβα και να του υπενθυμίσει ότι παρά τα όλα όσα συνέβαιναν, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο ένας και μοναδικός Αυτοκράτορας της Ορθοδοξίας, εκπρόσωπος του Θεού στη Γη. Τώρα όμως η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει στα χέρια του Αντίχριστου και ο Αυτοκράτορας είχε χαθεί. Δεν υπήρχε Ορθόδοξος Αυτοκράτορας. Και το χειρότερο, οι Ρώσοι πίστευαν ότι Κωνσταντινούπολη πλήρωνε τις αμαρτίες της, ιδιαίτερα την πρόθεσή της να ενωθεί με τη δυτική εκκλησία. Οι Ρώσοι είχαν αρνηθεί οργισμένοι κάθε επαφή με τους παπιστές και ούτε καν απάντησαν στην πρότασή τους να παρευρεθούν στη σύνοδο της Φλωρεντίας. Είχαν διώξει από τη χώρα τους τον ψευτοκαρδινάλιο Ισίδωρο που είχαν δεχτεί οι Έλληνες. Και τώρα, με τις περγαμηνές τους της αγνής και αληθινής χριστιανικής πίστης, δικαιούταν την ηγεσία της Ορθοδοξίας. Και ενώ ο Σουλτάνος βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη διεκδικώντας για τον εαυτό του τις δόξες της χαμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι Ρώσοι ήταν απόλυτα σίγουροι ότι ο νέος Αυτοκράτορας της Ορθοδοξίας ήταν στη Μόσχα. Το 1458, ο Μητροπολίτης Μόσχας έγραφε στο νεότευκτο Πατριάρχη Γεννάδιο: «Η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε γιατί εγκατέλειψε την αληθινή ορθόδοξη πίστη. Αλλά στη Ρωσία, η πίστη ζει ακόμα. Η πίστη που η Κωνσταντινούπολη πριν χαθεί έδωσε στο Μεγάλο Πρίγκιπα Βλαδίμηρο. Σε όλη τη Γη υπάρχει μόνο μια αληθινή εκκλησία: η εκκλησία της Ρωσίας». Η Ρωσία έβλεπε στον εαυτό της το μοναδικό εγγυητή της αληθινής χριστιανικής πίστης. Το 1512, ο μοναχός Φιλόθεος απευθυνόμενος στον Τσάρο (όπως πια ονομάστηκε ο Μεγάλος Πρίγκιπας) Βασίλειο τον 3ο, έλεγε: «Οι χριστιανικές αυτοκρατορίες έπεσαν. Στη θέση τους στέκεται η δικιά μας Αυτοκρατορία και ο τσάρος μας…Δυο Ρώμες έπεσαν αλλά η τρίτη κρατάει και τέταρτη δε θα υπάρξει ποτέ. Εσύ είσαι ο μοναδικός χριστιανός αυτοκράτορας σε όλο τον κόσμο, άρχοντας όλων των πιστών χριστιανών». Ο πατέρας του τσάρου Βασιλείου του 3ου είχε φροντίσει να δώσει αληθοφάνεια στον ισχυρισμό παίρνοντας για σύζυγό του μια κόρη των Παλαιολόγων. Οι μύστες της Ρωσικής Ορθοδοξίας δεν χρειάζονταν αυτό το γάμο για να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές: Μήπως, πέντε αιώνες πριν, ο σεβαστός πρίγκιπας Βλαδίμηρος – για να επιβεβαιώσει έμπρακτα την αποδοχή της νέας πίστης από αυτόν και τους υπηκόους του – δεν είχε παντρευτεί την Πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Άννα; Και τι σημασία είχε ότι ο γάμος αυτός δεν παρήγαγε απογόνους; Η κληρονομιά της Μόσχας δεν είχε καμιά σχέση με γήινους νόμους. Ήταν θέλημα Θεού.

Έτσι, οι μόνοι από τους Ορθόδοξους που κέρδισαν από αυτή την ιστορία ήταν οι Ρώσοι. Και για τους Ορθόδοξους της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρχε πάντα η ελπίδα ότι ο μακρινός χριστιανός Αυτοκράτορας του Μόσκοβα δεν θα τους άφηνε αβοήθητους. Κάποτε θα ερχόταν να τους ελευθερώσει. Με τη δύναμη που του εμπιστεύθηκε ο αληθινός Θεός. Ο Πορθητής Σουλτάνος ούτε καν ασχολήθηκε με την ύπαρξη της Ρωσίας. Οι απόγονοί του στους αιώνες που ακολούθησαν δεν θα είχαν αυτή την ευχέρεια.

Η Ρωσία, για το Μεχμέτ τον Πορθητή ήταν πράγματι πολύ μακριά. Ο Σουλτάνος είχε άλλες σκοτούρες. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε αναγάγει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε κύριο παίκτη της Ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Ο ίδιος είχε τώρα ένα σημαντικό ρόλο να παίξει, όχι μόνο στο Ισλάμ αλλά και στην Ευρώπη. Οι χριστιανοί ήταν οι εχθροί του και αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να βεβαιωθεί ότι δε θα ενωθούν εναντίον του.

Δεν ήταν και τόσο δύσκολο αυτό. Η αδιαφορία των χριστιανικών δυνάμεων απέναντι στη πτώση της Κωνσταντινούπολης έδειχνε πόσο οι χριστιανοί ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν για την πίστη τους, όταν τα άμεσα οικονομικά τους συμφέροντα δεν διακυβεύονταν. Μόνο ο πάπας και μερικοί μεμονωμένοι διανοητές και ρομαντικοί έδειξαν ότι ενοχλήθηκαν από το πέρασμα της μεγαλύτερης χριστιανικής πόλης στα χέρια του Ισλάμ. Και ενώ μερικά άτομα όπως οι Giustiniani και οι Bocchiardi έδωσαν τη ζωή τους στη μάχη κατά των Οθωμανών, οι κυβερνήσεις τους φάνηκαν να υπολογίζουν πρώτα το εμπόριο. Όσο καταστροφικό ήταν για τις οικονομίες τους να χαθεί η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, άλλο τόσο καταστροφικό θα ήταν να προσβάλουν τους Τούρκους, με τους οποίους οι εμπορικές συναλλαγές φαίνονταν πιο προσοδοφόρες από ότι με τους Βυζαντινούς. Και οι δυτικοί ηγεμόνες φαίνονταν αδιάφοροι. Ακόμα και ο βασιλιάς της Αραγονίας, με όλα του τα όνειρα για Αυτοκρατορία του Λεβάντε, δεν φάνηκε έτοιμος να μεταφράσει τα όνειρά του σε πράξεις. Και οι Οθωμανοί ήξεραν ακριβώς τι γινόταν. Η Τουρκία ποτέ δεν είχε έλλειψη ικανών διπλωματών. Ο Σουλτάνος χρειάστηκε να πολεμήσει τη Βενετία και την Ουγγαρία και μερικούς από τους άλλους χριστιανούς που είχε μαζέψει ο πάπας, αλλά ποτέ δε χρειάστηκε να τους πολεμήσει όλους μαζί. Κανείς δεν βοήθησε την Ουγγαρία στα αιματηρά πεδία των μαχών του Mohacs. Κανείς δεν έστειλε ενισχύσεις στους ιππότες του Αγίου Ιωάννου στη Ρόδο. Κανείς δε νοιάστηκε όταν η Κύπρος χάθηκε από τους Βενετούς. Η μόνη φορά που η Βενετία και οι Αψβούργοι συγκεντρώθηκαν μαζί ήταν η ναυμαχία της Ναυπάκτου. Και τα αποτελέσματα της ναυμαχίας ήταν σχεδόν ασήμαντα για τους Οθωμανούς. Οι πρίγκιπες των Αψβούργων χρειάστηκε να υπερασπιστούν τη Βιέννη μόνοι τους. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, μπορεί να ήξεραν ότι οι Τούρκοι ήταν ο μεγάλος τους κίνδυνος, αλλά το μίσος ανάμεσά τους ήταν τόσο μεγάλο που ποτέ δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν. Τέλος, όταν ο πιο χριστιανός όλων, ο Βασιλιάς της Γαλλίας, προδίδοντας το ρόλο που είχε παίξει η χώρα του στους ηρωικούς καιρούς των σταυροφοριών, επέλεξε για σύμμαχο το Σουλτάνο κατά του Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα… ε, τότε πια όλοι κατάλαβαν ότι το πνεύμα των σταυροφόρων είχε φύγει ανεπιστρεπτί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: