Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

14. Ο Χρόνος

«Έπλασε με δίκαιες αναλογίες τους ουρανούς και τη γη. Έκανε τη νύχτα να σκεπάζει εν μέρει την ημέρα και την ημέρα να καλύπτει ένα μέρος της νύχτας. Έχει υποτάξει στο Νόμο Του τον ήλιο και τη Σελήνη. Και όλα ακολουθούν μια πορεία για ένα ορισμένο χρόνο»
Κοράνι, 39-5


«Οι Τούρκοι», γράφει ο Busbecq, «δεν έχουν ώρες να μετρούν το χρόνο, όπως ακριβώς δεν έχουν οδόσημα να σημειώνουν τις αποστάσεις». Κανείς δε σκέφτηκε να μετρήσει το χρόνο, ή να υπολογίσει τις ημέρες, ή να αλλάξει το ταξίδι του από τον αριθμό των χιλιομέτρων που έπρεπε να διανύσει – ούτε ο στρατιώτης όταν ξεκίναγε από την Ιστανμπούλ, ούτε ο αγρότης όταν άρχιζε να οργώνει το χωράφι του στους λόφους και τα βουνά των Βαλκανίων, ούτε ο Πασάς όταν ξύπναγε το πρωί για άλλη μια μέρα γραφειοκρατίας. Ο κόσμος ζει, πράττει και πεθαίνει: αυτό το γνωρίζουν όλοι.

Το ξεδίπλωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις περιοχές που κατέλαβε έμοιαζε με αποκάλυψη, όχι δημιουργία της αλήθειας. Και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν το χρόνο με έναν αριστοκρατικό τρόπο, όπως όλοι οι νομάδες. Μια μέρα προοριζόταν για το θάνατο, μια άλλη για τη νίκη. Ποτέ δεν κοίταζαν πίσω και ποτέ δεν υπολόγιζαν τον κίνδυνο. Ένας γενίτσαρος ονόματι Χασάν ήταν ο πρώτος που σκαρφάλωσε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αν και τον πετσόκοψαν αμέσως οι αμυνόμενοι, έμεινε στην ιστορία και σε κάθε Οθωμανική πολιορκία υπήρχε ένας Χασάν, έτοιμος να θυσιαστεί πάραυτα για να απαιτήσει στον Παράδεισο τα ουρί που του αρμόζουν. Ο Οθωμανικός στρατός ενεργούσε με απίστευτη ταχύτητα και όχι μόνο υπό τον Βαγιαζήτ τον Κεραυνό: Ο Χασάν Ουζάν το 1461 παρομοίασε το στρατό του Μεχμέτ σαν τη λάβα που ξεχύνεται από το ηφαίστειο και τίποτα δεν μπορεί να την αποφύγει. Ο ίδιος ο χρόνος δεν είχε σημασία, ήταν αμέτρητος όπως οι στέπες και αδιαπέραστος όπως αυτές. Η ταχύτητα μετριόταν με το αποτέλεσμα και αυτό ήταν μόνο ένα: η νίκη, η επιτυχία, η επέκταση, η επιβίωση. Οι ξένοι ζήλευαν την ταχύτητα που οι Οθωμανοί μετέφεραν τα μηνύματα στα πέρατα της Αυτοκρατορίας: ο Οθωμανός καβαλάρης έτρεχε σαν τον άνεμο και όχι μόνο μια μέρα. Ο Άγγλος ταξιδιώτης του δέκατου ένατου αιώνα Thornton αναφέρει: «όποιος νομίζει ότι 30 μίλια την ημέρα είναι αρκετά για έναν έφιππο, δεν γνωρίζει τους Οθωμανούς. Εδώ τα 100 μίλια είναι συνηθισμένα και πολλές φορές καλύπτονται 150 μίλια σε μια μέρα. 1200 μίλια σε δέκα μέρες είναι πράγματι σπάνιο αλλά όχι ακατόρθωτο».
Η ιδέα ότι όλος ο κόσμος μπορεί να ενοποιηθεί με κοινές αρχές και νόμους, η περίφημη παγκοσμιοποίηση, μπορεί να φαντάζει εφιάλτης του εικοστού πρώτου αιώνα και των ανιστόρητων ηγετών του, στην πραγματικότητα όμως ήταν το κρυφό – ή φανερό – όνειρο κάθε ιμπεριαλιστικής Κοσμοκρατορίας, από τους Αρχαίους Αθηναίους μέχρι τους Ρωμαίους και από την Pax Romana μέχρι την Pax Americana. Η διαφορά έγκειται στη ικανότητα των ηγετών τους να την επιβάλλουν και στην φαιδρότητα του εγχειρήματος, τουλάχιστον εκ των υστέρων παρατηρούμενου. Οι Οθωμανοί είχαν κι αυτοί τις φιλοδοξίες τους. Και φάνηκαν σαν οι πιο πιθανοί να τις πετύχουν μια που είχαν και τα μέσα και τις προϋποθέσεις – μέχρις ενός σημείου. Η επιγραφή στο τζαμί του δέκατου έβδομου αιώνα στην Προύσα: «Κυρίαρχοι των Οριζόντων, Κυβερνήτες Όλου του Κόσμου» μπορεί να χαρακτηρισθεί εφήμερη απάτη, είναι όμως απάτη μιας αισιόδοξης εποχής. Κάθε καινούργιος Σουλτάνος, φορώντας το σπαθί του Ορχάν – ένα είδος Οθωμανικής στέψης – έστρεφε τα χείλη του στον παριστάμενο Αγά των γενιτσάρων λέγοντάς του: «θα συναντηθούμε στη Κόκκινη Μηλιά» και εννοούσε οτιδήποτε βρισκόταν έξω από τη χούφτα του Ισλάμ: Κωνσταντινούπολη, Ρώμη, Βιέννη. Ο Βαγιαζήτ σαφώς ήθελε να καταλάβει την Αυστρία και μετά να στραφεί στη Γαλλία. Η πρόθεσή του ήταν να σταυλώσει το άλογό του στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης. Ο Κριτόβουλος μας πληροφορεί ότι ο Μεχμέτ «υπολόγιζε στα χέρια του ολόκληρο τον Κόσμο με κέντρο την Κωνσταντινούπολη» και οι Βενετοί σε στιγμές αυτογνωσίας – γνωρίζοντας καλύτερα από κάθε άλλον τους Οθωμανούς και ξέροντας ότι οι εισπράξεις του Σουλτάνου ήταν μεγαλύτερες από τα έξοδά του – θεωρούσαν πολύ πιθανό το εσχατολογικό όραμά του να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Γιατί αυτό που φοβόντουσαν οι Δόγηδες της Γαληνοτάτης δεν ήταν στην πραγματικότητα τα κολακευτικά σχόλια των επισκεπτών ή τα εφιαλτικά ραπόρτα των πρεσβευτών τους, ούτε καν οι ύμνοι των εμπορευόμενων. Ήταν προ πάντων η υποψία ότι η προπαγάνδα όλων των αφεντικών της Πόλης από τον ιδρυτή της Μεγάλο Κωνσταντίνο το 376 και μετά, ότι η Πόλη ήταν γραφτό από τη Φύση και την Ιστορία να γίνει κέντρο του κόσμου ήταν αλήθεια. Φοβόντουσαν μήπως ο μύθος του Χριστιανού Αυτοκράτορα που θα ξαναρχόταν να ξανακυριεύσει τον κόσμο μετά από τέσσερα τέρμινα είναι τελικά αληθινός. Όλες οι ενδείξεις πάντως ήταν με τους Οθωμανούς και το Ισλάμ και όπως έγραψε ένας κάποιος Barbero: «κάθε αντίσταση στους Οθωμανούς είναι άχρηστη».

Ένα ακόμα πλεονέκτημα των Οθωμανών ήταν ότι δε μέτρησαν ποτέ τον εαυτό τους με το μέτρο της προόδου. Η ιδέα και μόνο είναι βλασφημία. Ο Προφήτης είπε: «κάθε νεωτερισμός είναι καινοτομία. Και κάθε καινοτομία είναι λάθος. Κάθε λάθος οδηγεί στην κόλαση». Ο χρόνος στο Ισλάμ είναι κυκλικός και όχι γραμμικός. Ο Εβλίγια Τσελέμπι που ακολουθούσε το στράτευμα σα διοικητικός υπάλληλος, το 1684 έλαβε μέρος στο πλιάτσικο μιας Ουγγρικής πόλης στο Δούναβη στην οποία είχε ζήσει με την οικογένειά του τρία χρόνια σαν γραφιάς του Μεγάλου Βεζίρη. Κάποια στιγμή βρέθηκε να λαφυραγωγεί το ίδιο του το σπίτι. Και ανοίγοντας ένα ντουλάπι που ήξερε βρήκε, σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ένα μαχαίρι που είχε αφήσει πίσω1.

Η βεντέτα ήταν χαρακτηριστικό όλων των ορεσιβίων κατοίκων της Αυτοκρατορίας, από τη Σαρδηνία μέχρι τον Καύκασο και από τη Κρήτη μέχρι την Αλβανία. Η προσβολή παρέμενε τόσο νωπή όσο την ημέρα που έγινε. Η εκδίκηση κληροδοτούνταν στους απογόνους. Η τιμή ικανοποιούταν με μια μαχαιριά ή ένα βόλι στη πλάτη σαράντα ή εξήντα ή και εκατό χρόνια μετά την προσβολή. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η συγγραφέας Edith Durham ταξίδεψε στην Αλβανία όπου παντού, οι άγριοι και ανεξάρτητοι κάτοικοί της την υποδέχτηκαν με απροσποίητη καλοσύνη, γιατί και ο πιο οπισθοδρομικός Αρναούτης ήταν στην πραγματικότητα ένας ευγενής αριστοκράτης. Ζούσαν, αναφέρει, σαν τα πουλιά που κοιμούνται το λυκόφως και ξυπνούν το λυκαυγές, χειμώνα καλοκαίρι, χωρίς να παραδέχονται ότι το καλοκαίρι οι νύχτες είναι σύντομες. Η Durham δεν μπόρεσε ποτέ να χορτάσει ύπνο τον Ιούνιο. Οι ντόπιοι με πέντε ώρες ύπνο ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι.
Ο Φλαμανδός Du Fresne, που το 1623 ήταν μέρος μιας επίσημης αποστολής στην Πύλη, ισχυρίζεται ότι σε όλη την Αυτοκρατορία υπήρχε ένα μόνο ρολόι, στα Σκόπια, το οποίο κατά γενική έκπληξη δούλευε δείχνοντας σωστά της ώρες και τα λεπτά. Η κατασκευή του και η λειτουργία του ήταν ένα είδος θαύματος, μια που στην Αυτοκρατορία απαγορεύονταν οι καμπάνες και τα ρολόγια. Ο Μέγας Βεζίρης Ιμπραήμ είχε τη φήμη ότι κατάστρεψε όλες τις καμπάνες της Αυτοκρατορίας. Με το μέταλλο από τις καμπάνες της Βούδας μόνο είχε κατασκευάσει τρεις γέφυρες στο Δούναβη. Δεν είναι σίγουρο αν οι καμπάνες είχαν καταστραφεί γιατί θεωρήθηκαν αντικείμενα παγανιστικής λατρείας ή γιατί χτυπούσαν αναγγέλλοντας την ώρα. Μάλλον και τα δύο. Ένας Ιταλός επισκέπτης του 16ου αιώνα ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι οι γενίτσαροι που τον συνόδευαν τον ξύπναγαν πολλές ώρες πριν την προγραμματισμένη αναχώρηση και ανακάλυψε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι δεν ήξεραν τη σωστή ώρα. Τους έδειξε το ρολόι του και τους κάλεσε να κοιμηθούν ήσυχοι, πράγμα που στην αρχή δεν μπορούσαν να κάνουν. Και αφού για λίγες νύχτες κοιμόντουσαν με το ένα μάτι ανοιχτό, ανακάλυψαν ότι με το ρολόι μπορεί κανείς να κοιμάται ήσυχος. Ο Busbecq, επαινώντας τους Τούρκους ότι υιοθετούν όλες τις χρήσιμες εφευρέσεις των άλλων, παρατήρησε δύο σημαντικές εξαιρέσεις: το ρολόι και την τυπογραφία. Υπέθεσε ότι αυτά τα δύο απαγορεύονταν στην Αυτοκρατορία γιατί απειλούσαν τη κυριαρχία των Μουλάδων.
Η σελήνη καθοδηγούσε τα καραβάνια από τα οποία ξεπήδησε το Ισλάμ, μια που τα ταξίδια στην έρημο γίνονταν τη νύχτα (οι Τούρκοι αποκαλούν τον Αυγερινό Κερβάν Κιράν, δηλαδή ‘το αστέρι που σταματάει τα καραβάνια’). Η σελήνη είναι το σύμβολο της πίστης. Η πιο τρομακτική ώρα για το Μουσουλμανικό κόσμο είναι το μεσημέρι. Στις δώδεκα το μεσημέρι ο διάβολος παίρνει τον κόσμο στα κέρατά του και ετοιμάζεται να φύγει αλλά διαλύεται από την κραυγή των πιστών ‘Αλλάχ Ακμπάρ’, ’Ο Θεός είναι μεγάλος’ που ακούγεται κάθε μεσημέρι λίγα δευτερόλεπτα μετά τις δώδεκα.

Η προσάρτησή της στο σεληνιακό ημερολόγιο έδινε στην Αυτοκρατορία μια περίεργη αίσθηση μοναδικότητας – της επέτρεπε να παραμένει μακριά από τον σκληρό υλιστικό κόσμο. Τον κόσμο των ραγιάδων, των χωρικών με τις ατέλειωτες αγροτικές εργασίες και τους θερισμούς. Το Ισλαμικό έτος ήταν πιο σύντομο από ηλιακό: το Ραμαζάνι, όταν πέφτει το καλοκαίρι, είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία για τους πιστούς οι οποίοι δεν επιτρέπεται να καταπιούν ούτε το σάλιο τους από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του Ήλιου. Δύσκολο να παραμείνει κανείς χωρίς νερό για δεκαπέντε ώρες στον καυτό Ήλιο. Η έκσταση όμως του Ραμαζανιού ξεπερνά όλες τις δυσκολίες και οι μέρες γίνονται νύχτες ενώ οι νύχτες γίνονται μέρες. Ο Ήλιος είναι πάντα ίδιος, ένας μεγάλος φωτεινός δίσκος, αλλά η σελήνη κόβεται σε καμπύλη, ελαττώνεται, χάνεται – και εμφανίζεται πάλι θριαμβευτικά. Υποδηλώνει την ίδια την ψευδαίσθηση της ανακύκλωσης του χρόνου γιατί οι φάσεις της είναι μόνο φαινομενικές ενώ η μορφή της δεν αλλάζει ποτέ.

Το θέμα του χρόνου ήταν ένα από αυτά τα πράγματα, όπως η εκτροφή αλόγων ή η ζαχαροπλαστική, που πρέπει κανείς να τα εμπιστεύεται στους ειδικούς. Οι σοφοί ξέρουν πώς πρέπει να χρησιμοποιείται ο χρόνος. Έχουν κλεψύδρες, υδάτινα ρολόγια και ηλιακούς δίσκους σε πολλά τζαμιά για να δείχνουν τις ώρες της προσευχής. Όλα αυτά τα αναλάμβαναν οι ονομαζόμενοι ‘ταλισμάνοι’ . Οι Ουλεμάδες εξέδιδαν καλαντάρια και καζαμίες καθορίζοντας τις 354 ημέρες του σεληνιακού έτους, αναφέροντας τις ώρες προσευχής, τους ηλιακούς και σεληνιακούς μήνες και τις ημέρες, τις φάσεις της σελήνης, ανατολή και δύση του Ήλιου - και τις ημερομηνίες των Ελληνικών εορτών. Υπήρχαν επίσης ενδείξεις για τις ευνοϊκές και μη ευνοϊκές ημέρες: μέρες κατάλληλες για διαμαρτυρίες στις αρχές, μη κατάλληλες για αγορά αλόγου. Η 9η μέρα του μήνα Σαφέρ το 1593, για παράδειγμα, ήταν καλή μέρα να προσκαλέσεις φίλους στο σπίτι σου για φαγητό. Η 16η ήταν πολύ κακιά μέρα για ταξίδια.
Μαζί με το Ιερό Κοράνι, οι νόμοι της Αυτοκρατορίας καθορίζονταν και από τα Κανούν του Σουλτάνου, εντολές που αφορούσαν περιπτώσεις της ζωής για τις οποίες ο Προφήτης δεν είχε εκφράσει σαφείς απόψεις. Αν ούτε ο Σουλτάνος δεν είχε προβλέψει μια κατάσταση, οι νόμοι που έπρεπε να την διέπουν είναι οι παλιοί νόμοι των Τούρκικών φυλών, οι λεγόμενοι Αντέτ της πριν το Ισλάμ εποχής. Οι Οθωμανοί έψαχναν τις ευνοϊκές στιγμές της κοσμικής διάστασης – ο Σουλεϊμάν πριν μπει στη Βούδα συμβουλεύτηκε τους αστρολόγους του. Κάποτε όμως, όταν θεώρησε πιο σημαντικό να διατηρήσει τις φυσικές δυνάμεις του στρατού του από το να τηρήσει το Νόμο του Ισλάμ, έφαγε δημόσια μεσημεριανό κατά την περίοδο της νηστείας του Ραμαζανιού δίνοντας το παράδειγμα στους άνδρες του.

Ο ίδιος ο Θεός, ο Κυρίαρχος της μοίρας, έκανε το χρόνο ανεξάρτητο από το χώρο. Μπορεί οι Ουλεμάδες να μελετούσαν τη μέτρηση του χρόνου, αλλά η μακροβιότητα του βασιλικού οίκου – της μόνης κληρονομικής αρχής της Αυτοκρατορίας – ήταν η πεμπτουσία της αιωνιότητας και απέδιδε σε κάθε Σουλτάνο μοναδικότητα, αξιοπρέπεια και μεγάλο κύρος. Ο Σουλτάνος προσωποποιούσε το χρόνο όπως ακριβώς συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες της Αυτοκρατορίας, ακριβώς όπως έβαφε τα γένια και τα μαλλιά του μην αφήνοντας ίχνος γκρίζου απάνω του που θα μπορούσε να καταστρέψει την ψευδαίσθηση ότι γύρω του ο χρόνος ήταν ακίνητος. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής επέμενε τόσο πολύ στην έννοια της αναγέννησης και της ανακύκλωσης που ποτέ του δε φόρεσε δυο φορές τα ίδια ρούχα: σαν τον Ήλιο, έβγαινε καινούργιος κάθε πρωί.

Κάθε νέος Σουλτάνος συμπεριφέρονταν σα να μην είχε κληρονομήσει τίποτα από τον προκάτοχό του. Έφτιαχνε καινούργιο στράτευμα το οποίο θεωρούταν κατοχή του. Απέπεμπε το παλιό χαρέμι και έφερνε δικό του – και εκτελούσε τους συντρόφους του της παιδικής ηλικίας, τους αδελφούς του, για να μην υπάρχει αρσενικός διάδοχός του εκτός από τους γιους του. Επανεξέδιδε όλους τους νόμους σα να μην υπήρχαν ποτέ και αναθεωρούσε όλες τις συνθήκες του κράτους σα να μην ίσχυαν ποτέ. Ξανάφτιαχνε από την αρχή – μόνο μεγαλύτερα – τα κιτάπια με όλες τις εισφορές, τους φόρους και τις δωρεές όλων των υπόχρεων στην Αυτοκρατορία. Οι πρώτες στιγμές κάθε νέου Σουλτάνου ήταν πολύ σημαντικές και όλοι έψαχναν για οιωνούς που θα καθόριζαν το μέλλον του και το δικό τους2.
Από το θάνατο ενός Σουλτάνου μέχρι την ενθρόνιση του επόμενου οι φιλοδοξίες και οι ζήλιες έμπαιναν στη θέση της αφοσίωσης και της υπακοής. Για την Αυτοκρατορία ήταν η δωδεκάτη μεσημβρινή, η ώρα του διαβόλου. Όσοι ανήκαν στην ιδιωτική σφαίρα του Σουλτάνου και γνώριζαν το θάνατό του προσπαθούσαν να τον κρατήσουν μυστικό το θάνατό του μέχρι να φθάσει ο ευνοούμενός τους κληρονόμος – μια και η διαδοχή ήταν μια κατάσταση όπου το Ισλάμ δεν είχε νομοθετήσει. Ο Προφήτης είχε πει: «Θα με ακολουθήσουν πρίγκιπες, χαρίστε τους την υπακοή σας» αλλά άφησε τις λεπτομέρειες στη φαντασία. Ούτε η παράδοση των Τουρκικών φυλών μπορούσε να βοηθήσει γιατί η διαδοχή των αξιωμάτων στηριζόταν σε ευρύτερες οικογενειακές ομάδες. Με τους Οθωμανούς Σουλτάνους όμως να έχουν την ισχύ ατομικά στα χέρια τους, οι παραδόσεις αυτές το μόνο που έλεγαν ήταν: Ας νικήσει ο καλύτερος.

Για μια περίοδο που θα ήταν σύντομη, αποφασιστική και θα κατέληγε στο αίμα, όλοι ήταν βιαστικοί, αγχωμένοι και αβέβαιοι. Το 1421 το λείψανο του Μεχμέτ του 1ου τοποθετήθηκε σε ένα αχυρόστρωμα και παρουσιάστηκε από μακριά στους άνδρες του στρατεύματος που υποπτεύονταν ότι ο Σουλτάνος τους είχε πεθάνει. Κάτω από το πτώμα είχαν τοποθετηθεί μοχλοί και μηχανισμοί με τους οποίους ένας άνθρωπος κρυμμένος πίσω του κατάφερε να κάνει τον νεκρό Σουλτάνο να χαϊδέψει το μούσι του. Οι γιοι των εν ενεργεία Σουλτάνων προσπαθούσαν να είναι κυβερνήτες κοντινών στην Κωνσταντινούπολη περιοχών. Όποιος πρίγκιπας τοποθετούταν μακριά από την Πόλη γνώριζε ότι οι πιθανότητές του να διαδεχθεί τον πατέρα του ήταν μικρές και του μόνο που του απέμενε ήταν να φροντίσει να σώσει τη ζωή του. Ο Τσιχανγκίρ, ο ανάπηρος γιος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, τρελάθηκε μόλις έμαθε ότι ο πατέρας του είχε σκοτώσει τον αδελφό του το 1553. Ο Μεχμέτ ο 1ος είχε αναφωνήσει: «όποιος με αγαπάει ας με ακολουθήσει» και πήρε την εξουσία σκοτώνοντας τον αδελφό του, ενώ στο δικό του θάνατο το 1481, ο γιος του Βαγιαζήτ ο 2ος, κυβερνήτης των Δαρδανελίων, πανηγύρισε τόσο πολύ που πολλοί πίστεψαν ότι είχε ο ίδιος δηλητηριάσει τον πατέρα του.
Ο Βαγιαζήτ ο 2ος χρειάστηκε εβδομήντα ημέρες να ελέγξει την κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη. Το στράτευμα θαύμαζε τον αδελφό του Τσεμ. Και ο Βαγιαζήτ αγαπούσε τον Τσεμ, αλλά «ο Σουλτάνος δε γνωρίζει από συγγένειες» και στην πρόταση του αδελφού του να διαμοιράσουν την Αυτοκρατορία ανάμεσά τους, απάντησε: «η Αυτοκρατορία είναι μια νύφη τις χάρες της οποίας μπορεί να απολαμβάνει μόνο ένας». Ο Τσεμ κατάλαβε και έφυγε αμέσως στην Αίγυπτο, όπου με τη βοήθεια των Μαμελούκων επεχείρησε μια άκαρπη εισβολή το 1482. Μετά την απογοήτευσή της αποτυχίας του απευθύνθηκε στους ιππότες της Ρόδου ζητώντας να τον μεταφέρουν στην Ευρώπη για να δοκιμάσει από εκεί μια νέα εξέγερση. Οι ιππότες αποδέχτηκαν το σχέδιο και μετέφεραν με καΐκι τον Τσεμ στη Ρόδο με μια μικρή φρουρά τριάντα περίπου ανδρών. Ο Τσεμ υποσχέθηκε στους ιππότες ευνοϊκές συμφωνίες, αν ανέβαινε στο θρόνο, αλλά ο Βαγιαζήτ τους υποσχέθηκε περισσότερα: ειρήνη, ελεύθερο εμπόριο και 45.000 δουκάτα κάθε χρόνο, δήθεν για την συντήρηση του αδελφού του στη Ρόδο. Οι ιππότες γνώριζαν πολύ καλά ότι αν ο Τσεμ έμενε στη Ρόδο, ο Βαγιαζήτ αργά ή γρήγορα θα διεκδικούσε, πιθανόν με όχι τόσο ειρηνικά μέσα και βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Υποτίθεται, για την δική του ασφάλεια, ο Τσεμ μεταφέρθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας στην οποία του διέθεσαν ένα μεγάλο πύργο με όλες τις ανέσεις. Αυτός όμως, αν και θαύμαζε την περιοχή και τους κατοίκους της εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στη Ρωμυλία. Επειδή ήταν σε Γαλλικό έδαφος, του συνέστησαν να επισκεφθεί τον Βασιλιά της Γαλλίας, αλλά ο μαντατοφόρος που έστειλε να κανονίσει την συνάντηση χάθηκε, κάτι που βόλευε τους Γάλλους που δεν ήθελαν να προκαλέσουν το Σουλτάνο. Με την εμφάνιση επιδημίας πανούκλας στη Νίκαια, οι ιππότες μετέφεραν το αυτοκρατορικό τους τρόπαιο στα νησιά που βρίσκονται στις Γαλλικές ακτές και των οποίων την κυριαρχία είχαν οι ίδιοι: πρώτα στο Roussillon, μετά στο le Puy και τελικά στο Sassenage, όπου ερωτεύθηκε την κόρη του διοικητή των ιπποτών και μετά από σφοδρό έρωτα την έκλεψε. Οι ιππότες δεν μπορούσαν βέβαια να χαλάσουν τη κότα που έκανε το χρυσό αυγό, δέχτηκαν το γάμο και έδωσαν προίκα στους νεόνυμφους ένα νεόκτιστο πύργο σε επτά επίπεδα, ελπίζοντας να παραμείνει ο Τσεμ στο νησί ανάμεσα στους υπηρέτες και στις κουζίνες του σπιτιού του – ενώ οι ίδιοι θα άρμεγαν το Σουλτάνο για τις… υπηρεσίες τους, ζητώντας άλλα 20.000 δουκάτα το χρόνο για τη συντήρηση της γυναίκας του.

Οι ιππότες στο μεταξύ ήρθαν σε συμφωνία με τον Πάπα και τον βασιλιά της Γαλλίας. Ο αρχηγός τους έγινε καρδινάλιος. Ο Τσεμ στάλθηκε στη Ρώμη, χαιρέτησε τον Πάπα φυλώντας τον στον ώμο, σαν καρδινάλιος, και είχε μαζί του μια ιδιαίτερη συνομιλία η οποία έκανε τον Ιννοκέντιο τον 8ο να δακρύσει. Ο Τσεμ έμαθε γρήγορα πώς η οικογένειά του στο Κάιρο είχε πέσει θύμα απάτης. Ένας Οθωμανός πρεσβευτής έφθασε στο Βατικανό με διάφορα υπολείμματα της Σταύρωσης, ταυτόχρονα προσφέροντας στον Πάπα μια ισόβια σύνταξη 40.000 δουκάτων. Ο Ιννοκέντιος πέθανε ξαφνικά και τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Βοργίας ο οποίος έστειλε τον πρώτο και μοναδικό πρεσβευτή του Πάπα στην Πύλη, ανανέωσε τη συμφωνία, πήρε τα 40.000 δουκάτα και την υπόσχεση ότι θα έπαιρνε ένα εφάπαξ 300.000 δουκάτων αν πέθαινε ο Τσεμ. Ο λάγνος Βοργίας όμως είχε αρχίσει να… συμπαθεί τον Τσεμ μέχρι σημείου να τον βλέπουν ντυμένο αλά Τούρκα στην κατοικία του, στο Castello Sant’ Angelo. Σε λίγο κυκλοφορούσε μαζί του στη Ρώμη. Τα λεφτά όμως ήταν πολλά. Έτσι άρχισαν πάλι διαπραγματεύσεις. Ο Βοργίας είχε ανάγκη το έξτρα εισόδημα – αν μη τι άλλο για να χρηματοδοτήσει τον τρόπο ζωής του, τώρα που τη Ρώμη είχε καταλάβει ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος ο 8ος . Προτίμησε λοιπόν τη δεύτερη λύση και παρέδωσε τον Τσεμ στο δήμιό του: τον Έλληνα κουρέα του. Ο Τσεμ δολοφονήθηκε ενώ ξυριζόταν με ένα δηλητηριασμένο ξυράφι στα 36 του χρόνια μετά από 13 χρόνια εξορίας. Ο Βαγιαζήτ, μόλις έμαθε το τέλος του Τσεμ αποδέσμευσε το στρατό του από το Οτράντο, διέταξε τον στρατηγό και Μέγα Βεζίρη Αχμέτ Κεντούκ να επιστρέψει στην Πόλη – και ζήτησε το σώμα του αδελφού του για να το θάψει εν χορδαίς και τυμπάνοις στην Προύσα, με όλες τις πρέπουσες Οθωμανικές τιμές, ακόμα και άλογα που έκλαιγαν. Ο Σουλτάνος, ελεύθερος πια να κυβερνήσει όπως ήθελε, κήρυξε τον πόλεμο στη Βενετία3.

Η αναγόρευση νέου Σουλτάνου, κάθε φορά, έβαζε την Αυτοκρατορία ξανά στον κύκλο ζωής της και μετά από τις περιπέτειες της διαδοχής όλα άρχιζαν από την αρχή: Ο στρατός πήγαινε πάλι στις μάχες, ο στόλος ερχόταν στο λιμάνι της Πόλης με τα χρήματα από τους φόρους των νησιών, τα καραβάνια διέσχιζαν πάλι την έρημο, οι χωρικοί όργωναν πάλι τα χωράφια τους, και οι παλιοί στο σαράι περπατούσαν αέρινα με τις κάλτσες τους για να μην ακούγεται τίποτα. Η Αυτοκρατορία λειτουργούσε πάλι κανονικά. Όπως έγραψε ένας Τούρκος κρητικός το 1913: «η ποίηση του ντιβανιού δεν έχει την προοπτική της ζωής, τίποτα δεν κουνιέται ποτέ, τα δέντρα είναι πάντα όρθια, τα πουλιά πετάνε προς τον ουρανό. Δεν υπάρχει πουθενά αέρας και όλα είναι παγωμένα».


1 Ο Εβλίγια Τσελέμπι περιγράφει με μεγάλη γλαφυρότητα τον κόσμο των Οθωμανών και αναφέρεται συχνά στο χρόνο που περνά, φεύγει και ξανάρχεται. Σε ένα από τα γραφτά του ιστορεί την ίδια του τη γέννηση στην οποία ήταν παρατηρητής. Το έργο του εκτείνεται σε εξήντα δύο κεφάλαια και είναι τυπωμένο σε πολλές εκατοντάδες σελίδες. Η γλυκιά, μελωδική του φωνή κέντρισε το ενδιαφέρον του Σουλτάνου Μουράτ του 3ου που τον ήθελε να του διαβάζει στοίχους από το Κοράνι. Ο ίδιος αποφάσισε να συνεχίσει τα ταξίδια του και τα γραπτά του στα οποία αποκαλύπτει ένα κόσμο γεμάτο όνειρα και θαύματα, ματιές μέσα στα δαχτυλίδια του χρόνου.
2 Το 1574 ακούμπησε το σπαθί του Οχράν ο Σουλτάνος Μουράτ ο 3ος. Οι πρώτες του λέξεις σα Σουλτάνος ήταν: «πεινάω, φέρτε μου κάτι να φάω». Όλοι συμφώνησαν ότι αυτό δεν μπορούσε παρά να σημαίνει λιμό. Ο ίδιος ο Μουράτ ήταν προληπτικός. Το πρωί της 16 Ιανουαρίου 1595 προαισθάνθηκε το τέλος του ακούγοντας ένα λυπητερό τραγούδι που μιλούσε για θάνατο. Ήταν υγιέστατος και νέος. Ο Βεζίρης τον έπεισε να αποσυρθεί στο διαμέρισμά του και να ησυχάσει. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Μουράτ πέθανε χτυπημένος από ένα γυαλί που έσπασε από το θόρυβο των κανονιών των Αιγυπτιακών πλοίων που άραξαν κουβαλώντας σιτάρι και χρυσό στο Σουλτάνο. Τόση ήταν ή ένταση που κληροδότησαν στους απογόνους τους ο Μεχμέτ και ο Σουλεϊμάν στην απόλυτη ησυχία της Πύλης.
3 Το μυστήριο της δολοπλοκίας ακολούθησε το Βαγιαζήτ ακόμα και μετά θάνατο. Ο γιος και επίγονός του Σελίμ ο Τρομερός, κοιτάζοντας ένα πορτρέτο του πατέρα του που τοποθετήθηκε στο Μαρμάρινο Περίπτερο, λίγο έξω από το σαράι, με την ευκαιρία μιας επετείου της νίκης του στην Ουγγαρία, παρατήρησε ότι «ο ζωγράφος δεν μπόρεσε να απεικονίσει σωστά τον πατέρα μου. Θυμάμαι που μας έβαζε στα ιερά του γόνατα και μας εξιστορούσε τις θεόσταλτες νίκες του στους πολέμους. Η ευγενική του μορφή είναι ακόμα στη μνήμη μας». Παράξενα λόγια από κάποιον που δηλητηρίασε τον πατέρα του και σκότωσε τους αδελφούς του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: