Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

16. Η Αναστροφή

«Ας ξοδεύει εκείνος που έχει τα μέσα ανάλογα με τα μεγάλα υπάρχοντά του. Και όποιου τα υπάρχοντα είναι περιορισμένα, ας ξοδέψει από όσα ο ΑΛΛΑΧ του έχει δώσει. Ο ΑΛΛΑΧ δεν αναγκάζει κανένα να σηκώσει άνω των δυνάμεών του. Έπειτα από κάθε δυσκολία, ο ΑΛΛΑΧ σύντομα δίνει ανακούφιση»
Κοράνι, 65-7


Ο Σουλεϊμάν ήταν Σουλτάνος για σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια και από αυτά τα τριάντα τα πέρασε εκστρατεύοντας, ακούραστος και αποφασιστικός, από την Αίγυπτο μέχρι τη Ρόδο, το Βελιγράδι, την Ουγγαρία, την Ταυρίδα, τη Βαγδάτη, τη Βιέννη. Οι ίδιοι οι στρατιώτες του τον είχαν βαρεθεί. Στο Περσικό μέτωπο το 1553 πολλοί μουρμούριζαν ότι ο Σουλτάνος ήταν πολύ γέρος για να πολεμήσει και να εκστρατεύει – ήταν πενήντα εννέα ετών. Το στράτευμα ήθελα να ανακηρύξει Σουλτάνο το γιο του Μουσταφά. Ο Σουλεϊμάν προσκάλεσε τον Μουσταφά στη σκηνή του και έβαλε να τον στραγγαλίσουν.

Αλλά στα βουνά των Βαλκανίων και στις έρημους του Ιράν, ο χρόνος είχε αρχίσει να ασκεί την αμείλικτη κυριαρχία του. Υπήρχαν περιοχές στις οποίες ο στρατός δεν προλάβαινε να μεταβεί και να επιστρέψει έγκαιρα πριν την αρχή του χειμώνα, για το θερισμό. Ο Σουλεϊμάν έφευγε από το Έντιρνε ή από τη Προύσα κάθε χρόνο και με περισσότερα στρατεύματα. Το μεγαλείο του όμως περιείχε τους σπόρους της παρακμής του, οι νίκες του ήταν τα προμηνύματα της αναπόφευκτης ήττας του.

Η τελευταία του εκστρατεία το 1566 αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από απογοήτευση. Οι εχθροί του, ως συνήθως, διέφυγαν. Ο Οθωμανικός στρατός πεζοπορούσε για ενενήντα επτά συνεχείς ημέρες πριν πολιορκήσει το Szigerth. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1566 ο Σουλεϊμάν πέθανε ανάμεσα στους στρατιώτες του, εν μέσω της πολιορκίας, στη σκηνή εκστρατείας του στο κέντρο της Ουγγαρίας. Ο Μέγας Βεζίρης του απέκρυψε το θάνατό του από το στράτευμα μέχρι την επιτυχή ολοκλήρωση της πολιορκίας. Το σώμα βαλσαμώθηκε και πλήρως ντυμένο παρουσιάστηκε για ζωντανό στους υποψιασμένους άνδρες μέχρι που έφθασαν σχεδόν στην Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ ειδικοί μαντατοφόροι είχαν ειδοποιήσει τον μοναδικό επιζώντα γιο του Σουλεϊμάν, τον Σελίμ.

Τα λόγια που ειπώθηκαν στους στρατιώτες λίγο έξω από το Έντιρνε και που τα είχε γράψει ο ποιητής και προσωπικός φίλος του Σουλεϊμάν, ο Μπακί, λέγανε:
Ο καλύτερος καβαλάρης στρατιώτης σ’ Ανατολή και Δύση
Που ο κόσμος ήταν μικρός για την περπατησιά του
Οι άπιστοι της Ουγγαρίας λύγιζαν το κεφάλι στο θέλημα της λεπίδας του
Κι’ οι Φράγκοι θαύμαζαν την κόψη του σπαθιού του
Ακούμπησε το κεφάλι του στο χώμα με τη χάρη του ροδοπέταλου
Ο εξουσιαστής του χρόνου τον έβαλε στο κουτί σαν κόσμημα.
Ο εξουσιαστής του χρόνου μετρούσε και τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της Μεσογείου και επομένως του κόσμου ολόκληρου, η Βενετία, η Ισπανία και ή ίδια η Αυτοκρατορία, γρήγορα άρχισαν να παρακμάζουν όπως παρήκμαζε και η ίδια η Μεσόγειος μπροστά στο φθηνό ασήμι της Νέας Γης και στους νέους θαλάσσιους δρόμους των Πορτογάλων. Οι Βενετοί πρώτοι κατάλαβαν το επερχόμενο τέλος: ένα τραγούδι που βρέθηκε στην Ενετική αποικία του Split λέει «οι Τούρκοι είναι τρεχούμενο ποτάμι που παρασύρει την άμμο από τις όχθες του και ο Δόγης είναι η άμμος που λίγο-λίγο παρασύρεται από το ποτάμι.».

Το 1570, ο γηραιός Μέγας Βεζίρης του Σουλεϊμάν, ο Σοκολλού Μεχμέτ κατέλαβε την Κύπρο για λογαριασμό του άχρηστου Σελίμ που πέθανε το 1574. Η εκστρατεία κατά της Κύπρου έγινε παρά τη θέληση του Σοκολλού Μεχμέτ, γιατί πίστευε ότι η Αυτοκρατορία ήταν κουρασμένη και χρειαζόταν περίοδο ανάπαυσης και ανασυγκρότησης. Η επίθεση όμως κατά της Βενετσιάνικης Κύπρου ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να κρατηθεί στην εξουσία. Αποδείχθηκε σημείο καμπής για την Αυτοκρατορία.

Η προσάρτηση της Κύπρου στην Αυτοκρατορία δεν ήταν τίποτα το εξαιρετικό. Απλώς ολοκλήρωσε τον έλεγχό της στην Ανατολική Μεσόγειο. Εξουδετέρωσε ένα ή δύο πειρατικούς θύλακες. Οι κάτοικοι του νησιού, Έλληνες στη μεγάλη πλειοψηφία τους, καλοδέχτηκαν τους Οθωμανούς, όπως έκαναν οι Έλληνες σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Πενήντα χιλιάδες Τούρκοι σκοτώθηκαν κατά τη πολιορκία της Λεμεσού, αλλά οι πόλεμοι των Οθωμανών ήταν συνήθως δαπανηροί σε ανθρώπινες ζωές. Όταν επιτέλους παραδόθηκε ο Βενετός διοικητής του νησιού Bragadino, ζήτησε τη μεταφορά του με πλήρεις στρατιωτικές τιμές στη Βενετία, Οι Τούρκοι δέχτηκαν. Οι Βενετοί πιάστηκαν, αποκεφαλίστηκαν και το πτώμα του Bragadino φουσκώθηκε με άχυρα και μεταφέρθηκε στο Σουλτάνο στη Κωνσταντινούπολη κρεμασμένο στο κατάρτι της ναυαρχίδας. Ήταν ένα φρικτό αλλά όχι πρωτοφανές τέλος και οι Οθωμανοί δεν ήταν οι μόνοι ή οι πρώτοι που το εφάρμοζαν.

Αυτό που διέκρινε την πράξη αυτή των Οθωμανών από παρόμοιες που είχαν προηγηθεί από άλλους, ήταν οι αντιδράσεις του κόσμου απέναντι της. Η Δύση αντελήφθη την ενέργεια αυτή των Οθωμανών σαν ένα βήμα πιο πέρα από τα ανεκτά όρια ακόμα και αυτών των Οθωμανικών κατακτήσεων. Θεωρήθηκε σαν μια παραβίαση τόσο της ηθικής όσο και της φυσικής τάξης. Πιστεύτηκε ότι ένας ανάξιος, αλκοολικός και άρρωστος μονάρχης παρασύρθηκε από έναν Εβραίο εγκληματία στα πλαίσια μιας πλεκτάνης εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας. Ο Σουλτάνος Σελίμ ο 2ος, ο Αισχρός, είχε πάθος με το Κυπριακό κρασί. Ο φίλος και μόνιμος συνοδός του Γιοζέφ Ναζί, πρόσφυγας από την Ισπανία, τραπεζίτης του σαραγιού και Δούκας της Νάξου – ο πρώτος Εβραίος να καταλάβει αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία – ονειρευόταν ακόμα και τον εποικισμό της Κύπρου από Εβραίους πρόσφυγες από όλη την Ευρώπη. Στον Σελίμ όμως έλεγε ότι θα έπαιρνε το νησί για να προμηθεύεται φτηνό κρασί και να ικανοποιεί το πάθος του. Νέες δυνάμεις ενεργούσαν τώρα και διηύθυναν την Αυτοκρατορία. Ο γάμος του Σουλεϊμάν με την Ροξελάνα, καρπός του οποίου υπήρξε ο Σελίμ, είχε αλλάξει την ίδια την υφή του Χαρεμιού. Δεν ήταν πια μια παροικία ωραίων και νεαρών γυναικών που ζούσαν αμέριμνα με στόχο την – οπτική κυρίως – τέρψη του Σουλτάνου. Στο χαρέμι τώρα ήσαν λίγες γυναίκες, μεγαλύτερης ηλικίας, επιλεγμένες από τη μητέρα του Σουλτάνου, την έξυπνη και μορφωμένη τέως σκλάβα Ροξελάνα, η οποίες αύξησαν την επιρροή τους σε όλες τις κρατικές υποθέσεις με την ανοχή του Σελίμ και οι οποίες ίδρυσαν το λεγόμενο Σουλτανάτο των Γυναικών που κράτησε μέχρι το 1650 και εισήγαγε όλων των ειδών τις ίντριγκες στη διαχείριση των Αυτοκρατορικών ζητημάτων. Το Εβραϊκό στοιχείο ήταν σίγουρα κυρίαρχο στις επιδιώξεις και τις μεθόδους του. Τα σχέδια του Ντον Γιοζέφ για την Κύπρο υποστήριξε από το χαρέμι η Εβραϊκής καταγωγής Νουρ Μπανού Σουλτάνα, μητέρα του μελλοντικού Σουλτάνου Μουράτ του 3ου. Ενώ εναντιώθηκε σ’ αυτά η Βενετικής καταγωγής σύζυγος του Σελίμ, η Σαφιγιέ Σουλτάνα.
Η Κύπρος έπεσε και ο Μπεκρής πήρε το κρασί του. Αλλά ο κόσμος στη Δύση, και όχι μόνο σ’ αυτή, άλλαξε στάση προς τους Οθωμανούς. Η πτώση της Κύπρου προκάλεσε το σχηματισμό της Αγίας Λίγκας κατά των Οθωμανών. Η Ισπανία, η Βενετία, οι Ιππότες της Μάλτας και πολλές Ιταλικές πόλεις-κράτη ενώθηκαν υπό την ηγεσία του Πάπα και συγκέντρωσαν στόλο υπό την ηγεσία του Δον Χουάν της Αστουρίας, νόθου γιου του Καρόλου του 5ου. Στις 7 Οκτωβρίου 1571 συνάντησε τον Οθωμανικό στόλο στον κόλπο της Ναυπάκτου. Ακολούθησε ναυμαχία.

Ο Σοκολλού Μεχμέτ Πασάς διέθετε σημαντικά αποθέματα φαντασίας και ευφυΐας.Είχε όμως και πολύ καλούς χάρτες, τους καλύτερους της εποχής, φτιαγμένους από τον περίφημο Οθωμανό θαλασσοκατακτητή, κουρσάρο, γεωγράφο και χαρτογράφο Πίρι Ρέις. Με αυτούς, και με τη λογική του, πίστευε ότι η Αυτοκρατορία δεν έπρεπε πια να προκαλέσει τους δυτικούς, αλλά να επεκτείνει τα σύνορά της προς βορά, σε χώρες και περιοχές που υπέφεραν από τις επιδρομές Ρώσων Κοζάκων. Στη χώρα που ο Βόλγας και ο Ντον συναντούνται και χύνονται στην Κασπία, οι Οθωμανοί θα εύρισκαν αυτό που πάντα αναζητούσαν: μεγάλες εκτάσεις, επιρρεπή στην κυριαρχία τους πληθυσμό και νέες πηγές φορολόγησης. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένας στόλος στην Κασπία και ένας στρατός στα βουνά της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. Και ένας τρόπος να περάσουν στην Κασπία Οθωμανικά στρατεύματα και πλοία. Οι μηχανικοί της Αυτοκρατορίας έλεγαν ότι θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα κανάλι που θα συνέδεε την Κασπία με τη Μαύρη θάλασσα. Με μια κίνηση η Αυτοκρατορία θα πετύχαινε και πολλά στρατιωτικά πλεονεκτήματα, όπως την από βορά κύκλωση του προαιώνιου εχθρού της, της Περσίας, τον έλεγχο του Δρόμου του Μεταξιού και την συνάντηση του στα μισά του δρόμου με τους Μογγόλους, με τους οποίους μαζί μπορεί να περιόριζαν τον άλλο προαιώνια εχθρό, τους Ρώσους. Ο δρόμος προς την Κασπία ήταν για τον Σοκολλού Μεχμέτ Πασά η μόνη διέξοδος για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι Ευρωπαϊκές ανακαλύψεις άρχισαν να κάνουν την Ανατολική Μεσόγειο μια θάλασσα χωρίς ιδιαίτερη σημασία και οι δρόμοι του εμπορίου και του πλούτου που περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη σιγά-σιγά απομακρύνονταν από αυτή. Στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν μια νέα ρότα για τις Ινδίες, γύρω από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Οι εμπορικές συναλλαγές με τις Ινδίες και την Κίνα άρχισαν αμέσως να ακολουθούν το νέο δρόμο φέρνοντας στην Ευρώπη μεγάλες ποσότητες πολυτίμων αγαθών, όπως μετάξι, μπαχαρικά, ελεφαντόδοντο και χρυσό, με χαμηλό κόστος και μικρότερο ρίσκο. Οι παραδοσιακοί δρόμοι από την Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία ήταν λιγότερο ή καθόλου ελκυστικοί. Τα αποτελέσματα στα έσοδα της Αυτοκρατορίας δεν ήταν ακόμα αισθητά και στα παζάρια του Καΐρου εύρισκες ακόμα τα πάντα από μπαχαρικά μέχρι καφέ.

Στη Ανατολή πάλι, αρκετοί ηγέτες προτιμούσαν τους παραδοσιακούς Άραβες εμπόρους με τα καραβάνια τους από τους νεόφερτους και απρόβλεπτους Πορτογάλους, που μαζί με τα αγαθά έφερναν και τα κανόνια τους αλλά και τους παπάδες τους, τους Ιησουΐτες και τους Φραγκισκανούς. Άλλοι πάλι αισθάνονταν τον κίνδυνο και ζητούσαν τη βοήθεια της Αυτοκρατορίας. Το 1552, μια ναυτική εκστρατεία υπό τον Πίρι Ρέις εκδίωξε – με δυσκολία είναι η αλήθεια - τους άπιστους από την Ερυθρά θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Και οι Άραβες της Αραβικής χερσονήσου σφυροκοπούσαν τους Πορτογάλους στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής όταν και όπου τους εύρισκαν. Οι Σουλτάνοι όμως του Ομάν και της Υεμένης δεν ήταν πάντα πιστοί σύμμαχοι των Οθωμανών και οι Πορτογάλοι δεν το έβαζαν κάτω1. Το 1580 ο Μουράτ ο 3ος άκουσε με προσοχή έναν από τους γεωγράφους του συστήνουν να διανοίξει ένα θαλάσσιο δρόμο από ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Αραβική χερσόνησο που θα ενώνει με θαλάσσια επικοινωνία την Ανατολική Μεσόγειο με την Ερυθρά θάλασσα. Τον Περσικό Κόλπο, τον Ινδικό Ωκεανό και τη Θάλασσα της Κίνας. Ο δρόμος αυτός από την πόλη του Σουέζ μέχρι τα λιμάνια Χιντ και Σιντ της Αραβίας θα έφερνε μεγάλους θησαυρούς για όποιον τον κατασκεύαζε: Θα έδιωχνε τους άπιστους από την Ερυθρά Θάλασσα τον Περσικό Κόλπο και την Ανατολική Αφρική, θα έκανε τη διαδρομή προς την Ανατολή συντομότερη κατά μερικούς μήνες και θα απέδιδε μεγάλα έσοδα από φόρους και διόδια. Και ποιος άλλος από τους Οθωμανούς, ειδικούς στα περάσματα, στους δρόμους και στις γέφυρες θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα τέτοιο έργο; Ο Μουράτ έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στους μηχανικούς του που τον διαβεβαίωναν ότι το έργο ήταν τεχνικά πραγματοποιήσιμο, έδωσε εντολή να ετοιμαστεί πρόχειρος υπολογισμός κόστους. Το έργο δεν πέρασε ποτέ τη φάση του προγραμματισμού, μεταξύ των άλλων, λόγω της εξέγερσης των Μαμελούκων της Αιγύπτου και τη μοιραία εμφάνιση των Μαχντήδων στη περιοχή.

Όμως άρχισαν οι εργασίες στο κανάλι της Κασπίας την Άνοιξη του 1570, Δέκα χιλιάδες στρατιώτες και έξι χιλιάδες εργάτες συγκεντρώθηκαν στην πόλη Κάφφα της Κριμαίας. Τα πυρομαχικά και οι προμήθειες συγκεντρώθηκαν στο Αζόφ. Πεντακόσιοι άνδρες στρατοπέδευσαν στον ποταμό Ντον, στην πόλη Περεκόπ. Οι εργασίες άρχισαν το τέλος Αυγούστου. Ο Χάνος των Ταρτάρων της Κριμαίας, ο Ντελβέτ Γκιράϊ έστειλε 3.000 ιππείς για φρούρηση των καταυλισμών – λίγοι, αν σκεφθεί κανείς τον αριθμό των ανδρών και την έκταση που θα κάλυπταν οι εργασίες. Οι Ταρτάροι αποδείχθηκαν μάλλον καταστροφικοί για το ηθικό των εργαζομένων και των στρατιωτών, λέγοντάς τους για τις δυσκολίες του Ρωσικού καλοκαιριού, στο οποίο ο Ήλιος δεν δύει ποτέ και ο πιστός χάνει την τελευταία προσευχή της ημέρας. Ο Χάνος πάντως απέσυρε τους άνδρες του μόλις άρχισαν οι εργασίες.

Μέχρι τον Οκτώβριο είχε τελειώσει το ένα τρίτο του σκαψίματος. Τότε αποδείχτηκε ότι το πρόβλημα θα προερχόταν από τον Ρωσικό χειμώνα: οι δυνατοί άνεμοι από τις στέπες και οι παγωμένες νύχτες του Ρωσικού χειμώνα ανάγκασαν τον υπεύθυνο του έργου Κασίμ Πασά να σταματήσει το έργο, παραβαίνοντας τις εντολές που είχε. Ένα μέρος των ανδρών μεταφέρθηκαν στο Αζόφ και την Αζοφική θάλασσα να περάσουν το χειμώνα, και οι υπόλοιποι πήγαν στο Αστραχάν, στις εκβολές του Βόλγα, για να σταματήσουν τυχόν επιδρομές των Ρώσων. Οι Ρώσοι, που είχαν το Αστραχάν στην κυριαρχία τους, πράγματι επιτέθηκαν και κυριολεκτικά πέταξαν τους Οθωμανούς στη θάλασσα. Το ίδιο συνέβη και στο Αζόφ. Οι Ρώσοι κέρδισαν τα πρώτα τρόπαιά τους από τους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να μπουν στα καράβια τους και να αναχωρήσουν με κατεύθυνση την Ιστανμπούλ. Μια τρομερή καταιγίδα έφερε την τελική καταστροφή. Μόνο 7.000 άνδρες επέστρεψαν τελικά. Οι Ταρτάροι της Κριμαίας, που είχαν μείνει απαθείς στης επιθέσεις των Ρώσων κατά των Οθωμανών, μόλις οι τελευταίοι αποχώρησαν ηττημένοι επιτέθηκαν κατά των Ρώσων και έφθασαν μέχρι τη Μόσχα την οποία και έκαψαν παίρνοντας πίσω στη Κριμαία 200.000 αιχμαλώτους. Προφανώς οι Ταρτάροι ήθελαν τους εχθρούς τους για τον εαυτό τους.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1638 ο Μουράτ ο 4ος ξεκίνησε εκστρατεία να καταλάβει τη Βαγδάτη, την οποία και κατέλαβε στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Τον επόμενο χρόνο οι Πέρσες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς με την οποία καθορίζονται τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, που παραμένουν τα ίδια μέχρι και σήμερα. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Μουράτ έγινε αλκοολικός. Φαίνεται ότι η συνήθεια του Σουλτάνου να πίνει οφείλεται στις κακές παρέες, ιδιαίτερα σε κάποιον με το όνομα Μπεκρί-Μουσταφά. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Καντεμίρ, ο Σουλτάνος γνώρισε τον Μουσταφά μια μέρα που τριγυρνούσε ντυμένος σαν απλός εργάτης στο παζάρι της Πόλης. Ο Μουσταφά ήταν μεθυσμένος και ο Μουράτ τον πήρε στο παλάτι. Όταν συνήλθε, οι δυο άνδρες έγιναν φίλοι, με το Μουσταφά να γνωρίζει τις χαρές του αλκοόλ στο Σουλτάνο. Ο Μπεκρί-Μουσταφά πέθανε νωρίς αλλά ο Σουλτάνος παρέμεινε αλκοολικός, όπως γράφει ο Καντεμίρ:
«Με το θάνατό του Μουσταφά, ο Σουλτάνος διέταξε επίσημη κηδεία και πένθος. Ενταφιάστηκε με τιμές μέσα σε μια ταβέρνα. Κάθε φορά που αναφερόταν το όνομα του Μουσταφά, ο Σουλτάνος ξέσπαγε σε κλάματα, λέγοντας ότι ήταν ο καλύτερός του φίλος που στη ζωή του δεν είχε δει άσπρη μέρα».

Πάλι σύμφωνα με τον Καντεμίρ, στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο αλκοολισμός τον μετέτρεψε σε μανιακό δολοφόνο:
«Συχνά, τα μεσάνυχτα, ξέφευγε μυστικά από τις πίσω πόρτες του σαραγιού, ιδιαίτερα αυτές που βρίσκονται στο χαρέμι και ντυμένος με ένα απλό λευκό πέπλο και ξυπόλητος περιφέρονταν στους σκοτεινούς δρόμους της Πόλης, με το σπαθί του στο χέρι, προκαλώντας σαν τρελός σε μονομαχία όποιον συναντούσε μπροστά του. Οι προσωπικοί του υπηρέτες που ήξεραν το πρόβλημα τον ακολουθούσαν διακριτικά και αποτελείωναν όποιον δεν μπορούσε να νικήσει ο ίδιος. Στη διάρκεια της ημέρας καθόταν στα παράθυρα των πάνω δωματίων των διαμερισμάτων του στο σαράι, πίνοντας αλκοόλ και στοχεύοντας με το τόξο του τους περαστικούς και πολλούς είχε έτσι δολοφονήσει»

Ο Μουράτ πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 9 Φεβρουαρίου 1640 και την ίδια μέρα τάφηκε στο Μπλε Τζαμί , δίπλα στον πατέρα του Αχμέτ τον 1ο. Οι 4 γιοι του Μουράτ είχαν πεθάνει από πανούκλα νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Ο μόνος επιζών απόγονος της γραμμής του Οσμάν ήταν ο αδελφός του Μουράτ, ο Ιμπραήμ που ήταν στο ‘κλουβί’ για πολλά χρόνια. Λίγο πριν το θάνατό του ο Μουράτ είχε δώσει εντολή στην Βαλιντέ Σουλτάνα Κιοσέμ να δολοφονηθεί ο αδελφός του. Αυτή κατάφερε να κοροϊδέψει τον ετοιμοθάνατο γιο της και Σουλτάνο και να μην σκοτώσει τον Ιμπραήμ. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ, μην πιστεύοντας ότι ο Μουράτ είχε πεθάνει αρνιόταν να ανοίξει την πόρτα του δωματίου του στο κλουβί από φόβο μήπως ήταν ένα ακόμα τρικ του τρελού αδελφού του να τον δολοφονήσει. Η Κιοσέμ τον έπεισε δείχνοντάς του το νεκρό σώμα του Μουράτ, οπότε ο Ιμπραήμ βγήκε έξω, τρέχοντας στους διαδρόμους του σαραγιού και φωνάζοντας: «Ο Χασάπης πέθανε. Ο Χασάπης πέθανε». Την ίδια μέρα ο Ιμπραήμ ζώστηκε το σπαθί του Οσμάν στο Εγιούπ και ανακηρύχτηκε Σουλτάνος.
Υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες για το αν η κληρονομική γραμμή του Οσμανλήδων θα μπορούσε να συνεχιστεί στους Σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού όλοι πίστευαν ότι ο Ιμπραήμ ήταν ανίκανος. Η Κιοσέμ προσπάθησε να διορθώσει τα πράγματα δίνοντάς του αφροδισιακά και άλλα μαντζούνια που της σύστηνε ο ‘δάσκαλός’ της Χίντζι, ενώ ταυτόχρονα του προμήθευε τις ωραιότερες οδαλίσκες και σκλάβες. Στις προσπάθειές της να βρει τις ωραιότερες κοπέλες στην Αυτοκρατορία, η Κιοσέμ δε δίσταζε να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες ενός γνωστού σωματέμπορου, του Πεζεβένκ (που σημαίνει ‘νταβατζής’). Τελικά, στις 2 Ιανουαρίου του 1642, η οδαλίσκη Τουρχάν Χαντιτσέ γέννησε στον Ιμπραήμ ένα γιο, τον μελλοντικό Μεχμέτ τον 4ο, οπότε και προβιβάστηκε σε πρώτη γυναίκα. Στους επόμενους δέκα τέσσαρες μήνες άλλες δύο από τις οδαλίσκες του Σουλτάνου γέννησαν γιους, τους μελλοντικούς Σουλτάνους Σουλεϊμάν το 2ο και Αχμέτ το 2ο. Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ είχε αποκτήσει μεγάλη έφεση στο σεξ, όπως αναφέρει ο Καντεμίρ:
«Όπως ο Μουράτ είχε πάθος με το ποτό, έτσι και ο Ιμπραήμ είχε πάθος με τις σαρκικές ηδονές. Πέρναγε όλο του το χρόνο σε αισθησιακές απολαύσεις. Και όταν η φύση τον εξαντλούσε, προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του με μαγικά ποτά. Συνήθως έδινε εντολές στη μητέρα του να του φέρει ωραίες παρθένες στους κήπους του σαραγιού. Είχε μεγάλη συλλογή βιβλίων με ερωτικές στάσεις και τρόπους. Του άρεσαν ιδιαίτερα οι χοντρές παρθένες. Μια από αυτές, με το όνομα, Αρμένισσα από το Βόσπορο, ζύγιζε 150 κιλά και την ονόμασε Σεκέμ Παρέ (κομμάτι ζάχαρη)».

Το ταμείο της Αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν άδειο και η Κιοσέμ με το περιβάλλον της έπεισαν τον Ιμπραήμ ότι για να γεμίσουν τα κρατικά σεντούκια έπρεπε να καταλάβει την Κρήτη από τους Βενετούς. Η εκστρατεία για την Κρήτη ξεκίνησε την Άνοιξη του 1645 και κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ αποκαλούταν ο Τρελός και είχε γίνει αντιπαθητικός τόσο στο στράτευμα όσο και στους Ουλεμάδες. Τελικά οι γενίτσαροι ξεσηκώθηκαν στις 8 Αυγούστου του 1648, εκτοπίζοντας τον Ιμπραήμ και αντικαθιστώντας τον με τον εξάχρονο γιο του Μεχμέτ. Ο Ιμπραήμ κλείστηκε στο κλουβί, μαζί με τους δυο νεώτερους αδελφούς του, τον Σουλεϊμάν και τον Αχμέτ. Μετά από 6 μέρες ο Ιμπραήμ στραγγαλίστηκε από τον αρχιδήμιο Καρά Αλί. Ενταφιάστηκε στο προαύλιο της Αγιά Σοφιάς και κατά τον Εβλίγια Τσελέμπι «τον επισκέπτονται πολλές γυναίκες γιατί ήταν παθιασμένος μ’ αυτές».
Η Κιοσέμ, γιαγιά του νεαρώτατου Σουλτάνου εξακολουθούσε να έχει το πάνω χέρι στο Χαρέμι, εκτοπίζοντας την μητέρα του Τουρχάν Χαντιτσέ. Η Κιοσέμ λειτουργούσε σαν αντιβασίλισσα του εγγονού της. Η Χαντιτσέ στερήθηκε του δικαιώματος να είναι Βαλιντέ Σουλτάνα. Έμεινε στην αφάνεια μέχρις ότου κατάφερε να εξουδετερώσει την Κιοσέμ με τη βοήθεια του Μαύρου Ευνούχου Οζούμ Σουλεϊμάν Αγά. Ο Ουζούμ με τους άνδρες του στραγγάλισαν την Κιοσέμ μέσα στο Χαρέμι στις 2 Ιουνίου του 1651.

Η Τουρχάν Χαντιτσέ ανέλαβε έτσι το ρόλο της Βαλιντέ Σουλτάνας που της άρμοζε. Η Αυτοκρατορία σε όλο αυτό το διάστημα περιέπεσε σε μια κατάσταση χάους. Στα πρώτα οκτώ χρόνια της βασιλείας του Μεχμέτ άλλαξαν 14 Μεγάλοι Βεζίρηδες. Ένα από τα πιο σοβαρά επακόλουθα του χάους αυτού ήταν η δραματική υποτίμηση του Οθωμανικού νομίσματος. Αυτό ήτανε η κύρια αιτία που οι γενίτσαροι και οι γαζήδες ενώθηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις του στρατεύματος, στις 4 Μαρτίου του 1656. Οι στασιαστές ανάγκασαν τους εμπόρους και καταστηματάρχες να κρατήσουν κλειστά τα μαγαζιά και τους χώρους εργασίας τους και να παραμείνουν στα σπίτια τους, σε ένα είδος απεργίας, πρωτόγνωρης στα χρονικά της Αυτοκρατορίας. Η Χαντιτσέ αναγκάστηκε να απολύσει όλους τους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και όλους τους Βεζίρηδες και όλους όσους συμμετείχαν στο ντιβάνι. Τριάντα από αυτούς κρεμάστηκαν μπροστά στο μπλε τζαμί. Οι γενίταροι διόρισαν Μεγάλο Βεζίρη το Μεχμέτ Κοπρουλού στον οποίον η Χαντιτσέ αναγκάστηκε να παραδώσει την αντιβασιλεία.

Ο Μεχμέτ Πασάς Κοπρουλού ήταν ογδόντα ετών όταν έγινε Μέγας Βεζίρης ολοκληρώνοντας μια σημαντική διαδρομή που ξεκίνησε σαν λαντζιέρης στα μαγειρεία του Σουλτάνου, αν και ποτέ δεν έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Άσκησε το αξίωμά του μακριά από το σαράι. Το γραφείο του ήταν στο μεγαλοπρεπές οίκημα που κατοικούσε και το οποίο είχε κτίσει ο ίδιος στο δρόμο προς το Άλάυ Κιοσκιού. Μετά από αυτόν το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα όλων των Μεγάλων Βεζίρηδων. Το οίκημα αυτό, από την εποχή του Μεχμέτ Πασά και μετά, ήταν το κέντρο της κυβέρνησης της Αυτοκρατορίας. Οι ξένοι πρεσβευτές που σύχναζαν εκεί για τις κρατικές και διπλωματικές υποθέσεις το ονόμασαν Υψηλή Πύλη και έκτοτε έμεινε γνωστό με αυτό το όνομα.

Ο Μεχμέτ Πασάς ξεκίνησε τη θητεία του με αυστηρότατα μέτρα κατά των εξεγερθέντων – κρέμασε 3.000 γενίτσαρους. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να αποκαταστήσει την τάξη στην Ιστανμπούλ και στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Ο Μεχμέτ πέθανε εν ενεργεία το 1661. Στο κρεβάτι του θανάτου έδωσε τις εξής συμβουλές στον Μεχμέτ τον 4ο, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει είκοσι ετών: «Ποτέ μην ακούς τις γυναίκες. Ποτέ μην επιτρέψεις σε κάποιον υπήκοό σου να γίνει πολύ πλούσιος. Κράτα πάντα το κρατικό ταμείο γεμάτο. Καβαλίκευε κάθε μέρα το άλογό σου και κράτα το στράτευμα σε συνεχείς εκστρατείες».

Για πρώτη φορά στα χρονικά της Αυτοκρατορίας, τον Μεχμέτ Πασά διαδέχθηκε σαν Μεγάλος Βεζίρης ο γιος του Φαζίλ (σοφός) Αχμέτ Πασάς που αποδείχθηκε ισάξιός του. Διατήρησε τη θέση του δέκα πέντε χρόνια, όσα σχεδόν και ο άλλος μεγάλος προκάτοχός του, ο Σοκολού Μεχμέτ Πασάς.

Η Τουρχάν Χαντιτσέ είχε αποσυρθεί από κάθε ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Αυτοκρατορίας. Είχε βέβαια αποθηκεύσει τεράστια περιουσία την οποία χρησιμοποίησε σε φιλανθρωπικά έργα και μεγάλα τζαμιά με κουλίγιες. Μια μεγάλη κουλίγια που έχτισε η Χαντιτσέ είναι το Γενί (Νέο) Τζαμί, ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομικά συμπλέγματα της Πόλης, στο οποίο υπήρχε το μεγαλύτερο γηροκομείο και νοσοκομείο. Μέσα στο Γενί Τζαμί υπάρχει η περίφημη αγορά με το όνομα Μισίρ Τσαρσιζί (Αιγυπτιακή Αγορά) στην οποία στεγάζεται σήμερα το παζάρι των μπαχαρικών της Πόλης. Ο Γάλλος φιλόσοφος Crelot, οποίος είχε γνωρίσει προσωπικά την Χαντιτσέ στη διάρκεια παραμονής του στην Ιστανμπούλ, έγραφε το 1680: «είναι μια από πιο οξυδερκείς κυρίες που έχω γνωρίσει. Ευτυχώς, το διαμάντι αυτό γυναικείας ευφυΐας άφησε στις απόμενες γενιές ένα διαμάντι Οθωμανικής αρχιτεκτονικής για να θυμίζει τη μεγαλοψυχία της». Ο Μεχμέτ ο 4ος, μόλις ενηλικιώθηκε, μετέφερε το παλάτι του στο Έντιρνε όπου αφοσιώθηκε καθ’ ολοκληρία στην αγαπημένη του ενασχόληση που ήταν το κυνήγι, αφήνοντας όλες τις κρατικές υποθέσεις στο ντιβάνι και τον Αχμέτ Πασά. Σε όλες τις κινήσεις του τον ακολουθούσε η αγαπημένη του σύζυγος Ράμπια Γκιουλνούς, μια Ελληνίδα από την Κρήτη. Η Ράμπια χάρισε στον Μεχμέτ τον 4ο τους δύο πρώτους γιους του, τους μελλοντικούς Σουλτάνους Μουσταφά του 2ου και Αχμέτ του 3ου. Οι δυο αυτοί πρίγκιπες ανατράφηκαν με ελευθερία και φιλελευθερισμό στο παλάτι του Έντιρνε από την Ελληνίδα μητέρα τους, πράγμα που δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί στο Τοπ Καπί. Και οι δύο μιλούσαν αρκετά καλά τα Ελληνικά.

Ο Φαζίλ Αχμέτ Πασάς συνέχισε την πολιορκία στα Χανιά, που διαρκούσε τώρα είκοσι ολόκληρα χρόνια. Τελικά, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1669, η Ενετική φρουρά του νησιού παραδόθηκε και οι Οθωμανοί κατέλαβαν και την Κρήτη. Ο Αχμέτ Πασάς πέθανε το 1676 – κατά πάσα πιθανότητα από το πολύ ποτό – και τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Καρά (Μαύρος) Μουσταφά Πασάς, οποίος το καλοκαίρι του 1683 ξεκίνησε μια ακόμα εκστρατεία κατά της Βιέννης, στην οποία οι Οθωμανοί – για πρώτη φορά στην ιστορία τους – νικήθηκαν. Ο Καρά Μουσταφά οδήγησε το Οθωμανικό στράτευμα πίσω στο Βελιγράδι, όπου στις 15 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου αποκεφαλίστηκε με εντολή του Σουλτάνου.
Και ενώ στο Δυτικό Μέτωπο οι Οθωμανοί γνώριζαν το τέλος της επέκτασής τους στην Ευρώπη, στη Ανατολία συνέβαινε το πρωτάκουστο και απίστευτο: ο πληθυσμός λιμοκτονούσε. Οι πλούσιοι γαζήδες, οι ακούραστοι τιμαριώτες, οι περήφανοι Καπί-Κουλάροι, οι ευτραφείς Μπέηδες, οι γενναίοι Αγάδες, μετά από 350 χρόνια ευημερίας και επαγγελματικού κρατισμού δεν είχαν αρκετό φαγητό να ταΐσουν τους δούλους τους.
Στην Ιστανμπούλ, οι πολίτες της Αυτοκρατορίας άρχισαν να ανησυχούν. Διόρισαν Μέγα Βεζίρη τον άλλον αδελφό του Αχμέτ Πασά, τον Φαζίλ Μουσταφά Πασά. Αυτός, σοφός και ρεαλιστής σαν τον πατέρα του, τους προειδοποίησε να μην περιμένουν θαύματα. Ζήτησε – και πήρε – από τον Σεήχ-Ουλ-Ισλάμ Φετβά σύμφωνα με τον οποίο ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο 4ος κηρυσσόταν έκπτωτος. Αυτός ήρθε άρον-άρον από το Έντιρνε και παραδέχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να αλλάξει τα πράγματα. Οι Οθωμανοί του χάρισαν τη ζωή αλλά τον έκλεισαν στο κλουβί μαζί με του δύο γιους του Μουσταφά και Αχμέτ. Η γυναίκα του Ραμπία αφέθηκε να ζήσει στο Εσκί-Σαράι. Ο Μεχμέτ τελείωσε τις μέρες του στο κλουβί στις 6 Ιουνίου του 1693 και ετάφη δίπλα στη μητέρα του Χαντιτσέ στο Γενί Τζαμί. Ο μεγάλος ιστορικός, ταξιδευτής, ποιητής και ευγενής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Εβλίγια Τσελέμπι, τέλειωσε επίσης τις μέρες του το 1693. Μόνο που ο Εβλίγια (που σημαίνει φίλος) μας άφησε το έργο του που δόξασε την παλιά Ιστανμπούλ με τα μνημεία και τις γειτονιές της, τα παζάρια και τους μαχαλάδες της. Φαίνεται ότι μαζί του τελείωσαν και οι μέρες της Οθωμανικής τουλίπας. Σαν μνημείο της, ας διαβάσουμε ένα κομμάτι από το τελευταίο κεφάλαιο της Σαγιαχάτ-Ναμέ (ταξιδιωτικό βιβλίο) του Εβλίγια (κεφάλαιο XLII, σε μετάφραση από το Οθωμανικό κείμενο του J.W. Gibbs και απόδοση στα Ελληνικά από τον συγγραφέα):

«Τα σεπτά μνημεία των αγίων, των ηρώων, των Αυτοκρατόρων και των Σουλτάνων σ’ αυτή την ιερή πόλη είναι μεγαλόπρεπα και σεβαστά, από την εποχή των Χριστιανών και πριν από αυτή, όταν οι σοφοί από την Ελλάδα είχαν εδώ τους τάφους τους, ο Θεός να αναπαύει τις ψυχές τους. Όλοι αυτοί και οι δικοί τους έκαναν καλό στην Ιστανμπούλ. Και τα αμέτρητα τζαμιά με τις κουλίγιες που δείχνουν το πλούτο των Σουλτάνων και Πατισάχ στην ιερή Αυτοκρατορία μας, ο Θεός να τους χαρίζει αιώνια ειρήνη, δείχνουν τη μεγαλοσύνη της Πίστης μας σε όσους θα θελήσουν να τα επισκεφθούν στο μέλλον. Αλλά οι απλοί άνθρωποι της Ιστανμπούλ και τα έργα τους πρέπει να μνημονευθούν επίσης γιατί αυτοί είναι η μεγαλύτερη δύναμη της πόλης αυτής και θα είναι για πάντα. Οι χιλιάδες μπαμπά (πατεράδες) και ντεντέ (παππούδες) μας είναι που πρέπει να θυμόμαστε, από το παλιό Βυζάντιο μέχρι και σήμερα που οι άρχοντές μας φαίνεται να ξεχνούν. Όπως ο Ντουρμούς Ντεντέ στο Ρούμελι Χιζάρι, που όλοι οι ναυτικοί άκουγαν τη συμβουλή του για το πιο θαλάσσιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουν και τον ευχαριστούσαν δίνοντάς του όταν γυρνούσαν ένα μήλο, ένα ρόδι, μια οκά κρέας. Και ο Ιλικτσί μπαμπά που είχε νερό και σερμπέτια στην αυλή του για κάθε διαβάτη και τώρα λένε ότι λίγο χώμα από τον τάφο του θεραπεύει πολλές αρρώστιες. Και ο χωρατατζής Αχμέτ Ντεντέ που πέρναγε την ώρα του κάτω από τη γέφυρα του Κασίμ Πασά και ήξερε τα ονόματα όλων των ανθρώπων, πιστών και άπιστων που τον είχαν ποτέ χαιρετήσει και χόρευε πολύ ωραία για όποιον περαστικό του το ζητούσε να ξεχάσει τα ντέρτια του. Και τον Σεΐχη Αμντούλ, πέρα στο Χάσκοϋ που όποιος περνούσε από την πόρτα του σπιτιού του άκουγε ωραίες ιστορίες από την Αβησσυνία, τη χώρα των μαύρων, που είχε επισκεφθεί πολλές φορές. Κι’ εγώ σαν παιδί κρυφάκουγα αυτές τις ιστορίες και μετά πήγα εκεί για να βρω τις πηγές του μεγάλου ποταμού Νείλου, χωρίς να βρω την άκρη, ο Θεός να συγχωρέσει τις πολλές μου αμαρτίες. Και Χριστιανοί που έχουν τα πηγάδια με το άγιασμα, ας είναι καλά και ας τους συγχωρέσει ο Αλλάχ, γιατί είναι άνθρωποι του Βιβλίου και πολλοί πιστοί λένε ότι το νερό από τα πηγάδια τους κάνει καλό στον διαβάτη και είναι πάντα καθαρό και δροσερό. Και στο Γαλατά, η πιο όμορφη συνοικία από όλες τις πόλεις που έχω δει, με τους πολλούς πειρασμούς γιατί εδώ περισσεύουν οι άπιστοι, 200.000 Έλληνες, Φράγκοι, Αρμένηδες, Εβραίοι και μόνο 64.000 πιστοί Μουσουλμάνοι, όλοι αγαπημένοι, ο φίλος μου Αλέξης ντεντέ που ψαρεύει τα καλύτερα καλκάνια και η κόρη του τα μαγειρεύει με τέχνη, και όταν πάω από κει πάντα με φιλεύει ένα, αλλά διώχνει γρήγορα το κρασί από το τραπέζι για να μη με βάλει σε πειρασμό. Στο Γαλατά υπάρχουν διακόσιες ταβέρνες που οι άπιστοι αλλά και δικοί μας άνθρωποι του Προφήτη γλεντάνε με κρασί και μουσική από τα Μουδανιά, τη Σμύρνη, την Τένεδο και άλλα γνωστά για τα αμπέλια τους μέρη. Ο Θεός να τους συγχωρέσει όλους γιατί είναι καλοί και άξιοι.

Η ναυμαχία στο Άκτιο το 1571 και η ήττα των Οθωμανών που ακολούθησε απέκλεισε κάθε συζήτηση επιστροφής στις στέπες. Στο Άκτιο έγινε η μεγαλύτερη ναυμαχία της Μεσογείου – έλαβαν μέρος 487 πλοία και τα 200 από τα 245 των Οθωμανών βυθίστηκαν. Ήταν η πρώτη σημαντική ήττα των Οθωμανών σε διάστημα δύο αιώνων. Ο Θερβάντες που ήταν από τους ναυάρχους του Ισπανικού ναυτικού, έγραψε αργότερα ότι «αυτή ήταν από τις πιο σημαντικές ημέρες για τη Δύση. Την ημέρα εκείνη η Χριστιανοσύνη κατάλαβε το λάθος της να πιστεύει ότι οι Οθωμανοί ήταν ανίκητοι». Η αναπαράσταση της ημέρας εκείνης έγινε από πολλούς καλλιτέχνες για πολλούς ακόμα αιώνες. Αυτό όμως που τελικά έμεινε ήταν οι σημαντικές απώλειες των δύο στόλων και τα συμπεράσματα που έβγαλαν από αυτές. Οι Οθωμανοί τουλάχιστον κατάλαβαν ότι το μέλλον τους ήταν στη στεριά και σταμάτησαν κάθε προσπάθεια να κυριαρχήσουν στη Μεσόγειο. Αλλά και οι Χριστιανοί σύμμαχοι, για διαφορετικούς λόγους, έστρεψαν αλλού το ενδιαφέρον τους.

Ο ίδιος ο Σοκολλού επέζησε τον θάνατο του αφεντικού του Σελίμ και συνέχισε να υπηρετεί σαν Μέγας Βεζίρης τον επόμενο Σουλτάνο, τον προληπτικό Μουράτ τον 3ο. Τον Οκτώβριο όμως του 1579 χτυπήθηκε πισώπλατα με ένα μικρό μαχαίρι και δολοφονήθηκε μέσα στο σαράι, λίγο έξω από το ντιβάνι, πηγαίνοντας να δει τον Σουλτάνο στα ιδιαίτερα δωμάτιά του. Τα κίνητρα του δολοφόνου δεν διευκρινίστηκαν ποτέ: ίσως ήταν πράκτορας του Σουλτάνου, ίσως φανατικός του Ισλάμ, ίσως εκτελούσε διαταγές του Σουλτανάτου των Γυναικών. Πάντως ο χρόνος της παντοτινής νίκης των Οθωμανών είχε έρθει στο τέλος του. Από δω και πέρα τα πράγματα θα άλλαζαν. Οι βίαιες συγκρούσεις στο σαράι και η απογοήτευση των υπηκόων της σίγουρα ήταν κακός οιωνός για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


1 Τον δέκατο έβδομο αιώνα προστέθηκαν οι Ολλανδοί και οι Βρετανοί και οι παραδοσιακοί δρόμοι για την Ανατολή ήταν τώρα στα χέρια τους. Οι Οθωμανοί δεν μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: