Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

13. Οι Πόλεις

«Δεν είναι σε ίση μοίρα οι Σύντροφοι της Φωτιάς και οι Σύντροφοι του Κήπου»
Κοράνι, 59-20

Λέγεται ότι κάθε Οθωμανική πόλη ήταν μια μικρή Ιστανμπούλ, με τα λουτρά, τα τζαμιά, τα σκεπαστά παζάρια, και στενή αστυνόμευση, που κρατούσε τις διάφορες εθνότητες απομονωμένες, ιδιαίτερα το βράδυ. Οι περισσότερες Οθωμανικές πόλεις ήταν χτισμένες σε επικλινές έδαφος, όπως η Κωνσταντινούπολη, εν μέρει γιατί όλα σχεδόν τα εδάφη των Οθωμανών ήταν επικλινή και εν μέρει γιατί όλοι δικαιούνται να έχουν θέα. Στα παζάρια, ενόσω λειτουργούσαν, αναμειγνυόταν πλήθος από όλες τις φυλές της Πόλης, ανεξάρτητα από θρησκεία και η συμμετοχή στις περισσότερες συντεχνίες ήταν ανοιχτή σε όλους. Όταν όμως έπεφτε το σκοτάδι το κέντρο της πόλης έκλεινε όπως κλείνουν τα σημερινά εμπορικά κέντρα. Το βράδυ στο κέντρο της πόλης περιπολούσαν μόνο οι πολυάριθμοι αστυνομικοί, ενώ οι εργαζόμενοι εκεί πήγαιναν στα σπίτια τους, στις συγκεκριμένες γειτονιές τους. Οι ξένοι δεν είχαν κανένα λόγο – και καμιά δικαιολογία – να περιφέρονται άσκοπα στους δρόμους της πόλης τη νύχτα και σπάνια γίνονταν εγκλήματα. Οι ταξιδιώτες ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους συνολικά στα χάνια που έμεναν. Και όταν ο λόγος του ταξιδιού τους ήταν η αναψυχή, η αντιμετώπιση τους ήταν τουλάχιστον φιλύποπτη.

Οι πόλεις των Οθωμανών ικανοποιούσαν περισσότερο τις ιδιωτικές ανάγκες των κατοίκων τους παρά τη δημόσια ζωή τους: δεν υπήρχαν πλατείες τύπου Ευρωπαϊκής piazza, όπου να συγχέονται το ιδιωτικό με το κοινό και αν υπήρχε ανοικτός χώρος, το λεγόμενο μεϊντάνι, ήταν μια χωμάτινη περιοχή για το στήσιμο σκηνών ή τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων. Υπήρχαν ολόκληρες περιοχές που αποκλείονταν από την υπόλοιπη πόλη και μπορούσαν να είναι εκτός ορίων για ορισμένους κατοίκους της. Οι εργαζόμενοι μετανάστες στην Κωνσταντινούπολη ζούσαν σε μια τέτοια περιοχή που το βράδυ κλείδωνε και ήταν αδύνατη η πρόσβαση ή η διαφυγή. Το ίδιο γινόταν και με τις περιοχές με τις πόρνες1. Τα σπίτια ήταν όσο πιο μακριά μπορούσαν από το δρόμο και τα αδιάκριτα βλέμματα. Συνήθως, τα παράθυρα των σπιτιών που έβλεπαν στο δρόμο, ιδιαίτερα στα υπόγεια και ισόγεια, ήταν πάντα ερμητικά κλεισμένα και αδιαπέραστα. Φυσικά, το σπίτι του κάθε Μουσουλμάνου είχε τα κοινά και τα ιδιωτικά του διαμερίσματα, το δωμάτιο υποδοχής (το σαλόνι) όπου οι επισκέπτες έπαιρναν τον καφέ τους ή έπιναν τον ναργιλέ τους. Το χαρέμι (που στην κυριολεξία σημαίνει ιδιωτικός χώρος) προοριζόταν αποκλειστικά για τους ένοικους. Απαγορεύονταν να μπουν στο χαρέμι ακόμα και αστυνομικοί που κυνηγούσαν κάποιον εγκληματία. Οι ιδέα που είχαν οι Οθωμανοί για το σπίτι τους ήταν παρόμοια με αυτή που ισχύει σήμερα στα αναπτυγμένα κράτη: Το οικογενειακό άσυλο ήταν απαραβίαστο. Τα Οθωμανικά σπίτια παράμεναν αποκλεισμένα από τα αδιάκριτα μάτια ακόμα και αν οι ένοικοί τους δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Στο Πέραν, τα Ελληνικά σπίτια, αν και οι ένοικοί τους ντύνονταν Ευρωπαϊκά – αν το ήθελαν – οι οικοδομές ήταν απόλυτα αποκλεισμένες από τους περαστικούς. Στις γειτονιές όμως οι κάτοικοι μιλούσαν και είχαν κοινωνικές συναντήσεις: όλα αυτά γινόντουσαν έξω από την πόρτα των σπιτιών.
Το κύριο χαρακτηριστικό των Οθωμανικών πόλεων ήταν ο Μουσουλμανισμός των κατοίκων τους. Οι περισσότερες πόλεις στα Βαλκάνια, αν δεν ιδρύθηκαν από τους Τούρκους, γέμισαν από αυτούς όταν οι προηγούμενοι κάτοικοί τους έφυγαν. Οι Χριστιανοί κάτοικοι των Βαλκανικών πόλεων ήλθαν συνήθως μετά τους Τούρκους, με τους όρους που έθεταν οι Τούρκοι,. ακόμα και αυτοί που κατάγονταν από την ίδια πόλη. Για όλους σχεδόν τους δυτικούς περιηγητές, οι Οθωμανικές πόλεις το Μεσαίωνα παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της διαφορετικότητας των κατοίκων τους αλλά και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ τους, κυρίως όμως λόγω της απόλυτης ανυπαρξίας αμυντικών έργων και τειχών για την προστασία από εισβολείς: κάτι αυτονόητο για οποιαδήποτε πόλη της Δύσης που σεβόταν τον εαυτό της και άξιζε να ονομάζεται πόλη. Η Pax Ottomanica καθιστούσε άχρηστα τέτοια πράγματα.

Όλες οι Οθωμανικές πόλεις είχαν κάτι το κοινό. Κάτι που τις χαρακτήριζε ανεξάρτητα από το που βρισκόντουσαν: η Δαμασκός, η Προύσα, το Βελιγράδι, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, είχαν τους μιναρέδες τους, τα τζαμιά τους, τους κήπους τους, τις μαντράσες τους. Κάθε μια από αυτές όμως ήταν τόσο διαφορετική από τις άλλες: Η Δαμασκός με τα πλούτη της και τα μοναδικά Αραβουργήματά θύμιζε πάντα το μύθο του κλασσικού Ισλαμικού κόσμου. Η Προύσα, το τέλος του Δρόμου του Μεταξιού με τα ευρύχωρα χάνια της και τους αμέτρητους μεταπράτες. Το Βελιγράδι, με τα κάστρα του στο Δούναβη, πολεμική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, που οποιαδήποτε σχεδόν εποχή του χρόνου ήταν στο νησί του στρατοπεδευμένος ένας τουλάχιστον στρατός, που οι Βόσνιοι γαζήδες έρχονταν να πάρουν τα λάφυρα που δικαιούνταν και οι Σλάβοι πρίγκιπες να δουν το Σουλτάνο καθοδόν για τα μέτωπα. Η Νάουσα, στους πρόποδες του χιονισμένου Ολύμπου με τα νερά και τα πηγάδια της, θαμμένη στους κήπους και τις ομορφιές, χώρος αναψυχής των πασάδων και των δερβίσηδων με τα ονομαστά της σερμπέτια και τα ξακουστά πιλάφια της. Και η Θεσσαλονίκη. Το καμάρι της Αυτοκρατορίας, η πρωτεύουσα των Βαλκανίων, η πιο κοσμοπολίτικη πόλη της, με τα εργοστάσια και το μεγαλύτερο καραβάν-σαράι στον κόσμο, τα πλούσια σπίτια της, η αρχαία πόλη του Αλέξανδρου, καμάρι των Ελλήνων, στόχος των Βουλγάρων, σπίτι των Εβραίων της Καστίλης και διαμάντι στο στέμμα του Σουλτάνου. Όλες αυτές οι σπουδαίες πόλεις είχαν κάτι κοινό: ο Εβλίγια Τσελέμπι είχε μετρήσει πάνω από εκατό μιναρέδες στον ουρανό τους.
Για τους Οθωμανούς, κάθε πόλη είχε τη σημασία της, κάθε τζαμί την ιστορία του και κάθε δρόμος τον προορισμό του. Οι πόλεις ήταν τα άντρα, τα ανεξίτηλα σημεία της κυριαρχίας τους. Λένε για τους Οθωμανούς ότι δεν άφησαν μεγαλοπρεπή μνημεία του πολιτισμού τους, διαχρονικά πολιτιστικά έργα, εκτός από πολεμικές εγκαταστάσεις και κτίρια στρατιωτικής σημασίας. Ότι τα μνημεία του πολιτισμού τους είναι αυτά που ιδιοποιήθηκαν και προσάρτησαν από άλλους πολιτισμούς που προηγήθηκαν και άνθισαν στις περιοχές τους όταν αυτοί ήταν ακόμα νομάδες στις στέπες της Ασίας. Ουδέν αναληθέστερο. Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική αισθητική όλων των Βαλκανικών πόλεων είναι έργο των Οθωμανών. Χωρίς φανφάρες και με σεβασμό στην ιστορία τους και τη σημασία της κάθε περιοχής για τους κατοίκους της, οι Οθωμανοί δεν είχαν τίποτα να αποδείξουν και τίποτα να φοβηθούν. Χωρίς να αρνούνται την ομορφιά, όπου την έβρισκαν, υπηρέτησαν τη λιτότητα γιατί αυτή ταίριαζε περισσότερο στις στρατιωτικές τους επιδιώξεις και στρατιωτικές ήταν οι μόνες φιλοδοξίες των Οθωμανών. Όποιος περπάτησε στα σοκάκια των πόλεων στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμα και υπό τη σκιά της Ακρόπολης ή των Πυραμίδων δεν μπορεί παρά να ευγνωμονεί τους Οθωμανούς. Εννιακόσια χρόνια ιμπεριαλισμού, τετρακόσια χρόνια στην Ακρόπολη, τριακόσια χρόνια στις Πυραμίδες, ούτε ένας Λόρδος Έλγιν. Ούτε ένα Βρετανικό Μουσείο. Ούτε ένα Reichsmuseum. Το 1709, ο Πολωνός τυχοδιώκτης Βαρόνος Βράτισλαβ έφερε στην Πόλη μια μούμια από έναν αρχαίο τάφο Φαραώ και τις απέραντες άμμους της Αιγύπτου. Όλοι ήξεραν ότι η Αίγυπτος ήταν γεμάτη αρχαία μνημεία των Φαραώ και οι αρχαίοι τάφοι της ήταν γεμάτοι θησαυρούς και μούμιες του ένδοξου παρελθόντος της. Ο Βαρόνος Βράτισλαβ έχαιρε της εμπιστοσύνης του νεαρού τότε Σουλτάνου Αχμέτ του 3ου. Επιδίωξε να βγάλει τη μούμια από την Κωνσταντινούπολη μαζί με κάποιους θησαυρούς που είχε φέρει μαζί του από ένα ταξίδι στην Αίγυπτο και να την πουλήσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου των Βρυξελών. Ο Μέγας Βεζίρης του Σουλτάνου, Μαχμούτ Κορπουλού, έφερε το θέμα στο ντιβάνι λέγοντας ότι κατά τη γνώμη του οι θησαυροί της Αυτοκρατορίας δεν πρέπει να πωλούνται στους Φράγκους αλλά να παραμένουν στους τόπους που βρέθηκαν. Ο Σουλτάνος συμφώνησε και έβγαλε κανούμ με την εντολή να συλληφθεί ο Βράτισλαβ, να απελαθεί από την Αυτοκρατορία και η μούμια με όλους τους θησαυρούς να επιστραφεί στην χώρα που ανήκει, με έξοδα του Βαρόνου. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής το 1469 επισκέφθηκε την Αθήνα για να μείνει μια νύχτα στην Ακρόπολη θαυμάζοντας τα μάρμαρα και παίρνοντας ιδέες για το παλάτι του που θα έκτιζε στην Πόλη. Με την ενέργειά του αυτή ο Μεχμέτ θέλησε να δείξει ότι ο χώρος καθαγιάστηκε και κανείς ευσεβής πιστός δεν έπρεπε να πειράξει τίποτα. Το 1828, μεσούσης της Ελληνικής Επανάστασης, ο Μέγας Μουφτής της Κωνσταντινούπολης αποφάσισε να θυμίσει στους πιστούς πολεμιστές του Ισλάμ το γεγονός. Οι Σουλτάνοι, σε όλους τους καιρούς, έφερναν στην Κωνσταντινούπολη τα σπαθιά του Προφήτη από τη Μέκκα, ζητώντας να καθαγιάσουν τα όπλα της Αυτοκρατορίας πριν από τις μεγάλες εκστρατείες. Οι Σουλτάνοι- Χαλίφηδες πάντοτε επέστρεφαν τα σπαθιά στη θέση τους για να τα φυλάσσονται στην Ιερή Πόλη του Ισλάμ, αν και θα ήθελαν πολύ – και θα μπορούσαν – να τα κρατήσουν στην Κωνσταντινούπολη.

Για εκατοντάδες χρόνια τα αδέσποτα σκυλιά γύριζαν, γάβγιζαν, μάλωναν και ξάπλωναν στους δρόμους και τα πεζοδρόμια των Οθωμανικών πόλεων, αναγκάζοντας τους πεζούς να πηδάνε από πάνω τους ή να αλλάζουν το βήμα τους για να μη τα πατήσουν, τσαλαβουτώντας στους βούρκους καμιά φορά. Όλοι οι ξένοι στην Κωνσταντινούπολη, από τον della Vale και μετά, αναφέρουν ότι τα άκουγαν να γαβγίζουν όλη τη νύχτα στις ακτές του Πέραν. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν τους σκύλους μιαρούς αλλά δέχονταν την παρουσία τους στο πλάνο του Θεού, αναγνώριζαν τις συνήθειές τους και ποτέ δεν τους αποκαλούσαν αδέσποτους. Αιώνες τώρα, άνθρωποι πουλούσαν κρέας μόνο για σκύλους για τους ευσεβείς να το δίνουν στα ζωντανά. Ακόμα και στα πιο σκοτεινά και ταπεινά σημεία της Πόλης, οι πεινασμένοι σκύλοι ήταν σίγουρο ότι θα έβρισκαν ένα πιάτο αποφάγια να γεμίσουν τη κοιλιά τους. Ήταν συνηθισμένο για το Μουσουλμάνο της Πόλης να διατηρεί έξω από την πόρτα του μια μικρή γούρνα στην οποία να βάζει τα αποφάγια για τα σκυλιά και τις γάτες της γειτονιάς. Οι Αρμένιοι φαρμάκωναν τα σκυλιά με δηλητηριασμένο κρέας και οι Έλληνες υιοθέτησαν τις συνήθειες των Μουσουλμάνων. Στις σύγχρονες Ελληνικές πόλεις, στις παλιές γειτονιές, τις φτωχικές αλλά και τις πλούσιες, βρίσκεις ακόμα σπίτια και νοικοκυραίους που με τα περισσεύματα τους συντηρούν τα ζωντανά του Θεού.

Τα σκυλιά διατηρούσαν τις Οθωμανικές πόλεις σχετικά καθαρές, τρώγοντας τα φαγώσιμα σκουπίδια και παράγοντας ακαθαρσίες που καθαρίζονταν πιο εύκολα. Όλοι σχεδόν οι ξένοι περιηγητές αναφέρονται με έκπληξη στα σκυλιά της Πόλης. Ο Λόρδος Βύρων αναφέρει τα σκυλιά γύρω από το σαράι και αναγνώρισε σ’ αυτά Μακεδονικούς Ποιμενικούς. Σίγουρα απόγονους των σκύλων που σκότωσαν τον Ευριπίδη στη Πέλλα. Ο βρετανός Thornton υποστηρίζει ότι μαζί με τα σκυλιά υπήρχαν τσακάλια και αλεπούδες. Όλοι συμφωνούν ότι τα κοπάδια των σκύλων στις γειτονιές προστάτευαν τους ανθρώπους που τα τάιζαν αλλά και τους εαυτούς τους από παρείσακτους. Ο Thornton πάλι περιγράφει μια σκηνή που τα σκυλιά μιας γειτονιάς στην Προύσα άρπαξαν έναν άγνωστο διαβάτη που έτυχε να μπει σε μια γειτονιά της πόλης και τον έσυραν μέχρι το πρώτο σπίτι της γειτονιάς παραδίνοντάς τον για τα περαιτέρω. Μια νεαρή Αγγλίδα επισκέπτρια στην Πόλη των αρχών του 19ου αιώνα είχε μαζί της το σκυλάκι της το οποίο όμως δραπέτευσε από την αγκαλιά της και πηδώντας από το μπαλκόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου της στο Πέραν, χάθηκε στο σκοτάδι. Το σκυλάκι εθεάθη τις επόμενες μέρες να προσπαθεί να συμμετέχει σε μια ομάδα σκύλων μιας γειτονιάς οι οποίοι όμως το κρατούσαν σε απόσταση ασφαλείας. Το σκυλάκι βρέθηκε και παραδόθηκε σώο και ίσως πιο έμπειρο στην ιδιοκτήτριά του, δέκα μέρες αργότερα όταν είχε φτιάξει τη δική του συμμορία!

Υπέστησαν και αυτοί δυστυχώς τη μοίρα των ανεπιθύμητων αντικαθεστωτικών: Οι σκύλοι της Πόλης, με διαταγή του Νασούχ Πασά, Μεγάλου Βεζίρη στο Σουλτάνο Αχμέτ τον 1ο, μεταφέρθηκαν σε ‘κυνοτροφεία’ στην Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Φευ, οι εξόριστοι δραπέτευσαν και κολυμπώντας ανακατέλαβαν τα εδάφη τους γελοιοποιώντας τις αρχές. Οι Σουλτάνοι ήταν γενικά φιλόζωοι και διατηρούσαν πολλά και διάφορα ζώα στους απέραντους κήπους τους. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής είχε μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη από την Βούδα μια ομάδα Ουγγρικών λαγωνικών. Όταν χάθηκε η Βούδα για τους Οθωμανούς, ο Σουλτάνος καταδίκασε τα σκυλιά «να γυρίζουν χωρίς αφέντη στους δρόμους της Ιστανμπούλ». Τα αριστοκρατικά αυτά σκυλιά κατέληξαν στους γενίτσαρους που τα έθεσαν υπό την προστασία τους. Υπέστησαν και αυτά τη μοίρα των αφεντικών τους, και ανάποδα. Ο μεταρρυθμιστής Μέγας Βεζίρης Αλεμντάρ Πασάς που κατάργησε το σώμα των γενιτσάρων καταδίκασε τους εκλεκτούς Ουγγαρέζους στη μοίρα των συντρόφων τους: αρνούμενοι να παρελάσουν με Ευρωπαϊκά στρατιωτικά ρούχα μπροστά στο Σουλτάνο, πέρασαν στην παρανομία και χάθηκαν στο πλήθος των δυσαρεστημένων υπηκόων του. Δυστυχώς όμως τίποτα πια δεν είχε σημασία. Το ημερολόγιο έδειχνε 1807 και τα ψωμιά της Αυτοκρατορίας ήταν μετρημένα, το ίδιο και των υπηκόων της, ακόμα και των σκύλων της.

Οι σκύλοι της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης ήταν οι πιο διάσημοι – πραγματικά κοπρόσκυλα, ύπουλα, τεμπέλικα γεμάτα ψύλλους και έτοιμα να δαγκώσουν όποιον τα πείραζε, κατά τον Edward Lear, που προέτρεπε: «αν ήμουν Σουλτάνος θα γέμιζα ένα καράβι με τα κεφάλια τους». Οι Σκύλοι της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης διατήρησαν την αρχαία αγνότητά τους μέχρι τον πόλεμο της Κριμαίας – που οι δυτικές Δυνάμεις, σαν άγριες ύαινες έπεσαν πάνω στην Αυτοκρατορία αρπάζοντας τα εδάφη της, χρησιμοποιώντας τα χάνια της, διακωμωδώντας τις προκαταλήψεις της και απαιτώντας την άμεση πληρωμή των δανείων της, όπως τα αδέσποτα σκυλιά που όταν σε βρουν κάτω σε σκοτώνουν , όταν όμως είσαι όρθιος και αγέρωχος σε γλύφουν για ένα κομμάτι ψωμί. Ο Μύθος λέει ότι τα σκυλιά της Πόλης έφθασαν εκεί με τους Οθωμανούς. Κανείς πάντως δεν φαίνεται να τα είχε δει στο Βυζάντιο. Όλοι λένε ότι ήλθαν με τους νομάδες σπαχήδες και γαζήδες το 1453. και όπως λέει ο Eliot: «Οι νομάδες όταν σταματάνε την περιπλάνηση δεν γυρεύουν χορό αλλά ξεκούραση».

Από όλες τις πόλεις της Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη, η πλουσιότερη, η πιο αδηφάγος και η πιο εντυπωσιακή. Το Τοπ Καπί, το παλάτι της Πόλης, εξέφραζε το πνεύμα ενότητας που συνέδεε την αχανή Αυτοκρατορία. Η ίδια η θέση της Πόλης συνέδεε την καμπάνα της Ασιατικής με το μπαλόνι της Ευρωπαϊκής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Πόλη στρατοπέδευε ο μοναδικός πάντα εν ενεργεία στρατός της Ευρώπης, οι περιβόητοι γενίτσαροι, που αφιέρωναν τη ζωή τους στον πόλεμο. Στα οπλοστάσιά της και στο ναύσταθμό της κατασκευάστηκαν τα καλύτερα όπλα και τα μεγαλύτερα πλοία της Αυτοκρατορίας - και για ένα διάστημα τα καλύτερα – που επέτρεψαν στους Οθωμανούς να κυριαρχήσουν πρώτα στη Μαύρη Θάλασσα και στη Λευκή και στη συνέχεια σε όλη τη Μεσόγειο. Στην εποχή του Μεχμέτ, οι υψηλότερες Ισλαμικές αρχές σε όλο τον κόσμο ήταν οι κατή-ασκέρηδες της Αυτοκρατορίας, δύο τον αριθμό, ένας για το στράτευμα της Ανατολής και ένας γι’ αυτό της Ρωμυλίας. Η επιρροή του Σουλτάνου ήταν τόσο μεγάλη, που έναν αιώνα αργότερα, πρωταρχικό ρόλο στο Ισλάμ έπαιζε πια ο Μέγας Μουφτής της Κωνσταντινούπολης τον οποίον επέλεγε ο Σουλτάνος και τον οποίον οι ξένοι επίσημοι θεωρούσαν ένα είδος Ποντίφικα2.

Όπως το στράτευμα στις πορείες του προς τα μέτωπα αποκτούσε όλες τις προμήθειές του χωρίς να νοιάζεται για τις περιοχές που περνούσε, έτσι και η Πόλη φαινόταν σαν να επιπλέει στο Βόσπορο χωρίς καμία σχέση ή εξάρτηση από τις περιβάλλουσες περιοχές, απλώνοντας το δίκτυό της στα πέρατα της Αυτοκρατορίας. Στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα παράγονταν στην Κωνσταντινούπολη 250 τόνοι ψωμί την ημέρα, 18.000 βόδια σφαγιάζονταν και τρώγονταν κάθε μήνα, επτά εκατομμύρια γιδοπρόβατα καταβροχθίζονταν κάθε χρόνο – το δέκα τα εκατό από αυτά πήγαιναν μόνο στο παλάτι. Κάθε χρόνο, δυο χιλιάδες πλοία κατέπλεαν στα λιμάνια της γεμάτα τρόφιμα και φαγώσιμα από όλο τον κόσμο. Τίποτα στην Κωνσταντινούπολη δεν αφήνονταν στην τύχη και η όρεξη των κατοίκων της ήταν τόσο μεγάλη που ενώ η Βενετία υποτίθεται ότι είχε στα χέρια τις θάλασσες και το εμπόριο σ’ αυτές, οι Οθωμανοί ήταν στην πραγματικότητα αυτοί που ανέχονταν και διατηρούσαν το εμπόριο αυτό, τόσο για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους όσο και για εισπράττουν τους φόρους, χωρίς στην πραγματικότητα να διατρέχουν κανένα κίνδυνο.

Όπως σε όλες τις πόλεις της Αυτοκρατορίας, οι αγορές και τα παζάρια της Κωνσταντινούπολης ελέγχονταν από έναν κατή (και τους βοηθούς του) με δικαιοδοσία για συνοπτικές διαδικασίες. Αυτός ήξερε τις πραγματικές τιμές του πατσά και της σούπας του, επέβλεπε τους σαλεπιτζήδες και τις τιμές του προϊόντος τους. Επιθεωρούσε τα τσουκάλια και τις κατσαρόλες ότι είναι κανονικά γανωμένα, βεβαίωνε ότι υπήρχαν τρία είδη από ψηλές μπότες με τις ανάλογες τιμές και απαιτούσε ότι τα παπούτσια κρατούσαν δυο μέρες για κάθε ασπέρι που πλήρωνε ο αγοραστής. Το κέρδος γενικά περιοριζόταν στο 10%, αν και αυτό ήταν κάπως δύσκολο να επιβληθεί σε προϊόντα αγορασμένα από πολύ μακριά. Για λόγους που δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί, το επάγγελμα του χασάπη, πριν από τον δέκατο έβδομο αιώνα, πρέπει να ήταν καταστροφικό γιατί επιβάλλονταν σε μερικούς πλούσιους σαν ένα είδος ποινής. Ο Edward Porter το 1790 αναφέρει: «Οι πολιτικές αρχές κυνηγούν με μεγάλη αυστηρότητα το λάθος ζύγισμα και δεν είναι ασυνήθιστο να δει κανείς ένα φούρνο κλειστό για τρεις ολόκληρες μέρες και το φούρναρη να κλαίει μπροστά στο μαγαζί του γιατί πούλησε ψωμί με λάθος ζύγισμα. Υπάρχουν μάλιστα και μερικοί μαγαζάτορες που υφίστανται την ποινή του ξυλοδαρμού για τις παραβάσεις τους».

Οι αγορές της Κωνσταντινούπολης ήταν τόσο πλούσιες, που ορισμένοι πρεσβευτές φτωχών κρατών παρακολουθούσαν με έκπληξη και θαυμασμό τα προϊόντα τους, αν δεν έφταναν στα άκρα να τα αποκτήσουν: Ο αντιπρόσωπος της φτωχής Γεωργίας κατηγορήθηκε από τις αρχές της χώρας του ότι πούλαγε όλα τα υπάρχοντά του –κτήμα του κράτους - στην Πόλη και με τα έσοδα αγόραζε εξωτικά τρόφιμα από το παζάρι της Πόλης, τα μετέφερε και τα πούλαγε στη χώρα του με μεγάλα κέρδη και ζημιώνοντας το κράτος.

Το εμπόριο ήταν από τα κομμάτια εκείνα της πολιτικής ζωής που η Οθωμανική Αυτοκρατορία αισθανόταν υποχρεωμένη να ελέγχει, για να διατηρεί την αποτελεσματικότητα του στρατού της και την ασφάλεια στους δρόμους των πόλεών της. Σύμφωνα με την Ισλαμική παράδοση, ο δίκαιος αφέντης είναι πλούσιος και ανοιχτοχέρης με το λαό του, μην αφήνοντάς τον ποτέ να υποφέρει. Στο Ισλάμ οι περισσότερες λαϊκές εξεγέρσεις είχαν αιτία την πείνα και την φτώχια υπηκόων φτωχών αφεντικών. Η ευημερία κάθε τεχνίτη, κάθε μάστορα, κάθε ελεύθερου επαγγελματία και τελικά κάθε εργαζόμενου, εξαρτιόταν από τον ίδιο και την τιμή που μπορούσε να πουλήσει τις υπηρεσίες και την εργασία του. Αυτή ακριβώς ήταν η αρμοδιότητα των συντεχνιών οι οποίες νομοθετούσαν για τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών των μελών τους. Το κοινό έπρεπε να προστατευθεί από υπερτιμήσεις, καπελώματα και απάτες.
---
Στο Βελιγράδι ήταν το πολεμοχαρές, άγριο, οχυρωμένο πρόσωπο της Αυτοκρατορίας. Το 1848 ένας Γερμανός επισκέπτης αποφάσισε να διασχίσει το Δούναβη στην πόλη και κανείς δεν φαίνονταν να αναλαμβάνει ένα τέτοιο έργο μέσα σε μια «τρομερή καταιγίδα που σήκωνε τα κύματα του ποταμού μέχρι το κάστρο της πόλης». Οι Σέρβοι βαρκάρηδες του σύστησαν να αποταθεί σε μια ομάδα γενιτσάρων που στρατοπέδευαν πιο κάτω και που ήταν τόσο μεθυσμένοι από τον πόλεμο που έκαναν τα πάντα. Χρειάστηκε μια ώρα για τον φοβισμένο Γερμανό να διασχίσει το ποτάμι που οι γενίτσαροι με φωνές και τραγούδια, κολυμπώντας στα τεράστια κύματα τον μετέφεραν με ασφάλεια δεμένο στις πλάτες τους. Οι γενίτσαροι ήταν πάντα θαρραλέοι μοιρολάτρες: Αν έπρεπε να χάσουν τη ζωή τους θα την έχαναν. Την εποχή εκείνη οι γενίτσαροι είχαν τεθεί εκτός νόμου στην Κωνσταντινούπολη – και σε όλη την Αυτοκρατορία. Στο απρόβλεπτο και πολεμόφιλο Βελιγράδι είχαν βρει καταφύγιο, φτιάχνοντας μια ιδιότυπη στρατιωτική χούντα. Η πόλη ήταν τότε στην κατοχή τους ενώ οι περιοχές γύρω από αυτήν ανήκαν στην ελεύθερη Σερβία. Στο κάστρο του Βελιγραδίου ανέμιζε η πράσινη σημαία της Αυτοκρατορίας αλλά ο Σουλτάνος είχε χάσει κάθε κυριαρχία πάνω του. Οι Σέρβοι έδειξαν στους γενίτσαρους μια περίεργη ανεκτικότητα και οι γενίτσαροι τους το ανταπέδωσαν με έμπρακτη συμπάθεια: ο ήρωας του Σερβικού έθνους Καρά-Γιώργης ήταν πρώην γενίτσαρος. Αλλά αυτοί ήταν καιροί παρακμής και τρέλας.

Καμιά πόλη στη Αυτοκρατορία – μάλλον καμιά πόλη σε καμιά Αυτοκρατορία – δεν είχε την απρόβλεπτη τύχη του Βελιγραδίου. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής έδωσε στην κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς μεγάλη σημασία, σαν σημάδι επιστροφής τους στην Ευρώπη μετά από εικοσαετή απουσία στις μάχες της Ανατολής. Και ορκίστηκε να την κρατήσει για πάντα. Το για πάντα όμως ήταν σύντομο. Χρησιμοποίησε την πόλη σα βάση εξόρμησης κατά της Ουγγαρίας και των επιχειρήσεων του στρατού του στο Δούναβη. Ακολούθησε το Μόχατς, όπου χάθηκε το άνθος του Ουγγρικού ιππικού. Και το Βελιγράδι έγινε το κάστρο του Οθωμανικού στρατού στην Ευρώπη. Πριν γίνει το κάστρο των Ούγγρων στα Βαλκάνια.
Η ζωή στην πόλη ήταν σκληρή, ανάλογη με τη τύχη της. Όταν ο Οθωμανικός στρατός έφτανε από το νότο, άνδρες της εμπροσθοφυλακής με τους αξιωματικούς τους έφταναν πρώτοι για να την καθαρίσουν: έκλειναν τα κρασομάγαζα, μάζευαν τις πόρνες και έδιωχναν τους χοίρους – αγαπημένη τροφή των Σέρβων. Το τεράστιο στράτευμα στρατοπέδευε στο Ζεμούν, από την άλλη πλευρά του ποταμού Σάβα. Εδώ συναντιόνταν στρατοί από την Ανατολία και την Νικόπολη, με τους ‘φόρους πολεμιστών’ από τα πριγκιπάτα της Μολδοβλαχίας, τους επίδοξους τακτικούς των Σέρβων και τους επίσης επίδοξους άτακτους Τατάρους της Κριμαίας. Οι κάτοικοι του Βελιγραδίου δούλευαν για το στράτευμα – όποιο στράτευμα έτυχε να είναι στην πόλη – ράβοντας, καθαρίζοντας, γυαλίζοντας, σφάζοντας ζωντανά για το συσσίτιο, ζώντας πάντα με την απειλή αντιποίνων και ενισχύοντας τη φήμη τους για την ευκολία με την οποία έφευγαν για να γλιτώσουν αλλά και για την τεχνητή τους φτώχια, η οποία δεν βοηθούσε καθόλου την εμφάνιση της πόλης τους.

Όταν πλησίαζαν οι Ούγγροι ή οι Βαυαροί, ενίοτε πριν προλάβουν να φύγουν οι Οθωμανοί, το σκηνικό άλλαζε. Τα κρασί έρεε, οι πόρνες εμφανίζονταν πάλι, αλλά οι κάτοικοι ήταν πιο επιφυλακτικοί: Οι άγιοι ιππότες αποκεφάλιζαν πιο εύκολα από τους Οθωμανούς και οι Γερμανοί πρίγκιπες εκτός από το κυνήγι των Αντίχριστων είχαν στο νου τους και το αβγάτεμα της περιουσίας τους. Γι’ αυτούς η Σερβία ήταν ένα είδος ‘Γης του πουθενά’ και οι κάτοικοί της άξιζαν πάντα τα χειρότερα.

Ο Καρά-Μουσταφά, στην άτακτη φυγή του προς το νότο, με χίλιες δικαιολογίες για την απώλεια της Βιέννης, έλπιζε να βρει το Σουλτάνο στο Βελιγράδι και να του εξηγήσει τα ανεξήγητα. Αυτός όμως ‘την ψυλλιάστηκε’ και είχε φύγει προ πολλού. Ο Καρά-Μουσταφά – Μέγας Βεζίρης της Αυτοκρατορίας - απογοητεύτηκε και ζήτησε να πάει να τον βρει στο Έντιρνε. Του είπαν να μείνει εκεί. Αυτός κατάλαβε: κανείς δεν πέρναγε το χειμώνα στο Βελιγράδι και να ζήσει να δει την άνοιξη. Όταν έφθασε η αντιπροσωπεία του Σουλτάνου, με θάρρος και ανδρεία ρώτησε: «πρέπει να πεθάνω»; «πρέπει» του είπαν και αυτός «ας γίνει λοιπόν», έπλυνε τα χέρια του, έγειρε το κεφάλι του για να διευκολύνει το δήμιο. Το κεφάλι του, όπως απαιτούσε το έθιμο, έφτασε στο Σουλτάνο σε μια βελούδινη τσάντα. Έτσι τέλειωσε η πρώτη ήττα των Οθωμανών ή μάλλον έτσι άρχισε η τελευταία τους ευκαιρία.

Στη μεγάλη καταδίωξη του Οθωμανικού στρατού που ακολούθησε την ήττα του Καρά-Μουσταφά, οι Αυστριακοί έφτασαν κοντά στο Βελιγράδι αλλά φοβούμενοι κάποιο τρικ των Τούρκων έμειναν έξω από αυτό. Η πόλη τελικά κατελήφθη το 1688 από τον Δούκα της Βαυαρίας. Έξι χρόνια αργότερα, η Αυστριακή φρουρά που κρατούσε το νησί Όρσονα στο Δούναβη διαπραγματευόταν την παράδοσή της στους Οθωμανούς, με τον διοικητή τους να ζητάει επίσημη μεταχείριση και μεταφορά των ανδρών του με ασφάλεια στην πόλη. Οι Τούρκοι του ζήτησαν ευγενικά να διαλέξει άλλο προορισμό λέγοντάς του ότι το Βελιγράδι ήταν πάλι στα χέρια τους. Αλλά ή φήμη της πόλης ήταν τέτοια που ο Αυστριακός δεν τους πίστεψε. Τελικά ο ίδιος και οι 600 άνδρες του μεταφέρθηκαν στο Βελιγράδι, όπως είχαν ζητήσει, κρατήθηκαν στο κάστρο δυο μέρες, αφοπλίσθηκαν, αλυσοδέθηκαν, οι νεότεροι περιτομήθηκαν και στάλθηκαν στα τάγματα γενιτσάρων ενώ οι άλλοι πουλήθηκαν σκλάβοι.
Το 1717 ο γενναίος πρίγκιπας Ευγένιος ανακατάλαβε το Βελιγράδι για τους Αυστριακούς, αλλά οι στρατιωτικοί του απόγονοι το έχασαν πάλι το 1739. Ύστερα από μισό αιώνα ειρήνης οι Οθωμανοί πήραν πάλι τη πόλη το 1804. Οι γενίτσαροι αυτή τη φορά έδειξαν την προτίμησή τους για τη πόλη, κάνοντάς την πρωτεύουσα της χούντας τους, παρά την αντίδραση τόσο του Σουλτάνου, που είχε ήδη υπογράψει συνθήκη με τους Σέρβους, όσο και των Τούρκων του τακτικού στρατού που είχαν πια βαρεθεί τον πόλεμο και είχαν εγκατασταθεί στα άνετα κτήματά τους στη Σερβία και ζούσαν αρμονικά με τους Σέρβους. Αλλά και παρά την αντίδραση των ίδιων των Σέρβων, στην αρχή ήπια είναι αλήθεια, στη συνέχεια όμως πιο οργανωμένα με τη αρχηγία του γενίτσαρου που έγινε επαναστάτης Καρά-Γιώργη. Το Βελιγράδι και οι γενίτσαροι είχαν πολλά κοινά σημεία: παρήκμαζαν χωρίς να αλλάζουν. Ο Καρά-Γιώργης και οι Σέρβοι του τελικά πήραν το Βελιγράδι το 1806 και στη διαδικασία αυτή ξέκαναν και τους γενίτσαρους. Ο Οθωμανικός στρατός το ξαναπήρε το 1813.

Το 1814 ανακηρύχθηκε γύρω από το Βελιγράδι ένα ημί-αυτόνομο Σερβικό κράτος αλλά οι Οθωμανοί αρνιόντουσαν να αναγνωρίσουν την απώλεια του Βελιγραδίου και ενώ η πόλη ζούσε στον συνηθισμένο, απομονωμένο ρυθμό της, η φρουρά των Οθωμανών παρέμενε ταμπουρωμένη στο απογυμνωμένο κάστρο της μέχρι το 1867, υψώνοντας ηρωικά και ρομαντικά την πράσινη σημαία της Αυτοκρατορίας.

Αν το Βελιγράδι ήταν η πολεμική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, το Σαράγιεβο ήταν η πρωτεύουσα της ειρήνης και της ευημερίας – και η μεγαλύτερη μουσουλμανική πόλη της Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη μετά την Κωνσταντινούπολη. Εδώ τελείωνε ο δρόμος για τα καραβάνια από την Ανατολία και πέρα από αυτή και τα αγαθά που κουβαλούσαν φορτώνονταν στα μουλάρια γιατί από δω και πέρα οι καμήλες αρρώσταιναν3. Οι κάτοικοί του ήταν γνωστοί για την ευγένεια και τη φιλομάθειά τους. Το Σαράγιεβο έγινε μια πλούσια πόλη εμπορίου και βιομηχανίας που αργότερα είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί μια κατάσταση ημι-αυτονομίας από το Σουλτάνο στέλνοντας στη Πύλη πλούσια δώρα και φόρο υποτέλειας. Οι Πασάδες είχαν δυσκολίες να μπαίνουν στην πόλη η οποία αρνιόταν – με την ανοχή του Σουλτάνου – να διοικείται από αυτούς. Τελικά το Σαράγιεβο δέχθηκε να παραμένουν στη πόλη οι Πασάδες της Βοσνίας για τρεις νύχτες το χρόνο. Σε αντίθεση με το μονολιθικό και απομονωμένο Βελιγράδι, το Σαράγιεβο ήταν πολυφωνικό και ανεκτικό. Στον δέκατο έκτο αιώνα ήταν η μεγαλύτερη και πιο οικονομικά αναπτυγμένη πόλη στα Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, με αναπτυσσόμενο πληθυσμό, πολλά πάρκα, Εβραίους, Τσιγγάνους, Μουσουλμάνους και παλιές οικογένειες της Βοσνίας που είχαν γίνει Μουσουλμάνοι για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους. Ο Εβλίγια Τσελέμπι κατέγραψε τον πλούτο της πόλης και την ευημερία των κατοίκων της, αλλά και την ευσέβειά τους στο Ισλάμ: 1080 μαγαζιά να πουλάνε προϊόντα από την Βοημία μέχρι την Ινδία, πάνω από «χίλιους ηλικιωμένους» σε άριστη υγεία, 17000 μεγάλα σπίτια και 120 τζαμιά σε άριστη κατάσταση και γεμάτα πιστούς. Το 1685 ο Quiclet θαύμασε κάθε ένα από τα 169 σιντριβάνια της πόλης. Το 1697 ο πρίγκιπας Ευγένιος αποσύροντας τα στρατεύματά του από τη Σερβία είχε την ευκαιρία να θαυμάσει από ένα λόφο το Σαράγιεβο με τους μιναρέδες του – πριν το κάψει μέχρι το έδαφος.
___
Μόλις κατακάθισε ο κουρνιαχτός της Οθωμανικής κατάκτησης, όλοι φαίνονταν να πλουτίζουν με τα χρόνια. Ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας διπλασιάστηκε τον δέκατο έκτο αιώνα. Όλοι είχαν μια απασχόληση και παντού υπήρχε ζωή και ενέργεια, όχι μόνο στα παζάρια της Πόλης ή τους δρόμους του Βόσπορου. Ο Morosini θεώρησε ότι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας ήταν τόσο απασχολημένοι και ευκατάστατοι, που η ασφάλειά της δεν εξαρτιόταν από «τα κάστρα και τους πύργους της, από τα οποία έχει λίγα», αλλά από την αφθονία των υλικών αγαθών των κατοίκων της. «Όχι μόνο υπάρχουν αρκετά τρόφιμα για την ημερήσια διατροφή των κατοίκων της, αλλά τρόφιμα και άλλα είδη εξάγονται και ότι μπορεί κάποιος να φανταστεί υπάρχουν στις αγορές και ό,τι λείπει εισάγεται από μακρινές αγορές χωρίς να χρειάζεται καμιά άδεια από τις αρχές. Τα προϊόντα που παράγονται στην Αυτοκρατορία θα μπορούσαν να είναι περισσότερα αν υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι να καλλιεργούν τα χωράφια». Ο Sandys προσθέτει: «Η Μολδαβία και η Βλαχία παρέχει μεγάλες ποσότητες μοσχαριών και αρνιών ενώ τα ψάρια είναι εύκολο να βρεθούν στο Βόσπορο, το Μαρμαρά και τη Μαύρη θάλασσα. Το κρέας που καταναλώνει η Κωνσταντινούπολη σε μια μέρα θα μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους του Λονδίνου για ένα μήνα, μαζί με τους φτωχούς και αλήτες» Αυτά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Ο Busbecq προσθέτει: «Στα δάση της Μινγκρέλιας μπορείς να δεις τους απλούς ανθρώπους σε ομάδες να διασκεδάζουν με τη καρδιά τους με κρασί και τραγούδι».

Οι Οθωμανοί δεν ασχολήθηκαν οι ίδιοι με το εμπόριο αλλά το φορολόγησαν, τόσο τις εισαγωγές όσο και τις εξαγωγές και έδιναν αυτό που λέμε σήμερα ‘καθεστώς πλέον ευνοουμένου κράτους’ σε όποιον υποσχόταν να προμηθεύει σταθερά τις αγορές. Η πρώτη τέτοια συνθήκη έγινε με τους Γάλλους το 1534 και τους επέτρεπε να αγοράζουν περιορισμένες ποσότητες διαφόρων ειδών και να εισάγουν ότι ήθελαν με προνομιακές τιμές και χαμηλούς φόρους. Η ευθύνη για την τήρηση της συνθήκης είχε ανατεθεί στις διάφορες συντεχνίες, κατά το Οθωμανικό δόγμα της συνυπευθυνότητας. Άλλα κράτη επεδίωξαν παρόμοιες συνθήκες. Οι Άγγλοι ακολούθησαν το 1567 και οι Ολλανδοί πέντε χρόνια αργότερα. Η πιο πολυάσχολη παρουσία στα λιμάνια ήταν, φυσικά, της Βενετίας η οποία είχε πολλές φορές δεχθεί συμφωνίες, πολιτικά ασύμφορες αλλά εμπορικά επικερδέστατες, χρησιμοποιώντας σαν τελευταίο μέσο την απειλή ναυτικού αποκλεισμού, κάτι που οι Οθωμανοί ήθελαν να αποφύγουν, έχοντας περισσότερο εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους στα θολά νερά της διπλωματίας.


1 Στη Θεσσαλονίκη, η περίφημη Μπάρα (αποκλεισμένη, κλειδωμένη περιοχή) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
2 Ο ίδιος ο Σουλτάνος βέβαια δεν έκανε ποτέ το λάθος αυτό. Σε μια επίσημη ακρόαση με τον Γάλλο πρεσβευτή στην οποία ήταν παρών και ο Μέγας Μουφτής και παρίστανε τον αλάθητο, ο Σουλτάνος σε έκπληξη όλων, απευθυνόμενος στον Μουφτή του είπε με νόημα: «αναγνωρίζω μόνο ένα Πάπα».
3 Στο Μουσείο του Σαράγιεβο υπάρχει μια μακριά ασημένια σωλήνα που χρησιμοποιούταν να πάρουν οι καμήλες το φάρμακό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: