Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

22. Η Χρεωκοπία

«Κι αν συμβεί για σας οποιαδήποτε ατυχία είναι επειδή τα ίδια σας τα χέρια την έχουν κερδίσει. Συγχωρεί όμως πολλές πράξεις σας»
Κοράνι, 42-30

Στην προσφώνησή του στους τελειόφοιτους φοιτητές της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου το 1838, ο Σουλτάνος διακήρυξε: «ο σκοπός μου που επέβαλε την διδασκαλία της επιστήμης σας στην Γαλλική γλώσσα δεν είναι για να ξεχάσουμε τη γλώσσα μας, αλλά για να ενσωματώσουμε την επιστήμη σας στη γλώσσα μας». Και πράγματι φάνηκε ότι ο Σουλτάνος είχε τη θέληση και τη δύναμη να εκσυγχρονίσει όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και την κοινωνία των Οθωμανών. Μετά την διάλυση των γενιτσάρων, ο Μαχμούτ ήταν ελεύθερος να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις όπου και όποτε το επιθυμούσε. Κατάφερε να ελέγχει την Οθωμανική κοινωνία, όσο κανείς μετά τον Μεχμέτ τον Πορθητή, τέσσαρις αιώνες νωρίτερα. Οι Ουλεμάδες, οι πιο επίμονοι αντίπαλοι κάθε αλλαγής, ήταν ανίσχυροι και επί τέλους αναγνώριζαν την ανάγκη αλλαγών στην Οθωμανική κοινωνία. Για πρώτη φορά ο Σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την τεράστια και πολύπλοκη διαδικασία φιλανθρωπιών που είχαν στα χέρια τους οι Ουλεμάδες. Ο λαός της Ιστανμπούλ για πρώτη φορά σε διακόσια χρόνια ήταν στο πλευρό του Σουλτάνου. Το 1826 το μόνο παραδοσιακό οχυρό στην Οθωμανική κοινωνία, πέρα από κάθε προσπάθεια αλλαγών, ήταν ο ίδιος ο Σουλτάνος.
Όπως παρατήρησε ο Κόμης Helmuth von Moltke, που το 1833 κλήθηκε από την Πρωσία να εκπαιδεύσει το στρατό της Αυτοκρατορίας, «άλλο να καταστρέφει κανείς τις παλιές δομές και άλλο να δημιουργήσει άλλες στη θέση τους». Οι Ουλεμάδες, οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, οι ανήσυχες μειονότητες, οι Μουσουλμάνοι, οι έμποροι, οι αγρότες, οι εθνικιστές και οι παραδοσιακοί επαγγελματίες Οθωμανοί, όλοι ζητούσαν τη διατήρηση των προνομίων τους. Κατά τον von Moltke: «Ο Σουλτάνος κατάφερε να καθαρίσει το σπίτι του, να πετάξει από το παράθυρο όλα τα παλιά και άχρηστα έπιπλα αλλά δεν κατάφερε να αντικαταστήσει με καινούργια». Δεν πρέπει κανείς να απορεί: Ο κάθε ένας είχε τα δικά του σχέδια για τα έπιπλα του σπιτιού και όχι μόνο. Για ολόκληρο το σπίτι υπήρχαν διαφορετικά σχέδια και προοπτικές.
Ο σύγχρονος του von Moltke,ο Augustus Slade, έβαλε τα πράγματα σε πιο ρεαλιστική βάση: «η καταστροφή των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρέασε την είσπραξη φόρων από τους υπηκόους της, γεγονός που την κατέστησε σχεδόν αδύνατον να υπάρχει». Το χαράτσι, ο κεφαλικός φόρος, ο φόρος των βακουφίων καταργήθηκαν αφού ούτε οι υπόχρεοι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αλλά ούτε οι εισπράκτορες υπήρχαν πια. Όλοι οι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας, από τους Πασάδες μέχρι τους τιμαριούχους είχαν εκ των πραγμάτων καταργηθεί.

Δυστυχώς για την Αυτοκρατορία, τα σχέδια του Σουλτάνου για αλλαγές ήταν πολύ πιο προωθημένα από την ικανότητα των υπηκόων του να τα εφαρμόσουν. Το 1821, όταν όλοι οι Έλληνες ήταν ύποπτοι, ο έλληνας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης εκτελέστηκε για συνεργασία με τους Επαναστάτες. Τα αξίωμα αυτό ήταν αιώνες τώρα στα χέρια των Φαναριωτών. Αναζητήθηκε Μουσουλμάνος να τον αντικαταστήσει, αλλά κανείς δε βρέθηκε να είναι αρκετά μορφωμένος και ταυτόχρονα να μιλάει και να γράφει τουλάχιστον πέντε γλώσσες. Για πολλές εβδομάδες η αλληλογραφία του σαραγιού έμενε αναπάντητη. Στο τέλος ο Μέγας Δραγουμάνος αντικαταστάθηκε από πέντε άτομα, το κάθε ένα από τα οποία ήξερε μια μόνο ξένη γλώσσα. Ο ίδιος ο Σουλτάνος – πολύγλωσσος και μορφωμένος – ανέλαβε να τους συντονίζει. Ο Σουλτάνος αντελήφθη ότι το εκπαιδευτικό σύστημα που μέχρι τότε ήταν στα χέρια των Ουλεμάδων και είχε στενό θρησκευτικό χαρακτήρα, δεν μπορούσε να παραμείνει έτσι. Χωρίς να καταργήσει τις Μεντρέσες και χωρίς να έρθει σε ευθεία αντίθεση με τους Ουλεμάδες, ίδρυσε δημόσια σχολεία δημοτικής και μέσης παιδείας με μη θρησκευτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ιδρύθηκε επίσης το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου καθώς και μια σειρά τεχνικών σχολών για να δεχθούν τους αποφοίτους.

Ο εκσυγχρονισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβλήθηκε παρά τις πεποιθήσεις των Μουσουλμάνων υπηκόων της. Δυο γενιές μεταρρυθμίσεων, από την εποχή του θείου του Μαχμούτ, του Σελίμ, είχαν αφήσει έναν αριθμό ατόμων που πίστευε στην αναγκαιότητά τους και είχε ήδη στραφεί προς τη Δύση. Αλλιώς όλες οι προσπάθειες του Σουλτάνου δεν θα καρποφορούσαν. Ο von Moltke όμως ανακάλυψε γρήγορα πόσο αβέβαιες ήταν οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού: «Ο Τούρκος παραδέχεται ότι οι Δυτικοί είναι ανώτεροι στην τεχνολογία, την επιστήμη στον πλούτο και τη δύναμη, χωρίς ποτέ να παραδέχεται ότι οι Φράγκοι μπορούν να είναι ισάξιοι ενός Μουσουλμάνου». Παρατήρησε ότι: «οι ανώτεροι αξιωματικοί μας έδιναν προτεραιότητα, οι κατώτεροι αξιωματικοί ήταν αρκετά ευγενικοί απέναντί μας, αλλά οι άνδρες δεν παρουσίαζαν όπλα ενώπιόν μας και τα γυναικόπαιδα μερικές φορές μας ακολουθούσαν με βρισιές και κατάρες. Οι στρατιώτες υπακούουν αλλά δε χαιρετούν».
Ο Μαχμούτ ο 2ος θέλησε να αναδιοργανώνει την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση μιας νέας γραφειοκρατίας στην οποία ανώνυμοι αξιωματούχοι και επιτροπές θα έπαιρναν τη θέση προσωπικοτήτων και παλιών παραδόσεων. Ο Μέγας Μουφτής αναγκάστηκε να εγκατασταθεί σε γραφείο και υποχρεώθηκε να δεχθεί οι φετβάδες του να προτείνονται από επιτροπή. Τα νέα σχολεία έμειναν μακριά από τα χέρια των Ουλεμάδων και η διοίκησή τους ανατέθηκε σε ένα νέο θεσμό που ονομάστηκε Υπουργείο Παιδείας. Το δικονομικό σύστημα ανατέθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ακόμα και το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη καταργήθηκε για λίγο. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι ο Μέγας Βεζίρης ήταν απαραίτητος σαν κυματοθραύστης της λαϊκής δυσαρέσκειας σε μερικά από τα λιγότερο δημοφιλή εκσυγχρονιστικά μέτρα του.

Ο Μαχμούτ πέθανε την 1η Ιουλίου του 1839, εν μέσω της λεγόμενης Ανατολικής Κρίσης: ο Ιμπραήμ Πασάς είχε νικήσει τον Οθωμανικό στρατό στη Συρία και ο Μωχάμετ Άλι είχε ανακοινώσει τις προθέσεις του να ανακηρύξει την Αίγυπτο ανεξάρτητο κράτος. Ο δεκαεξάχρονος διάδοχος του Μαχμούτ, ο Αμπντούλ-Μεσίτ υπήρξε ο πατέρας των τεσσάρων τελευταίων Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός αυτού όμως θεμελίωσε και τη συνήθεια να επιτρέπει στις Μεγάλες Δυνάμεις να αναμιγνύονται στις υποθέσεις της και να καθορίζουν το μέλλον της. Το 1839, σε αντάλλαγμα των προσπαθειών των Δυνάμεων να πείσουν τον Μωχάμετ Άλι να δεχθεί την επικυριαρχία του Σουλτάνου στην Αίγυπτο, ανακοίνωσε την γνωστή ως ‘Διακήρυξη του Δωματίου των Ρόδων’, μια σειρά μεταρρυθμίσεων που παρουσιάστηκαν σε μια ομάδα Οθωμανών υπουργών και ξένων πρεσβευτών στους ροδόκηπους του Τοπ Καπί. Οι μεταρρυθμίσεις αφορούσαν τη φορολογία των πολιτών, την κατάργηση των κεφαλικών φόρων, την εγγύηση της ζωής, της περιουσίας και της τιμής των πολιτών και την ισονομία όλων. Η διακήρυξη τόλμησε να προφέρει τη λέξη ‘ανανέωση’ η οποία για τους οπαδούς της Οθωμανικής παράδοσης αποτελούσε αίρεση: δεν ήταν ο ίδιος ο Προφήτης που είπε: «Κάθε νεωτερισμός είναι λάθος και κάθε λάθος οδηγεί στην κόλαση»;

Οι ξένοι δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια: το 1840 οι Βρετανοί εκδίωξαν τον Ιμπραήμ από τη Συρία και βομβάρδισαν την Αλεξάνδρεια. Ο Μωχάμετ Άλι δέχτηκε την κληρονομική διαδοχή στην εξουσία της Αιγύπτου – που οι Δυνάμεις είχαν υποσχεθεί στο Σουλτάνο, απέσυρε τα στρατεύματά του από την Κρήτη και την Αραβία και πέθανε λίγους μήνες μετά το γιο του το χειμώνα του 1848-49. Το 1850 ο εγγονός του Αμπάς Χιλμί συνάντησε το Σουλτάνο στη Ρόδο και δήλωσε υποτέλεια – κατά τα πρότυπα των υποτελών πριγκιπάτων περασμένων αιώνων. Τέσσερα χρόνια αργότερα ξέσπασε κρίση όταν οι Ρώσοι αρνήθηκαν να εκκενώσουν τα Πριγκιπάτα της Μολδοβλαχίας που είχαν καταλάβει το 1848. Γνωρίζοντας τις Ρωσικές φιλοδοξίες για κυριαρχία στο Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα, οι Αγγλογάλλοι συμμάχησαν με τους Οθωμανούς κατά των Ρώσων και τους κήρυξαν τον πόλεμο το 1854. Ο πόλεμος, γνωστός σαν ‘Πόλεμος της Κριμαίας’ τελείωσε το 1856 με την συνθήκη των Παρισίων, στην οποία οι αλλαγές στα σύνορα ήταν μικρές αλλά η δέσμευση όλων όσων συνυπέγραψαν «να σεβαστούν τα σημερινά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» ήταν σημαδιακή εφόσον η γενναιοδωρία των Δυνάμεων έμεινε μόνο στα χαρτιά. Τα δυσβάσταχτα κόστη των πολέμων, η χρηματοδότηση της Τανζιμάτ (ανασυγκρότησης) όπως την είχε ορίσει η Διακήρυξη του Δωματίου των Ρόδων. αλλά και η ζωή του Σουλτάνου Αμπντούλ-Μεσίντ που ήταν γεμάτη ακριβές συνήθειες και πομπώδεις δεξιώσεις, ανάγκασαν την Αυτοκρατορία να συνάψει μια σειρά καταστροφικών δανείων από τις Ευρωπαϊκές χρηματαγορές.

Κάποτε ο Urquhart συνάντησε ένα γέρο Αλβανό Μπέη ο οποίος φαινόταν ευχαριστημένος με τις αλλαγές και προσπαθούσε να μάθει Γαλλικά. Η πλειοψηφία όμως των παραδοσιακών Μουσουλμάνων δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ανασυγκρότηση της Αυτοκρατορίας. Η συγκέντρωση όλης της δύναμης στην κεντρική εξουσία μαζί με την αύξηση του κόστους ζωής έκαναν τη διαφθορά σχεδόν αναπόφευκτη. Τώρα, η Δυτικοποιημένη ανώτερη κοινωνία έπρεπε να ντύνεται καλά, να έχει καρέκλες και τραπέζια και να διατηρεί άμαξα για τις μετακινήσεις τους. Για τους ευσεβείς Μουσουλμάνους οι νέες ενδυμασίες ήταν κακόγουστες και προκλητικές. Από το 1829 μόνο οι Ουλεμάδες μπορούσαν να φορούν ρόμπες και τουρμπάνια – το τουρμπάνι όμως ήταν σημάδι ότι αυτός που το φοράει είναι Πιστός και κανείς δεν ήξερε πια πώς να χαιρετήσει όποιον συναντούσε στο δρόμο, χωρίς να διατρέχει κίνδυνο βλασφημίας. Για τους ξένους οι νέες ενδυμασίες φαίνονταν πιο απλές αλλά για τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας έσπερνα σύγχυση και αναταραχή. Οι επισκέπτες παρατήρησαν ότι η συνηθισμένη ευγένεια των Οθωμανών να χαιρετιούνται θερμά και να ρωτούν για την καλή υγεία του άλλου, ακόμα και να φιλιούνται κάθε φορά που συναντιόντουσαν, είχε αρχίσει να σπανίζει. Οι μόνοι που διατηρούσαν τέτοιες συνήθειες ήταν οι γέροι Τούρκοι, ενώ οι νεώτεροι και οι Έλληνες τις ξέχασαν αμέσως.

Οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις ήταν σχεδόν πάντοτε καλοπροαίρετες αλλά έξω από την Ιστανμπούλ αγνοήθηκαν ή απλώς δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν. Η ιδέα της ισονομίας όλων των πολιτών δεν είχε νόημα για τους Μουσουλμάνους στις σχέσεις τους με πολίτες άλλων θρησκειών. Απλώς έδινε τη δυνατότητα στους Απίστους να αμφισβητήσουν τις Ισλαμικές Αρχές. Το 1814, ο Βρετανός ταξιδιώτης Henry Holland συνάντησε τον Αλή Πασά στα Γιάννενα και του ζήτησε να του δώσει ένα διαβατήριο για να ταξιδέψει στην Ήπειρο χωρίς να έχει προβλήματα. Ο Αλή του έδωσε ένα μικρό κιτάπι στο οποίο έγραψε ιδιοχείρως: «κάνε αυτό που σου λέει ή θα σε φάει το μαύρο φίδι». Το χαρτί αυτό στάθηκε αρκετό για να τον πάει μέχρι το Μοναστήρι. Όταν όμως ο Edward Lear θέλησε να ταξιδέψει στην Αλβανία το 1848 έπρεπε να γεμίσει τις τσέπες του με όλων των ειδών τα έγραφα από την Ιστανμπούλ τα οποία δεν τον γλίτωσαν από τις ταλαιπωρίες, μια που οι περισσότεροι, ακόμα και όταν τα διάβαζαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούν. Ο Lear αγανακτισμένος έγραφε: «ανακαλύπτω ότι είναι καλύτερα να τους δείχνω τον λογαριασμό από το ξενοδοχείο της κας Dunsford στη Μάλτα».

Καθώς η Αυτοκρατορία άνοιγε τον εαυτό της στις Δυτικές συνήθειες, άρχισαν να παρουσιάζονται ρολόγια σε όλες τις πόλεις της, σε μια προσπάθεια μίμησης των αρχών που έκαναν τους Δυτικούς να είναι τόσο πετυχημένοι. Ρολόγια που αναρτήθηκαν σε πυργίσκους σε όλες τις πόλεις έφτασαν να συμβολίζουν αυτή καθεαυτή την ανανεωμένη Αυτοκρατορία. Στήθηκαν έξω από τζαμιά και στις πλατείες και ήταν όλα τα ίδια μια που κατασκευάστηκαν από την Αρμένικη οικογένεια Μπαλιάν οι οποίοι ήταν αρχιτέκτονες του Σουλτάνου την εποχή εκείνη.

Τα ρολόγια Μπαλιάν στήθηκαν σε πύργους που παρομοιάζουν μιναρέδες, παγόδες ή καμπαναριά. Άλλοι ήταν ξύλινοι και λεπτοί άλλοι πέτρινοι και ογκώδεις. Τα ρολόγια ήταν στρογγυλά σαν χοντρά πρόσωπα και μερικά σαν φρέσκα μανιτάρια. Κανένα όμως δε φαίνεται να ταιριάζει στο περιβάλλον του, ιδιαίτερα στα τζαμιά που προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν. Φαίνεται ότι οι κατασκευαστές τους θέλησαν να δώσουν σε αυτά κάτι από την μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα της φυλής τους. Γιατί οι Αρμένιοι, τότε όπως και τώρα, είναι άνθρωποι χωρίς πατρίδα.

Όσο περισσότερο προσπάθησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εκλαϊκεύσει το χρόνο – να τον κάνει κτήμα όλων – τόσο περισσότερο ασήμαντη γινόταν η ίδια. Όσο περισσότερα ρολόγια ξεφύτρωναν, τόσο περισσότερο ξεσηκώνονταν οι υπήκοοί της και τόσο πιο κοντά ακούγονταν οι καμπάνες του τέλους της. Ο J. F. Fraser έγραφε το 1906: «α!, ο χρόνος των Τούρκων! Η μέρα αρχίζει με την Ανατολή του Ήλιου. Δηλαδή τα δικά μας μεσάνυχτα είναι αμέσως πριν την Ανατολή του Ήλιου. Ο Ήλιος όμως δεν ανατέλλει κάθε μέρα την ίδια ώρα. Ο Τούρκος λοιπόν – που έχει πάντα πολύ χρόνο στη διάθεσή του – φτιάχνει συνεχώς την ώρα στο φτηνό Αυστριακό ρολόι του. Κανείς δεν ξέρει την σωστή ώρα. Το γεγονός ότι οι Τούρκοι αρκούνται να μετρούν την ώρα όπως τα πολιτισμένα έθνη αλλά χρειάζεται να ρυθμίζουν τα ρολόγια τους κάθε μέρα και ποτέ να μην έχουν τη σωστή ώρα δείχνει πόσο μακριά βρίσκονται από αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό…».

Τίποτα δε δείχνει τη σύγχυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του δέκατου ένατου αιώνα όσο το Almanach a l’Usage du Levant που ο Γάλλος πρέσβης στην Πύλη έγραψε για όσους θα τον ακολουθούσαν: «Σήμερα που το ημερολόγιο δείχνει 9 Δεκεμβρίου του 1898, οι έλληνες είναι πίσω ένα δεκαπενθήμερο και πιστεύουν ότι είναι 27 Νοεμβρίου. Οι Βούλγαροι και οι Αρμένιοι συμφωνούν με τους Έλληνες, αλλά οι Εβραίοι βρίσκονται ήδη στην πέμπτη χιλιετία, οι Μουσουλμάνοι ζούνε τον δέκατο τέταρτο αιώνα τους καθώς και η Οθωμανική κυβέρνηση αν και φαίνεται να ακολουθεί ένα ημερολόγιο που είναι λάθος κατά δύο χρόνια. Είναι γι’ αυτούς ο μήνας Δεκέμβριος, ή Νοέμβριος, ή Κισλέβ ή Ρεγιέμπ, ή Τεχρέν-ι-σάνι. Είναι η ένατη μέρα του μήνα ή η 25η ή η 26η ή η 27η. Τις Παρασκευές όλο το Μουσουλμανικό εμπόριο σταματάει, ο Σουλτάνος πάει να προσευχηθεί στο τζαμί με ανοικτό λαντώ. Το Σάββατο οι συναγωγές είναι γεμάτες. Την Κυριακή όλοι οι Βαλκάνιοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και όλοι οι Φράγκοι και οι Αρμένηδες πάνε στις εκκλησίες τους. Την Πέμπτη όμως η Οθωμανική διοίκηση δεν λειτουργεί, κατά το Γαλλικό πρότυπο. Ένα ημερολόγιο θα ήταν χρήσιμο σε όλους, στον Πασά και το Ραβίνο, σ’ αυτόν που μιλάει Βουλγάρικα και σ’ αυτόν που καταλαβαίνει τη Γαλλική. Σ’ αυτόν που πιστεύει ότι ο Ήλιος δύει στις 4:30 και σ’ αυτόν που νομίζει ότι το μεσημέρι είναι 23 λεπτά μετά τις επτά».

Για τους Οθωμανούς, ο δέκατος ένατος αιώνας δεν ήταν καλός. Οι πόλεις τους έγιναν πιο απομονωμένες και πιο φτωχές. Το παλάτι έγινε πιο απόκρυφο και λιγότερο φανταχτερό. Και ο στρατός, ντυμένος στο χακί, τα ντρίλια και τα δίκοχα, λιγότερο εντυπωσιακός. Ακόμα και οι ξένοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι αυτά που έχασαν ήταν πιο σημαντικά από ότι κέρδιζαν. Πολιτικοί – όπως ο Disraeli – νοσταλγούσαν την παλιά, αυθόρμητη πολιτική των Οθωμανών με την ανεκτικότητά και τον συντηρητισμό της. Ποιητές και συγγραφείς, ιδιαίτερα Γάλλοι, γοητευμένοι με την παλιά Ανατολή, νοσταλγούσαν την εποχή των πλούσιων αισθημάτων, της ανθρωπιάς και του μυστικισμού, ανθρώπων που με ελάχιστα αγαθά και ακόμα λιγότερη τεχνολογία ζούσαν ευτυχισμένοι. Και τα χρώματα της παλιάς Αυτοκρατορίας ήταν τώρα παρελθόν. Οι νέες φορεσιές ήταν μάλλον μονότονες, κατάλληλες για τις γκρίζες πρωτεύουσες της Δύσης όχι όμως για τη φωτεινή και απρόβλεπτη Ανατολή. Ακόμα και οι μυρωδιές είχαν αλλάξει: μια πιο μοιραία και δραματική εξέλιξη. Τα παλιά παζάρια με τις πραμάτειες από όλα τα μέρη της γης, τα μοσχοκάρυδα από την Ινδία, τα μπαχαρικά από τον Ινδικό Ωκεανό, τα μυρωδάτα βοτάνια των βουνών της Βαλκανικής και τη Χιώτικη μαστίχα δεν υπήρχαν πια.

Τα πολύχρωμα τουρμπάνια, για αιώνες αναγνωριστικά των Μουσουλμάνων της Αυτοκρατορίας και των εμπορικών συντεχνιών αντικαταστάθηκαν από μονότονα φέσια, που φτιάχνονταν στην Αυστρία με σχέδιο παρμένο από την Τυνησία. Οι ατέλειωτοι πήχες Μουσελίνας που χρειάζονταν για τα τουρμπάνια και τα καφτάνια δεν πουλιόντουσαν πια στα εμπορικά της Ιστανμπούλ. Και η νέα σιδηροδρομική γραμμή που θεμελιώθηκε το 1888 από μια Γαλλική εταιρία, δεν βελτίωσε καθόλου την όψη της Πόλης: χρειάστηκε να γκρεμιστεί ένα μεγάλο μέρος των παλιών τειχών του Θεοδοσίου στο Μαρμαρά για περάσει και όπως είπε ένας υπηρέτης του σαραγιού «Αλίμονο, στο σημείο αυτό κάθε Τετάρτη βγαίνουν τα τζίνια. Τώρα τι θα απογίνουν»;

Το παλάτι του Τοπ Καπί, στους λαβύρινθο του οποίου είχαν κρυφτεί και δολοφονηθεί τόσοι και τόσοι του πρόγονοι, έφθασε να συμβολίζει για τον Μαχμούτ τον 2ο ότι πιο παρανοϊκό και σάπιο είχε κληρονομήσει. Όταν τελικά είχε πάρει στα χέρια του όλη τη δύναμη αποφάσισε να το ξεφορτωθεί, όπως ακριβώς είχε ξεφορτωθεί τους γενίτσαρους. Και τα δύο αυτά συμβόλιζαν το μεγαλείο και τη δύναμη των πρώτων Σουλτάνων της Αυτοκρατορίας, αλλά τα τελευταία διακόσια χρόνια έγιναν σύμβολα της παρακμής της. Ο Μαχμούτ, προσπαθώντας να υποστηρίξει την απόφασή του να εγκαταλείψει το Τοπ Καπί - και να δικαιολογήσει το κόστος μιας νέας βασιλικής κατοικίας – το συνέκρινε με τα παλάτια άλλων βασιλιάδων της Δύσης. Και ενώ η πρώτες προσπάθειες του Σουλτάνου σχετικά με την μετακόμισή του είχε απορριφθεί από το νέο συμβούλιο των Βεζίρηδων (το νέο Υπουργικό Συμβούλιο της Αυτοκρατορίας) ο Μαχμούτ επανήλθε οργισμένος και με έγγραφό του προς τον Μεγάλο Βεζίρη έγραφε: «Αν συγκρίνει κανείς το Τοπ Καπί με άλλα παλάτια των Ευρωπαίων μοναρχών, αλλά και αν δεν το κάνει, βλέπει αμέσως τα μειονεκτήματα: μόνο ένας ηλίθιος ή ένας ζητιάνος θα μπορούσε να ζήσει σ’ ένα τέτοιο μέρος, κρυμμένο πίσω από τόσο ψηλούς τοίχους και μέσα σε τόσο σκοτεινά δέντρα, σαν μην αντέχει το φως του Ήλιου. Ένα οίκημα ανοικτό στον καθαρό αέρα και το καθαρό φως του Ουρανού: ένα τέτοιο σπίτι θέλω για να μείνω και σ’ ένα τέτοιο θα μείνω».

Οι Σουλτάνοι πάντα είχαν τη μανία να χτίζουν παλάτια. Μια μανία πολυέξοδη που ούτε καν τους έκανε ευτυχισμένους, αφού κάθε λόγο και λιγάκι μετακόμιζαν σε νέα παλάτια. Η Αρμένικη οικογένεια Μπάλιαν έχτισε τα περισσότερα από αυτά, όπως έχτισαν τους πύργους των ρολογιών και ένα τζαμί. Όλα αυτά ήταν μείγμα Τουρκικού και Γοτθικού ρυθμού, Μπαρόκ και αναγεννησιακού. Ένα καθαρό Τουρκομπαρόκ. Τελικά το Τοπ Καπί εγκαταλείφθηκε και ο Σουλτάνος μετακόμισε στο Ντολμά-Μπαχτσέ το 1853. Είχε μήκος 245 μέτρα και 285 δωμάτια – και τον βαρύτερο πολυέλαιο του κόσμου. Το Ντολμά-Μπαχτσέ σαράι δεν ήταν το τελευταίο παλάτι που χτίστηκε. Ακολούθησαν το 1874 το Τσιραγκάν Σαράι (τώρα ξενοδοχείο πέντε αστέρων), το 1879 Γιλντίζ Σαράι, το 1896 το Κοτσουκσού Σαράι στην Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Τέλος το ευχάριστο και μικρό Μπεηλέρμπεη Σαράι χτίστηκε από τον χαμογελαστό και κεφάτο Αμπντούλ Αζίζ το 1865. Το χαμόγελο έφυγε και από αυτού το πρόσωπο όταν καθαιρέθηκε το 1876 και αυτοκτόνησε κόβοντας τις φλέβες του με ψαλίδι, λίγες μέρες αργότερα στο Τσιραγκάν Σαράι, εκεί που ο δυστυχής Μουράτ ο 5ος – που τον διαδέχτηκε για λίγο – έζησε τις λίγες μέρες του σε πλήρη μυστικότητα: Ο θάνατός του ανακοινώθηκε επίσημα το 1884, στην πραγματικότητα όμως έζησε μέχρι το 1904. Με το τέλος του αιώνα, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ, αδελφός του άτυχου Μουράτ, είχε μετακομίσει οριστικά στο Γιλντίζ Σαράι, όπου έζησε σχεδόν σαν κοινός θνητός, πίνοντας καθημερινά τον πρωινό του καφέ σε ένα καφενείο της γειτονιάς – του οποίου τα υπόλοιπα τραπέζια ήταν κατειλημμένα από τους μπράβους του, και από το οποίο σπάνια τελικά έφευγε, ακόμα και τις Παρασκευές για να πάει για προσευχή στο τζαμί που είχε κτισθεί ειδικά γι’ αυτόν λίγο έξω από την εξώπορτα του παλατιού του.

Τα έξοδα των Σουλτάνων είχαν γίνει πια διεθνές ζήτημα, μετά την αδυναμία της Αυτοκρατορίας να πληρώσει τις δόσεις του δανείου της στο Λονδίνο το 1854. Δεν ήταν πια οι χωρικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους οποίους έπρεπε να δικαιολογήσει ο Σουλτάνος τις υπέρογκες δαπάνες που έκανε. Τώρα δεν υπήρχαν οι γενίτσαροι να αμφισβητήσουν τα οικονομικά του αφεντικού τους. Μόνο οι ελεγκτές των Ευρωπαϊκών τραπεζών έλεγχαν πια τα βιβλία της Αυτοκρατορίας. Και το 1875 αναγκάστηκε να δηλώσει πτώχευση. Για να δεχτούν την αναδιαπραγμάτευση τον δανείων της, οι πιστωτές της απαίτησαν να ελέγχουν τις κρατικές δαπάνες και όλα τα οικονομικά της. Και προειδοποίησαν το Σουλτάνο να πάρει μέτρα για την κατάσταση στη Βουλγαρία όπού οι επαναστάτες είχαν πάρει τα πράγματα στα χέρια τους μαζί με τους άτακτους βασιβουζούκους από τη Βοσνία.

Το 1876 εξεγέρθηκαν οι φοιτητές της θεολογίας, πιθανόν με την υποστήριξη του φιλελεύθερου κόμματος του οποίου ηγέτης ήταν ο εμπνευστής των μεταρρυθμίσεων Μιντχάτ Πασάς. Ο Αμπντούλ Αζίζ καθαιρέθηκε με φετβά και όπως είδαμε αυτοκτόνησε1 λίγες μέρες αργότερα, πράγμα που ο νέος Σουλτάνος Μουράτ ο 5ος πήρε κατάκαρδα. Ο Μουράτ ήταν μορφωμένος και ήξερε καλά την Ευρωπαϊκή και Οθωμανική ιστορία. Έδειχνε επίσης ενδιαφέρον για τη φιλολογία και τις επιστήμες. Είχε μείνει πολλά χρόνια στο κλουβί, σε άνετο και πλουσιοπάροχο περιβάλλον είναι αλήθεια. Εκεί είχε επίσης αναπτύξει ιδιαίτερη αγάπη στο αλκοόλ. Το αλκοόλ και η κατάσταση της Αυτοκρατορίας τον έκαναν να τρελαθεί και να επανέλθει στο κλουβί. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1876 ζώστηκε το σπαθί του Οσμάν ο νέος Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ ο 2ος.

Στο μεταξύ οι Μεγάλες Δυνάμεις οργάνωσαν μια συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη για να εξετάσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Αυτοκρατορίας και να ελέγξουν την πορεία των πραγμάτων στη Βουλγαρία. Ο Αμπντούλ Χαμίντ διόρισε Μέγα Βεζίρη τον Μιντχάτ Πασά και στις 19 Δεκεμβρίου του 1876, υπό την απειλή των κανονιών των Μεγάλων Δυνάμεων και των πιέσεων του Μιντχάτ, παραχώρησε ένα είδος Συντάγματος, στα πρότυπα του Βελγικού, κατά το οποίο ο λαός θα μπορούσε να εκλέξει τους αντιπροσώπους του σε μια Εθνοσυνέλευση στην οποία το ένα τρίτο των αντιπροσώπων διόριζε ο Σουλτάνος, ο οποίος είχε και το δικαίωμα να εκδιώκει από την Αυτοκρατορία όποιον θεωρούσε εχθρό της. Μόλις οι ξένες αντιπροσωπείες – με τα κανόνια και τα πλοία τους – αποχώρησαν ο Σουλτάνος έκανε χρήση του δικαιώματος αυτού και εξόρισε τον Μιντχάτ. Οι εκλογές που ακολούθησαν παρήγαγαν μια Εθνοσυνέλευση στην οποία υπήρχαν εβδομήντα ένας Μουσουλμάνοι, σαράντα τέσσερις Χριστιανοί και τέσσερις Εβραίοι και η οποία συνήλθε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1877. Σύντομα έχασε τη σημασία της και διαλύθηκε υπό το βάρος του Ρώσο-Τουρκικού πολέμου. Στις 20 Ιανουαρίου 1878 οι Ρώσοι κατέλαβαν το Έντιρνε. Ο Αμπντούλ Χαμίντ αντιμετώπισε έντονη κριτική στην Εθνοσυνέλευση – και τη διέλυσε.

Σε λίγο ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να υπογράψει την καταστροφική για την Αυτοκρατορία συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Η συνθήκη ευνόησε τόσο πολύ τους Ρώσους, που οι Άγγλοι επέμεναν στην αναθεώρησή της λίγους μήνες αργότερα στο Βερολίνο. Οι Μουσουλμάνοι όμως, ιδιαίτερα οι νέοι, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η Δύση ήθελε να εκδιώξει το Ισλάμ από την Ευρώπη. Στη συνθήκη του Βερολίνου ο Σουλτάνος δεν κλήθηκε να συμμετέχει. Ο Μπίσμαρκ, ο Ντισραέλι και ο Ρ¨ωσος υπουργός επεξεργάστηκαν μια εκεχειρία όπως η ίδιοι την ήθελαν. Μέρος της Βουλγαρίας, όλη η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο έγιναν ανεξάρτητα κράτη. Η Ρωσία απέκτησε τη Βόρειο-Ανατολική Ανατολία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμεινε η μισή.

Ο Αμπντούλ Χαμίντ επέζησε και αυτής της καταστροφής. Η επιβίωση είχε γίνει ειδικότητά του. Εξόρισε, φυλάκισε και απέπεμψε όσους είχαν κάτι να πουν εναντίον του και πήρε στα χέρια του την υπόθεση του εκσυγχρονισμού. Αναγνώριζε την αξία της επιστημονικής και φιλολογικής παιδείας, μέχρι του σημείου που δεν τον πείραζαν. Και χρησιμοποίησε στο έπακρο τις νέες τεχνολογίες, για να ελέγχει καλύτερα το κράτος: Εγκατέστησε σε όλα τα επαρχιακά γραφεία των κυβερνητών τηλέγραφους και τους υποχρέωσε να του στέλνουν καθημερινές αναφορές. Πώς να απορεί κανείς που Μουλάδες καταδίκασαν τον τηλέγραφο σαν εργαλείο του διαβόλου και αρνήθηκαν να τον έχουν μέσα στα τζαμιά. Δυστυχώς όμως για τον Αμπντούλ Χαμίντ, και η αποπομπή του ήρθε τηλεγραφικά, γιατί και οι αντίπαλοί του χρησιμοποιούσαν τις νέες τεχνολογίες.

Ο δεσποτισμός του Σουλτάνου έφτασε σε γελοιότητες: το μυθιστόρημα Ροβινσόνας Κρούσος απαγορεύτηκε στην Αυτοκρατορία επειδή η οικογένεια Κρούσος είχε ένα σκύλο που τον έλεγαν Τούρκο. Το Οθωμανικό λεξικό του 1905 όριζε τη λέξη τύραννος σαν «είδος πουλιού στην Αμερική». Οι εφημερίδες διατάχθηκαν να μην αναφέρουν ποτέ τη λέξη εκτέλεση: Η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας πέθανε από πνευμονία, ο Πρόεδρος Καρνότ της Γαλλίας από αποπληξία, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μακίνλεη από άνθρακα και ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Σερβίας, ταυτόχρονα, από δυσπεψία – κατά τις Οθωμανικές εφημερίδες της εποχής. Και ενώ ο παρανοϊκός αδελφός του Αμπντούλ Χαμίντ – και προκάτοχός του – ο Μουράτ ο 5ος παρέμενε κλειδωμένος στο Τσιραγκάν Σαράι, ο Σουλτάνος ανακοίνωσε ότι είχε πεθάνει και το όνομά του δεν επιτρεπόταν να αναφερθεί ποτέ ξανά – για σιγουριά η εφημερίδες δεν ανέφεραν ούτε καν το όνομα των άλλων Μουράτ.

Και ενώ στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυτοκρατορίας, ο Αμπντούλ Χαμίντ ήταν τύραννος του λαού του, η συμπεριφορά του προς τους ξένους ήταν θεαματικά φιλελεύθερη: κάθιζε τους ξένους επισκέπτες δίπλα του στον καναπέ και τους άναβε το τσιγάρο. Ήταν ο πρώτος Σουλτάνος που συνέφαγε με ξένη γυναίκα και μάλιστα Χριστιανή. Μιλούσε πολύ καλά Γαλλικά (αν και χρησιμοποιούσε μεταφραστή στις επίσημες συναντήσεις). Και όμως η καχυποψία και η δεισιδαιμονία του ήταν τόσο μεγάλες που αρνήθηκε να δει τη μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ όταν έδωσε παραστάσεις στην Πόλη, γιατί το έργο που έπαιζε είχε σχέση με το θάνατο. Και αρνήθηκε να επιτρέψει τον ηλεκτρισμό στην Αυτοκρατορία, γιατί πίστευε ότι το δυναμό είχε σχέση με το δυναμίτη.

Χρειαζόταν όμως πολύ περισσότερο από ηλεκτρικό φως για να καθαρίσει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της Πόλης. Το 1898, ο Τούρκος ποιητής Τεβφίκ Φικρέτ έγραφε για την Κωνσταντινούπολη: «Για άλλη μια φορά μια πεισματάρα ομίχλη έκλεισε τους ορίζοντες / Σκεπάσου με το πέπλο σου και κοιμήσου για πάντα, πόρνη του κόσμου».

Για τους ξένους ειδικά, η Αυτοκρατορία έγινε μια απόμακρη, ανατριχιαστική εμπειρία. Περίεργες ιστορίες για απαγωγές, για μαύρα χέρια δολοφόνων στις σκοτεινές νύχτες στο Βόσπορο, για σατανικούς `Οθωμανούς έκαναν το γύρο της Δύσης και μια ολόκληρη βιομηχανία φτηνών μυθιστορημάτων ανθούσε στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο. Ιστορίες για γυναίκες κλεισμένες χωρίς τη θέλησή τους στα χαρέμια, τυραννικούς ευνούχους, σκλάβους με κομμένες γλώσσες ήταν περιζήτητες στον κίτρινο τύπο της εποχής. Και οι ταξιδιώτες που τολμούσαν να επισκεφθούν την Αυτοκρατορία ήταν όλο και λιγότεροι. Στο τέλος του 19ου αιώνα, ακόμα και οι δοκιμασμένοι φίλοι της περιπέτειας είχαν κάτι κακό και σατανικό να πουν για την Ανατολή: Ο Lear, που το 1846 είχε γράψει τόσο ωραία λόγια γι’ αυτήν, συνέστησε τώρα στους συμπατριώτες του να αποφεύγουν την Αυτοκρατορία γιατί: «τα εγκλήματα που γίνονται εδώ σε κάνουν να νομίζεις ότι όλοι οι κακοποιοί της Ευρώπης πέρασαν το Δούναβη και ήρθαν στην χώρα των Οθωμανών».

Είναι βέβαιο ότι η βαρβαρότητα σημάδεψε τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα την είδε να πεθαίνει με πίκρα και βίαια απέναντι στη θριαμβολογία της Χριστιανικής Δύσης. Η διαφυγή από τα νύχια του Σουλτάνου έγινε όλο και πιο δύσκολη για τους υπηκόους του. Γεγονός που εξηγεί το σχετικά χαμηλό ποσοστό Τούρκων μεταναστών στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα2. Ο Σουλτάνος που κάθε άλλο παρά καλός βοσκός ενός ευδαίμονος κοπαδιού ήταν πια, έπρεπε να φυλάγεται από όλους – και όχι μόνο από τους ραγιάδες του. Ακόμα και ο Οθωμανοί δεν αισθάνονταν άνετα στην κυριαρχία του. Από την ήρεμη και παραδειγματική συμβίωση εθνοτήτων και θρησκειών των περασμένων τριών αιώνων η Αυτοκρατορία πέρασε στον ανταγωνισμό, το φόβο, την καχυποψία. Οι Οθωμανοί αντέδρασαν βίαια στις εθνικές εξάρσεις των συμπολιτών τους. Σφαγές και βαρβαρότητες έγιναν καθημερινά φαινόμενα στα Βαλκάνια. Αν και τις περισσότερες φορές ήταν μεμονωμένοι πολίτες ή υπερ-ευέξαπτοι αξιωματούχοι που τις δημιουργούσαν, η κεντρική εξουσία δεν έκανε τίποτα να τις σταματήσει. Οι Τούρκοι, στριμωγμένοι από τη παρακμή της πάλαι ποτέ κραταιάς και ανεκτικής Αυτοκρατορίας τους αντιδρούσαν βίαια σε κάθε προσπάθεια των λαών να διασωθούν. Έφτασε όμως η στιγμή που οι ίδιοι οι Τούρκοι χρειάστηκε να καταφύγουν στον εθνικισμό τους για να γλιτώσουν από τον επιθανάτιο ενεγκαλισμό της.

Ο Σουλτάνος δεν ήταν πάνω από τις περιστάσεις: Όταν έγινε φανερό ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν διατεθειμένες να παρακολουθήσουν τον αποδεκατισμό των διαφόρων εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας, αποφάσισε – μοναδικός παίχτης στη σκακιέρα της επιβίωσης – να αναλάβει το ρόλο του χαλίφη, του αρχηγού του Ισλάμ στη θέση του Προφήτη, για να σώσει το κεφάλι του. Αντέταξε την ‘Παν-Ισλαμική’ ιδέα στην ‘Παν-Σλαβική’ των Ρώσων. Μια κίνηση που θορύβησε τόσο τους Αγγλογάλλους όσο και τους προοδευτικούς Μουσουλμάνους στην Αυτοκρατορία. Ο μόνος που τη βρήκε καλή ήταν ο Κάιζερ – αυτοκράτορας χωρίς αυτοκρατορία – που έτρεξε να τον συνδράμει. Τότε όλες σχεδόν οι συναλλαγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπεσαν σε Γερμανικά χέρια. Ο Οθωμανικός στρατός – ότι είχε απομείνει από αυτόν – είχε Γερμανούς αξιωματικούς. Και οι Οθωμανοί απέκτησαν σιδηρόδρομο με Γερμανικά κεφάλαια3.

Τελικά ο στρατός έβαλε τέρμα στα παιχνίδια τους Σουλτάνου Χαλίφη. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο στρατός περιελάμβανε υψηλό ποσοστό ‘ανασυγκροτημένων’ Οθωμανών: οι περισσότεροι αξιωματικοί του ήταν πολύγλωσσοι τεχνοκράτες με επιστημονική και τεχνική εκπαίδευση και διοικητικές ικανότητες που δεν είχε η κυβέρνηση του Σουλτάνου. Και οι στρατιωτικοί ήξεραν πολύ καλύτερα από ότι ο Σουλτάνος και οι Βεζίρηδες τι έπρεπε να κάνουν. Και ήταν κυρίως νέοι Τούρκοι από την μεσαία τάξη των εμπόρων της Αυτοκρατορίας, από αυτούς δηλαδή που είχαν υποφέρει τα περισσότερα.

Το 1906 μια ομάδα αξιωματικών του στρατού στη Μακεδονία εξεγέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη (την πόλη που έξι χρόνια μετά θα έχαναν οι Τούρκοι). Ονόμασαν τον εαυτό τους Ενωτική Επιτροπή Προόδου (ΕΕΠ) Οι πρώτες νίκες της ΕΕΠ χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό από όλους, Τούρκους, Έλληνες, Εβραίους. Το Φθινόπωρο του 1908 έγιναν εκλογές και η ΕΕΠ πήρε όλες τις έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων, πλην μιας. Οι Τούρκοι – και οι Μουσουλμάνοι - είχαν την απόλυτη πλειοψηφία: είχαν 147 έδρες, 60 οι Άραβες, 27 οι Αλβανοί οι Έλληνες 26, οι Αρμένιοι 14, οι Σλάβοι 10 και οι Εβραίοι 4. Έξι μήνες αργότερα εκδηλώθηκε ένα πραξικόπημα από φανατικούς Μουσουλμάνους με σιωπηλή ανοχή του θρόνου. Κατεστάλη από την ΕΕΠ η οποία έβαλε πάλι τα στρατιωτικά της ρούχα και έστειλε το Τρίτο Σώμα Στρατού που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στις 27 Απριλίου του 1909 η Εθνοσυνέλευση που συνήλθε εσπευσμένα, αποφάσισε την εκθρόνιση του Αμπντούλ Χαμίντ. Ο Μεγάλος Μουφτής έδωσε τον αναγκαίο φετβά. Και ενώ ο Αμπντούλ Χαμίντ έφυγε για τη Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς, ο αδελφός του Μεχμέτ Ρεζάτ (Μεχμέτ Ρεζάτ για τους Τούρκους) – ένας τρομερά χοντρός άνθρωπος – ζώστηκε, με αρκετή δυσκολία λόγω του πάχους του, το Σπαθί του Οσμάν4.

Η παρουσία του στρατού στο πολιτικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπόρεσε να αποτρέψει την στρατιωτική καταστροφή: Το 1911 η Ιταλία επιτέθηκε και κατέλαβε τη Λιβύη. Οι σύμμαχοι Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο επιτέθηκαν στην Αυτοκρατορία και εισήλθαν στην Αλβανία στις 8 Οκτωβρίου του 1912. Έξι μήνες αργότερα οι Βούλγαροι βρέθηκαν 70 χιλιόμετρα από την Ιστανμπούλ. Και πάλι η διανομή των εδαφών ήταν ο κύριος λόγος που στις 29 Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι άλλαξαν στρατόπεδο και επιτέθηκαν κατά των πρώην συμμάχων τους. Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε μέσα σε ένα μήνα. Οι Βούλγαροι νικήθηκαν και ο Ενβέρ Πασάς, με την υποστήριξη της ΕΕΠ, ηγήθηκε του Οθωμανικού στρατού που κατέλαβε πάλι το Έντιρνε.

Η κυβέρνηση που προτιμούσε η ΕΕΠ ήταν σύγχρονη, λαϊκή, Τουρκική και αυταρχική συγχρόνως. Οι γυναίκες έγιναν δεκτές στο Πανεπιστήμιο και η Τουρκική γλώσσα έγινε υποχρεωτική σε όλα τα σχολεία της επικράτειας. Αντίπαλοι – παραδοσιακοί Μουσουλμάνοι, γλωσσικές μειονότητες, άνθρωποι του Σουλτάνου – αναζητήθηκαν παντού και θεωρήθηκε ότι υπήρχαν σε κάθε γωνία. Η έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Η ΕΕΠ έπρεπε να βγάλει την Τουρκία στον πόλεμο. Και την έβγαλε στο λάθος στρατόπεδο. Ολόκληρος ο στρατός – και η ΕΕΠ – ήταν παιδί της φιλογερμανικής πολιτικής του Αμπντούλ Χαμίντ. Ο ίδιος ο Ενβέρ Πασάς είχε εκπαιδευθεί για πολλά χρόνια στο Βερολίνο. Η κατοχή της Βοσνίας από την Αυστρία είχε ωθήσει και τη Ρωσία το 1908 να συμμετέχει στην Αντάντ, μαζί με τους Γάλλους και τους Άγγλους. Πριν από αυτό η Ρωσία ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και στενός σύμμαχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βρετανοί που είχαν βοηθήσει την Αυτοκρατορία να ανασυντάξει τις ναυτικές της δυνάμεις άφησαν τη δουλειά στη μέση. Στις 2 Αυγούστου του 1914 η Αυτοκρατορία συνήψε μυστική συνθήκη με τη Γερμανία, η οποία δεν έμεινε μυστική για πολύ. Η έναρξη των εχθροπραξιών βρήκε τον Οθωμανικό στρατό να πολεμά στο πλευρό των Γερμανών κατά των Ρώσων στην Κριμαία και την Βόρειο-Ανατολική Ανατολία, κατά των Βρετανών στο Περσικό Κόλπο, τη Συρία και την Παλαιστίνη, κατά των Ελλήνων στη Θράκη. Έφερε τις συμμαχικές δυνάμεις – μεταξύ των οποίων και τους Αυστραλούς που απέκτησαν έτσι κρατική υπόσταση υπό την ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας – στην Καλλίπολη, στα νότια στενά του Βοσπόρου, στη μάχη της οποίας έπεσαν 100.000 άνδρες, κυρίως Οθωμανοί, η οποίοι υπό την ηγεσία του Κεμάλ μάχονταν πλέον για την ίδια την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.

Και ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτανε στο τέλος του, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια. Ο παχύς Μεχμέτ ο 5ος ο Ρεζάτ πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Ιουλίου του 1918. Η Δαμασκός και η Βηρυτός έπεσαν τον Οκτώβριο και στις 13 Νοεμβρίου ο συμμαχικός στόλος πολιορκούσε και κατελάμβανε την Ιστανμπούλ. Οι Οθωμανοί παραδόθηκαν άνευ όρων.

Στη συνθήκη που ακολούθησε στο Παρίσι το 1919, η Ελλάδα – που είχε βγει έγκαιρα στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων - πήρε την κυριαρχία της Σμύρνης. Μέχρι το 1920, ο Ελληνικός στρατός είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ανατολίας, μέχρι και την Προύσα και θα έπαιρνε την Ιστανμπούλ, αν δεν εμποδίζονταν από τους Άγγλους. Η συνθήκη των Σεβρών που ακολούθησε επικύρωνε σχεδόν στο σύνολό τους τις Ελληνικές κατακτήσεις. Η ίδια συνθήκη έβαζε τα Στενά υπό διεθνή έλεγχο. Οι ΕΕΠ, υπό το φάσμα της καταστροφής, συνήλθε στην Άγκυρα υπό την μορφή Μεγάλης Εθνικής Συνέλευσης του Τουρκικού Έθνους και επέλεξε τον Μουσταφά Κεμάλ (επονομαζόμενο Ατατούρκ, Πατέρας των Τούρκων) πρώτο πρόεδρο του Νέου Τουρκικού Κράτους. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1922, με την καταστροφή της Σμύρνης, έληξε η περιπέτεια του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία. Η καταστροφή για την Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη των νεωτέρων χρόνων. Οι Τούρκοι, με τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 11 Οκτωβρίου, ανακτούσαν την κυριαρχία των Ελληνικών εδαφών στη Μικρά Ασία. Η θέση της Κωνσταντινούπολης θα αποφασιζόταν αργότερα.
Την 1η Νοεμβρίου του 1922 το Νέο Τουρκικό Κοινοβούλιο όρισε το διαχωρισμό του αξιώματος του Σουλτάνου από αυτό του Χαλίφη. Αμέσως ανακοινώθηκε επίσημα στο Σουλτάνο Βαχιντεντίν ότι το αξίωμά του είχε καταργηθεί. Το αξίωμα του χαλίφη δόθηκε τυπικά στον διάδοχο Αμπντούλ Μεσίντ Εφέντη. Αλλά δυο χρόνια μετά η πρωτεύουσα του Τουρκικού κράτους μεταφερόταν στην Άγκυρα και το αξίωμα του Χαλίφη καταργούταν επίσης.
Οι δόξες της Ανατολής δεν ήταν παρά μακρινές παραδόσεις των Οθωμανών. Και οι αιώνες διακριτικότητας και σιωπής των Σουλτάνων είχαν τελειώσει.

1 Το πτώμα του εξετάσθηκε από 16 ξένους και έναν Τούρκο γιατρό. Όλοι πλην του γιατρού από την Αγγλική πρεσβεία συμφώνησαν ότι επρόκειτο για αυτοκτονία.
2 Από ότι γνωρίζω, ένας μόνο Οθωμανός Τούρκος τιμήθηκε από την νέα του πατρίδα στις αρχές του 20ου αιώνα: ένας κάποιος Χατζή Αλή – γνωστός σαν Jolly Ali - που ανάλαβε να δημιουργήσει σώμα καμηλιέρηδων για το υπουργείο πολέμου στην Ουάσινγκτον. Ο τάφος του – μια πυραμίδα με μια καμήλα στην κορυφή – βρίσκεται στο Quartzite της Αριζόνας.
3 Οι Γερμανοί σχεδίασαν και κατασκεύασαν δύο μεγάλες σιδηροδρομικές γραμμές στην Οθωμανική επικράτεια. Όχι όμως και τη γραμμή που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Μέκκα. Αυτή χρηματοδοτήθηκε και φτιάχτηκε αποκλειστικά από Μουσουλμανικά χέρια.
4 Ο Μέγας Βεζίρης που προσπάθησε να δέση τη ζώνη του Σπαθιού του Οσμάν γύρω από τη μέση του νέου Σουλτάνου είχε δυσκολία να τη φθάσει. Το σπαθί παραλίγο να πέσει κάτω. Τελικά ένας υπηρέτης που βρισκόταν πίσω από το Σουλτάνο έσωσε την κατάσταση και έδεσε με σχοινί το σπαθί γύρω από τη μέση του Μεχμέτ Ρεζάτ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: