Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

17. Στο Κλουβί

«Ανάμεσα στους συζύγους και τα παιδιά σας υπάρχουν σίγουρα μερικοί εχθροί για σας. Γι’ αυτό προφυλαχτείτε απ’ αυτούς. Αλλά αν συγχωρείτε και παραβλέπετε, ο ΑΛΛΑΧ είναι σίγουρα φιλεύσπλαχνος»
Κοράνι, 64-14


Το 1591-92 ήταν το χιλιοστό έτος της Εγίρας, της Ισλαμικής Χιλιετίας. Οι πιστοί και ευσεβείς Οθωμανοί πίστευαν ότι θα έφτανε το τέλος του κόσμου. Πολλοί μάλιστα έλεγαν στους άπιστους γείτονές τους να προλάβουν να αλλαξοπιστήσουν για να σωθούν. Ο Σουλτάνος Μουράτ ο 3ος, αμετανόητα προληπτικός και ταυτόχρονα θρησκόληπτος, έστειλε αντιπροσωπεία Μουλάδων στη Βενετία να πείσει τους γκιαούρηδες να προλάβουν την Τελική Κρίση. Το τέλος του κόσμου δεν ήρθε και οι Οθωμανοί κλονίστηκαν όπως όλοι μας όταν τα παιδικά μας όνειρα δεν πραγματοποιούνται. Γρήγορα όμως τα όνειρα για την Τελική Κρίση μπροστά στον Αλλάχ απέκτησαν νέα ημερομηνία και το μόνο που έμεινε στους πιστούς ήταν μια αίσθηση ρεαλισμού και νευρικότητας, όμοια με την κρίση της μέσης ηλικίας που παρουσιάζεται στις μέρες μας σε άτομα σαράντα ή πενήντα ετών.

Το 1590 ξέσπασε πόλεμος σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, μια κατάσταση που φοβίζει πάντοτε τους στρατιωτικούς. Ο ονομαζόμενος Μακρός Πόλεμος με την Αυστρία κράτησε μέχρι το 1606, οπότε – σύμφωνα με ένα Γαλλικό ευφυολόγημα της εποχής – η ημισέληνος είχε γίνει πανσέληνος. Ταυτόχρονα υπήρχε και ο εικοσαετής πόλεμος με την Περσία ο οποίος είχε περάσει στο Αζερμπαϊτζάν και στον Καύκασο, με μια αγριότητα που φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται στη λεγόμενη Μάχη των Δάδων, στην οποία οι στρατοί πολεμούσαν όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα και πάλι τη νύχτα, σε ένα είδος ονείρου: οι άνδρες του Οθωμανικού στρατού κοιμόντουσαν όρθιοι ενώ γύρω τους μαινόταν η μάχη. Ο Μιχαήλ ο Ανδρείος διάλεξε εκείνη ακριβώς τη περίοδο να κηρύξει με τα όπλα την ανεξαρτησία της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Η εξέγερση δεν έληξε με παρέμβαση των Οθωμανών, αλλά με την αποστολή ατάκτων στρατιωτών από τους Αψβούργους που ανησυχούσαν για την αύξηση της δύναμης των πριγκιπάτων. Ταυτόχρονα, πολλές ήταν οι ενδείξεις ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να ελαττώνει το ρυθμό της. Οι πρώτες τέτοιες ενδείξεις ήταν κυρίως οικονομικές και επικεντρώνονταν στην έλλειψη μετρητών από το Οθωμανικό κράτος και στην ξαφνική και πρωτόγνωρη για όλους αύξηση του πληθωρισμού που είχε σαν αποτέλεσμα την για πρώτη φορά πτώση της αξίας του Οθωμανικού νομίσματος απέναντι στα Δυτικά, μια εξέλιξη που οφειλόταν κυρίως στην αθρόα εισβολή στην Ευρώπη φθηνού Αμερικανικού αργύρου. Το νομισματικό απόθεμα της Αυτοκρατορίας ήταν σε ασήμι και όχι σε χρυσό.

Ο Χατζή Χαλίφης (1608-1657) είδε την κατάσταση και είπε: «ο πόλεμος για μια γηραιά Αυτοκρατορία μπορεί να αποβεί μοιραίος». Οι Βενετοί το παρατήρησαν, όπως έκαναν πάντα. Ο μπαΐλος Lorenzo Bernardo επέστρεψε σαν επισκέπτης στην Κωνσταντινούπολη το 1593 και αυτά που είδε τον έκαναν να αναφωνήσει ότι όλα έχουν μια αρχή, ένα μέσο και ένα τέλος. Ο Busbecq δεν μπόρεσε το 1543 να μπει στην Πόλη επειδή προέρχονταν από περιοχή που πληττόταν από πανούκλα. Τώρα ο Bernardo είδε ολόκληρες συνοικίες να έχουν αποδεκατιστεί από την πανούκλα.

Η μοιρολατρία υπήρξε πάντα η έρμα της ανδρείας των Οθωμανών. Έχοντας όμως πάρει το μάθημά τους από την πανούκλα, αποφάσισαν να το εφαρμόσουν και στον πόλεμο: τον απέφευγαν όπου μπορούσαν. Ο Bernardo ανακάλυψε ότι οι Οθωμανοί στο τέλος του 16ου αιώνα είχαν αναπτύξει έναν περίεργο κυνισμό: «συνάντησα πολλούς παλιούς μου φίλους που λένε τώρα ότι οι θρησκείες είναι για όσους έχουν πολιτικά συμφέροντα. Όλοι τώρα, από το Σουλτάνο και κάτω προτιμούν, αντί να πάνε στον πόλεμο, να μείνουν σπίτι τους και να ασχολούνται με τις λεπτομέρειες της επίπλωσης, το φαγητό ή και το κρασί. Ο Πασάς δεν αρκείται πια στο ψωμί, το ρύζι και ένα χαλί, ούτε δείχνει την εξουσία του μόνο με την πολεμική του τέχνη, τα άλογα και τους σκλάβους του με τα οποία ήθελε να υπηρετήσει καλύτερα τον αφέντη του».

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα, όπως πρόβλεψε ο Bernardo, ήταν η ανυπακοή και η διάλυση του κράτους, ιδιαίτερα «τώρα που ο μόνος στόχος των αξιωματούχων είναι να στρέφεται ο ένας κατά του άλλου με όλη του τη δύναμη». Παρατήρησε ότι διάφοροι παντρεύονταν μέλη της οικογένειας του Σουλτάνου μόνο και μόνο για να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στις δολοπλοκίες. Παίρνοντας παράδειγμα από το περιβάλλον του Σουλτάνου, οι στρατιώτες έπαψαν να υπακούουν στις διαταγές των ανωτέρων τους. Στην Περσία, για παράδειγμα, οι γενίτσαροι κατάστρεψαν τη σκηνή του Οσμάν Πασά απαιτώντας τις αμοιβές τους. Οι σπαχήδες εξεγέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας τα κεφάλια δυο αξιωματικών τους «και ούτε οι επικλήσεις από τον ίδιο το Σουλτάνο κατάφεραν να τους σταματήσουν πριν πετύχουν το σκοπό τους». Για τον Bernardo αιτία για όλα αυτά ήταν η ανεκτικότητα του Σουλτάνου. «Στο παρελθόν κάθε Σουλτάνος πάσχιζε να ξεπεράσει σε ανδρεία τον προκάτοχό του και η μόνη γη που έχασαν στους Βενετούς ήταν η Κεφαλονιά το 1500. Όταν οι Σουλτάνοι εκστράτευαν, όλοι οι υπήκοοί τους προσπαθούσαν να τους υπηρετήσουν κάνοντας οτιδήποτε για το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας, αλλά ο Σελίμ, πατέρας του τωρινού Σουλτάνου Μουράτ του 3ου, προτιμούσε το κρασί από τον πόλεμο και φαίνεται ότι η παρακμή της Αυτοκρατορίας άρχισε κιόλας». Και ο Bernardo προείδε: «Φαίνεται πιθανό οι Σουλτάνοι να σταματήσουν να πολεμούν με το στρατό τους και να αναθέσουν το έργο αυτό σε σκλάβους τους, πράγμα που σίγουρα θα φέρει την Αυτοκρατορία στο γκρεμό».

Το 1596, τρία χρόνια μετά τις προειδοποιήσεις του Bernardo, ο Μεχμέτ ο 3ος συνέλαβε την ιδέα να συνοδεύσει το στρατό του στον πόλεμο, ίσως αντιλαμβανόμενος την πτώση της Οθωμανικής πολεμικής ικανότητας και συνδυάζοντάς την με το γεγονός ότι εδώ και τριάντα χρόνια, από την εποχή του Σουλεϊμάν, κανένας Σουλτάνος δεν είχε συνοδεύσει το στράτευμα στον πόλεμο. Το παλάτι αντιστάθηκε γιατί ήταν πιο οικονομικό να συντηρεί κανείς το Σουλτάνο στο σπίτι του. «Δεν μπόρεσαν όμως να κρατήσουν το Σουλτάνο στην Ιστανμπούλ» ανέφερε ο μπαΐλος. «Η μητέρα του Σουλτάνου ζήτησε από ένα κορίτσι μοναδικής ομορφιάς με το οποίο ο Σουλτάνος ήταν ανεπανόρθωτα ερωτευμένος, να τον παρακαλέσει να της κάνει τη χάρη να μη φύγει. Αυτό και έκανε κάποια μέρα ενώ οι δυο τους ήταν στους κήπους. Η αγάπη του Σουλτάνου όμως μετατράπηκε ξαφνικά σε οργή και δολοφόνησε το κορίτσι χτυπώντας το με το στιλέτο του στην καρδιά. Έκτοτε κανείς δεν τόλμησε να ανακινήσει το θέμα».

Ο Μεχμέτ πήγε πράγματι με το στρατό στην Ουγγαρία όπου έκπληκτος τον είδε να αποδεκατίζεται από το στρατό του Δούκα της Αυστρίας Ευγένιου στον ποταμό Τίζα. Και μη μπορώντας ούτε καν να ανασυνταχθεί, αποχώρησε νικημένος. Τον επόμενο χρόνο ο μπαΐλος σημείωνε: «Οι γιατροί δήλωσαν ότι ο Σουλτάνος δεν μπορεί να φύγει για τον πόλεμο λόγω της κακής του υγείας που οφείλεται στο υπερβολικό φαγητό και ποτό».

Δέκα χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1606, ο Σουλτάνος Αχμέτ ο 1ος πήγε να επιθεωρήσει το στράτευμα που ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει προς το Σκουτάρι. Ο δεκαεπτάχρονος Σουλτάνος πληροφόρησε το Nτιβάνι ότι «είναι τώρα πολύ αργά για την εκστρατεία», όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Ναϊμά. «Οι προμήθειες είναι λιγοστές και πολύτιμες. Δεν είναι καλύτερα να αναβληθεί η εκστρατεία για του χρόνου;» Έκπληκτοι οι Βεζίρηδες έμειναν σιωπηλοί μέχρις ότου ο Μουφτής, που ήθελε πάση θυσία να δει τον Σουλτάνο να μοιάζει στους ένδοξους προγόνους του, είπε: «Δεν θα ήταν πιο σωστό να βγει ο στρατός από την Πόλη, σκοπός για τον οποίον στήθηκαν οι ουρές των αλόγων στο Σκουτάρι, ενώπιον των ξένων πρεσβευτών; Και ας πάει μόνο μέχρι το Αλέπο να περάσει το καλοκαίρι και μετά επιστρέφει». Ο Σουλτάνος τον διέκοψε: «Τι νόημα έχει να πάμε μέχρι το Αλέπο;» και ο Μουφτής με αποφασιστικότητα: «Για να σωθεί η τιμή του στρατοπέδου μας που έχει ήδη στηθεί».

Ο Σουλτάνος πείστηκε να παραδώσει το στράτευμα στο Φερχάντ Πασά να το οδηγήσει στην εκστρατεία. «Θα του δοθούν τα αναγκαία χρήματα για αγορά προμηθειών;» ρώτησε ο Μπουφτής. Ο Σουλτάνος απάντησε: «Το δημόσιο ταμείο είναι άδειο. Από πού θα βρω τα χρήματα;» «Από το θησαυροφυλάκιο της Αιγύπτου». «Αυτό» απάντησε ο Σουλτάνος «ανήκει προσωπικά σε μένα». Και ο Μουφτής: «Κύριε, ο ένδοξος πρόγονός σας Σουλεϊμάν, πριν την εκστρατεία στο Szigerth, έστειλε όλους τους θησαυρούς του από άργυρο και χρυσό στο νομισματοκοπείο».

Ο Σουλτάνος Αχμέτ σούφρωσε τα φρύδια του και είπε: «Δεν καταλαβαίνεις εφέντη. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Εκείνο που τότε ήταν πρέπον, τώρα δεν είναι δυνατό»1. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Φερχάντ Πασάς ξεκίνησε χωρίς προμήθειες και χρήματα. Ο στρατός στασίασε στο δρόμο και διαλύθηκε στη Μικρά Ασία. Ο Σουλτάνος Αχμέτ χάθηκε στις ηδονές του χαρεμιού του, όπου η πρώτη χανούμισσα, η Εβραία γνωστή με το όνομα Μαντάμ La Quira – την οποία η Βενετοί ονόμασαν Sultana Sporca – φρόντισε να τον παρηγορήσει με ιδιαίτερα παχουλές μαύρες κοπέλες2.

Οποιοδήποτε μέτρο σύγκρισης διαβεβαιώνει ότι οι πρώτοι δέκα Σουλτάνοι της δυναστείας, από τον Οσμάν Μπέη μέχρι τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, που πέθανε το 1566 είχαν καλύτεροι τύχη. Οι παλιοί Σουλτάνοι προετοίμαζαν τους γιους τους για τη διαδοχή κάνοντάς τους κυβερνήτες επαρχιών και περιστοιχίζοντάς τους με πολλούς συμβούλους. Οι δέκα αυτοί Σουλτάνοι βασίλεψαν κατά μέσο όρο είκοσι επτά χρόνια. Συμμετείχαν στις εκστρατείες με το στράτευμα, κέρδιζαν μάχες και προσωνύμια όπως Τρομερός, Μεγαλοπρεπής και Πορθητής. Στον αιώνα που ακολούθησε, οι Σουλτάνοι έμειναν κατά μέσο όρο δώδεκα χρόνια στο δρόμο. Από τους δέκα Σουλτάνους μετά το Σουλεϊμάν, πέντε εκθρονίστηκαν και δύο δολοφονήθηκαν. Από τους είκοσι έξι Σουλτάνους που ακολούθησαν το Σουλεϊμάν, ο Σελίμ ήταν γνωστός σαν ο Πότης, ο Ιμπραήμ σαν ο Τρελός, ο Αμπντούλ-Χαμίντ σαν ο Καταραμένος. Πολλοί από αυτούς ήταν πνευματικά ασταθείς. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να αποδοθεί στην αιμομιξία, όπως γινόταν στις αριστοκρατικές και βασιλικές οικογένειες στη Δύση, αλλά στον τρόπο ζωής των παιδιών και στον τρόπο που είχαν ανατραφεί.

Μόλις ο Μεχμέτ ο 3ος ανέβηκε στο θρόνο το 1595, δεκαεννέα πριγκιπικά πτώματα κηδεύτηκαν έξω από την Πύλη, σύμφωνα με τον σουλτανικό νόμο της αδελφοκτονίας. Έφερναν τους νέους μπροστά του έναν-έναν. Λένε ότι ο τελευταίος, ένας όμορφος νέος με γερό σώμα ξέσπασε: «Αφέντη και αδελφέ μου, είσαι τώρα για μένα σαν πατέρας. Μη με αφήσεις να τελειώσω με αυτόν τον τρόπο». Ο Σουλτάνος δεν είπε λέξη, αλλά ξέσκισε τα γένια του με τα ίδια του τα χέρια σε ένδειξη οδύνης. Ο νεαρός ακολούθησε τη μοίρα των άλλων. Οι κάτοικοι της Πόλης έκλαψαν το χαμό τους, καθώς τα σώματά τους περνούσαν στους δρόμους της. Όλες οι αδελφές του Μεχμέτ εκτελέστηκαν επίσης, οι «κάτοικοι της Πόλης έκλαψαν και γι’ αυτές».

Κανείς από τους Σουλτάνους της πρώτης περιόδου δεν είχε ζώντες αρσενικούς συγγενείς, εκτός από τους γιους του. Ο νόμος της αδελφοκτονίας εφαρμοζόταν για να μην έχουν θείους, ξαδέλφους, ανιψιούς που να είναι δυνατόν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία τους ή να εξασθενίσουν τη θέση τους σαν οι μόνοι εκπρόσωποι του οίκου του Οσμάν. Ο διάδοχος του Μεχμέτ, Αχμέτ ο 1ος, σταμάτησε την εφαρμογή του νόμου των αδελφοκτονιών. Μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1603, οι Οθωμανοί πρίγκιπες δεν δολοφονούνταν πια σαν υπόθεση ρουτίνας. Ούτε όμως έφευγαν ποτέ από το χαρέμι. Θείοι. ξάδελφοι και ανιψιοί παρέμεναν σε ειδικούς χώρους στο χαρέμι, χωρίς τη δυνατότητα να διαφύγουν ποτέ, δημιουργώντας έτσι μια δεξαμενή απογόνων του Οσμάν, από την οποία – αν υπήρχε ανάγκη – μπορούσε να αναδειχθεί ένας νέος Σουλτάνος, Και ο παλιός νόμος που έλεγε ότι ο ‘πιο ικανός γιος ας γίνει Σουλτάνος’, αντικαταστάθηκε από το νόμο διαδοχής του πρωτότοκου.

Οι ‘εναλλακτικοί’ αυτοί Σουλτάνοι ζούσαν υπό περιορισμό σε εσωτερικά και αποκλεισμένα διαμερίσματα του χαρεμιού, τα οποία ονομάζονταν κλουβιά, από την Τουρκική λέξη Καφές ή Καφάς (από την οποία προέρχεται η Νεοελληνική λέξη καφάσι). Οι ένοικοι του Κλουβιού μπορούσαν να περιμένουν τρία πράγματα: το φυσικό τους θάνατο, την ξαφνική τους δολοφονία ή την αναγόρευσή τους σε Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η παραμονή τους εκεί έμοιαζε με τη χειμερία νάρκη ορισμένων ζώων ή με την αναστολή ζωτικών λειτουργιών ορισμένων άλλων. Τους διασκέδαζαν δούλες και οδαλίσκες, οι οποίες ήταν αποδεδειγμένα στειρωμένες. Κανείς, ούτε οι υψηλότεροι αξιωματούχοι του σαραγιού, δεν ήξερε πόσοι τέτοιοι πρίγκιπες βρίσκονταν στο Κλουβί, όταν εξεγερμένοι στρατιώτες και ο όχλος, σπάζοντας τις πόρτες του σαραγιού και φτάνοντας μέχρι τα ενδότερα σημεία του χαρεμιού, ζητούσαν τον κατάλληλο άνθρωπο για το θρόνο. Χρειαζόταν να ανεβάσουν φοβισμένους και σε κατάσταση παράνοιας ανθρώπους, με σχοινιά από καταγώγια, να τους ανοίγουν πόρτες παγιδευμένες ή να ανακαλύπτουν κρυφά δωμάτια και σοφίτες που πάρα πολύ λίγοι ήξεραν ότι υπάρχουν. Λέγεται ότι ο Μουράτ ο 4ος διέταξε τον θάνατο του αδελφού του Ιμπραήμ ενώ ο ίδιος ήταν ετοιμοθάνατος το 1640, ότι έκανε προσπάθειες να ανασηκωθεί λίγο από το κρεβάτι του θανάτου για να δει το πτώμα του αδελφού του και ότι «χαμογέλασε μ’ ένα απαίσιο χαμόγελο» πιστεύοντας ότι ήταν ο τελευταίος της γραμμής του Οσμάν. Ο Ιμπραήμ όμως είχε διασωθεί, σε μια ξέφρενη πάλη ανάμεσα στην αποχωρούσα Βαλιντέ Σουλτάνα και στη μητέρα του, για να βασιλεύσει σαν ο πιο παράφρονας από την όλο και πιο παράφρονα και νοσηρή αυτή οικογένεια.

Τα υψηλά αξιώματα ήταν επικίνδυνα. Μια παλιά κατάρα έλεγε: «Μακάρι να γίνεις βεζίρης του Σελίμ του Τρομερού» και λέγεται ότι οι βεζίρηδες του Σελίμ του 1ου έφεραν τις διαθήκες τους κάτω από τα εσώρουχα τους συνεχώς. Γενικά, οι πιθανότητες ενός βεζίρη να επιζήσει ήταν μια στις δέκα, σε σημείο που ένας από αυτούς παρομοίασε τον εαυτό του με το μυρμήγκι στο οποίο ο Θεός δίνει φτερά για να καταστραφεί μια ώρα αρχύτερα. Δυστυχώς όμως, ο Παράδεισος και η εξουσία δεν είναι ποτέ στο ίδιο μέρος - όπως λένε οι Τούρκοι – και οι ίδιοι οι Σουλτάνοι διέτρεχαν τους ίδιους κινδύνους με τους δούλους τους. Τριάντα έξι Σουλτάνοι είχαν φορέσει το σπαθί του Οσμάν. Από αυτούς οι δέκα επτά εκθρονίσθηκαν. Οι Δυτικοί συνήθιζαν να κατηγορούν τους Οθωμανούς Σουλτάνους για απόλυτη τυραννία, τη στιγμή που οι ίδιοι Σουλτάνοι ήταν πολύ πιο ευάλωτοι σε εκθρονίσεις από τους υπηκόους τους. Ο Λουδοβίκος ο 14ος, για παράδειγμα, ποτέ δεν κλήθηκε να απολογηθεί για τις πανωλεθρίες του Γαλλικού στρατού στα πεδία των μαχών, τη στιγμή που οι υποτιθέμενοι τύραννοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν μικρές πολεμικές αποτυχίες, μετά την ύπαρξη εναλλακτικών πριγκίπων στο Κλουβί.

Οι Σουλτάνοι έχουν κατά καιρούς χαρακτηρισθεί σαν το μαργαριτάρι μέσα στο όστρακο. Ο Μεχμέτ πάντως και οι διάδοχοί του επέβαλαν μηχανισμούς μεγαλοπρέπειας που προκάλεσαν το ερμητικό κλείσιμο του όστρακου. Η νοηματική γλώσσα Ιξαρέττε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο σαράι από δύο κωφάλαλα αδέλφια και ο Σουλεϊμάν ενθάρρυνε τη χρήση της, πιστεύοντας ότι η σιγή ενισχύει την αξιοπρέπεια του Σουλτάνου. Όταν ο επαναστάτης γιος του Σουλεϊμάν, ο Βαγιαζήτ διέφυγε στην Περσία το 1565, ο Σάχης Ταχμάσπ και οι αυλικοί του βρήκαν αδύνατον να συνεννοηθούν μαζί του: ο Βαγιαζήτ δε μίλαγε καθόλου. Μάλλον με ανακούφιση τον έστειλαν πάλι στον δήμιο του πατέρα του. Οι πιο αδύναμοι διάδοχοι του Σουλεϊμάν βρήκαν την Ιξαρέττε αποπνιχτική και ο φουκαράς παρανοϊκός Σουλτάνος Μουσταφά αρνήθηκε να τη μάθει. Μπήκε στη θέση του από το Ντιβάνι σε μια ειδική για το θέμα συζήτηση. Οι βεζίρηδες τον πληροφόρησαν ότι δεν ήταν σωστό ο Πατισάχ να μιλά τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κοινοί άνθρωποι και ότι ο Σουλτάνος θα πρέπει να διατηρεί αυστηρότητα που να φοβίζει τους κοινούς θνητούς. Η επιμονή του Μουσταφά τον έφαγε. Ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πύλη Du Fresne ξαφνιάστηκε με την προσπάθεια του Σουλτάνου να απαντήσει σε μια φράση του και ο Μέγας Βεζίρης που ήταν παρών τον έκοψε απότομα λέγοντας: «lui dit qu’il ne seyait pas a la majeste d’un si grand roi de trop parler avec les ambassadeurs, prit la parole et declara brievement ce qu’il avait a repondre». Και ο παρατηρητικός Γάλλος κατάγραψε τη μοναξιά που ένοιωθε ο Σουλτάνος: «στους υπέροχους κήπους του σαραγιού, οι αλέες είναι γεμάτες κυπαρίσσια, τόσο ψηλά, που ή θέα τους προκαλεί θαυμασμό. Αλλά είναι πολύ στενές γιατί ο Grand Seigneur περπατάει μόνος του».

Ο Οσμάν ο 2ος που ζώστηκε το σπαθί στο Εγιούπ το 1618 επεχείρησε πραξικόπημα ενάντια στους ίδιους τους δούλους του, ‘τους κηφήνες που απομυζούν την περιουσία’ του. Είχε σκοπό να διαφύγει από την Ιστανμπούλ, να δημιουργήσει νέο στρατό στην Ανατολία και να την καταλάβει ξανά σαν αρχηγός ενός νέου Τουρκικού Μουσουλμανικού κράτους. Μόλις όμως έγινε γνωστό το γεγονός, ένας μανιασμένος όχλος που συγκεντρώθηκε έξω από το σαράι λυντσάρισε μέχρι θανάτου το Μέγα Βεζίρη του που προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Ο ίδιος ο Οσμάν συνελήφθη αιχμάλωτος από τους γενίτσαρους. Η μοίρα του σφραγίστηκε όταν μια ομάδα γενιτσάρων που εστάλη να ψάξει μέσα στο σαράι, βρήκε λίγα αδέλφια του Σουλτάνου. Οι γενίτσαροι ανέλκυσαν με σχοινί από ένα υπόγειο μπουντρούμι ένα φοβισμένο και ημιπαράφρονα άνδρα που ήταν θείος του Οσμάν και τον έκαναν Σουλτάνο. Ο νέος Μέγας Βεζίρης μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Οσμάν. Όλες οι πηγές λένε ότι ο Οσμάν ξύπνησε και πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση. Αλλά η περίφημη ικανότητα των αυλικών του υπερίσχυσε και ο Νταβούτ Πασάς τον ‘έβαλε να κοιμηθεί για πάντα συμπιέζοντας τους όρχεις του’ , ‘όπως καταγράφει ο Εβλίγια Τσελέμπη, προσθέτοντας ότι «ένα είδος εκτέλεσης που εθιμοτυπικά προοριζόταν μόνο για τους Σουλτάνους».

Διάδοχός του ήταν ο θείος του Μουσταφά, ο οποίος ξαναγύρισε στο κλουβί, ξεφεύγοντας παρά τρίχα την εκτέλεση, το 1618, για χάρη του άλλου του ανιψιού, Οσμάν του 2ου.Η παραμονή του Μουσταφά στο σκοτεινό και χωρίς αέρα κελί είχε τις επιδράσεις της στην πνευματική του υγεία. Όταν ξανάγινε Σουλτάνος το 1622, πριν περάσει ένας χρόνος η παραφροσύνη του ήταν τόσο ενοχλητική που ακόμα και οι γενίτσαροι δέχτηκαν να ανάβει στο θρόνο ο Μουράτ ο 4ος χωρίς να τους δώσει το συνηθισμένο οικονομικό ΄δωράκι’.

Ο Μουράτ το 4ος ήταν δεκατριών ετών όταν ανήλθε στο θρόνο και διαφεντευόταν για πολλά χρόνια από τη μητέρα του Βαλιντέ Σουλτάνα Κοσέμ. Το Νοέμβριο του 1631 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στην Πόλη. Οι στασιαστές με τη βοήθεια του όχλου έφτασαν μέχρι τη Μεγάλη Πύλη του σαραγιού όπου λυντσάρισαν μέχρι θανάτου το Μέγα Βεζίρη, το Μέγα Μουφτή, δεκαπέντε ανώτερους αυλικούς μεταξύ των οποίων και ο αγαπημένος φίλος του Μουράτ, ο Μούσα Τσελεμπή. Ο όχλος, αφού υποχρέωσε το Σουλτάνο να διορίσει Μέγα Βεζίρη έναν Τοπάλ Ρετσέτ Πασά, συνέχισε να λεηλατεί και να καταστρέφει στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Έξι μήνες αργότερα, εκμεταλλευόμενος την οργή του κόσμου από τις λεηλασίες των στρατιωτών, ο Μουράτ έβαλε να στραγγαλίσουν τον Τοπάλ. Έστειλε το νέο Μέγα Βεζίρη κατά των στασιαστών σκοτώνοντας 20.000 από αυτούς, κυρίως γενίτσαρους. Απαγορεύτηκαν ο καπνός, ο καφές, το αλκοόλ, όλα αγαπημένα στους γενίτσαρους. Και ηγήθηκε ο ίδιος στρατιωτικής εκστρατείας στο Ιράν, παίρνοντας το Εριβάν και την Ταυρίδα το καλοκαίρι του 1635. Ο Κατής του Ιζμίτ (τέως Νικαίας) αποκεφαλίσθηκε γιατί είχε αφήσει τους δρόμους της περιοχής του σε κακή κατάσταση. Τον ίδιο χρόνο, ο Μουράτ αποκεφάλισε τον Μέγα Μουφτή μαζί με τον γιο του, τον Μουφτή που είχε τολμήσει να αντιμιλήσει στον πατέρα του. Κατάφερε να εμπνεύσει φόβο στο στράτευμα – και να ξανακερδίσει ένα μέρος της παλιάς δόξας της Αυτοκρατορίας, αφού κατέλαβε τη Βαγδάτη, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1638, πράξη για την οποία απέκτησε το προσωνύμιο ‘Γαζής ο Νικηφόρος’. Πολύ λίγες ήταν όμως οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε, αφού συνάντησε τη σκληρή αντίδραση του παλατιού.

Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να καταργήσει το ‘φόρο των αγοριών’ τερματίζοντας ουσιαστικά την ηγεμονία των γενιτσάρων, τριακόσια περίπου χρόνια μετά την δημιουργία της. Ο ίδιος ο Μουράτ δεν άντεξε για πολύ τη ζωή στο σαράι, το έριξε στο αλκοόλ, από το οποίο και πέθανε το 1640, υποφέροντας τα τελευταία χρόνια του από μανίες αλκοολισμού. Κατά τον Καντεμίρ, «έβγαινε τη νύχτα στους δρόμους ξυπόλητος και ντυμένος μόνο με ένα άσπρο νυχτικό. Τις ημέρες έμενε βουβός στο παράθυρο του δωματίου του στοχεύοντας με το τόξο του τους διαβάτες».

Ο Μουράτ ο 4ος ήταν ο τελευταίος Σουλτάνος που ηγήθηκε του Οθωμανικού στρατεύματος. Μετά από αυτόν και για τον υπόλοιπο ενάμισι περίπου αιώνα της ζωής της Αυτοκρατορίας, οι Σουλτάνοι ήταν απλώς κάτοχοι του Οθωμανικού θρόνου. Και πέθανε, όπως είδαμε, άρρωστος και νομίζοντας ότι ο αδελφός του Ιμπραήμ ήταν νεκρός. Ήταν άτεκνος και πίστευε ότι με τον θάνατό του θα τελείωνε η οικογενειακή γραμμή των Οσμάν – ίσως με την παράνοια της αρρώστιας του να ήθελε τον οριστικό αφανισμό της Αυτοκρατορίας. Από τους απογόνους του, ο Οσμάν ο 3ος είχε μείνει πενήντα χρόνια στο Κλουβί με κωφάλαλους υπηρέτες και καταδικασμένες γυναίκες, ο Σελίμ ο 3ος, ο Μεταρρυθμιστής, δεκαπέντε χρόνια. Για αρκετούς μήνες μετά την έξοδό τους στον κόσμο, και οι δύο δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Ο Σουλεϊμάν ο 2ος είχε μείνει στο Κλουβί τριάντα εννέα χρόνια, αντιγράφοντας και εικονογραφώντας το Κοράνι. Βασίλευσε μόνο τριάντα μήνες και ζήταγε συνέχεια να τον αφήσουν να γυρίσει πίσω στη φυλακή.

Ο Μακιαβέλι είχε περιγράψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σαν ένα κράτος δύσκολο να το αλώσει κανείς αλλά εύκολο να το διατηρήσει στην κυριαρχία του. Όπως όμως ήρθαν τα πράγματα, αποδείχτηκε ότι η άλωση έγινε εκ των έσω, καθώς η δύναμη πέρασε από τους Σουλτάνους στους δούλους τους.

Το χαρέμι, το μέρος του παλατιού που διέμενε η οικογένεια και οι γυναίκες του Σουλτάνου, ήταν ένα είδος ξεχωριστού παλατιού μέσα στο παλάτι. Και ήταν, όπως σε κάθε Τουρκικό σπίτι, ιδιωτικός χώρος, απαγορευμένος για όλους τους ξένους. Η οργάνωση του χαρεμιού συμπλήρωνε το σύστημα των δούλων. Κάτι που φαίνεται να λησμονείται, εν μέσω μύθων και παραμυθιών.

Οι γυναίκες για το παλάτι του Σουλτάνου επιλέγονταν προσεκτικά από τους αιχμαλώτους πολέμου και στα σκλαβοπάζαρα. Οι γυναίκες βέβαια δεν είχαν σχέση με το ντεβσιρμέ. Το 1475 υπήρχαν 400 σκλάβες στο Τοπ Καπί και 250 στο Παλιό Παλάτι. Οι κοπέλες αυτές, όπως και τα αγόρια, πέρναγαν από ένα σύστημα εκπαίδευσης. Όταν έρχονταν για πρώτη φορά στο παλάτι, έμεναν όλες μαζί σε δυο μεγάλα δωμάτια και ονομάζονταν ατσεμί (μαθητευόμενες). Κάτω από τη στενή παρακολούθηση της Κεχαγιά-Καντίν (επόπτριας) κατέληγαν να γίνουν εκλεπτυσμένες και ικανές γυναίκες. Μάθαιναν τις αρχές του Ισλάμ και ταυτόχρονα αποκτούσαν ικανότητες στο ράψιμο, το κέντημα, το χορό, τη μουσική, το τραγούδι. Όλες έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο και διηγούνταν ιστορίες. Με τον καιρό, οι ατσεμί αποκτούσαν τίτλους όπως καρίγιε, ζαγκίρντ, γκεντικλί και ούστα: τίτλοι που προέρχονταν από τις συντεχνίες. Από την ομάδα των γκεντικκλί προέρχονταν οι γυναίκες που εκτελούσαν ειδικές υπηρεσίες για το Σουλτάνο, ενώ από τις ουστά προέρχονταν οι οδαλίσκες και οι Χασεκί.
Πρώτος ο Σουλεϊμάν με την Χασεκί Χουρέμ (την οποία οι Βενετοί αποκαλούσαν Ροξελάνα) καθιέρωσε τη συνήθεια να παντρεύονται οι Σουλτάνοι με νόμιμο γάμο μια γυναίκα. Από το 1574 ως το 1687, όταν η επιρροή των Βαλιντέ (βασσιλομήτορων) έφτασε να ελέγχουν το παλάτι, οι Σουλτάνοι σταμάτησαν να τελούν κανονικούς γάμους. Οι Βαλιντέ δεν ήταν νόμιμες σύζυγοι, σύμφωνα με τη σαρία. Τον δέκατο έβδομο αιώνα, οι Σουλτάνοι Οσμάν ο 2ος και Ιμπραήμ ο 1ος τέλεσαν κατ’ εξαίρεση νόμιμους γάμους. Σε κάθε περίπτωση όμως μόνο τέσσαρες από τις Χασεκί (σύμφωνα με τη σαρία) μπορούσαν να ονομάζονται καντίν.
Όποια από τις Χασεκί γεννούσε είχε ειδική μεταχείριση και προνόμια. Φορούσε χρυσό διάδημα στα μαλλιά και ντυνόταν στα μεταξωτά. Μπορούσε να πλησιάσει το Σουλτάνο και να του φιλήσει το χέρι και είχε ιδιωτικό διαμέρισμα. Η πρώτη γυναίκα που γεννούσε αγόρι προηγούταν από όλες τις άλλες και έφερε τον τίτλο Μπας (πρώτη) καντίν. Η Μπας-καντίν ήταν δεύτερη μετά την βαλιντέ, αν δεν ήταν η ίδια βαλιντέ, και φορούσε ακόμα πιο πολυτελή ρούχα, ανάμεσα στα οποία και γούνες.

Η Βαλιντέ Σουλτάνα είχε την απόλυτη κυριαρχία μέσα στο χαρέμι. Ο Χαρέμ-Αγκάσι (ο Μαύρος Ευνούχος του χαρεμιού) είχε την ίδια σχέση μαζί της που είχε ο Καπί-Αγκάσι (Ο Λευκός Ευνούχος) με το Σουλτάνο: ήταν το δεξί του χέρι. Με την αυξημένη επιρροή των καντίν και των βαλιντέ από το 1574, ο Μαύρος Ευνούχος κατέληξε να είναι πιο σημαντικός από τον Λευκό.

Το πρόβλημα με το χαρέμι είναι ότι επειδή κανείς δεν επιτρέπονταν να μπει σε αυτό, πολύ περισσότερο οι ξένοι, ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν. Οι πηγές μας – σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη του παλατιού – είναι ελάχιστες και προέρχονται από αφηγήσεις τρίτων στους ξένους ιστορικούς που ενδιαφέρονταν για την ιστορία του χαρεμιού. Οι τρίτοι αυτοί έλεγαν πάντα περισσότερα από όσα ήξεραν – που ήταν έτσι κι’ αλλιώς ελάχιστα. Καλλιεργήθηκαν μύθοι και παραμύθια που αποδείχτηκαν αναληθή. Μερικές φορές, οι γυναίκες που έφευγαν από το χαρέμι, σαν σύζυγοι αγάδων και άλλων αξιωματούχων, έδιναν τις δικές, πιο αξιόπιστες, μαρτυρίες. Οι γυναίκες αυτές ήταν συνήθως μορφωμένες και σεβαστές. Άλλες φορές πάλι οι ξένοι παρατηρητές είχαν ην ευκαιρία να γνωρίσουν μια προχωρημένης ηλικίας κυρία του χαρεμιού, μια Βαλιντέ ή μια κόρη του Σουλτάνου, από την οποία μάθαιναν – και έγραφαν – την ιστορία. Αντίστοιχα περιορισμένες είναι και οι Τουρκικές πηγές στο θέμα. Οι κλασσικές μας πηγές, όπως ο Εβλίγια Τσελέμπι, ο Δημήτρης Καντεμίρ και ο Κριτόβουλος δεν αναφέρονται ουσιαστικά στο χαρέμι, από σεβασμό στο ιδιωτικό του θέματος. Άλλωστε, οι δυο τελευταίοι υπηρέτησαν σαν προσωπικοί γραμματείς των Σουλτάνων. Η πληρέστερη και πιο εντυπωσιακή πηγή πληροφοριών για το χαρέμι είναι η Λαίδη Mary Wortley Montagu η οποία τον δέκατο όγδοο αιώνα φιλοξενήθηκε για λίγο στο παλάτι και πέρασε μερικές μέρες στο χαρέμι όπου συνομίλησε με τις πρώτες κυρίες του. Στη συνέχεια έγραψε τις εντυπώσεις της, αλλά αυτές δεν αφορούν, δυστυχώς, την εποχή της ακμής της Αυτοκρατορίας. Μια άλλη σημαντική πηγή που φαίνεται να είναι αξιόπιστη είναι η σύζυγος του Μουράτ του 2ου, Νουραμάν, η οποία ήταν Βενετή και αλληλογραφούσε με το Δόγη της Βενετίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τις λιγοστές αυτές πηγές, μπορούμε να πούμε ότι οι γυναίκες του χαρεμιού, μόλις άκουγαν το χαρακτηριστικό ήχο της παντόφλας του Σουλτάνου (που είχε επένδυση από ασημένια καρφάκια) έσπευδαν να εξαφανιστούν, μια και ήταν μεγάλη προσβολή να βρεθούν μπροστά του. Όποια από τις γυναίκες παραβίαζε τους αυστηρούς κανόνες του πρωτοκόλλου τιμωρούταν. Αν κάποια από τις νεώτερες ή τις μαθητευόμενες κέρδιζε την καρδιά του Σουλτάνου, αυτό θα ήταν μεγάλο μειονέκτημα για τις Ούστα και την κυριαρχία της Βαλιντέ. Οι αρχαιότερες κυρίες του χαρεμιού είχαν κάθε συμφέρον να επιβάλλουν τους νόμους και τις συνήθειες. Οι Σουλτάνοι πάλι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έβλεπαν και δεν συνευρίσκονταν παρά με ελάχιστες από τις γυναίκες του χαρεμιού: ήταν οι ίδιοι γηραιοί κύριοι και συνήθως είχαν άλλες προτεραιότητες και σκοτούρες. Έτσι οι περισσότερες από τις κοπέλες στο χαρέμι, κατέληγαν σύζυγοι των αποχωρούντων αξιωματούχων, οι οποίοι παρέμεναν άγαμοι κατά την θητεία τους στο παλάτι, όπως και οι κυρίες του χαρεμιού. Και εδώ πάλι κυριαρχούσε το κατεστημένο των γηραιών κυριών, αφού τα ‘προξενιά’ αυτά ήταν θέματα των βαλιντέ και των Μαύρων Ευνούχων.


1 Τη στιχομυθία αυτή παραθέτει αυτούσια ο ιστορικός Ναιμά του οποίου ο θείος Σαδούλ Πασάς ήταν μέλος του Nτιβανιού.
2 Η Mme La Quira ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες της με πλούσιες θέσεις εργασίας για όλη την οικογένειά της. Τελικά στραγγαλίστηκε με απαίτηση του όχλου, όταν ο Αχμέτ καθαιρέθηκε με δημόσια εξέγερση – με προτροπή των γενιτσάρων – το 1617.

Δεν υπάρχουν σχόλια: